American Blues Meets Greek Rebetiko: Νέα σειρά μαθημάτων από το New York University

Στο αρχικό θέμα… Συνέντευξη του Περικλή Κανάρη στον Εθνικό Κύρηκα, σχετικά με τη σειρά μαθημάτων που θα διδάξει:

https://www.ekirikas.com/ο-περικλής-κανάρης-διδάσκει-για-την-σχ/

Ίσως με τη συνέντευξη να πάρουμε μια πιο ενδελεχή ιδέα για το τί θα γίνει σε αυτή τη σειρά μαθημάτων…

Πιο πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξής ερώτηση:

«Ε.Κ.»: Να μπούμε λίγο στο κλίμα του μαθήματος. Ποιες θα είναι οι βασικές του κατευθύνσεις;

Περικλής Κανάρης: Οι βασικοί στόχοι του μαθήματος συνοψίζονται σε τρεις: Ο πρώτος είναι η συγκέντρωση της πολυεπίπεδης γνώσης γύρω από αυτά τα δυο είδη τραγουδιού. Ο δεύτερος είναι μια συγκριτική ανάλυση των δύο. Ο τρίτος στόχος είναι, μέσα από αυτή τη σύγκριση, ο φοιτητής να επιλέξει και να ιεραρχήσει από μόνος του τις αξίες που ενώνουν και χωρίζουν τα δύο είδη. Οσο για το περιεχόμενο, θα είναι πολυποίκιλο.

Θα χρησιμοποιήσω μια σχετικά καινούργια ακαδημαϊκή μέθοδο που ονομάζεται «διατμηματικές σπουδές» (interdisciplinary studies), την οποία χρησιμοποίησα και στη διπλωματική μου εργασία. Το πλεονέκτημά της απέναντι στις πιο παραδοσιακές προσεγγίσεις είναι πως επιτρέπει τη μελέτη ενός αντικειμένου από διαφορετικές οπτικές και επιστήμες, κάτι για το οποίο το συγκεκριμένο θέμα προσφέρεται ιδανικά.

Ετσι, οι φοιτητές θα έχουν την ευκαιρία να συγκρίνουν το μπλουζ με το ρεμπέτικο μέσα από τους φακούς της Ιστορίας, της Ιστορίας της μουσικής, της Μουσικολογίας, της Κοινωνιολογίας, της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και της Φιλοσοφίας. Σε αυτό θα βοηθήσουν πολύ και οι ζωντανές παρουσιάσεις/διαλέξεις που θα γίνονται στην τάξη, με καλεσμένους πολύ σημαντικούς ειδικούς στα επιμέρους θέματα.

1 «Μου αρέσει»

δεν βλέπω να δίνει κάποιο στοιχείο, ούτε θα μπορούσε άλλωστε σε μια συνέντευξη.

Μια χαρά τα βρίσκω αυτά που λέει. Συγκροτημένα και ανεπίληπτα. Απλώς παραμένει το ερώτημα:

Όσο κι αν ο φοιτητής «επιλέξει και να ιεραρχήσει από μόνος του τις αξίες που ενώνουν και χωρίζουν τα δύο είδη», προφανώς ο διδάσκων έχει ήδη σκεφτεί κάποιον κοινό παρονομαστή που καθιστά τα δύο είδη περισσότερο συγκρίσιμα παρά το ρεμπέτικο με …δεν ξέρω, οποιοδήποτε άλλο μουσικό είδος. Ποιος είναι αυτός ο κοινός παρονομαστής;

1 «Μου αρέσει»

Για μένα δίνει το εξής:

Από τα στοιχεία που έβαλα σε έντονο, μπορούμε να καταλάβουμε τα εξής:

