Τυποποιημένοι μανέδες

Έχουμε ξαναμιλήσει για την Χαμιγιέ εδώ στο φόρουμ αλλά δεν θυμάμαι που.

Και χωρίς τσαχπιν(ιες).

Το τσαχπιν, στην παλιά δισκογραφία, εμφανίζεται στον Ατραϊδη και στον Νταλγκά. Στους Ασίκη, Σωφρονίου, Ρόζα (1931) λέγεται άλλο (γεια σου) και στην κυρία Πιπίνα τίποτα.

Υπάρχει και η εκτέλεση με την Μαρίκα Φρατζεσκοπούλου (Πολίτισσα) 1930 που όντως, κάποια στιγμή, το γυρίζει σε ημιτελή αμανέ (καμιά φορά και η καρδιά, κρυφά κρυφά ραϊζει). Τσαχπίνικα τα μάτια μεν αλλά ούτε και εδώ έχει τσαχπιν.

Τσαχπίν έχουμε στις νεώτερες εκτελέσεις (Βούλα Πάλλα, Αλεξίου)

Σε κανονικές συνθήκες (κανονικό γλέντι) δεν ξέρω τι γινόταν και τι γίνεται. Πάντως νομίζω ότι ούτε και οι Ναξιώτες, που το έχουν ενσωματώσει, λένε τσαχπίν.

Ίσως ο κατηφές άξιζε ιδιαίτερο νήμα.

1 «Μου αρέσει»

Μα, η λέξη Τσαχπίν στις ελληνικές εκτελέσεις δεν έμπαινε, μόνο στις τούρκικες. Επειδή όμως ήταν πράγματι σήμα κατατεθέν του κομματιού, η ελληνική εκτέλεση έβαζε το γειά σου στη θέση του τσαχπίν, αλλά όχι τύπου “γειά σου Σαλονικιέ μου” αλλά γειά! - σού!

Στην ενότητα 7 «Μανές του φθισικού και άλλοι συναφείς» είχαν εξεταστεί καμιά δεκαπενταριά μανέδες, όλοι σε μακάμι Ραστ, και είχε προκύψει ότι υπάρχουν πεντέξι που αποτελούν διαφορετικές εκτελέσεις της ίδιας σύνθεσης (ενίοτε και με τους ίδιους στίχους), άλλοι πεντέξι που και πάλι αποτελούν διαφορετικές εκτελέσεις μιας άλλης σύνθεσης, και οι υπόλοιποι μεμονωμένοι.

Προσθέτω άλλον ένα. Δεν ήταν εύκολο να τον εντοπίσω ψάχνοντας, γιατί ο τίτλος δεν παραπέμπει άμεσα σε φθίση: Βερεμλή σαμπάχ μανές. Βερεμλή σημαίνει φθισικός στα τούρκικα, αλλά πού να σκεφτώ να αναζητήσω τέτοια λέξη μπας και βρω τίποτα! Τον βρήκα όμως τυχαία, και τον προσθέτω.

Τραγουδάει ο Νταλγκάς. Δίσκος COLUMBIA Αγγλίας 18063, αρ. μήτρας 20566, χρονιά 1929, δίστιχο: Μάνα μου διώξε τους γιατρούς οπού με τυραννούνε / αφού δεν είναι ικανοί τον πόνο μου να βρούνε. Ακούμε:

Το δίστιχο μας είναι βέβαια πολύ γνωστό και από το τραγούδι του Κατσαρού, με την πολύ μικρή διαφορά ότι εκεί λέει «να μη με τυραννούνε». Ως προς τον σκοπό, κατ’ αρχήν είναι αξιοσημείωτο ότι δίπλα σε περίπου δεκαπέντε φθισικούς μανέδες που είναι όλοι ραστ, αυτός είναι ο μόνος σαμπάχ.

