Για όποιον τον ενδιαφέρουν οι "πειραγμένες" μουσικές...

Αγαπητή Εύα, “γίνεσαι κακιά” μόνο επειδή το δηλώνεις.
Κι εμένα οι πληροφορίες μου σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα προέρχονται κατά κόρον από το
http://www.sephardicmusic.org/ :090:. Απλώς σημείωσα τις αναμενόμενες επιρροές.

Συμφωνώ με όλους:
Τόσο τα σεφαραδίτικα στην Ελλάδα από μουσικής άποψης εντάσσονται εξ ολοκλήρου στην οθωμανική παράδοση, τόσο και η Σαβίνα Γιαννάτου έχει έναν (και μόνο) σαφέστατα δυτικό τρόπο που προσεγγίζει οτιδήποτε τραγουδάει.

Από την άλλη, αν και οι δυτικότροπες προσεγγίσεις ανατολίτικης μουσικής δεν είναι τού γούστου μου, βρίσκω το συγκεκριμένο εγχείρημα εξαιρετικά καλόγουστο και ίσως από τα πιο πετυχημένα.

Η Σαβίνα έχει μια πλούσια δισκογραφία, η οποία περιλαμβάνει και Λένα Πλάτωνος και Χατζιδάκι, νανουρίσματα, παραδοσιακά και άλλα.
Εγώ λατρεύω τη φωνή της και τις δυνατότητές της και ακούω πάντα ευχάριστα ό,τι κάνει με τους Primavera. Νομίζω ότι αυτό που έκανε και κάνει με τους Primavera είναι ο ορισμός της ethnic (κατά την “ευρωπαϊκή” μουσική αντίληψη του όρου). Δηλαδή, μέσα από συγκεκριμένου τύπου μουσικές αφετηρίες, προσεγγίζουν διαφορετικά είδη με ελευθερία και ιδιαίτερη έμφαση στον αυτοσχεδιασμό, κρατώντας πολύ υψηλό επίπεδο.
Εδώ, ερμηνεύει έναν αμανέ της Ρόζας Εσκενάζυ (φίλε Νίκο δεν θα σου αρέσει…)

Από την Παπαγκίκα το έχει αντιγράψει, και τα λόγια και το ύφος της ερμηνείας και του βιολιού, καθώς και το βαλσάκι του τέλους (που ο Ian Nagoski λέει ότι γράφτηκε από κάποιον Ρωσοεβραίο στο τέλος του 19ου αιώνα). Η Ρόζα έχει ηχογραφήσει ένα “Αθηναϊκό Μινόρε” στην ίδια μελωδία με στίχους εντελώς διαφορετικού ύφους από εκείνους της Σμύρνης. Δεν θα ήθελα όμως, μια που βλέπω ότι η Γιαννάτου είναι πολύ δημοφιλής στην παρέα μας, να μπώ σε σύγκριση τεχνικής της Ρόζας με άλλες καλλιτέχνιδες. Πάντως, ενώ η Ρόζα δίνει μία ερμηνεία με χαρακτηριστικότατα ανατολίτικα μικρομελίσματα, το κομμάτι στην αρχική, σμυρναίικη μορφή του, κατατάσσεται στον “δυτικότροπο αμανέ” και η Γιαννάτου ως εκ τούτου το ερμηνεύει αξιοπρεπέστατα.

…επιβίωμα ήθελα να πω, βέβαια!