  1. Αρχικά θα ασχοληθεί με τα δύο είδη ξεχωριστά. (προφανές)
  2. Στη συνέχεια θα τα συγκρίνει, αλλά ως δύο ξέχωρες οντότητες, μη κάνοντας το λάθος να χαρακτηρίσει το ρεμπέτικο τα “μπλουζ της ελλάδας”.
  3. Και μετά θα ψάξει να βρει τις κοινές αξίες που ενώνουν τα δύο κομμάτια. Άρα επιβεβαιώνει ότι δεν ψάχνεται τόσο μουσικολογικά αλλά πιο πολύ κοινωνικά, ως προς τις συνθήκες που δημιούργησαν τα δύο είδη
1 «Μου αρέσει»

Να πώ κι εγώ, αρχίζοντας, ότι το σημερινό καινούργιο στοιχείο που μας παρουσιάζει ο Χρήστος, ανέβασε αρκετά τον οργανωτή του μαθήματος στην υπόληψή μου. Ναι, πάρα πολύ σωστό είναι να μην προκαταλάβει ο διδάσκων τους φοιτητές, παρά να τους αφήσει να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα, αφού ακούσουν ό,τι υπάρχει να ακουστεί. Όμως οι φοιτητές ήρθαν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα, αφού προηγουμένως διάβασαν την ανακοίνωση. Σε αυτήν, ο υπότιτλος (“American Blues meets Greek Rebetiko”), αμέσως μετά τον τίτλο (Songs of the underdog), σαφέστατα προκαταλαμβάνει τον διαβάζοντα: « - Ά, υπάρχει λοιπόν συνάντηση του αμερικάνικου μπλουζ με το ελληνικό ρεμπέτικο!». Και, προσθέτω εγώ, είναι πολύ σωστή η παρατήρηση του Περικλή ότι ο διδάσκων έχει ήδη σκεφτεί κάποιον κοινό παρονομαστή που καθιστά τα δύο είδη περισσότερο συγκρίσιμα παρά το ρεμπέτικο με …δεν ξέρω, οποιοδήποτε άλλο μουσικό είδος. Το μεγάλο ερώτημά μου λοιπόν, είναι: θα αποφύγει ο διδάσκων να αποκαλύψει αυτόν τον κοινό παρονομαστή; Ή μήπως (και πολύ το φοβάμαι αυτό) δεν θα το αποφύγει; Αν συμβεί το δεύτερο, απλά, χάσαμε….

Στην παραπάνω σκέψη μου, δεν κρύβω ότι με οδήγησε η ίδια η εισαγωγή του οργανωτή των μαθημάτων. Παραθέτω:

  • Περικλής Κανάρης: Τον Δεκέμβριο του 2017, λίγες μέρες μετά την παρουσίαση του δίσκου μου «Αόρατος» στο θέατρο «Παλλάς», στην Αθήνα, ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη, Δρ Κ. Κούτρας και οι συνεργάτες του με κάλεσαν στο γραφείο του και μου είπαν πως με βάση την ακαδημαϊκή και καλλιτεχνική μου πορεία, θεωρούσαν ότι είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για να υλοποιήσει μια ιδέα που θεωρούσαν πολύ σημαντική. Τη δημιουργία μας «γέφυρας» μεταξύ του ελληνικού και του αμερικανικού τραγουδιού με θεμέλιο τη γνωστή σύγκριση του ρεμπέτικου με το μπλουζ.

Νομίζω ότι η παραπάνω παράθεση σαφέστατα οριοθετεί τον «κοινό παρονομαστή» που “ψάχνει” ο Περικλής….

Στη νέα αυτή σειρά μαθημάτων αναφέρθηκε και το Lifo.gr.

Δεν προσθέτει κάτι βέβαια σαν δεδομένο, πέραν μιας (ίσως) καλύτερης μετάφρασης του κειμένου στο #1.

