Ανέκδοτο τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη

Είπαμε, είναι ιδιαιτερότητα της τοπικής ντοπιολαλιάς. Δες και “γλέπω τρεις μαστουρωμένοι και στην άμμο ξαπλωμένοι” του Μπάτη, που αν δεν το είχε από τα Μέθενα, θα το έμαθε στον Πειραιά.

Νομίζω ο στίχος πρέπει να είναι γραμμένος σε ελάχιστα προγενέστερο χρόνο. Όχι δηλαδή μετά τον Αύγουστο του '36, αλλά πριν το Μάη του '36. Το γεγονός των αλλεπάλληλων θανάτων πρώην πρωθυπουργών συνέβη στους πρώτους μήνες του 1936 (31 Γενάρη ο Κονδύλης - 13 Απρίλη ο Δερμετζής), εξού και ο στίχος “όσοι γινουν πρωθυπουργοί” που ακολουθεί την αφωνογράφητη πρώτη στροφή που απαριθμεί τους εκλιπόντες… Στο μεταξύ, ήδη στις αρχές Μάρτη ο Δερμετζής σαν υπηρεσιακός πρωθυπουργός είχε διορίσει τον Μεταξά υπουργό στρατιωτικών, ο οποίος Μεταξάς μετά και το θάνατο του Δερμετζή (13 Απριλίου) διορίζεται πρωθυπουργός από τον Γεώργιο με τη συναίνεση όλων των κομμάτων πλην ΚΚΕ. Σε αυτή την χρονική στιγμή πρέπει να γράφτηκαν και να αναφέρονται οι στίχοι. Ενώ ο στίχος “μην ξεμπουκάρει ο Σκλάβαινας” δεν έχει να κάνει με τη μεταγενέστερη σύλληψή του, αλλά εννοεί “μην ξεχειλίσει το καζάνι που βράζει”. Σε ό,τι αφορά τα μετέπειτα ιστορικά δεδομένα, στις 30 Απρίλη η Βουλή αποφάσισε, πάλι με τις ίδιες πλειοψηφίες, τη διακοπή των εργασιών της για 5 μήνες, ως τις 30 Σεπτεμβρίου, και την εν λευκώ ανάθεση της διακυβέρνησης στο Μεταξά. Ακολούθησε αμέσως η εργατική εξέγερση του Μάη, ενώ τον Αύγουστο ο Μεταξάς με το βασιλιά προχώρησαν στην επιβολή της δικτατορίας. Αλλά πια έχουμε απομακρυνθεί από την επικαιρότητα όπου το γεγονός που εντυπωσιάζει είναι η πρωθυπουργική επιδημία αποδημίας στον άλλο κόσμο…

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 12:29 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 12:04 —

Αν ακριβολογούμε, τότε ούτε με την έκφραση “τι θέλω να πει ο ποιητής” θα συμφωνήσω. Δεν είναι θέμα “τι θέλω”, είναι μάλλον το πώς συναντιόνται οι προθέσεις του ποιητή, και οι στίχοι του σαν αποκρυστάλλωμά αυτών των προθέσεων, με τα βιώματα και τον τρόπο σκέψης του ακροατή, κι αυτό πάλι όχι στο κενό αλλά μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον που και αυτό διαποτίζει με νόημα και τους στίχους και την ακρόασή τους.
Βέβαια εφόσον βιώματα και τρόποι σκέψης διαφέρουν, και καθώς επίσης το κοινωνικό περιβάλλον μεταβάλλεται (από τότε ως τώρα), είναι επόμενο να υπάρχουν και διαφορετικοί τρόποι κατανόησης. Σε αυτό άλλωστε βοηθάνε και οι στίχοι που εν προκειμένω είναι γραμμένοι πάνω στην κόψη των νοημάτων. Δε θα μπορούσαμε λχ να διαφωνούμε, όπως τώρα για τους στίχους του Μάρκου, αν είχαμε μπροστά μας στίχους του Μπρεχτ καταδηλωτικούς όπως πχ αυτοί: “αυτοί που αρπάζουν το φαΐ απ’ το τραπέζι κηρύσσουν τη λιτότητα”.
Έτσι δε μας μένει παρά να αντι-παραθέτουμε τις δικές μας κατανοήσεις και να κάνουμε υποθέσεις για τις προθέσεις του Μάρκου σαν στιχουργού, καθώς και για το πώς στίχοι σαν κι αυτούς γίνονταν κατανοητοί από το κοινό της εποχής του. Αλλά κι αυτές οι υποθέσεις δεν είναι κατά τη γνώμη μου “αυθαίρετα” βασισμένες στη θέλησή μας. Μάλλον πρόκειται για προσπάθεια του καθενός να προσεγγιστεί όσο το δυνατό πιο αληθινά η προσωπικότητα του Μάρκου και το κοινωνικό περιβάλλον μες στο οποίο δρούσε ποιητικά…

Ενώ ο στίχος “μην ξεμπουκάρει ο Σκλάβαινας” δεν έχει να κάνει με τη μεταγενέστερη σύλληψή του, αλλά εννοεί "μην ξεχειλίσει το καζάνι που βράζε

Προφανώς και οι δύο πιθανολογούμε.Εν πάση περιπτώσει δεν αναφέρομαι στη σύλληψή του το 38 αλλά το γεγονός ότι πριν από αυτήν
και με την έλευση της δικτατορίας είχε βγεί στην παρανομία.Να σημειωθεί ότι το τραγούδι
με τους τροποποιημένους στίχους χτυπήθηκε σε δίσκο το’ 37.

