Πάντα και καθημερινά!
Κάτι σαν αντιβίωση που λέμε!
Μπαρμπανικολή κοίτα καλά, μην κοιμάτ’ απάνω στον οντά,
Μην κοιμάται στην τσαρδάκα και μας κάνει ματσαράγκα
Τί είναι η τσαρδάκα;
Συνώνυμο του «τσαρδάκι», καλύβα ή όπως εδώ στεγασμένος εξώστης.
Δεν την πιάνω την προσέγγισή σου, αγαπητέ Zaraz! «Τσαρδάκι» είναι υποκοριστικό του «Τσαρδί» και «Τσαρδί» σημαίνει «το σπίτι μου». Η καλύβα, πού κολλάει; Και εν πάσει περιπτώσει, από ποια πηγή αντλείς; Υπάρχει κάποιο λεξικό που στο λήμα “τσαρδάκα” να επεξηγεί (π.χ.) “καλύβα” ή “στεγασμένος εξώστης”;
Εννοείται ότι υπάρχει.
Βλ. πχ. στον Δημητράκο:
Βλ. και το Ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη:
τσαρδάκι: < τουρκ. çardak “πρόχειρο υπόστεγο-πέργκολα”< περσ. cār-tāq, κατά λέξη “4 στύλοι”. Η λέξη επαναναλύθηκε στα ελληνικά τσαρδ-άκι, όπου το -άκι θεωρήθηκε υποκοριστικό επίθημα, με αποτέλεσμα να πλαστεί νέο ουσιαστικό τσαρδί
Α! Σαν το «πασουμάκι» ένα πράμα…
Θέλω τα μάτια μου να κλείσω
Κι άλλη φορά να μην ξυπνήσω
1957
Αντέγραψε το μοτίβο του «Θέλω βαριά να κοιμηθώ, να μην ξαναξυπνήσω», του 1952.
Με τίποτα δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι η γενική κατάσταση στη χώρα μας, την δεκαετία εκείνη, ήταν τέτοια που, στίχοι με τέτοιο περιεχόμενο να είναι αναμενόμενοι. Ούτε στην Κατοχή δεν θα διεννοείτο κάποιος να φτιάξει τέτοιο σενάριο.
Τί θα μπορούσε να είναι το κίνητρο για την επιλογή τέτοιου στίχου;
Στην κλασική μελέτη των Βερναρδάκη-Μαυρή μπορεί κανείς να πάρει μια καλή ιδέα του πώς είχαν τότε τα νεοελληνικά πράγματα από ΄πολιτικο-κοινωνικο-οικονομική σκοπιά. Με δεδομένο το εν λόγω υπόβαθρο, προσεγγίζουμε, θαρρώ, ευχερέστερα στη δικαιολογητική βάση έμπνευσης τέτοιας θεματικής τραγουδιών:
Εδώ ολόκληρο το βιβλίο, διαδικτυακή προσφορά των συγγραφέων:
Και θα έλεγα ότι θα πρέπει να προστεθεί στο σχετικό λήμμα στο Γλωσσάρι η “τσαρδάκα”
Φτώχεια; Τεράστια! Ακραία εξαθλίωση σε πάμπολλες περιπτώσεις; Βεβαιότατα! Αλλά να φτάσουμε στο σημείο να τραγουδάμε (στα γλέντια μας, βεβαίως!) «Δεν αντέχω άλλο, καλύτερα να πεθάνω!», επαναλαμβάνω: Ούτε στις μεγάλες πείνες της Κατοχής, που κουβαλούσαν τους εξ ασιτίας θανόντες με τα καροτσάκια, δεν διατυπώθηκε ευθέως κάτι τέτοιο.
Καλες γιορτές.
Υγεία καυ ευτυχία σε όλους.
Χριστούγεννα Πρωτούγεννα (Πελοποννήσου)
Τραγουδά η Παιδική Χορωδία του Μικτού Γυμνασίου «Εστίας Νέας Σμύρνης». Επιμέλεια και διδασκαλία από τη Δόμνα Σαμίου.
Παίζουν οι μουσικοί Χαράλαμπος Γιαννόπουλος (κλαρίνο, φλογέρα), Στέφανος Βαρτάνης (βιολί), Μαθιός Βεντούρης (λαούτο), Μαθιός Μπαλαμπάνης (τουμπελέκι).
Από συναυλία που πραγματοποιήθηκε το 1981 στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Αποσπάσματα της συναυλίας προβλήθηκαν στην ΕΡΤ, στην εκπομπή «Χριστούγεννα Πρωτούγεννα», παραγωγή της Φραγκίσκης Καρόρη και σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαδάκη.
Και όμως όχι! Η λέξη είναι τσαρδάκι, από τρκ cardak (με c στολισμένο). Το τσαρδί φτιάχτηκε υποχωρητικά επειδή το τσαρδάκι, με κατάληξη -άκι, έμοιαζε να είναι υποκοριστικό μιας λέξης που πώς να είναι; Μάλλον τσαρδί!
(Όπως δεν είναι υποκοριστικό το μουστάκι και μερικά άλλα, που συμπτωματικά λήγουν σε -άκι.)
Χρόνια Πολλά σε όλους!
(Ό,τι πιο χριστουγεννιάτικο βρίσκω στη συλλογή των εμότικων του φόρουμ… )
Και όμως, ναι:
… για το τσαρδί μου πάγαινα, είχα γενεί στην πένα
(Δελιάς)
çardak: υπόστεγο, κρεβατίνα, πέργκολα, κληματαριά. Οι λέξεις αυτές δύσκολα μεταπίπτουν στον υποκοριστικό τύπο “τσαρδάκι”. Μόνο το τσαρδί.
Η λέξη «τσαρδί» έχει περάσει σε κανονική χρήση. Το πώς προέκυψε, είναι άλλο θέμα.
… και τώρα μου ήρθε και τούτο:
Είμαι μάγκας και καλό παιδί,
σέβομαι του μάγκα το τσαρδί,
μα πριν αρχίσουν οι ζαλάδες,
κάναν οι μάγκες ματσαράγκες.
(Τσιτσάνης)