Εδώ είναι ένα άρθρο της Judith Cohen, που είναι εθνομουσικολόγος και έχει ασχοληθεί πολλά χρόνια με τη σεφαρδίτικη παράδοση:

http://www.sibetrans.com/trans/a18/judeo-spanish-song-a-mediterranean-wide-interactive-tradition

Εύα

Όποιος έχει ακούσει τη Λιλιπούπολη, πολύ παλιά, και τους Πριμαβέρα αρκετά πρόσφατα, και θέλει να συμπληρώσει λίγο την εικόνα του για τη Σαβίνα, με λίγο από τα ενδιάμεσα, νομίζω ότι βασικά θα πρέπει να ρίξει μια ματιά σε δύο πράματα:

α) Παλιούς δίσκους με την Πλάτωνος, π.χ. το Σαμποτάζ ή τα τραγούδια του Καρυωτάκη (βρίσκονται πολύ εύκολα στο ΥΤ)
β) …Ποια είναι ρε παιδιά εκείνα τα τραγούδια με τους παράξενους λαρυγγισμούς; Ψάχνω εδώ και ώρα μπας και τα πετύχω αλλά δε θυμάμαι κανένα στοιχείο, μόνο τους ίδιους τους λαρυγγισμούς. Όποιος ρίξει ένα λινκ θα βοηθήσει να καταλάβουμε τι εννοώ ότι τον τρόπο που τραγουδάει τον εξερευνά και τον διευρύνει, όσο κι αν εξακολουθεί να τον στηρίζει στο ίδιο θεμέλιο.

Έχοντας ακούσει λίγο δείγμα από αυτά τα δύο, νομίζω ότι τα Σεφαραδίτικα μπορούν να εκτιμηθούν ακριβέστερα. Νομίζω ακόμη ότι θα φανεί ότι τελικά ακόμη και η διεύρυνση του ρεπερτορίου μπορεί να είναι στοιχείο της διεύρυνσης του τρόπου που τραγουδάει (κάτι που φυσικά δεν ισχύει ως κανόνας, αλλά εν προκειμένω νομίζω ότι ισχύει).

Και εν πάση περιπτώσει, όσο κι αν είναι σεβαστό το δικαίωμα του καθενός να μην του αρέσει κάτι, νομίζω ότι η Γιαννάτου διαθέτει μια εξαιρετικά γυμνασμένη και συνάμα όμορφη φωνή που είναι κρίμα να αδικείται από το γεγονός ότι ίσως δεν την έχουμε ακούσει στα σωστά τραγούδια. Φυσικά, άμα δεν την ξέρει κανείς ενώ ξέρει πώς πρέπει να ακούγονται τα ανατολίτικα, και την πρωτοακούσει (ή σχεδόν πρωτο-) σ’ αυτά, δε θα 'χει και πολλά να του πει.

Εκεί ακριβώς είναι το θέμα και αυτό ακριβώς θέλω να εκφράσω με όσα έγραψα ως τώρα: Μια (όμορφη και γυμνασμένη, ναι) φωνή, που όμως δεν έχει γυμναστεί κατάλληλα και για το συγκεκριμένο είδος που θέλησε να υπηρετήσει ή, αντίστροφα, δεν είναι τα τραγούδια ανατολίτικου ύφους τα κατάλληλα για αυτήν.

Σε αυτό το βίντεο pepe η Σαββίνα κάνει αυτούς τους λαρυγγισμούς που λες, τόσο στην αρχή αλλά και μέσα στο τραγούδι.

συμφωνώ με τον περικλή για την σαβίνα, νομίζω πως το αποκορύφωμα είναι η συνεργασία με την πλάτωνος, από λιλιπούπολη μέχρι τα ηλεκτρονικά. ψάξτε τα σε σιντί ή ακόμα καλύτερα σε βινύλιο, σε mp3 και youtube καταστρέφεται εντελώς η αιθέρια φωνή της.
και την είχα πετύχει πριν καμιά δεκαετία σε αυτοσχεδιαστικούς λαρυγγισμούς, συνοδεία ντιτζεριντού και ενός μυστήριου πνευστού από πλαστικούς σωλήνες -η πρώτη φορά που ταξίδεψα με οργανική μουσική! αντίστοιχα θυμάμαι την οργισμένη αποχώρηση ενός καθηγητή κλασικής κιθάρας από την αίθουσα…
για τα υπόλοιπα δεν έχω κάτι να πώ, απλά το ότι όταν κάποιος δηλώνει εξαρχής ότι διασκευάζει κάτι, έχει την ελευθερία να το κάνει όπως θέλει. όπως δεν μου αρέσουν οι διασκευές του χατζιδάκι στα ρεμπέτικα, αλλά τις εκτιμάω σαν κίνηση -σε αντίθεση με τα ισοπεδωτικά εκτρώματα του '60-'70 markos with bouzouki.

