Δε νομίζω όμως ότι είχαν τότε. Τόπο και χρόνο έγραφαν, και εκδότη. Τα κωδικά, που δεν τα καταλαβαίνει ο απλός καταναλωτής, είναι σχετικά πρόσφατη ιστορία, νομίζω.
Επιπλέον, ούτε οι μεταγενέστεροι δίσκοι με εξώφυλλο νομίζω να έδιναν τέτοιες πληροφορίες. Κάποιες φορές βλέπουμε «τα κομμάτια ηχογραφήθηκαν στο στούντιο τάδε», αλλά κι αυτό κατ’ εξαίρεση. Και πάντως δηλωμένο κανονικά, όχι κωδικοποιημένα. Το μόνο που εμφανίζεται πάντα είναι η εταιρεία και ο αριθμός δίσκου.
Mην είμαστε τόσο «πελατοκεντρικοί»! Οι εταιρίες δίσκων έπρεπε να ξέρουν κάποια πράγματα που χρειάζονταν για δική τους εξυπηρέτηση / κάλυψη. Με το που θα πιάσει στα χέρια του κάποιος υπάλληλος της εταιρίας ένα δίσκο, πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίσει κάποια πράγματα, είτε για το αρχείο του, είτε για χρήση σε ένα δικαστήριο, είτε για οτιδήποτε. Και αυτό, τόσο για δίσκο της δικής του εταιρίας όσο και για δίσκους ανταγωνιστικών εταιριών.
Cherie je t’ aime, cherie je t‘ adore
Commo la salsa del pommodore
Γκράν σουξέ πάντως, αρχές δεκαετίας ΄60 νομίζω; Έκανε πάταγο.
Ήθελε να μου το μάθει η δασκάλα μου της κιθάρας, αφού της είχα δηλώσει ότι μου αρέσουν τα ανατολίτικα, αλλά εγώ αντιδρούσα θεωρώντας “αυτά είναι ψευτοανατολίτικα”.
Ε, ναι, αλλά και ο Ρωμαίος δεν ήταν όποιος κι όποιος, και το δικό του γονικό αρχοντικό ψηλοτάβανο ήταν, όπως όλα τα αρχοντικά. Τί να κάνει ο άνθρωπος, να ερωτευτεί καμμιά παρακατιανή;
Όχι μόνο κατά τον φίλο μου τον Τόνυ Κλάιν, αλλά και κατά το «Μάρκος Βαμβακάρης, Κατάρτι 2005» ( = Π. Κουνάδης). Πράγματι, ακούγεται και ένα όργανο που το ηχόχρωμά του είναι πολύ κοντά στο μπάντζο. Αν πράγματι συμμετείχε μπάντζο στην ηχογράφηση, θα είναι από τις σπανιότατες περιπτώσεις που εντοπίζεται κάτι τέτοιο στη δισκογραφία του ρεμπέτικου.
Να σημειώσουμε πάντως, ότι ο Περιστέρης χρησιμοποιούσε συχνά μπάντζο, και στη μοναδική καταγεγραμμένη κινηματογραφικά παρουσία του σε κέντρο στην Αθήνα, μπάντζο παίζει.