American Blues Meets Greek Rebetiko: Νέα σειρά μαθημάτων από το New York University

Σύμφωνοι. Απλώς μόνο στο μικρασιάτικο μπόλι θα μπορούσε κανείς να στηρίξει την υπόθεση ότι η «γένεση» του είδους τοποθετείται στα χρόνια αμέσως μετά την Καταστροφή.

Εφόσον όμως η μικρασιάτικη επίδραση προϋπήρχε της Καταστροφής, η υπόθεση καταρρίπτεται πριν καν χρειαστεί να πούμε αυτό που λες εσύ, Λουκά, ότι ούτως ή άλλως δε γεννήθηκε κάποια συγκεκριμένη στιγμή αλλά ανήκει σ’ ένα συνεχές.

(Από την άλλη πλευρά, ακόμη και μέσα σε συνεχή, μεθοδολογικά υπάρχει η ανάγκη να μιλάμε για ορόσημα αρχής και τέλους διάφορων περιόδων, όσο κι αν αυτά τοποθετούνται σε συμβατικές ημερομηνίες.)

1 «Μου αρέσει»

Έχεις απόλυτο δίκιο Περικλή.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση θέλω να πιστεύω ότι είναι ένα λάθος του συντάκτη, όπως πιθανά και το θέμα με την σύνδεση μεταξύ ρεμπέτικου και μπλουζ.
Τώρα θα μου πεις ότι αν στην ανακοίνωση για την έναρξη των μαθημάτων ενός “πανεπιστημίου”, (αυτό κολλέγιο δεν είναι ή κάνω λάθος?), υπάρχουν τέτοια προβλήματα, τότε καλό είναι οι διδασκόμενοι να κρατάνε μικρό καλάθι.

Έκανα λάθος, δεν είναι κολλέγιο αλλά ιδιωτικό πανεπιστήμιο.

Αν είναι έτσι, τότε έχουμε το απόλυτο μπάχαλο: Είναι παντελώς αδιανόητο για ένα πανεπιστήμιο ( * ), και μάλιστα αμερικάνικο, να μην ελέγξει ο επιστημονικά υπεύθυνος τη δουλειά του όποιου άλλου συνεργάτη του που άπτεται, βεβαίως, του δικού του θέματος και, ακόμα περισσότερο, ο άλλος συνεργάτης να τον ενημερώσει για το τί προτίθεται να δόσει για δημοσίευση, όχι για κάτι ήδη δημοσιευμένο.

( * ) New York University ονομάζονται.

2 «Μου αρέσει»

Για να παραμείνω συνεπής σ’ αυτό που είχα γράψει στην αρχή, ότι δηλαδή:

…, διευκρινίζω ότι συμμετέχω στη συζήτηση απλώς για την ανταλλαγή απόψεων/πληροφοριών κλπ. σχετικά με το θέμα που άνοιξε εξ αφορμής της ανακοίνωσης γι’ αυτό το μάθημα, και όχι βέβαια για να σχολιάσω το ίδιο το μάθημα, για το οποίο ούτε ξέρω τίποτε (εφόσον δεν έχει ακόμη γίνει) ούτε και θα μάθω (εφόσον όταν γίνει δε θα είμαι εκεί!).

Άλλωστε αυτός είναι, μάλλον, και ο λόγος ύπαρξης του νήματος. Αλλιώς θα ήταν μια σκέτη ανακοίνωση, που δε μας αφορά κιόλας αφού δεν είμαστε σπουδαστές εκεί (αν τυχόν κανείς είναι, θα το έχει μάθει ήδη, δεν περιμένει από το φόρουμ). Εφόσον έχουμε τη δυνατότητα σχολιασμού, τα σχόλια θα αφορούν κατ’ ανάγκην μόνο τα πράγματα για τα οποία μπορούμε να έχουμε άποψη.