Αγόρασα το σιντί της Σαβίνας και των Πριμαβέρα με τα σεφαραδίτικα πριν απο χρόνια θεωρώντας ότι η σεφαραδίτικη μουσική θα ήταν ένα κομμάτι του παζλ ρεμπέτικου, παραδοσιακού, μικρασιάτικου, τούρκικης μουσικής κλπ. Τότε απογοητεύτηκα κάπως, ίσως για τους ίδιους λόγους που δεν αρέσει η Σαβίνα στον κ. Πολίτη. Αντίθετα αν τα δούμε σαν διασκευές τα κομμάτια είναι μια χαρά. Το ίδιο θα έλεγα π.χ για το κυπριακό παραδοσιακό που ερμηνεύει σε άλλο δίσκο που και πάλι είναι μια πολύ όμορφη διασκευή (με συνοδεία κονταμπάσου κυρίως, καμία σχέση με παραδοσιακά ηχοχρώματα)

Για μια άλλη όψη της ελληνικής σεφαραδίτικης μουσικής, συνιστώ το σιντί του Δαβίδ Σαλτιέλ, που είναι hazan (περίπου ψάλτης) σε συναγωγές της Θεσσαλονίκης. Για μένα ο τρόπος που τραγουδάει ο Σαλτιέλ είναι πιο κοντά στο ανατολίτικο ύφος των παλιών τραγουδιστών.[b]

http://tinyurl.com/cafqf4n[/b]

http://tinyurl.com/btwepm4

Εύα

Τραγουδάει πολύ γλυκά, και τα όργανα που τον συνοδεύουν είναι σίγουρα πιο κοντινά στο ορίτζιναλ από εκείνα της Σαβίνας. Προσωπικά τα όργανα μου θυμίζουν πάρα πολύ (τελείως δηλαδή) τους δικούς μας μουσικούς του ας πούμε νεο-οθωμανικού στυλ: Ανατολική Πόλις κλπ…

Και μια άσχετη παρατήρηση. Τα ισπανοεβραίικα είναι γλυκειά και λίγο αστεία γλώσσα: γύρω γύρω ισπανικά, αλλά όσες λέξεις εμείς τις έχουμε τούρκικες (τσαντίρι, πασβάνης, μπουντρούμι, κουμάρι κλπ.) τις έχουν κι εκεί ίδιες!

Και βεβαίως, οι μελωδίες οικείες όλες. Αναγνώρισα την εισαγωγή του “ας ερχόσουνα βρε ψεύτη, κι ας γινόσουνα παπί”, το “Ελενάκι” του Ογδοντάκη, το δικό μου πάπλωμα βεβαίως, …

Όσο για την παρατήρηση του Περικλή για τη γλώσα, γέλασα γιατί θυμήθηκα πώς μίλαγαν οι (π.χ.) Άραβες φοιτητές μεταξύ τους, στη Γερμανία. Αραβικά βέβαια δεν ήξερα, αλλά καταλάβαινα το θέμα της συζήτησης: Ο Αουάντ πήγε στις εξετάσεις χημείας, αλλά ο καθηγητής τον έκοψε: Οι λέξεις εξετάσεις, χημεία, καθηγητής, αποτυχία στην εξέταση, ήταν όλες γερμανικές φυσικά. Έτσι μιλάγαμε κι εμείς μεταξύ μας και σίγουρα θα καταλάβαιναν οι Άραβες για τι μιλούσαμε.