Να’σαι σίγουρος Ανεστάκο, ότι σαν τραγούδι για την ερωτικήτους απελπισία το ακούγανε και τότε όλοι, καθώς και οι λογοκριτές όταν το είχανκατατάξει στα απαγορευμένα υπό τον τίτλο “ο ανυπόμονος”…
Φυσικά για το συγκεκριμένο τραγούδι δεν ισχυρίζομαι τίποτα περισσότερο από το ότι υπάρχει μιασκόπιμη αμφισημία στο τραγούδι, και εν τέλει αυτή η αμφισημία καθορίζει και τα"όρια" του νοήματός του. Σίγουρα όμως για πάρα πολύ κόσμο στα χρόνια που πρωτοτραγουδήθηκε δεν ήταν καθόλου θέμα “επιλογής” το αν θα το δούνε έτσι ή αλλιώς. Ήξεραν πολύ καλά τι αντιπροσωπεύει γι’ αυτούς ο έρωτας που χάθηκε καθώς και η υπομονή μέχρι να φανεί η καινούργια αγάπη.


Κάποτε είχα κάνει μια παρόμοια συζήτηση για το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” του Καλδάρα κι είχα αντιμετωπίσει σχεδόν ακριβώς ίδιες διαφωνίες. Ευτυχώς, όμως, για αυτό το τραγούδι υπάρχει από τον Καλδάρα η σαφής αφήγηση για το πώς γράφτηκε, πώς ήταν οι αρχικοί στίχοι και πώς έγιναν αυτοί που γνωρίζουμε. Δεν είναι όμως το μοναδικό τραγούδι στο οποίο επιβλήθηκαν οι “κανόνες” της εποχής. Και μια που είμαστε στο θέμα θα παραθέσω από μνήμης τις αφηγήσεις δυο πολύ στενών συγγενικών μου προσώπων που απηχούν το κλίμα της εποχής και τον τρόπο που οι στίχοι των τραγουδιών “ακουμπούσαν” πάνω σ’ αυτό το κλίμα.

Στην πρώτη περίπτωση, βρισκόμαστε στο 1947 και το συγγενικό μου πρόσωπο βρίσκεται στα τοπικά κρατητήρια της συνοικίας του μαζί με άλλους, για πολιτικούς λόγους, περιμένοντας τη μεταγωγή τους σε άλλες φυλακές.
Μιλάμε βέβαια για σημερινούς γέρους που τότε ήταν σε μέσο ορο γύρω στα 25 χρονών. Σε λίγο φέρνουν στο κελί κι έναν μικρότερο, 18-20 χρονών, άσχετο με την πολιτική δραστηριότητα, που όμως το παράπτωμά του ήταν ότι περπατούσε στο δρόμο τραγουδώντας “κάποια μάνα αναστενάζει”. Ο χωροφύλακας που τον έπιασε τον έφερε στο κελί φωνάζοντας: “Ποια μάνα ρε; Του ΚΚΕ;”
Μετά από κανα δυο μέρες τους πήραν από εκεί, το συγγενικό μου πρόσωπο και τους άλλους, κι έτσι δεν ξέρουμε την κατάληξη της σύλληψης για τη “μάνα του ΚΚΕ”.

Στη δεύτερη περίπτωση (αρχές δεκαετίας του ‘50 μάλλον), το άλλο συγγενικό μου πρόσωπο αν και θα ψήφιζε το τότε κόμμα της αριστεράς (το ΕΑΜικό, ας πούμε, κόμμα), πηγαίνει στην προεκλογική συγκέντρωση του κεντρώου κόμματος για να φωνάξει για την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων, καθώς είχε εκείνο τον καιρό 2-3 αδέρφια στη φυλακή. Πράγματι κατά την ομιλία του “αρχηγού” δόνησε την ατμόσφαιρα το σύνθημα "θέλουμε τ’ αδέρφια μας". Η έκπληξη του συγγενικού μου προσώπου ήταν όταν κατάλαβε από τις κουβέντες γύρω της, ότι άλλοι (όπως κι εκείνη) φώναζαν για τα φυλακισμένα αδέρφια τους, κι άλλοι με τα ίδια λόγια για να γυρίσουν τ’ αδέρφια τους από την ξενιτιά. Τι ακούγαν άραγε αυτοί από το τραγούδι εκείνων των χρόνων για τη μάνα “που η φυλακή κι η ξενιτιά την άφησαν χωρίς παιδιά”, και τι ακούμε σήμερα εμείς: φαντάζομαι ότι για πολλούς δεν πρόκειται παρά για μια κάποια “μάνα”, που τη γέννησε απλώς η φαντασια του στιχουργού, για να βγάλει ένα συγκινητικό τραγουδάκι “βάζοντάς τη” να 'ναι μητέρα φυλακισμένου και ξενιτεμένου ταυτόχρονα…

Με λίγη καθυστέρηση η διευκρίνιση γύρω από αυτό το σημείο του #17:
Όπως έγραψα ο Κουνάδης παραθέτει, στη ροή της συνέντευξης με το Μάρκο, τους στίχους των “πρωθυπουργών” με τις δυο αγραμμοφώνητες στροφές (1η και 5η-τελευταία),
Όμως στο τέλος υπάρχει ένας αστερίσκος, που δεν είχα προσέξει, και παραπέμπει στην εξήε υποσημείωση:

“Το τραγούδι αυτό γράφτηκε λίγους μήνες πριν τη δικτατορία του Μεταξά και κυκλοφόρησε σε δίσκο που περιέχει την δεύτερη, τρίτη και τέταρτη στροφή. Την πέμπτη στροφή την πρωτακούσαμε το 1973 από τον Μαρίνο Γαβριήλ. Κυκλοφόρησε με τίτλο “Ο Μάρκος υπουργός”. Δίσκος Parlophone B-21869, του 1936”.