1 «Μου αρέσει»

Ούτε εγώ ξέρω. Πρόσεξα όμως κάτι που δεν ήξερα:

Στη «Φαντασία στην εξουσία», εκτός από Βαμβακάρη - Λουιζιάνα - Σιδηρόπουλο, συμμετείχε ακόμη αρκετός κόσμος. Ένας από αυτούς ήταν ο Πάνος Σαββόπουλος. Μήπως μια αναδίφηση σε δικά του γραπτά μάς έδινε κάποιο φως σχετικα΄μ’ αυτό το ερώτημα;


Edit-Προσθήκη: Μόλις βρήκα ότι ο Π. Σαββόπουλος έχει δική του ιστοσελίδα, με ενότητα «βιβλία - άρθρα», όπου και ξεχωριστό λινκ για το βιβλίο «Ρεμπέτικα και Μπλουζ». Όμως αυτό το λινκ δε δουλεύει, λόγω αναβάθμισης του ιστοτόπου του εκδοτικού οίκου. Στη βάση Biblionet δεν το βρίσκω.

Για βιβλίο “Ρεμπέτικα και Μπλούζ” δεν έχω βρει τίποτα Νίκο.
Αυτό που βρήκα όμως είναι ότι η τρίτη εκπομπή της σειράς “Ρεμπέτικη Ιστορία” της ΕΤ3 ήταν αφιερωμένη στην παράλληλη πορεία ρεμπέτικου και μπλουζ. Η σειρά αυτή ήταν του Πάνου Σαββόπουλου. Μήπως εκεί παραπέμπει το λινκ που λες?
Πηγή: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=1722776
Επίσης στο βιβλίο του Π. Σαββόπουλου “Οι ρίζες των ρεμπέτικων” περιέχονται σαράντα ένα (41) παραδοσιακά αδέσποτα ρεμπέτικα καθώς και ένα (1) αδέσποτο μπλουζ.
Πηγή: https://www.palmosev.gr/quot-oi-rizes-ton-rempetikon-quot-molis-kykloforise-to-neo-vivlio-toy-panoy-savvopoyloy-paradosiaka-rempetika-tragoydia-1906-1931/

ΥΓ Αν και μάλλον τα ξέρεις αυτά ήδη.

Βλ. Πάνος Σαββόπουλος - Panos Savvopoulos > «Ρεμπέτικα» > «κείμενα, βιβλία κ.ά.»

Σε ευχαριστώ Περικλή.
Αυτό που κατάφερα να βρω, αν και το πιθανότερο είναι να το ξέρετε ήδη, είναι μια κουβέντα στο sealabs που αναφέρεται σε αυτό το βιβλίο του Σαββόπουλου.
Ελπίζω να βοηθήσει.
http://rebetiko.sealabs.net/viewtopic.php?t=4801

Ωραίο λινκ Λουκά. Διάβασα όλη τη συζήτηση και δεν μπορώ να φανταστώ κάτι να προσθέσουμε.

Σχετικά με το ειδικότερο υπο-θέμα του πώς ξεκίνησε όλη αυτή η φιλολογία, παραθέτω ένα απόσπασμα από τον Αεροκωπηλάτη (τον παρ’ ημίν Παρασάνταλο, κατά κόσμον Κ. Βλησίδη), σχολιαστή που αποδεδειγμένα έχει καλή εποπτεία της βιβλιογραφίας - τηρώντας φυσικά κάθε επιφύλαξη, όπως άλλωστε κάνει κι ο ίδιος::

Έτσι για την ιστορία, όσο γνωρίζω, το όλο θέμα τέθηκε για πρώτη φορά από τον τζαζίστα και συγγραφέα Σάκη Παπαδημητρίου το 1975, στον συλλογικό τόμο Rebetika, songs of the old Greek underworld, που επιμελήθηκαν οι Butterworth-Schneider. Στο κειμενάκι αυτό έθιξε κάποια θέματα αναλογιών και συγκρίσεων ρεμπέτικου και μπλουζ. Πράγματι, ο όλος παραλληλισμός είχε κοινωνιολογικό περισσότερο και ελάχιστα μουσικολογικό χαρακτήρα. Και όμως, θα περίμενε κανείς από τον Παπαδημητρίου, ο οποίος κατέχει κατά τεκμήριο τον σχετικό εξοπλισμό, ως αναγνωρισμένος μουσικός, να ασχοληθεί, αν όχι από τότε, έστω έκτοτε, με μια μουσικολογική συγκριτική προσέγγιση των δύο ειδών.
Κάτι τέτοιο δεν έγινε, οπότε το σχετικό κενό και έδαφος κατελήφθη από τη δημοσιογραφική προσέγγιση, η οποία -κακά τα ψέματα- αρέσκεται σε “ηχηρές” συζεύξεις και εντυπωσιοθηρικά συμπεράσματα…

