Συνεχίζω από το #61:
Παγιουμτζής 1935, δίσκος HMV AO-2272 (αρ.μήτρας: OGA-260), δίστιχο: Ξαπλώσετέ με νεκρικά και σκίστε την καρδιά μου… Και στις 4 πηγές. Στη βάση ΣΛ ο τίτλος δίνεται ως «Αμανές πειραιώτικος» - σπάνια περίπτωση χρήσης του τύπου «αμανές» αντί του «μανές» που, εκείνη την εποχή, επικρατούσε σχεδόν απόλυτα. Σύμφωνα με τις προσφωνήσεις κανονάκι παίζει ο Λάμπρος Σαββαΐδης και βιολί ο Σαλονικιός. Άγνωστος κιθαρίστας κρατάει το τέμπο στο κλασικό μοτίβο-ριφάκι του τσιφτετελιού.
Ένας μανές με ασυνήθιστη δομή: Ξεκινάει κανονικά, με εισαγωγικό ταξίμι στο κανονάκι, πρώτη ενότητα (πρώτος στίχος), ξανά ταξίμι, δεύτερη και τρίτη ενότητα συγχωνευμένες σε μία (επανάληψη β’ ημιστιχίου και δεύτερος στίχος), μπαίνει το βιολί μ’ ένα δικό του ταξίμι που οδηγεί σε κλείσιμο, συντονισμένο φινάλε βιολιού και ρυθμικής κιθάρας. Λογικά το κομμάτι θα τέλειωνε εδώ. Και ξαφνικά, ένα και πλέον δευτερόλεπτο μετά την παύση, ξαναμπαίνει ο Παγιουμτζής με μια απροσδόκητη τρίτη ενότητα, όπου ξαναλέει ολόκληρο τον δεύτερο στίχο, περίπου επαναλαμβάνοντας τη μελωδική πορεία της δεύτερης ενότητας (που όμως την πρώτη φορά περιλάμβανε και την επανάληψη του β’ ημιστιχίου, άρα τώρα λέει λιγότερα λόγια και επομένως το πάει πιο γρήγορα). Το τελικό κλείσιμο γίνεται από το κανονάκι.
Τέτοια επανάληψη δεν ξαναϋπάρχει, όσο ξέρω, σε ηχογραφημένους μανέδες. Βέβαια δε θα απέκλεια να περιλαμβανόταν κάτι τέτοιο στις δυνατότητες του πραγματικού, λάιβ μανέ, γιατί συνολικά ακούγεται ταιριαστό, όσο κι αν στην αρχή ξαφνιάζει. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει εξ αρχής κανονιστεί ότι θα το πούνε έτσι. Από την άλλη, δε φαίνεται απίθανο και το αντίθετο σενάριο, να τους τέλειωσε νωρίς ο κυρίως μανές (λόγω π.χ. υπερβάλλοντος ζήλου στο να μην υπερβούν τα χρονικά όρια) και, όταν έκλεισαν με το βιολί, να τους έκανε κάποιος νόημα «πείτε κι άλλο!» και εκεί να ξαναμπήκε απροσχεδίαστα ο Παγιουμτζής, ξυπνώντας και τον κιθαρίστα. Είναι το άρτιο κλείσιμο της δεύτερης ενότητας, και η μεγάλη παύση πριν την τρίτη, που μου υποβάλλουν αυτή την ιδέα ως πιθανή.
Ο Παγιουμτζής, καίτοι μέλος της Τετράδος, δεν είναι τόσο ακραιφνής «Πειραιώτης» (μουσικά πάντα μιλώντας) όσο ο Μάρκος. Άλλωστε με την κυριολεκτική σημασία Μικρασιάτης ήταν. Πάντως εδώ τραγουδάει πειραιώτικα. Ναι μεν χειρίζεται τη μελωδία με όλα της τα γυρίσματα κατά τρόπο μακαμίστικο, αλλά η εκφορά του λόγου είναι χαρακτηριστικά ρεμπέτικη, μάγκικη, αισθητικά διαφοροποιημένη από των κλασικών αμανετζήδων.