Λίγα ακόμα για η σεφαραδίτικη μουσική και η τύχη της στον 20o αίωνα. Βρήκα ένα άρθρο της Judith Cohen, που θίγει το πρόβλημα της παράδοσης (ή της μην παράδοσης!) της σεφαραδίτικης μουσικής. Η κύρια θέση της είναι ότι αυτό που σήμερα πλασσάρεται ως αυθεντική σεφαραδίτικη μουσική (με ρίζες στη μεσαιωνική Ισπανία, παρακαλώ!) είναι στην ουσία ένα μοντέρνο κατασκεύασμα που δεν έχει πολλή σχέση με τα παραδοσιακά τραγούδια των γιαγιάδων στο Μαρόκο ή στην Τουρκία. Δεν μπορώ να το παραθέση εδώ, αλλά όποιος ενδιαφέρεται να το διαβάσει μπορεί να μου στείλει ένα Π.Μ. και θα το στείλω σε PDF.

‘No so Komo las de Agora’ (Im Not Like Those Modern Girls): Judeo-Spanish Songs Meet the Twenty-First Century.

Όπως εξηγεί η Cohen, το πρόβλημα της παράδοσης ήταν ιδιαίτερα οξύ στα σεφαραδίτικα τραγούδια. Μέχρι πρόσφατα οι περισσότεροι μουσικοί που ασχολούνταν με αυτά δεν είχαν πρόσβαση σε παλιές ηχογραφήσεις, και επειδή ήταν από έξω (δεν ήταν από σεφ. οικογένειες οι ίδιοι) δεν είχανε καμιά φυσική επαφή με το σεφαραδίτικο περιβάλλον. Παρόλο που η κατάσταση στην Ελλάδα είναι πολύ διαφορετική, νομίζω ότι οι διάφορες “αναβιώσεις” στα ρεμπέτικα και στα λαϊκά έφεραν παρόμοιες αλλαγές, αν και όχι τόσο ριζικές. Ας πούμε, θυμάμαι στα νείατα που άκουγα με τις ώρες μια κασσέτα με τον Πουλόπουλο, που τραγουδούσε ρεμπέτικα (“12 ρεμπέτικα”). Αν και μου αρέσει η φωνή του Πουλόπουλου, η ερμηνεία του έχει ένα εντελώς διαφορετικό ύφος από τα αυθεντικά ρεμπέτικα. Η διαφορά στην Ελλάδα είναι ότι οι περίσσοτεροι ακροατές μπορούν να ξεχωρίζουν το αυθεντικό ύφος από την μεταγενέστερη αναβίωση, κάτι που ίσως δεν ισχύει για αυτούς που ακούνε την Yasmin Levy η την Σαβίνα τραγουδώντας σεφαραδίτικα σε διάφορα φεστιβάλ.

Το γνωστό μας ως “Το πάπλωμα”, ή “Η καλύβα η δική μου”, παραδοσιακό Μαυροθαλασσίτικο(:wink: τραγούδι σε διάφορες εκδοχές:

  1. “Hamsi koydum tavaya”:
    http://www.youtube.com/watch?v=Nla3__TL3yM

  2. “Yavuz geliyor”: http://www.youtube.com/watch?v=WrMWIDWX0fQ

  3. “La comida la maρana”: http://www.youtube.com/watch?v=rxrUZOUJk18

  4. “La comida la manyana”: http://www.youtube.com/watch?v=aDruRtnRV7Y

  5. “Las esuegras de agora”:
    http://www.youtube.com/watch?v=kO2xCSuwEns

  6. “La komida de la manyana”:
    http://www.youtube.com/watch?v=YjvEq6lwh0E
    “La Espaρa se quedσ y la Sefarad que marchσ”: concierto en la semana del Corpus Christi 2012 de Toledo.