3 «Μου αρέσει»

Συγγνώμη, δεν είχα προσέξει αρκετά το #29 του Λουκά, ο οποίος είχε ήδη εντοπίσει το ίδιο κείμενο!

1 «Μου αρέσει»

Πολύ σωστά τα λέει ο Βλησίδης, απ’ τον οποίον βεβαίως δεν ξέφυγε το κειμενάκι του Σ. Παπαδημητρίου. Εγώ θα προσέθετα ότι ο λόγος που δεν ασχολήθηκε και με μουσικολογική προσέγγιση των δύο ειδών είναι, ακριβώς, η απουσία μουσικολογικής συγγένειας μεταξύ τους.

Πάντως, μετά τις πρόσφατες και πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες που κατέθεσαν οι φίλοι, αίρω την εντύπωση που (λανθασμένα) είχα, ότι εκτός από τον Στ. Βαμβακάρη δεν ασχολήθηκαν και άλλοι με τις «παράλληλες πορείες» των δύο μουσικών ειδών.

1 «Μου αρέσει»

Υπερθεματίζοντας, θα πρότεινα μερικές πολύ χαρκτηριστικές διαφορές μεταξύ των ειδών. Τις παραθέτω, με την επιφύλαξη ότι το μπλουζ δεν το έχω μελετήσει, δεν είμαι καν συστηματικός ακροατής, πόσο μάλλον δεν έχω παίξει. Έχω όμως ακούσει καναδυό πραγματάκια.

  1. Αν οι ρεμπέτικες και γενικά οι τροπικές μελωδίες στηρίζονται στην αέναη αναδιαπραγμάτευση ορισμένων μελωδικών σταθερών, που προσιδιάζουν στον κάθε δρόμο (π.χ. κίνηση από μια συγκεκριμένη βαθμίδα προς μιαν άλλη, έλξεις, κάποιες στερεότυπες φράσεις κλεισίματος κλπ.), στο μπλουζ οι αντίστοιχες σταθερές είναι αρμονικές, δηλαδή ακολουθίες συγχορδιών και όχι φθόγγων.

  2. Το μπλουζ είναι ακραία μινιμαλιστικό. Η συντριπτική πλειοψηφία των συνθέσεων στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη ακολουθία συγχορδιών, το δωδεκάμετρο. Μπορεί να υπάρχει άπειρο πεδίο πρωτοτυπίας στο πώς ακριβώς θα παραλλαχτεί η ακολουθία των συγχορδιών και στο πώς θα κινείται η μελωδία από πάνω, κάποτε μάλιστα (σε παλιές κυρίως εκτελέσεις) ακόμη και στον αριθμό των μέτρων που μπορεί τελικά να μην είναι 12, αλλά το βασικό κόνσεπτ παραμένει κοινό. Τηρουμένων των αναλογιών, θα ήταν σαν να λέγαμε ότι αντίστοιχο ποσοστό των ρεμπέτικων είναι γραμμένο σ’ έναν δρόμο. Όμως όσο κι αν ο κάθε συγκεκριμένος δρόμος (ή τουλάχιστον ορισμένοι) είναι εξίσου περιοριστικοί, με το περιθώριο πρωτοτυπίας να περιορίζεται κατ’ ανάλογο τρόπο σε λεπτομέρειες, ωστόσο υπάρχουν πολλοί δρόμοι για να διαλέξει κανείς. Έτσι, ο ρεμπέτης συνθέτης έχει στην αρχική του παλέτα περισσότερες επιλογές.