Την “πρωτακούσαμε” λοιπόν “το 1973 από τον Μαρίνο Γαβριήλ”. Η συνέντευξη όμως του Κονάδη με το Μάρκο “πάρθηκε ένα χρόνο πριν από το θάνατο του, δηλαδή το Φεβρουάριο του 1971”.
Εδώ υπάρχει κάτι το αντιφατικό: Η 5η στροφή παρατίθεται σαν μέρος της συνέντευξης του 1971 αλλά με υποσημείωση ότι την πρωτακούσαμε το 1973.
Επομένως, εννοεί είτε ότι την ανέφερε ο Μάρκος αλλά την πρωτακούσαμε να τραγουδιέται το 1973 είτε, αλλιώς, αποτελεί προσθήκη στην έκδοση του “εις ανάμησιν”. Στη δεύτερη περίπτωση πάλι, είτε πρόκειται για στίχους του Μάρκου που δεν γραμμοφωνήθηκαν (όπως πρέπει να συμβαίνει και με την 1η στροφή) είτε η στροφή προστέθηκε στο τραγούδι όταν τραγουδιόταν από παρέες κι έγινε μέρος του σώματός του στο πλαίσιο της προφορικότητας της “αστικής λαϊκής μουσικής”.

Το Σεπτέμβριο του 1935 ο Αυστραλός δημοσιογράφος Μπερτ Μπερτλς έρχεται στην Ελλάδα για 3 μήνες έχοντας ραντεβού “στον Παρθενώνα με το Ηλιοβασίλεμα”" με τη γυναίκα του, τη συγγραφέα Ντόρα Μπερτλς (Τολ), που τρία χρόνια νωρίτερα είχε φύγει από την Αυστραλία με μια σκούνα δέκα μέτρων για να γυρίσει τον κόσμο.
Όμως το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα είναι την περίοδο εκείνη τόσο ταραγμένο και απορροφά τόσο το ενδιαφέρον του σοσιαλιστή ή κομμουνιστή Μπερτλς, ώστε οι 3 μήνες της παραμονής του στην Ελλάδα γίνονται ολόκληρος χρόνος, ως τον Αύγουστο του '36, και καρπό της παραμονής του αποτελεί ένα χρονικό αυτού του χρόνου (Σεπτέμβριος '35 - Αύγουστος '36) στο βιβλίο του “Εξόριστοι στο Αιγαίο” (1η έκδ. στα αγγλικά 1938, σημερινή ελλ. εκδόσεις Φιλίστωρ).

Τέλη Μαΐου του 1936, γράφει ο Μπερτλς, “…μετά από συμβουλή του Πέτρου Αδάμ, πέρασα μισή μέρα στα Ταμπούρια, ένα προσφυγικό συνοικισμό έξω από τον Πειραιά, που, όπως με πληροφόρησε, ήταν ενδεικτικός όλων των αντίστοιχων συνοικισμών στις βιομηχανικές περιοχές. Ο Αδάμ είχε μια δουλειά σ’ ένα χωριό κοντά στα ταμπούρια και προσφέρθηκε να με συνοδεύσει. (…) Εκεί τον έχασα, επειδή χρειάστηκε να επιστρέψει για κάποια δουλειά στον Πειραιά…”

Ο Μπερτλς αφηγείται στις επόμενες 6 σελίδες την μοναχική περιήγησή του στα Ταμπούρια τις συζητήσεις του με τους κατοίκους και τις πληροφορίες που του δίνουν. Την οικιστική κατάσταση της παραγκούπολης, την κατάσταση της υγιεινής, την μαζική ανεργία, τη φτώχια και την πείνα, τα ισχνά μεροκάματα όσων έχουν δουλειά στα εργοστάσια της περιοχής, τα εκτεταμένα κρούσματα εκπόρνευσης (ως εκμετάλλευση εκ μέρους των “πλούσιων” της ανάγκης των κοριτσιών για μεροκάματο), την έξαρση αφροδίσιων και ψυχικών νοσημάτων…

Η αφήγηση τελειώνει με το παρακάτω περιστατικό:

"Περάσαμε από το σχολείο του συνοικισμού την ώρα που σχολούσαν τα παιδιά, όσα οι γονείς τους είχαν την οικονομική δυνατότητα να τους αγοράσουν βιβλία, τα μισά περίπου παιδιά του συνοικισμού. Μια ομάδα παιδιών ηλικίας δέκα έως δώδεκα χρονών, τραγουδούσαν ένα σατιρικό τραγούδι καθώς κατηφόριζαν το δρόμο με τις τσάντες τους να χτυπούν στους γοφούς τους. Νόμισα πως ξεχώρισα τις λέξεις “Τσαλδάρης” και “ψωμί” και ρώτησα τη γυναίκα τι τραγουδούσαν.