Είναι τυποποιημένος;

Είμαι αρκετά βέβαιος ότι μανέδες με την ίδια βασική μελωδική ανάπτυξη έχω ξανακούσει αρκετούς. Θα μπορούσε όμως και να υποστηριχτεί ότι το ίδιο το μακάμι είναι τόσο δεσμευτικό ώστε ακόμη και αυτοσχεδιάζοντας δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια να πει κανείς κάτι διαφορετικό. Δεν είμαι σε ετοιμότητα να πω αν έχω ακούσει σαμπάχ μανέ που να μην ακολουθεί την ίδια ανάπτυξη.

Ο δε τίτλος μού δίνει την αφορμή να σχολιάσω και κάτι άλλο:

Μανέδες αυτού του τύπου, δηλαδή μακαμίστικοι, όχι δυτικότροποι, αυτό που λέμε «κλασικοί» ή και «αλά τούρκα», σχετικά συχνά έχουν τούρκικους τίτλους. Υπάρχει και στα ελληνικά η λέξη «βερέμης» = φθισικός, και φυσικά προέρχεται από τα τούρκικα, το «βερεμλή» όμως δεν προέρχεται από τα τούρκικα, είναι καθαυτό τούρκικα (αλλιώς θα ήταν βερεμλής ή βερεμλήδικος ή κάτι τέτοιο). Παρόμοια έχουμε και: Ζουρναλή χιτζάζ μανές (μανές με συνοδεία ζουρνά, αντί λύρας ή κάποιου άλλου πιο συνηθισμένου οργάνου που δε θα χρειαζόταν να αναφερθεί), Ντερτλή χιτζάζ μανές [στα ελληνικά θα λέγαμε ντερτ(ι)λήδικος ή έστω ντερτ(ι)λής], Μερακλή Ραστ μανές (ομοίως), Μπουλμπούλ μανές. Έχουμε ακόμη το «Μπέγιογλου Μανεσί», δηλ. «Μανές από το Μπέγιογλου (=το Πέραν)», καθαρά τούρκικο, παράλληλα προς το «Μπέγιογλου Μανές» (τίτλος άλλης ηχογράφησης του ίδιου σκοπού) που είναι οι ίδιες λέξεις αλλά στα ελληνικά.

Η τουρκοπρέπεια αυτή δείχνει ότι ο χαρακτηρισμός «μανέδες αλά τούρκα» δεν είναι αυθαίρετος. Τον συναντήσαμε στη βιβλιογραφία και σιγά σιγά τον υιοθέτησα. Πλέον πείθομαι ότι ήταν σωστή επιλογή. (Ενώ αντίθετα παραμένω αναποφάσιστος για το πώς να ονομάζουμε τους άλλους: αλά φράγκα; αλά γκρέκα; δυτικότροπους; σμυρναίικους; Θα επανέλθω σ’ αυτό το ζήτημα εν ευθέτω χρόνω…)

Αλα γκρέκα δεν υπάρχει και δεν νομίζω ότι θα μας εξυπηρετούσε να το καθιερώσουμε. Αντί για αλα φράνκα θα προτιμούσα το δυτικότροπος, που έχει υπάρξει ήδη απ’ το 2004. Ο προσδιορισμός σμυρναίικος δεν μου φαίνεται κατάλληλος για «μη τουρκοπρεπής» κι ας προσδιορίζει το «δυτικότροπο» της προσέγγισης αρκετά έντονα (για όσους ξέρουνε), επειδή η Σμύρνη ήταν πάντα Τουρκία, πολιτικά.

(η επισήμανση, δική μου)

Μπορείς, Περικλή, να παραθέσεις παραδείγματα;

  1. Γιαννιώτικος μανές

Τραγούδι με τον Γιάννη Τσανάκα και την εστουδιαντίνα του. Δίσκος Favorit Record 1-55047 του 1912, ανατύπωση Columbia Αμερικής E 6075, 1918. Ακούμε:

Επ’ ουδενί δεν είναι μανές. Είναι γιαννιώτικα στιχοπλάκια (δίστιχα), σε τοπικό παραδοσιακό σκοπό. «Κάνουν ν’ ανθίσουν τα κλαριά…». Απλώς είναι ελεύθερου ρυθμού.