  3. Η μουσική ποικιλία που μπορεί να δημιουργηθεί στο μπλουζ εξαρτάται πιο πολύ από εκτελεστικές επιλογές παρά συνθετικές. Αν από ένα 12μετρο αφαιρέσουμε τους στίχους, την ενορχήστρωση και κάθε αυτοσχεδιαστική επιλογή, συχνά μας μένει κάτι ουδέτερο που δεν είναι «αυτό» ή «εκείνο» το τραγούδι αλλά απλώς ένας σκελετός. Αντίθετα, στο ρεμπέτικο η βασική σύνθεση καθορίζει το κομμάτι σε αναλογικά μεγαλύτερο βαθμό από τις εκτελεστικές επιλογές (θέλω να πω, ακούμε το ίδιο κομμάτι από Κατσαρό με το ιδιόρρυθμο παίξιμό του, από Παπαγκίκα με την τελείως άλλου ύφους ορχήστρα της, και από μία σύγχρονη οργανική εκτέλεση τύπου «μουσική για ασανσέρ», και παραμένει το ίδιο κομμάτι).

  4. Στο μπλουζ προέχει η αρμονία. Η μελωδία μπορεί να κινηθεί όπως κι αν αποφασίσει εκείνη τη στιγμή ο κάθε τραγουδιστής/οργανοπαίχτης, αρκεί να εναρμονίζεται με τις συγχορδίες (φυσικά, με βάση τους αρμοονικούς κανόνες του είδους, όχι τους κλασικούς). Αντίθετα, στο ρεμπέτικο προέχει η μελωδία, οι συγχορδίες προστίθενται σε επόμενο επίπεδο, και συχνά το ίδιο κομμάτι παίζεται με διαφορές στις συγχορδίες από εκτέλεση σε εκτέλεση.

Αυτή είναι χονδρικά η εικόνα που έχω. Μιας κι έχουμε στο φόρουμ μερικούς γνώστες του μπλουζ, ας διορθώσουν όπου χρειάζεται.

1 «Μου αρέσει»

χωρίς να είμαι ειδικός στα μπλουζ (ούτε στα ρεμπέτικα εξάλλου), έχοντας παίξει κάποια πραγματάκια θα προσπαθήσω να κάνω κάποια σχόλια:
και τα μπλουζ έχουν στάνταρ φράσεις, και για ξεκίνημα και για ανάπτυξη και για φινάλε. παρ’όλα αυτά είναι εκπληκτικό πόση ελευθερία και πόση έμπνευση μπορεί να χωρέσει σε αυτά τα (φαινομενικά) ασφυκτικά πλαίσια. νομίζω το είχες αναλύσει κι εσύ περικλή πολύ παραστατικά κάποια στιγμή. επίσης στα μπλουζ είναι απαραίτητος ο αυτοσχεδιασμός, δεν μπορείς να παίξεις κομμάτι αν δεν κάνεις έστω ένα υποτυπώδες σόλο.
δεν είναι μόνο ο σκελετός που παίζει ρόλο, εξάλλου υπάρχουν ένα σωρό ρεμπέτικα που μοιράζονται πχ τον βασικό κύκλο του χιτζάζ ή ακόμα και ένα μοναδικό ακκόρντο. νομίζω οι στίχοι παίζουν και στα μπλουζ σημαντικό ρόλο, καθώς και κάποιο χαρακτηριστικό επαναλαμβανόμενο μοτίβο που ξεχωρίζει στο κάθε κομμάτι.
σχετικά με τις διαφορετικές εκτελέσεις, είναι ένα από τα κοινά σημεία με τα ρεμπέτικα αλλά διαφοροποιείται ποιοτικά. κάτι που αντιμετωπίζει ένας ακροατής των μπλουζ, όπως και των ρεμπέτικων, είναι η εκτέλεση από την οποία θα ακούσει το κομμάτι. η διαφορά είναι ότι στα ρεμπέτικα η αυτονόητη απάντηση (για εμάς τουλάχιστον) είναι “η πρώτη εκτέλεση”, λόγω της κακής αισθητικής και της διεκπεραιωτικής ερμηνείας των περισσότερων επανεκτελέσεων. αυτό όμως δεν συμβαίνει απαραίτητα στα μπλουζ, όπου υπάρχουν εξαιρετικές εκτελέσεις/διασκευές με ηλεκτρικό ήχο ή ακόμα πιο σύγχρονες. κι εδώ όμως παραμένει το ίδιο κομμάτι, θυμάμαι έναν εξαιρετικό έλληνα μπλουζίστα που έπαιξε το ίδιο κομμάτι σε δύο λάιβ: τη πρώτη φορά ακριβώς όπως στην ηχογράφηση από τις 78 στροφές, αλλά όταν του το ζήτησα στο επόμενο έχοντας πεθυμήσει εκείνη την ακριβή επανεκτέλεση, το έπαιξε εντελώς διαφορετικά!