Θεωρώ πάντως ότι εδώ η μεγάλη αυτή φωνή αδικείται από τους όρους του εγχειρήματος. Τα ψηλά της κλίμακας (ξεκίνημα δεύτερης και τρίτης ενότητας στην οκτάβα) δεν τα πιάνει παρά με ζόρι. Νότα δεν του φεύγει, αλλά δεν τραγουδάει, φωνάζει.
Δ. Περδικόπουλος 1935, δίσκος Columbia DG-6160 (αρ.μήτρας CG-1304), δίστιχο: Πολλές πληγές αγιάτρευτες φθείρουνε το κορμί μου… Και στις τέσσερις πηγές (βάση ΣΛ: κλικ). Βιολί (Σαλονικιός - προσφώνηση), κανονάκι, ούτι στη ρυθμική συνοδεία.
Ο μανές ακολουθεί την ίδια γενική μελωδική εξέλιξη όπως οι δύο που στο #61 επισημάνθηκαν ως ίδιοι, Περπινιάδη 1934 και Ρούκουνα 1934.
Σταύρος Ρεμούνδος (α) 1935, δίσκος HMV AO-1086 (αρ.μήτρας: OGA-215), δίστιχο: Στη φυλακή τον άνθρωπο όλοι τον λησμονούνε… Και στις τέσσερις πηγές (σημειώνω ότι στη βάση ΣΛ το «OGA» του αριθμού μήτρας γράφεται με μηδέν αντί όμικρον που έχουν οι Ρ.Διάλογοι, το φυλλάδιο ΣΛ και το ΥΤ, κάτι που το ξαναβρίσκουμε και σ’ άλλους αριθμούς μήτρας του Ρεμούνδου που αρχίζουν με τα ίδια τρία ψηφία - δεν ξέρω ποιο από τα δύο είναι το σωστό, απλώς το επισημαίνω για αποδοτικότερη χρήση του ctr+F για όποιον ενδιαφέρεται). Βιολί ο Σαλονικιός, σύμφωνα με την προσφώνηση.
Σταύρος Ρεμούνδος (β) 1937, δίσκος HMV AO-2420 (αρ.μήτρας: OGA-468), δίστιχο: Την απονιά σου θα την πω στον κόσμο σαν πεθάνεις… Εδώ ο τίτλος φαίνεται να είναι «Χιτζαζκιάρ πειραιώτικος μανές», που στη βάση ΣΛ και στο αντίστοιχο φυλλάδιο γράφεται με κόμμα ανάμεσα στις δύο πρώτες λέξεις, σαν το «Πειραιώτικος μανές» να είναι επεξήγηση του κυρίως τίτλου «Χιτζαζκιάρ», δηλαδή «Μανές από τον Πειραιά σε δρόμο Χιτζαζκιάρ», ενώ στις άλλες πηγές γράφεται ενιαία, χωρίς κόμμα, οπότε βγάζει διαφορετικό νόημα, «Μανές σε δρόμο Χιτζαζκιάρ-Πειραιώτικο». Εντύπωση προξενεί η οργανική συνοδεία, που αποτελείται από δύο κιθάρες, εκ των οποίων τη μία (προφανώς αυτή που ταξιμάρει, πάνω από το σταθερό ρυθμικό μοτίβο τσιφτετελιού που κρατάει η άλλη) παίζει ο Στ. Χρυσίνης, σύμφωνα με πληροφορία της βάσης ΣΛ χωρίς παραπομπή σε πηγή. Το ταξίμι της κιθάρας δημιουργεί ένα ύφος πολύ πιο ρεμπέτικο, πειραιώτικο θα έλεγα, από τα βιολιά, ούτια, λύρες και κανονάκια που συνήθως συνοδεύουν τους μανέδες, ενώ ο ίδιος ο μανές του εξαιρετικού και μάλλον άγνωστου αυτού τραγουδιστή είναι σε τυπικό ανατολίτικο αμανετζήδικο ύφος. Ο συνδυασμός των δύο αυτών υφολογικών στοιχείων είναι, κατά τη γνώμη μου, ταιριαστός και επιτυχημένος, πάντως παρέμεινε μια σπάνια καινοτομία.