Πολύ ωραία κλιπάκια! Ειδικά η ερμηνεία της Monica Monasteria (?) δείχνει πώς η εικόνα της μουσικής αλλάζει όταν την ερμηνεύει μια τραγουδίστρια που μάλλον δεν ξέρει την παράδοση απ’ όπου προέρχεται το τραγούδι. Προσωπικά, δεν με ενοχλούν τέτοιες ερμηνείες. Νομίζω ότι δίνουν μια άλλη χροιά στο τραγούδι…και η Judith Cohen, που είναι εθνομουσικολόγος, έχει ένα “δυτικό” τρόπο τραγουδήματος, τουλάχιστο στα δικά μου αυτιά. Αυτό που είναι λίγο παραπλανητικό είναι όταν αυτές οι ερμηνείες παρουσιάζονται ως “αυθεντική μεσαιωνική σεφαραδίτικη μουσική της Ισπανίας”!

Και μια που μιλάμε για μαυροθαλασσίτικα τραγούδια, παραθέτω ένα ωραίο ποντιακό τραγούδι, σε μία διασκευή στα εβραϊκά και αραβικά:

Το ίδιο τραγούδι μόνο στα εβραϊκά:

Και στο Hongkong, όπου έφτασε ως “ισραηλινός χόρος”!

Το original με τον Καζαντζίδη και τον Χρύσανθο:

Τα παραπάνω δεν ταιριάζουν ακριβώς το θέμα των σεφαραδίτικων τραγουδιών, νομίζω όμως ότι ταιριάζουν στο ευρύτερο θέμα, που σχετίζεται με το πώς περνάει στοιχεία από μια μουσική παράδοση σε μια άλλη.

Απ’ όσο έχω καταλάβει διαβάζοντας για πράγματα που δεν τα έχω ζήσει πρώτο χέρι, από το '60 και μετά έγιναν διάφορες κινήσεις αναβίωσης του ρεμπέτικου. Μία όμως ήταν «η» κατεξοχήν αναβίωση, αυτή από την οποία το πράγμα έφτασε, ζωντανά πλέον, μέχρι σήμερα: εκείνη που ξεκίνησε στα τελευταία χρόνια της Χούντας και εκδηλώθηκε δημόσια μετά την πτώση της.*

Αυτή η αναβίωση ξεκίνησε από ανθρώπους που είχαν πρόσβαση σε παλιές ηχογραφήσεις: ήταν συλλέκτες 78αριών, ή φίλοι των συλλεκτών, ή οι πελάτες των πρώτων δίσκων σύγχρονου φορμάτ με ανατυπώσεις των ηχογραφήσεων από τα 78άρια (δίσκων που τους έβγαζαν οι εν λόγω συλλέκτες). Έτσι υπήρχε η δυνατότητα τήρησης του αυθεντικού ερμηνευτικού ύφους. Φυσικά ο δίσκος δε λέει τα πάντα. Η πλήρης και αυθεντική ανάγνωση του δίσκου προϋποθέτει και τη γνώση του πλαισίου στο οποίο ανήκε ο δίσκος, το οποίο όμως δεν ήταν γνωστό. Έτσι έχουμε φαινόμενα όπως λ.χ. να επαναλαμβάνει κάποιος συνειδητά ακόμη και τα λάθη που έκανε ο αυθεντικός μουσικός στην ηχογράφηση - με άλλα λόγια να έχουμε μια ζωντανή μουσική που αντιγράφει τους δίσκους, πράγμα καταφανώς ανορθόδοξο.

Η λογική ότι «δε μας ενδιαφέρουν οι δίσκοι του Μπάτη αλλά η ίδια η μουσική του Μπάτη, για την οποία ο δίσκος δε μας λέει παρά τα λίγα που μπορεί να μας πει» είναι και δύσκολη στο να τη συλλάβει κανείς και δύσκολη στο να την εφαρμόσει. Παρά ταύτα η ερευνητική, επανεκδοτική κλπ. δραστηριότητα όλων των χρόνων από το εβδομηντατόσο μέχρι σήμερα όλο και διευρύνουν αυτή τη δυνατότητα.