Εκείνη γέλασε. “Λένε ότι ο Τσαλδάρης θα κάνει είκοσι δραχμές την οκά το ψωμί και τραγουδούν για το Βενιζέλο, το Σοφούλη, το Μεταξά και άλλους πολιτικούς”.

Δεκάχρονα και δωδεκάχρονα να τραγουδούν πολιτικά σατιρικά τραγούδια! “Μήπως ξέρετε όλους τους στίχους του τραγουδιού;”

“Όχι, όχι”, μου απάντησε γελώντας, αποδιώχνοντας την ιδέα. "Τα αγόρια τραγουδούν πολλά τραγούδια με ανόητα στιχάκια και όλα αφορούν τους πολιτικούς, για μας όμως, το φτωχό λαό, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον Τσαλδάρη, τον Βενιζέλο και τον Μεταξά; Έχουμε την εντύπωση ότι ο Βενιζέλος ήταν κάπως καλύτερος, αλλά όχι με μεγάλη διαφορά. Ο Κονδύλης ήταν κακός, ο χειρότερος όλων, θα τα είχε κάψει όλα αυτά τα σπίτια και τότε τι θα γινόταν όλος αυτός ο κόσμος; Ο Βενιζέλος δεν συμφωνούσε με τέτοια πράγματα, ο Βενιζέλος βοηθούσε κάπως τους πρόσφυγες, αλλά ούτε κι εκείνος ήταν καλός, όλοι οι πολιτικοί είναι καλοί μόνο για τον εαυτό τους. "

“Θα ήθελα να μάθω τους στίχους, όλους τους στίχους που τραγουδούσαν τα αγόρια”.

“Α, εκείνου του χαζοτράγουδου;”

Δυσκολεύτηκα να την πείσω ότι σοβαρολογούσα, αλλά μετά όλα δυσκόλεψαν αφού φάνηκε ότι τα αγόρια, που είχαν ήδη γίνει καπνός, ζούσαν στην άλλη άκρη του συνοικισμού. Ήταν πρόθυμη να στείλει το κοριτσάκι της να τα καλέσει στο σπίτι της… Όχι, όχι, είπα, δεν άξιζε τον κόπο, αλλά μακάρι να είχα επιμείνει αφού σπανίως ακούει κανείς παιδιά να τραγουδούν πολιτικά τραγούδια καθημερινά και μακάρι να είχα καταγράψει αυτό το τραγούδι του νεανικού ελληνικού προλεταριάτου.

Επιστρέφοντας στη στάση του λεωφορείου σταμάτησα για να φωτογραφήσω μια ομάδα ανθρώπων που έπαιρναν νερό από τη βρύση του συνοικισμού. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ντυμένοι ελεεινά, μετέφεραν τενεκέδες από κηροζίνη ή στάμνες. Η βρύση βρισκόταν σ’ ένα μονοπάτι, μπροστά από ένα φούρνο, στον τοίχο του οποίου ήταν χαραγμένο ένα μεγάλο σφυροδρέπανο στο κέντρο ενός κύκλου που έγραφε:

ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΕ!"

Με αυτόν τον τρόπο τελειώνει η αφήγηση της περιήγησης του Μπερτλς στα Ταμπούρια. Και μια που στο παρόν νήμα έγινε αρκετή συζήτηση για την πολιτικότητα του Βαμβακάρη, όπως και σε αυτό έγινε συζήτηση για την “ιδιοκτησία” (με την κοινωνική έννοια) του ρεμπέτικου, παραθέτω τα παραπάνω σαν μια ενδεικτική περιγραφή γύρω από το ερώτημα των κοινωνικών συνθηκών, των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, καθώς και των αντιλήψεων, που απηχούνται τόσο στην “πολιτικότητα” του Μάρκου ειδικά όσο και στο “στίγμα” του προπολεμικού ρεμπέτικου γενικότερα.

«Κάνε λιγάκι υπομονή»

Κάπως ετεροχρονισμένη η παρατήρησή μου, αλλά αφού τώρα το είδα -ξαναδιαβάζοντας όλο το νήμα- καλό θα ήταν να ξεκαθαριστεί και να ανασκευαστεί μια βαρβάτη ανακρίβεια που κυκλοφορεί πολύ καιρό τώρα, υποστηριζόμενη από επώνυμους και λιγότερο επώνυμους ρεμπετολόγους: στο # 40 γίνεται λόγος για το «Κάνε λιγάκι υπομονή» και υποστηρίζεται ότι οι λογοκριτές το είχαν κατατάξει στα απαγορευμένα, υπό τον τίτλο «Ο ανυπόμονος».

Το πρώτο που θέλω να σημειώσω είναι ότι το απαγορευμένο τραγούδι δεν είχε αυτό τον τίτλο αλλά τον αντίθετο: «Ο υπομονητικός». Το δεύτερο είναι ότι αυτό το τραγούδι δεν έχει την παραμικρή σχέση με το «Κάνε λιγάκι υπομονή», το οποίο άλλωστε ουδέποτε απαγόρευσε η λογοκρισία…

Αυτό που πράγματι απαγόρευσε η λογοκρισία τον Ιούλιο του 1937 (καμμία χρονική σχέση δηλαδή με «Κάνε λιγάκι υπομονή»…) ήταν ο «Υπομονητικός» των Κ. Μαυρέα και Γ. Βιτάλη, ελαφροεπιθεωρησιακής κοπής, που την «πάτησε» λογοκριτικώς λόγω κάποιων «επίμαχων» στίχων.