Η προσφώνηση «γεια σου Σταύρο Μαρμαρά» απευθύνεται στον Ρεμούνδο, που όπως διάβασα ήταν μαρμαράς στο επάγγελμα.
Το κομμάτι κλείνει με γύρισμα σε οργανικό ζεμπέκικο, που θυμίζει εκείνο του Μαργαρώνη στον μανέ του Περπινιάδη (βλ. #61) χωρίς να ταυτίζεται μαζί του. Έχει μάλιστα την ιδιορρυθμία ότι αποτελείται από ένα μόνο θέμα (μια φράση δύο μέτρων) που επαναλαμβάνεται αρκετές φορές, δημιουργώντας την προσδοκία ότι θα γυρίσει σε κάποια δεύτερη, χωρίς τελικά ποτέ να γυρίζει. (Και επ’ ευκαιρία ας σχολιάσουμε και ότι στο αντίστοιχο του Μαργαρώνη υπάρχουν μεν δύο θέματα, και πάλι όμως το πρώτο επαναλαμβάνεται περισσότερες φορές απ’ όσες συνηθίζεται στη συμμετρική, γενικά, δομή τέτοιου είδους κομματιών.)
Οι δύο αυτοί μανέδες του Ρεμούνδου είναι δύο φορές ο ίδιος μανές. Διαφέρει πολύ η οργανική συνοδεία, και φυσικά και τα δίστιχα, αλλά η κυρίως μελωδία του μανέ ταυτίζεται πλην ελάχιστων αυτοσχεδιαστικών λεπτομερειών. Επομένως, εντοπίζεται άλλη μία περίπτωση τυποποιημένου μανέ.
Τέλος, ο Μανιάτης αναφέρει άλλες δύο ηχογραφήσεις με τον ίδιο τίτλο, που δεν εντοπίζονται σε καμία άλλη πηγή κι επομένως δεν τις έχω ακούσει, με αποτέλεσμα να μην είμαι σε θέση να πω αν είναι σε πειραιώτικο δρόμο, ούτε, κατά συνέπεια, αν η λέξη «Πειραιώτικος» εδώ αποτελεί ή όχι ένδειξη τυποποιημένου μανέ:
Νταλγκάς 1931, δίσκος ΑΟ-222, δίστιχο: Ποτέ μου δεν το ήλπιζα ότι θα με πληγώσεις… Σύμφωνα με τις προσφωνήσεις που καταγράφει ο Μανιάτης, παίζει λύρα ο Λάμπρος Λεονταρίδης.
Μαρίκα Πολίτισσα 1933, δίσκος DG-333, δίστιχο: Στα χρόνια όπου έφτασα δεν θέλω πια να ζήσω…
Προφανώς αυτοί οι δύο μανέδες δεν έχουν κυκλοφορήσει σε κανένα φορμάτ, υλικό ή ψηφιακό, πέρα από τις αρχικές πλάκες γραμμοφώνου. Αν κανείς συλλέκτης που τις διαθέτει μας διαβάζει και θέλει να τις μοιραστεί μαζί μας, θα εκτιμηθεί βαθύτατα.