2 «Μου αρέσει»

Υπάρχει κι εδώ ο μινιμαλισμός, αλλά …εκεί παραείναι! Έχουμε και ικανό αριθμό ρεμπέτικων που ξεφεύγουν από τα εντελώς βασικά και κοινά του δρόμου, και, βέβαια, περισσότερες επιλογές δρόμων.

Και με κανένα ακόρντο. Αλλά τα ακόρντα δεν έχουν σ’ εμάς την πρωτεύουσα σημασία που έχουν σ’ εκείνους. Σ’ εμάς είναι δυνατόν να έχεις ένα ακόρντο επειδή απλούστατα δεν αλλάζεις ακόρντα! Εκεί πάει αλλιώς το πράγμα.

1 «Μου αρέσει»

Μα, όλα αυτά τα (μουσικολογικά πολύ σωστά) που λέτε, Περικλή και συνονόματε Λ Ρ, βασίζονται στην ίσως σημαντικότερη μουσικολογική διαφορά μεταξύ του μπλουζ και του ρεμπέτικου: το μπλουζ, επηρεασμένο από την (δυτικής προέλευσης) εναρμόνιση με χρήση κιθάρας σε ρόλο συνοδείας, σχηματοποιεί το σκελετό της μελωδίας του ακολουθώντας συγχορδίες. Το ρεμπέτικο, επηρεασμένο από την (τροπική, και βεβαίως μονοφωνική) μουσική παράδοση της ανατολικής Μεσογείου, βλέπει τη μελωδία να ακολουθεί δρόμους (μακάμια) και τα συνδεδεμένα με αυτούς μελισματικά στερεότυπα (σεχίρ). Τα πράγματα είναι πάρα πολύ απλά, και ελπίζω οι κύριοι του ΝΥU (αυτού με τον πυρσό, ντε!) να μην τα μπλέξουν (twine στη γλώσσα τους… ). Άλλο η εναρμόνιση μιας τροπικά δομημένης μελωδίας, και εντελώς άλλο ο μελωδικός αυτοσχεδιασμός που βασίζεται σε ακολουθίες (δυτικών!) συγχορδιών. Άλλωστε, στην μουσική της δυτικής Αφρικής, δεν ξέρω να έχουν καταγραφεί μελωδικά στερεότυπα. Τα μόνα καταγεγραμμένα μουσικά στοιχεία, απ’ ό,τι τουλάχιστον εγώ γνωρίζω, είναι ρυθμικής, όχι μελωδικής δομής.

2 «Μου αρέσει»

Η δική μου άποψη είναι ότι το ζήτημα “υπάρχει ή όχι συσχέτιση ρεμπέτικου και μπλουζ;” (α) επιβλήθηκε και (β) διερευνάται, επειδή σε μια μεγάλη μερίδα κοινού άρεσαν (αρέσουν) ταυτόχρονα και τα δυο.

Στο παρακάτω φληνάφημα προσπαθώ να περιγράψω την άποψη αυτή. Μπορείτε να το αγνοήσετε.

Το ερώτημα του Νίκου Π. “Από ποιόν / ποιούς λοιπόν ξεκίνησε το κλισέ ρε παιδιά;” στο #27 μπορεί να εμπλουτιστεί: “Ποιες ήταν οι συνθήκες που οδήγησαν στο να διατυπωθεί το ζήτημα;”.