καλή παρατήρηση, βρήκα και μια σχετική κουβέντα στη γειτονική σελίδα. τελικά όμως, μήπως είχε όντως απαγορευτεί και το τσιτσανικό “κάνε υπομονή” το 1951;

Ουδέποτε απαγορεύτηκε, εκτός και αν κάποιος εισφέρει τεκμήρια περί του αντιθέτου, οπότε τα βλέπουμε κι επανερχόμαστε. Να σημειωθεί ότι ούτε τον Τσιτσάνη είδα πουθενά να κάνει λόγο περί απαγόρευσης του συγκεκριμένου τραγουδιού.

Άλλωστε, την εποχή εκείνη το αστυνομικό κράτος επεδείκνυε -όταν έκρινε ότι χρειαζόταν-τα άμεσα σχεδόν ανακλαστικά του: το «Κάποια μάνα αναστενάζει», για παράδειγμα, κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1947, και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους απαγορεύτηκε, καθώς οι στίχοι του είχαν «αλληγορικήν σημασίαν, εξ ού δύνανται να δημιουργηθώσιν αντεγκλήσεις, σοβαρά επεισόδια και διασάλευσις της τάξεως».

Για την απαγόρευση του τραγουδιού “Κάνε λιγάκι υπομονή” κάνει λόγο ο Νέαρχος Γεωργιάδης στο βιβλίο του “Ρεμπέτικο και πολιτική”, σελ. 183:

“…απαγόρευση που επαναλαμβανόταν με διαταγές αστυνομίας και μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο…
Οι χωροφύλακες έσπαγαν με λύσσα τις πλάκες, όπου το συναντούσαν…”.

Όσο για τον ίδιο τον Τσιτσάνη, αναφερόμενος στο συγκεκριμένο τραγούδι
(όπως και σε άλλα, π.χ. “Για μια κόρη ξελογιάστρα”)
στην αυτοβιογραφία του εξηγεί πως χρησιμοποιούσε ερωτική αλληγορία, πίσω από την οποία διαλανθάνονταν αγωνιστικά μηνύματα.

Είναι λυπηρό, αλλά πρόκειται για παντελώς ατεκμηρίωτο ισχυρισμό που προσβάλλει τη νοημοσύνη του αναγνώστη, και μάλιστα διατυπωμένο από θεωρούμενο «όνομα» στη ρεμπετολογία, ο οποίος μάλιστα στον πρόλογο αυτού του βιβλίου, όπου παραπέμπεις Ελένη, διαβεβαίωνε ανεξηγήτως αυτάρεσκα ότι το βιβλίο του στοχεύει να θέσει «τη μελέτη του θέματος πάνω σε μια αυστηρά επιστημονική βάση», ότι το βιβλίο «είναι γραμμένο με όλες τις αυστηρές απαιτήσεις μιας επιστημονικής έρευνας» και ότι «κάθε πληροφορία είναι τεκμηριωμένη με παραπομπή στην πηγή της»…

Μετά από όλες αυτές τις προκαταβολικές διαβεβεβαιώσεις επί της εμπεδωμένης επιστημοσύνης του πονήματος, ρωτώ λοιπόν εγώ ο κατʼ επάγγελμα δύσπιστος: πότε απαγορεύτηκε το τραγούδι αυτό, με ποια αστυνομική διαταγή ή απόφαση, και πού είναι αυτές οι επανειλημμένες απαγορευτικές διαταγές της αστυνομίας, ου μην κατά αλλά και μετά τον Εμφύλιο;

Τουλάχιστον οι αποδέλοιποι ρεμπετολόγοι μας έδιναν κάτι, μας παρέπεμπαν στον «Υπομονετικό» (που και νοηματικά δεν στέκει να τον ονομάσεις έτσι τον ήρωα του τραγουδιού, ενώ ο ΑΓΗΣ είναι πιο κοντά όταν βαφτίζει το τάχα απαγορευμένο τραγούδι «Ο ανυπόμονος»).

Εάν κάποιος από τους φίλους γνωρίζει τις απαντήσεις στα ερωτήματά μου, παρακαλώ θερμά να με βγάλει από την πλάνη.

Είναι πολύ περισσότερα τα τραγούδια στα οποία ασκήθηκε λογοκρισία, δεν βρίσκονται όλα επίσημα καταγεγραμμένα σε κάποιον κατάλογο.
Εξάλλου, δεν γινόταν να μην εμπίπτουν στη μία από τις απαγορευτικές διατάξεις “περί κοινωνικού και πολιτικού σχολιασμού”, δεν ζούσαν σε γυάλα οι δημιουργοί τους.

Με ψάξιμο μέσα από τις βιογραφίες των δημιουργών, αλλά και από την ιστορία των ίδιων τραγουδιών, εξάγονται αρκετά συμπεράσματα.

  • Το “Ως πότε πια τέτοια ζωή”, 1947, Πρ. Τσαουσάκης - Ι. Γεωργακοπούλου: λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του ο δίσκος απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία.

  • Το “Φτωχέ διαβάτη”, 1950: μία από τα ίδια.