Έστω κι έτσι όμως, ποτέ η επαφή με τις παλιές πηγές δεν ήταν τόσο χαμένη ώστε να παίζει κανείς τα ρεμπέτικα με ό,τι όργανα του κάπνιζε επειδή δεν είχε τρόπο να ξέρει ποια ήταν τα κανονικά όργανα, όπως φαίνεται να συνέβη με τα σεφαραδίτικα.


  • Από εκεί προέρχονται σεβαστοί σήμερα μουσικοί όπως ο Αγάθων, ο Γκολές κλπ., οι οποίοι πλέον έχουν θεσπίσει μια νέα παράδοση που μεταδίδεται κυρίως προφορικά (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό σήμερα: ακούω και παίζω - έστω κι αν ακούω δίσκο ή ΥΤ, όχι όμως έναν παλιό δίσκο αλλά έναν σημερινό) και που είναι ζωντανή με εξελίξεις και με επιμέρους ρεύματα. Κάποιοι άλλοι μουσικοί, π.χ. Μπέμπης, Ιορδάνης, ήταν -αν το έχω αντιληφθεί σωστά- ανεξάρτητοι από οποιαδήποτε αναβίωση, ήταν κανονικοί συνεχιστές της τότε ζωντανής και εξελισσόμενης παράδοσης.

Έχεις απόλυτο δίκιο σχετικά με τους πρώτους αναβιωτές του ρεμπέτικου. Εγώ είχαν στο νου μου την εποχή που τα ρεμπέτικα και τα παλιά λαϊκά έγιναν κάπως σαν “μόδα”, και καλλιτέχνες που δεν είχαν πολλή σχέση με το είδος ηχογράφησαν ρεμπέτικα τραγούδια.

[Απ’ όσο έχω καταλάβει διαβάζοντας για πράγματα που δεν τα έχω ζήσει πρώτο χέρι, από το '60 και μετά έγιναν διάφορες κινήσεις αναβίωσης του ρεμπέτικου. Μία όμως ήταν «η» κατεξοχήν αναβίωση, αυτή από την οποία το πράγμα έφτασε, ζωντανά πλέον, μέχρι σήμερα: εκείνη που ξεκίνησε στα τελευταία χρόνια της Χούντας και εκδηλώθηκε δημόσια μετά την πτώση της.* QUOTE][/QUOTE]

Η αναβίωση της δεκαετίας του '70 με την απήχηση που είχε, αλλά και με την καθαρολογική πρόθεση και την απαίτηση για πιστότητα προς το πρωτότυπο υλικό είναι αναμφίβολα τεράστιας σημασίας, εξίσου όμως σημαντική είναι και η αναβίωση που θα γίνει γύρω στο 1959-1960, όταν πολλά από τα κλασικά ρεμπέτικα ηχογραφήθηκαν εκ νέου από τους μεγάλους λαϊκούς μουσικούς και τραγουδιστές της εποχής.
Μέσα από αυτές τις ηχογραφήσεις των 45 στροφών και τις φωνές του Καζαντζίδη, του Μπιθικώτση, του Γαβαλά, της Πόλυς Πάνου κ.α θα γίνουν αγαπητά και θα μείνουν κλασικά πολλά τραγούδια του Μάρκου, του Τσιτσάνη, του Μπαγιαντέρα κ.α, τα οποία μάλλον έτειναν να λησμονηθούν.

Βεβαίως. Σ’ αυτά μάλλον αναφερόταν η Εύα. Συμφωνώ για τη σημασία τους (θα τολμήσω μάλιστα να ομολογήσω ότι η νεότερη αργή Φραγκοσυριανή μ’ αρέσει καλύτερα από την ορίτζιναλ).
Δε νομίζω όμως ότι υπήρξε ιδιαίτερη απήχηση, με την έννοια του να δοθεί συνέχεια. Αυτοί που παίζουν σήμερα ρεμπέτικα σε ταβερνάκια, σε παρέες ή και σε πιο επαγγελματικές περιστάσεις, είναι συνεχιστές των «καθαρολόγων» που -ορθώς- λες Παναγιώτη.