Όπως γράφτηκε, διάφορες τέτοιες συσχετίσεις είχαν γίνει από από καλλιτέχνες και μελετητές περί το 70, αλλά σε περιορισμένο κύκλο. Αλλά για να φουντώσει, νομίζω ότι πολύ κρίσιμο ήταν αυτό που λέει ο Νίκος ΛΡ στο #30.

“ως ακροατές μιλώντας, πολύ συχνά κάποιος που εντρυφεί στο ένα είδος, συνειδητά γουστάρει και το άλλο για παρόμοιους λόγους. αυτό έχει να κάνει με την αίσθηση που αφήνουνε και την προέλευσή τους. είναι “μαύρη μουσική”, ΄κι ας μην συναντήθηκαν ποτέ οι φορείς των δυο παραδόσεων.”

Αυτό το σώμα των ακροατών διαμορφώνεται σε μαζική μορφή περί τα τέλη της δεκαετίας του 70. Στην Ελλάδα οι ροκάδες της εποχής, ικανό ποσοστό της νεολαίας τότε (οι τζαζόφιλοι ήταν αρκετά λιγότεροι), ανακαλύπτουν και το μπλουζ (ως πρόδρομο της τρέχουσας ροκ) αλλά και το ρεμπέτικο μέσω της αναβίωσης και επανέκδοσης των πρώτων ηχογραφήσεων. Έτσι, το θέμα ξεφεύγει πια από τον στενό κύκλο μελετητών και γίνεται μαζικότερο. Προσπαθώντας λοιπόν το κοινό αυτό να καταλάβει γιατί “συνειδητά γουστάρει” τα δυο είδη και γιατί “η αίσθηση που αφήνουνε” τα δυο είδη είναι ίδια, ήθελε να δει μελέτες συσχέτισης και ήθελε να δει θετική απάντηση.

Αυτό οδήγησε στην άνθηση μετέπειτα συνευρέσεων και αναζητήσεων οι οποίες, σήμερα, διαπιστώνουμε (από αυτά που λέτε οι γνώστες, δηλαδή) ότι, εν τέλει, δεν δίνουν τη θετική τεκμηρίωση που θέλει αυτό το κοινό από μουσικολογικής πλευράς. Η δική μου αίσθηση είναι ότι ούτε η κοινή προέλευση (είδη μουσικής του περιθωρίου), δηλαδή η κοινωνιολογική προσέγγιση, μπορεί να ερμηνεύσει το γουστάρισμα των δυο ειδών από το συγκεκριμένο κοινό. Νομίζω ότι η λύση πρέπει να αναζητηθεί στον χώρο της ψυχολογίας.

3 «Μου αρέσει»

Πολύ καλά τα λές, αγαπητό Κουτρούφι! Νομίζω όμως ότι με τη συλλογική δουλειά που έγινε μέχρι τώρα, το ερώτημά μου απαντήθηκε: Εν αρχή ην ο Σάκης Παπαδημητρίου, γνωστός τζαζίστας με πλούσια συμβολή στην έρευνα για την τζάζ, που μάλλον κατέθεσε το πρώτο σχετικό γραπτό κείμενο. Μπορεί και άλλοι να είχαν ανάλογες ανησυχίες, πριν το ΄74 ή και μετά. Ο Στέλιος Βαμβακάρης τσίμπησε και, όταν πήγε να ακούσει κάποιον Αμερικάνο μπλουζίστα, πήρε το μπουζούκι του μαζί. Τελικά προέκυψαν ουκ ολίγοι πειραματισμοί, πειράγματα κλπ κλπ από Βαμβακάρη / Λ. Ρ. και άλλους και το πράγμα άρχισε να δένει. Δεν είναι τυχαίο ότι μία πρόσφατη εκδήλωση για το ρεμπέτικο στη Φινλανδία τιτλοφορήθηκε «Rebetiko, the Greek Blues» ή κάπως έτσι (γνωστοποιήθηκε και εδώ και σχολιάστηκε) και η σειρά μαθημάτων που προκάλεσε αυτή μας τη συζήτηση. Προτείνω, μάλλον κοντύτερα στην πλευρά του αστείου παρά του σοβαρού, το φόρουμ να ηγηθεί μιας εκστρατείας με λογότυπο “Greek Rebetiko is not American Blues”. Ίσως μας βοηθήσει και το Onassis Foundation με καμμιά χορηγιούλα…

4 «Μου αρέσει»

Ωραία το έθεσες, Κουτρούφι.