Πάντως καθώς ξεκινάνε τα μαθήματα (σιγά σιγά θα ξεκινήσει εκεί το εαρινό εξάμηνο), ίσως μάθουμε περισσότερες λεπτομέρειες! :slight_smile:

Είναι να μη νιώθεις όμορφα;

1 «Μου αρέσει»

Και βέβαια θα νοιώσεις όμορφα (Γειά σου Νικήτα!), ακούγοντας ότι ένα Πανεπιστήμιο στη Νέα Υόρκη ξεκινά μάθημα για το ρεμπέτικο τραγούδι. Είναι όμως ακριβώς έτσι; Για να δούμε, με μεγαλύτερη ακρίβεια, τι ακριβώς συμβαίνει. Θυμίζω τον τίτλο του εγχειρήματος, μαζί με τον υπότιτλο, όπως μας παρουσιάστηκε στην αφίσα με την οποία γνωστοποιήθηκε το εγχείρημα:

Songs of the Underdog
American Blues meets Greek Rebetiko
και σε μετάφραση
Τραγούδια των Άουτσάϊντερ
Το αμερικανικό Μπλούζ συναντά / γνωρίζει το ελληνικό Ρεμπέτικο

Αμέσως αμέσως, ο υπότιτλος είναι παραπλανητικός: Ο απληροφόρητος αναγνώστης της αφίσας, που (είναι Αμερικάνος και) μάλλον γνωρίζει τί είναι Μπλούζ και πιθανότατα δεν γνωρίζει τι είναι ελληνικό Ρεμπέτικο, θα υποθέσει ότι α) το ελληνικό ρεμπέτικο είναι τραγούδια των Ελλήνων αουτ-σάιντερ (σωστά υπέθεσε) και β) εκείνοι που δημιούργησαν το αμερικάνικο μπλούζ συνάντησαν, γνώρισαν, άκουσαν, το ελληνικό ρεμπέτικο.

Ε, αυτό ποτέ δεν συνέβη. Ποτέ Αμερικάνοι δημιουργοί του Μπλουζ δεν άκουσαν Ρεμπέτικο, γιατί το Μπλουζ δημιουργήθηκε από μαύρους σκλάβους στην Αμερική του τέλους του 19ου αιώνα, που το ρεμπέτικο δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί και ονομαστεί έτσι. Και φυσικά ποτέ, κανείς, οπουδήποτε, δεν ισχυρίστηκε ότι Μπλουζ και Ρεμπέτικο έχουν κοινά χαρακτηριστικά στο μουσικολογικό επίπεδο (στο κοινωνιολογικό έχουν, ναι, και οι δύο ομάδες πεινούσαν και κυνηγιόντουσταν).

Πάει, αυτό. Πάμε τώρα στο μάθημα για το ρεμπέτικο τραγούδι. Διαβάζουμε το κείμενο που δημοσιεύεται στην σχετική αφίσα, όπου απλά βλέπουμε ότι στα μαθήματα που αναγγέλλονται δεν θα παρουσιαστεί το ρεμπέτικο τραγούδι, να το μάθουν όσοι στην Αμερική δεν το ξέρουν και θέλουν να το γνωρίσουν, αλλά θα συγκριθεί το Μπλουζ με το Ρεμπέτικο και θα βγούν κάποια συμπεράσματα. Φυσικά και θα μας ενδιέφερε να ακούσουμε αυτά τα συμπεράσματα, όταν βγούν, αλλά μέχρις εδώ. Δεν πρόκειται οι μαθητές που θα παρακολουθήσουν το μάθημα αυτό, να γνωρίσουν το ρεμπέτικο.

4 «Μου αρέσει»

Γιατί να υποθέσει τέτοιο πράγμα; Η διατύπωση X meets Y είναι στερεότυπη τα τελευταία χρόνια για τέτοιου είδους προσεγγίσεις.

Υποθέτω πως ούτε και στο σεμινάριο ισχυρίζονται κάτι τέτοιο.

Αυτό είναι σφάλμα της εφημερίδας.

Και πάλι μετ’ επιφυλάξεων το χαρακτηρίζω σφάλμα. Ένα μάθημα στο οποίο γίνεται λόγος για το ρεμπέτικο τραγούδι είναι μάθημα [και] για το ρεμπέτικο τραγούδι.

Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει ενίοτε στη σύγχρονη εθνομουσικολογία. Έχω διαβάσει κείμενα που από τον τίτλο τους υπέθετα ότι θα μου μάθουν πράγματα για κάπιοια μουσική, κι έμεινα με την όρεξη. Δηλαδή, βασικά, μου έμαθαν πράγματα, αλλά όχι αυτά που ΄θελα εγώ (π.χ. πώς ακούγεται!), παρά αυτά που ήθελε ο συντάκτης.

Την παθαίνεις μια, την παθαίνεις δυο, και σιγά σιγά αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι ο συντάκτης πράγματι έχει κάθε δικαίωμα να σου δείξει την πτυχή που θέλει να σου δείξει κι όχι εκείνην που θέλεις εσύ.

1 «Μου αρέσει»

Ακριβώς με αυτή την προσέγγιση δεν συμφωνώ, και θα κάνω ό,τι μπορώ μπας και εξαλειφθεί αυτό το στερεότυπο. Και συναντήσεις Στέλιου με L. Red έχω ακούσει, και τη συνεύρεση Πετρολούκα με Ινδούς, και πολλά άλλα παρεμφερή, πάντα με μεγάλη προσοχή. Σε καμμία, μα καμμία περίπτωση δεν είδα σύντηξη, η οποία βεβαίως οφείλει να παράγει ένα κράμα που δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο από τα δύο μέταλλα που συνετήχθησαν. Πάντα ο ένας ακούει την φράση του άλλου και απαντάει με δική του φράση, συχνά επί ώρες ολόκληρες. Αν όμως, από την ηχογράφηση αποσπάσει κάποιος τα κομμάτια του ενός και τα συνενώσει, και κάνει αμέσως μετά και με τα κομμάτια του άλλου το ίδιο, η μία ηχογράφηση θα είναι (π.χ.) ηπειρώτικη μουσική και η άλλη ινδικές ράγκα.

Χμμ… Αν ήταν έτσι, τότε πού θα βρεθούν οι τόσο πολλοί διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους συστρέφονται τα δύο μουσικά είδη (focusing on how the two musical genres intertwine in so many different ways.);

Φυσικά και είναι σφάλμα της εφημερίδας και όχι των διοργανωτών των μαθημάτων, συμφωνώ, πάντως το αποτέλεσμα μετράει. Όμως, κάποιο μάθημα όπου επιλεκτικά διαλέγονται και παρουσιάζονται, από το πλήρες corpus του ρεμπέτικου, μόνο κάποια τμήματα που έχουν κάποια σχέση με το αμερικάνικο μπλουζ, δεν παύει να προσφέρει σε εκείνους που το παρακολουθούν, παρά αποκλειστικά και μόνο ημιμάθεια.

Εμ, περίπου αυτό πάω να πώ κι εγώ με το δικό μου #88 που σχολίασες! Αυτό θέλουμε; Να πληρώσουμε για να μάθουμε κάτι που δεν το ζητήσαμε;

1 «Μου αρέσει»

Είναι θέμα να ξέρεις να «διαβάσεις» τον κατάλογο (ανάλογα πώς γράφεται σε κάθε εποχή και στιλ). Εγώ μπορεί να δω αύριο μια αφίσα «Ρεμπέτικα με τον Νίκο Πολίτη και την παρέα του» και, ανυποψίαστος, να έρθω με την προσδοκία ν’ ακούσω το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, Μου ‘φαγες όλα τα δαχτυλίδια, και κάνα παλιό, Το βαπόρι απ’ την Περσία. Εσύ τι θα κάνεις με την προσδοκία μου;

Σας έχω πει ποτέ ότι ξεκίνησα να μαθαίνω σάζι με την πεποίθηση ότι είναι ελληνικό παραδοσιακό όργανο; Έξω από τη σχολή έγραφε «Κέντρο παραδοσιακής μουσικής», και αυτό το είχα θεωρήσει επιβεβαίωση της εντύπωσης που είχα: στην Ελλάδα, άμα λέμε παραδοσιακή θα εννοούμε προφανώς ελληνική παραδοσιακή. Μετά το τρίτο τούρκικο κομμάτι που κάναμε, ρώτησα τον δάσκαλο: γιατί κάνουμε τούρκικα; Και μου είπε: γιατί είναι τούρκικο όργανο και αυτό είναι το ρεπερτόριό του.