  • Το “Άγνωστε διαβάτη”, 1947, το ίδιο [Τελικά τροποποιήθηκε και έγινε “Στο ρημαγμένο σπίτι” και …πέρασε]

  • Το “Της κοινωνίας η διαφορά”, 1956, απορρίφθηκε, άλλαξε η τελευταία στροφή και πέρασε [με την κανονική του μορφή, μόλις το 1980, όμως, ακούστηκε]

  • Το “Μέχρι τα χαράματα”, 1949, ποτέ δεν γραμμοφωνήθηκε, παρά τον παραπλανητικό τίτλο…

  • Το “Για μια κόρη ξελογιάστρα”, 1949, δεν πέρασε τη λογοκρισία, επίσης.

  • Το “Κάνε λιγάκι υπομονή”, 1948, το ίδιο.
    [Τα στοιχεία που δίνει ο Ν. Γ. προέρχονται από τις αυτοβιογραφίες, εκτός αυτού, πάντα οι πηγές του είναι αξιόπιστες].

  • Ο δε Μπ. Μπακάλης παραδεχόταν πως καθαρά από σύμπτωση (λόγω συγγένειας με παράγοντα) ξέφυγε τη λογοκρισία και πέρασε τραγούδια την περίοδο 1949-1955 (π.χ. “Ζητάει να μάθει πού είναι ο γιος της”, “Μαύρη φτώχεια”) τα οποία, διαφορετικά, δεν υπήρχε περίπτωση να δισκογραφήσει.

Όλα αυτά (και πολλά, περισσότερα, βέβαια, στοιχεία) δεν θα τα βρούμε στους επίσημους καταλόγους τραγουδιών που λογοκρίθηκαν.

1)Ευχαρίστως να συζητηθούν, από όσους ενδιαφέρονται, σχετικά παρεμπίπτοντα ζητήματα ως προς τη λογοκρισία, αλλά θα παρακαλούσα να μη μετατοπίζεται η συζήτηση από το σαφέστατο και οροθετημένο αντικείμενο που είχε η παρέμβασή μου: ο ΑΓΗΣ μας είπε ότι το «Κάνε λιγάκι υπομονή» απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία υπό τον τίτλο τάδε κλπ κλπ.

Επαναλαμβάνω λοιπόν ότι το συγκεκριμένο τραγούδι [u]δεν [/u]απαγορεύτηκε, ακριβώς διότι δεν γνωρίζω να υφίσταται καμμία δημοσιοποιημένη σχετική απαγορευτική αστυνομική διαταγή ή απόφαση (όποιος γνωρίζει, ας την καταθέσει). Διανοείται κανείς ότι θα ήταν δυνατόν ποτέ να «σπάζουν με λύσσα δίσκους» του «Κάνε λιγάκι υπομονή» οι χωροφυλάκοι, χωρίς να υφίσταται πρότερο νόμιμο έρεισμα, δηλ. απαγορευτική αστυνομική διαταγή ή απόφαση, όπως θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ο παντελώς αναξιόπιστος σε αυτό το σημείο (αλλά και σε άλλα σημεία του πληθωρικού αλλά άνισου έργου του…) μακαρίτης Ν.Γ.; Πώς τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του ο Ν.Γ.; Ουδόλως τους τεκμηριώνει, βέβαια, αλλά φοβάμαι ότι πολύς κόσμος αρέσκεται στη μυθοπλασία και στα μυθολογήματα περί ρεμπέτικου, οπότε το καταπίνει και αυτό αμάσητο… Είπαμε, ΟΚ, υπήρξαν και απαγορευμένα τραγούδια, ναι, εντάξει, αλλά, ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω, μόνο όσα όντως απαγορεύτηκαν βάσει της τότε ισχύουσας νομοθεσίας…     

2)Για τη λίστα των 7 τραγουδιών που παρουσιάζεις Ελένη, θα είχα να παρατηρήσω τα ακόλουθα (τα σχόλια αντιστοιχούν στη σειρά των τραγουδιών):
-όντως απαγορεύτηκε αλλά όχι λίγες μέρες μετά: τρία χρόνια μετά! (βλ. εφημ. «Ελευθερία» 28/9/1950)
-δεν απαγορεύτηκε ποτέ (άλλο αν τροποποιήθηκε για να πάρει άδεια, όπως έπαιρναν προηγούμενη άδεια από τη λογοκρισία όλα τα τραγούδια)

  • τα ίδια με το ως άνω
  • τα ίδια με το ως άνω
    -ε, μάλλον δεν θα πήρε άδεια…
    -ουδέποτε απαγορεύτηκε
    -ουδέποτε απαγορεύτηκε

Τη λογοκρισία στον “ανυπόμονο” την ανέφερα από μνήμης, δηλαδή από πηγή που πρέπει να ψάξω να ξαναβρώ και αν την βρω να επανέλθω.
Πιθανόν βέβαια για το “σαφέστατο και οροθετημένο αντικείμενο”, που αφορά το συγκεκριμένο τραγούδι, η πηγή να σφάλλει και κατ’ επέκταση να έσφαλα κι εγώ.
Επομένως αν βρω την πηγή επανέρχομαι επ’ αυτού.

δεν έχω ξεχάσει και μια παρόμοια υπόσχεσή μου σε άλλο νήμα: και επ’ αυτής … υπομονή!