Ανακεφαλαιώνοντας, ο τίτλος «Πειραιώτικος μανές» εντοπίζεται σε 15 ηχογραφήσεις. Από αυτές, οι δύο (Νταλγκά 1931 και Μαρίκας Πολίτισσας 1933) είναι γνωστές μόνον ως τίτλοι και κάθε περαιτέρω σχολιασμός τους είναι αδύνατος. Σε μία ( Νταλγκά 1928 , Όσο κι αν μ’ αποστρέφεται αυτή η σκληρή καρδιά σου …) ο τίτλος «πειραιώτικος» δεν αναφέρεται σε μουσικό δρόμο αλλά -εντελώς συμβατικά βέβαια- στον ίδιο τον Πειραιά, καθώς πρόκειται για τον τυποποιημένο «Ματζόρε Μανέ». Από τις υπόλοιπες, που όλες είναι όντως σε δρόμο Πειραιώτικο, δύο ( Περπινιάδη 1934 και Ρούκουνα 1934) δημιουργούν βάσιμη υπόνοια ότι ταυτίζονται και ότι άρα συναποτελούν έναν τυποποιημένο μανέ, ενώ και του Περδικόπουλου 1935 φαίνεται πιθανό φαίνεται να ανήκει εδώ, και άλλες δύο (του Ρεμούνδου, (α) 1935 και (β) 1937) ταυτίζονται ξεκάθαρα και άρα συναποτελούν, κι αυτές, έναν τυποποιημένο μανέ. Μένουν εφτά ηχογραφήσεις που, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, δεν είναι τυποποιημένοι μανέδες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, πέρα από περιπτώσεις ατυχών αυτοσχεδιασμών (Βαμβακάρης, Παπασιδέρης…), όλοι αυτοί οι μανέδες, τυποποιημένοι ή όχι, ακολουθούν πιστά το μακαμίστικο μοντέλο μελωδικής ανάπτυξης, τη στιγμή που ο Πειραιώτικος δρόμος δεν αντιστοιχεί σε κανένα μακάμι! Είναι σίγουρα δυνατόν να βρεθούν ισχυροί συσχετισμοί του με τον δρόμο Χιτζαζκιάρ (όπως άλλωστε υπονοείται και από τον τίτλο «Χιτζαζκιάρ Πειραιώτικος μανές» που συναντήσαμε σε μία περίπτωση), αλλά πάντως η δομή και η συμπεριφορά του Πειραιώτικου δεν είναι εύκολο να ενταχθούν στο μακάμ Χιτζαζκιάρ.
Ο Ανδρίκος, η μόνη πηγή που έχω υπόψη μου να εξετάζει τον Πειραιώτικο (και γενικά τους δρόμους) σε σχέση με τα μακάμια, αντιδιαστέλλει σαφώς τα δύο τροπικά φαινόμενα, Πειραιώτικο και Χιτζαζκιάρ. Θα είχε ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς όλο του το σχετικό κεφάλαιο, όπου μεταξύ άλλων επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει ειδική (αποκλειστική) σχέση του Πειραιώτικου δρόμου με τον Πειραιά και το πειραιώτικο ρεμπέτικο - κάτι που, άλλωστε, επιβεβαιώνεται περίτρανα και εδώ με τους πειραιώτικους μανέδες. Τα όσα λέει ο Ανδρίκος για την ίδια την τροπική δομή και συμπεριφορά του δρόμου και για τη σχέση του με το Χιτζαζκιάρ δεν είναι εύκολο να τα συνοψίσω εδώ. Πάντως, ενώ σε κάθε δρόμο αφιερώνει ένα κεφάλαιο όπου, στερεότυπα, περιλαμβάνεται και μία ενότητα με τίτλο «το αλά τούρκα ραστ/σαμπά κλπ.», ειδικά για τον Πειραιώτικο αυτή η ενότητα παραλείπεται. Αυτό είναι εύλογο μεν, στο μέτρο που στην αυθεντική τούρκικη μουσική -αυτήν που περιγράφει η θεωρία μακάμ- δεν υπάρχει αντίστοιχο τροπικό φαινόμενο, συνάμα όμως είναι και παράλειψη αφού υπάρχουν τόσες περιπτώσεις πειραιώτικου με «αλά τούρκα» διαχείριση και απόδοση.
Δε θα επεκταθώ άλλο σε τροπική θεωρία, αφού εδώ το θέμα είναι άλλο. Επισημαίνω πάντως ένα ζήτημα σχετικά με τον πειραιώτικο δρόμο που νομίζω ότι αξίζει να διερευνηθεί περαιτέρω.