Να προσθέσω περιπτωσιολογικά το εξής:

Όταν πήρα τον πρώτο μου μπαγλαμά (πρόσφατα τσέκαρα την ετικέτα κι ήταν το 1993, που ήμουν δεκαεννιά), είχα μόλις αρχίσει ν’ ακούω ρεμπέτικα. Επίσης, από ανεξάρτητη διαδρομή, είχα μόλις αρχίσει να μαθαίνω τι είναι τα μπλουζ. Δεν είχα σαφή πρόθεση να παίξω ρεμπέτικα, μάλλον μ’ έξυναν τα δάχτυλά μου να μάθω κάποιο όργανο έτσι γενικώς, και διάλεξα τον μπαγλαμά επειδή είναι μικρός και δεν …σε τρομάζει.

Η πρώτη μου λοιπόν προσπάθεια ήταν να παίξω μπλουζ. Φυσικά, τελικά στα ρεμπέτικα κατέληξα, όπως είναι φυσικό για ένα όργανο που ανήκει 100% σε συγκεκριμένο είδος μουσικής. Αλλά και για έναν άλλο λόγο: για να παίξεις ρεμπέτικα μαθαίνεις ένα κομμάτι, μετά το επόμενο κ.ο.κ., ενώ για να παίξεις μπλουζ πρέπει να είσαι αυτοσχεδιαστής, δεν έχει «έμαθα αυτό και τώρα πάω σ’ εκείνο». Χωρίς αυτοσχεδιασμό ό,τι και να παίξεις θα ακούγεται σαν ένα τραγούδι, πάντα το ίδιο.

Οπότε, μπλουζ μεν δεν έπαιξα, ωστόσο και μόνο η πρόθεση δείχνει ότι κάτι είχα ακούσει για τον συσχετισμό των δύο, κάτι που μάλλον πλανιόταν γενικώς εκείνο τον καιρό.

Παρεμπιπτόντως, υπάρχει ένα συγκεκριμένο ελληνικό τραγούδι που εφαρμόζει έμπρακτα τη θεωρία περί συσχετισμού: ο «Απόκληρος» του Β. Γερμανού, εντελώς μπλουζ μεν (σε παραλλαγή του 12μετρου), που όμως είχε βγει και με ρεμπέτικη ενορχήστρωση, και μάλιστα, αν θυμάμαι καλά, από τον ίδιο τον Γερμανό στον ίδιο δίσκο με την «κανονική» εκτέλεση.

Τέλος, να αναφέρω για την ιστορία ότι ένα άλλο τραγούδι, που είναι ξεκάθαρα ρεμπέτικο αλλά πολύ εύκολα το μπλουζεύει κανείς (το είχα κάνει τότε που έψαχνα τον δρόμο μου), είναι η «Άμαξα μες στη βροχή» του Χ"χρήστου. Το αναφέρω όχι βέβαια ως επιβεβαίωση της σχέσης αλλά ως παράδειγμα του τι ομοιότητες μπορεί κανείς να βρει εφόσον του έχει ήδη μπει η ιδέα περί σχέσης.


Τέλος πάντων… Προφανώς δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά έτσι μου φαινόταν τότε. Και αφού δεν έγινα ποτέ μουσικός μπλουζίστας ώστε να διαλευκάνω τα μυστήρια του είδους, και τώρα εξακολουθεί να μου φαίνεται έτσι. Η πραγματικότητα μάλλον είναι λίγο πιο σύνθετη.

1 «Μου αρέσει»

την “άμαξα” την λες λόγω της ανάποδης πτώσης V-IV που έχει; μου έδωσες ιδέα για την “αρχόντισσα” του τσιτσάνη, που την έχει στην εισαγωγή!

1 «Μου αρέσει»