Πιθανόν να το διάβασες σε κάποιες από τις πηγές που αναφέρονται σχετικά στο sealabs (όχι όμως με τίτλο «Ο ανυπόμονος» αλλά «Ο υπομονητικός»):
1)Π. Κουνάδης («Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά−μια διαδρομή στο κοινωνικό εργατικό τραγούδι», εκδ. ΓΣΕΕ 2000: σελ. 217)
2)Θ. Αναστασίου (επιμ.) «Βασίλης Τσιτσάνης-Άπαντα», εκδ. Λαϊκό Τραγούδι 2004: σελ. 141
3)Γ. Αλεξάτος («Το τραγούδι των ηττημένων», εκδ. Γειτονιές του Κόσμου 2006)
4)Σ. Πάπιστας («Το αστικό τραγούδι στα πέτρινα χρόνια, 1940-1949», εκδ. οίκος αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2007: σελ. 753)
5)Κ. Χατζηδουλής («Βασίλης Τσιτσάνης −αγραμμοφώνητα τραγούδια», Λαϊκό τραγούδι, τχ. 26, Νοέμβριος 2009: σελ. 59)

Αυτό είναι άλλο ερώτημα. Εγώ κάλλιστα διανοούμαι ότι μπορεί να συνέβη ένα τέτοιο περιστατικό αστυνομικής αυθαιρεσίας. Διανοούμαι ακόμη και την πιθανότητα το περιστατικό να έγινε με τρόπο που ο συνθέτης να μη μάθει καν αν τελικά υπήρξε ή όχι διαταγή. Όταν μπαίνει η αστυνομία και αρχίζει να σπάει με λύσσα, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για ερωτήσεις.

Όμως για το αν υπήρξε ή όχι επίσημη διαταγή απαγόρευσης, ασφαλώς η μόνη δόκιμη απάντηση είναι «όχι εκτός αν τη δούμε».

Λύστε μου όμως μια απορία: η λογοκρισία δε λειτουργούσε προληπτικά; Υπήρχε πιθανότητα ένα τραγούδι να φτάσει να κυκλοφορήσει σε πλάκες και εκ των υστέρων να απαγορευτεί; Νόμιζα ότι όλα τα τραγούδια που έχουν ποτέ κυκλοφορήσει είναι όσα (α) πέρασαν τη λογοκρισία, αυτούσια ή με αλλαγές (β) κυκλοφόρησαν πριν τη λογοκρισία (γ) κυκλοφόρησαν εκτός Ελλάδος.

Με τον αναγκαστικό νόμο 45/31-08-1936 απαγορεύονταν άσματα

  • σχετικά με ουσίες
  • όσα ασκούσαν πολιτικό και κοινωνικό σχολιασμό (όπως λέει και η Ελένη)
  • όσα συνιστούσαν “προσβολή στα ήθη”.

Συνέβαινε αρκετές φορές να κυκλοφορεί δίσκος και εκ των υστέρων να αποσύρεται ή και το αντίστροφο (ανάλογα με τις αντιδράσεις, υποδείξεις κλπ)

Πιστεύει κανείς, στα σοβαρά, ότι χρειαζόταν οπωσδήποτε γραπτή διαταγή (η οποία μάλιστα θα είχε οπωσδήποτε και δημοσιοποιηθεί) για να ασκήσουν αυτό τον έλεγχο?

Οι παρατιθέμενοι κατάλογοι με τα υπό απαγόρευση τραγούδια είναι λίγοι αριθμητικά, πολύ περισσότερα υπήρξαν από αυτά που δημοσιοποιήθηκαν.

Και ένα τελευταίο: γιατί να μη δώσουμε βάση και στις μαρτυρίες των ίδιων των συντελεστών του λαϊκού μας τραγουδιού, οι οποίοι αναφέρονταν στη λογοκρισία που τους ασκήθηκε?

#52: Απόψεις είναι αυτές, τι να γίνει: εσύ κάλλιστα διανοείσαι αυτά που περιγράφεις, εγώ πάλι με την καμμία δεν τα διανοούμαι. Σημασία όμως δεν έχουν τα συμβεβηκότα περί των οποίων ενδέχεται να τυρβάζουμε αλλά η ουσία: η ουσία λοιπόν, κατʼ εμέ, είναι ότι έρχεται ένας ονοματούχος ρεμπετολόγος και μας λέει ότι το «Κάνε λιγάκι υπομονή» απαγορεύτηκε, χωρίς παράλληλα να εισφέρει το παραμικρό τεκμήριο για τον ισχυρισμό αυτό και έχει την απαίτηση ο αναγνώστης να τον πιστέψει. Ακολούθως έρχεται στη συνέχεια ο ίδιος και μας λέει ότι η αστυνομία «έσπαγε με λύσσα τους εν λόγω δίσκους», χωρίς και πάλι να εισφέρει το παραμικρό τεκμήριο, και εσύ μου λες ότι «όταν μπαίνει η αστυνομία και αρχίζει και σπάει» δεν είναι και για να μας πιάνουν οι ερωτήσεις… Πόθεν εσύ συνήγαγες ότι εμπούκαρε η αστυνομία και πλακώθηκε στο σπάσιμο των τσιτσανικών δίσκων; Επειδή τόπε ο Ν.Γ.; Συγγνώμη, αλλά αδυνατώ…