Έκτοτε, ρώταγα.

Σιγά σιγά έφτασα να μη χρειάζεται πλέον να ρωτάω, καταλάβαινα (με κάποιο ποσοστό επιτυχίας) τι εννοεί ο καθένας.

Αυτό το τραγούδι προέρχεται από τα Απλά Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας του Κηλαηδόνη και του Νεγρεπόντη, που γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν το 1974.

Προ ολίγου άκουσα τον ίδιο τον Κηλαηδόνη, θεός σχωρέστον, να παρουσιάζει σε μια εκπομπή του αρχείου της ΕΡΤ αυτό τον δίσκο και μαζί και τα Μικροαστικά. Για το συγκεκριμένο σχολίασε ότι είναι μια μίξη ρεμπέτικου και μπλουζ.

Μπορεί να μη μοιάζει πολύ με αυτό που θα περίμενε ένας σημερινός ακροατής ακούγοντας αυτή την περιγραφή, αλλά βρίσκω ενδιαφέρον ότι έστω στη σκέψη του συνθέτη υπήρχε αυτή η ιδέα εκείνη την εποχή. Βέβαια ο Κηλαηδόνης δε διευκρίνισε αν όντως έτσι το είχε σκεφτεί τότε που το έγραφε, ή αν πρόκειται για μεταγενέστερη άποψή του (και δεν ξέρω του πότε ήταν η εκπομπή).

Πολλοί, γενικά, συγχέουν μουσικολογικές και κοινωνιολογικές παραμέτρους κατά τη σύγκριση ρεμπέτικου και μπλουζ. Μήπως και ο Κηλαηδόνης έπεσε σ’ αυτήν την παγίδα; Γιατί άιντε να δεχτώ, με κάποιο στρίμωγμα βέβαια, ότι το κομμάτι αυτό έχει κάτι από μπλουζ, εκτός φυσικά απ’ το ρυθμό. Με ρεμπέτικο, τί σχέση έχει η μουσική του; (τα λόγια ναι, ο κακός τοκογλύφος, κακούργα κενωνία κλπ. κλπ. )

είναι σε σεγκιάχ (-οειδές), και παίζει κάτι που ακούγεται σαν μπουζούκι.

1 «Μου αρέσει»

Έλεγε μια θειά μου, για «κατασκευασμένες» συγγένειες: «Η μάνα σου κι η μάνα μου, απλώναν σ’ έναν ήλιο». (στην ίδια λιακάδα, εννοεί)

1 «Μου αρέσει»

Αυτό το είπαμε από την αρχή: μπορεί να μην έχει καμία σχέση, και ο Κηλαηδόνης απλώς να τη φαντάστηκε. Αδιάφορο.

Το ενδιαφέρον δεν είναι στο άκουσμα, στο αν πέτυχε η μίξη, αλλά στο ότι κάποιος το 1974 είχε σκεφτεί την πιθανότητα μίξης των δύο μουσικών ειδών. (Με την επιφύλαξη που εξέφρασα παραπάνω για τη χρονολόγηση αυτής της ιδέας.) Εξίσου ενδιαφέρον θα ήταν κι αν το τραγούδι τελικά δεν είχε γραφτεί ποτέ, ή είχε μείνει άγνωστο, και απλώς ακούγαμε ότι είχε υπάρξει η σκέψη.

Υπάρχει ένα ωραίο λαϊκό γνωμικό που λέει: Όλοι λέγαν – τί να λέγαν, κι η αλεπού: - Πού κιοτάν΄ οι κότες, το έχουμε ξανασυζητήσει. Έτσι κι εγώ, κολλημένος καθώς είμαι στην αποδόμηση της σύντηξης μπλουζ – ρεμπέτικου, που ποτέ δεν υπήρξε.

Εντάξει, αλλά σε κάποια φάση της παρούσας συζήτησης είχαμε αναρωτηθεί πότε άραγε να ξεκίνησε να γίνεται λόγος για τη σχέση των δύο ειδών. Σ’ αυτή την πτυχή της συζήτησης την κολλάω την κουβέντα του Κηλαηδόνη.

(Παρεμπιπτόντως, Νίκο, εγώ βρίσκω ότι οι στίχοι διαπνέονται από πνεύμα τελείως άσχετο από του ρεμπέτικου. Το λέω βέβαια έχοντας υπόψη και τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου. Πρέπει να πω ότι κανένα τους δε μ’ αρέσει, τα βρίσκω τρομερά πεζολογικά και αφόρητα διδακτικά. Όλα τα δάχτυλα ίδια δεν είναι - Εργάτη το νου σου κλπ… Μ’ όλη μου την αγάπη για τον Κηλαηδόνη και το έργο του, αυτό πιστεύω. Άλλωστε τον διδακτισμό τον ανέφερε κι ο ίδιος στην εκπομπή. Οπότε δε θα σε προέτρεπα να ψάξεις τα υπόλοιπα τραγούδια για να εκτιμήσεις ορθότερα το συγκεκριμένο, το οποίο ομολογουμένως βρίσκω ότι ξεφεύγει λίγο -προς τα πάνω- από το επίπεδο των υπολοίπων.)

1 «Μου αρέσει»

συνεχίζω το οφφ-τόπικ:

είχα ως αγαπημένο παιδικό άκουσμα τα ευφυέστατα και οξυδερκή (και ακόμα επίκαιρα) “μικροαστικά” των κηλαηδόνη-νεγρεπόντη, σε αυτό το εντυπωσιακό κόκκινο διαφανές βινύλιο όπου η μουσική και η ενορχήστρωση παιχνίδιζαν τόσο έξυπνα ακολουθώντας τον σπαρταριστό στίχο.
οπότε όταν μεγάλωσα λίγο και πήγαινα στα δισκάδικα, με μεγάλη χαρά ανακάλυψα ότι υπήρχε και δεύτερος δίσκος των ίδιων δημιουργών. η απογοήτευση όταν τον πρωτοέβαλα με λαχτάρα στο πικάπ ήταν τεράστια, στρατευμένοι ανέμπνευστοι στίχοι και αδιάφορη μουσική.

(παρεμπιπτόντως: μήπως τελικά έπρεπε να γίνω μουσικοκριτικός;)

Ίδια φάση. Μόνο που εγώ ήξερα ότι υπήρχαν και τα Απλά Μαθήματα (αλλά δεν τα είχα ακούσει). Ήξερα τα Μικροαστικά, ναι, σ’ αυτό το κόκκινο βινύλιο που φαινόταν από το παραθυράκι του εξωφύλλου, και ήξερα επίσης και άκουγα μετά μανίας τις κασέτες του Κηλαηδόνη που ήταν της εποχής μου.

Από δω και πέρα η ταύτιση είναι απόλυτη.

(Κάτι που μου συνέβαινε αρκετά ταχτικά ήταν να επιστρέφω με το λεωφορείο από το κέντρο, με τη σακούλα του Χάπενινγκ ή του Σόλωνος και Μασσαλίας, και άγνωστος συνομήλικος στο λεωφορείο να μου πιάνει κουβέντα: συγγνώμη φίλε, να δω λίγο τι πήρες;)

2 «Μου αρέσει»