Επί της απορίας σου: η μεταξική και γενικευμένη προληπτική λογοκρισία λειτουργούσε σε «αποστειρωμένες» συνθήκες εργαστηρίου: ό,τι μπορούσαν να συλλάβουν οι κεραίες της εκάστοτε λογοκριτικής επιτροπής, από πλευράς μουσικής και στίχου, το επεσήμαιναν και καλούσαν τις ενδιαφερόμενες εταιρείες να συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις, αλλέως άδεια δεν εδίδετο. Όταν τώρα φτάναμε στο σημείο να δοθεί άδεια, ο δίσκος «δοκιμαζόταν» στην πράξη σε συνθήκες πραγματικής ζωής και όχι εργαστηρίου. Εκεί λοιπόν, και κατά την επί της πραγματικής ζωής πορεία του, μπορεί να παρουσίαζε ορισμένα επιλήψιμα στοιχεία και χαρακτηριστικά ως εκ της χρήσεώς του και παραχρήσεώς του σε πραγματικές συνθήκες. Μπορεί, για παράδειγμα, κάποιοι, οι κομμουνιστές ας πούμε, να έπαιρναν ένα κατά τα φαινόμενα «αθώο» στιχουργικώς τραγουδάκι και λέγε λέγε, τραγούδα τραγούδα σε συγκεκριμένο συγκείμενο, να του προσέδιδαν μια σημασία και ένα νόημα που υπερέβαινε τα κανονιστικά εσκαμμένα της τότε έννομης τάξης, όπως τα αντιλαμβανόταν το τότε κυρίαρχο κράτος. Έτσι μας προέκυψε, για παράδειγμα, η εκ των υστέρων απαγόρευση του «Κάποια μάνα αναστενάζει». Στο σημείο αυτό δεν επιλαμβανόταν πλέον η λογοκρισία, αυτή ήταν, είπαμε, προληπτική και είχε κάνει εκ των προτέρων το καθήκον της. Τώρα επιλαμβανόταν η Αστυνομία, η οποία έκανε χρήση του πλέγματος των αστυνομικών διατάξεων που είχαν θεσπιστεί για τον σκοπό αυτό και απαγόρευε εκ των υστέρων τα τραγούδια στις περιοχές δικαιοδοσίας της.

#53: Με τον ΑΝ 45/1936 ΔΕΝ απαγορεύονταν άσματα σχετικά με ουσίες ούτε όσα ασκούσαν πολιτικό και κοινωνικό σχολιασμό ούτε όσα συνιστούσαν “προσβολή στα ήθη”.
Με τον εν λόγω νόμο απλώς συστάθηκε το Υφυπουργείο Τύπου-Τουρισμού, στο οποίο ανατέθηκε η ρύθμιση και των πλακών γραμμοφώνου, προκειμένου αυτές να βρίσκονται «εντός του πλαισίου των εθνικών παραδόσεων και ιδεωδών». Σε εφαρμογή του νόμου αυτού εκδόθηκε ΒΔ στις 12/3/1937, όπου οριζόταν ότι η εποπτεία των δίσκων ήταν αρμοδιότητα του Γραφείου Εποπτείας Εσωτερικού Τύπου. Έπρεπε να φτάσουμε στον Νοέμβριο του 1937, για να «αποκτήσουμε» γενικευμένη προληπτική λογοκρισία… Μέχρι τότε, όταν ετίθετο θέμα απαγορεύσεως συγκεκριμένου τραγουδιού, τον λόγο είχε το πλέγμα αστυνομικών διατάξεων που ρύθμιζε τα πράγματα, εάν αυτά «ξέφευγαν».

Και ναι, πιστεύω πολύ σοβαρά ότι χρειαζόταν οπωσδήποτε προηγούμενη γραπτή και δημοσιοποιημένη αστυνομική διαταγή για να απαγορευτεί ένα συγκεκριμένο τραγούδι. Εάν εσύ θεωρείς ότι μπορούσε η «βρωμοδουλειά» να γίνει και χωρίς την ως άνω προϋπόθεση, δεν μπορώ να βοηθήσω…

Οι δημοσιοποιηθέντες κατάλογοι απαγορευμένων ασμάτων δεν ξέρω αν είναι λίγοι ή πολλοί, κατά την εκτίμησή σου. Είναι τόσοι, όσοι χρειάσθηκαν να είναι για να απαγορεύσουν τα συγκεκριμένα τραγούδια και μόνο, και όχι και ποιος ξέρει πόσα άλλα μπορεί να νομίζει κανείς ότι ιεροκρυφίως απαγορεύτηκαν.

Κι ένα τελευταίο: ασφαλώς και θα λάβουμε υπόψη τις μαρτυρίες των συντελεστών του ρεμπέτικου σχετικά με το ζήτημα της λογοκρισίας. Αλλά σε ό,τι αφορά απαγόρευση συγκεκριμένων τραγουδιών, ΜΟΝΟ σε συνδυασμό με τις δημοσιοποιηθείσες αστυνομικές διατάξεις και αποφάσεις.

Ο όρος “ρεμπετολόγος” είναι ανυπόστατος και καταχρηστικός. Δεν υπάρχει επιστήμη της “ρεμπετολογίας”, συνεπώς μήτε έδρα ή απόφοιτοι.

Πρόκειται περί εμπορικού κατασκευάσματος που αποσκοπεί στην υστεροφημία και την αισχροκέρδεια.

Εκτός από τους ίδιους τους συντελεστές του λαϊκού μας τραγουδιού,
έχουμε μια ακόμα μαρτυρία [εκτός από του Νέαρχου Γεωργιάδη]

[b]του Κουνάδη,[/b] στο 2.30’ (περίπου).

Και η 2η, αυτή εδώ, αφορά στο “Κάνε λιγάκι υπομονή”.

Από ένα σημείο και μετά, όποιος πείστηκε, καλώς έχει, όποιος πάλι όχι, και πάλιν καλώς…