@nikos_politis :

Το «αλά τούρκα» αλλά χωρίς έτερο αντιδιαστελλόμενο σκέλος το χρησιμοποιεί κι ο Ανδρίκος στο βιβλίο για τους δρόμους. «Ο δρόμος σαμπά // Το αλά τούρκα σαμπά» σημαίνουν, το πρώτο τον δρόμο όπως τον χρησιμοποιούν τα μπουζούκια στο κλασικό ρεμπέτικο και το δεύτερο, χονδρικά, τον δρόμο όπως παίζεται από βιολιά κλπ. σε τραγούδια που ακολουθούν τη λογική του μακάμ αλλά χωρίς να είναι εκτεταμένες συνθέσεις όπως οι οθωμανικές που παρουσιάζουν το πλήρες μακάμ.

Γενικά είναι εύκολο να πεις «αφενός αλά τούρκα», το «αφετέρου» είναι το δύσκολο!

1 «Μου αρέσει»

Όχι μόνο “απλώς ελεύθερου ρυθμού”. Είναι, ουσιαστικά, Γιαννιώτικο “κλέφτικο”.

Πάντως, με την πολύ κακή ποιότητα ήχου του συγκεκριμένου δίσκου, μόνο η μελωδία αναγνωρίζεται, από το στιχουργικό κείμενο σχεδόν ούτε μία λέξη δεν μπόρεσα να καταλάβω…

Δεν είμαι ιδιαίτερα γνώστης της γιαννιώτικης παράδοσης, αλλά δε θα το έλεγα «κλέφτικο», έστω και έχοντας υπόψη τη λαϊκή ορολογία που χαρακτηρίζει κλέφτικα τα τραγούδια αυτού του μελωδικού τύπου ανεξαρτήτως αν μιλάνε για κλεφτουριά ή για οτιδήποτε άλλο:

Πρώτον, εδώ είναι δίστιχα, όχι συνεχόμενο τραγούδι, και δεύτερον η μελωδία καλύπτει, ακριβώς, ένα πλήρες δίστιχο. Τα κλέφτικα έχουν τριημίστιχη δομή, δηλαδή η μελωδία καλύπτει ενάμιση στίχο (στην επόμενη στροφή το μισό που περίσσευε επαναλαμβάνεται ως πρώτο, συμπληρώνεται με το δεύτερο μισό του, και μπαίνει και το μισό του τρίτου στίχου, κ.ο.κ.). Τέτοιοι σκοποί εξυπηρετούν ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία. Όταν υπάρχει, πρέπει το τέλος του στίχου να είναι στο τέλος της μελωδικής στροφής, αλλιώς πάει χαμένη.

Τα λόγια τα έχει αποκρυπτογραφήσει, όσο κατάφερε, ο Π. Κωνσταντόπουλος που το ανέβασε στο ΥΤ. Το πρώτο δίστιχο το βρήκα σε σύγχρονες εκτελέσεις να το λένε σε άλλο σκοπό, που είναι όντως κλέφτικος, και βλέπει κανείς ότι το ταίριασμα στίχου-μουσικής δεν είναι ιδανικό: αφού ολοκληρωθεί το δίστιχο πρέπει κατ’ ανάγκην να μπει άλλος μισός στίχος, οπότε κολλάνε στο καπάκι κάποιο επόμενο δίστιχο (άλλο στη μία εκτέλεση που άκουσα κι άλλο στην άλλη), χαραμίζοντας την επιγραμματική αυτοτέλεια του κάθε διστίχου.

Τσανάκας στο ΥΤ
Γεροδήμος 2004
Καψάλης

Η τριημίστιχη δομή δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τα κλέφτικα. Και στα ριζίτικα της Κρήτης είναι πολύ συνηθισμένη, και σε έρρυθμα τραγούδια από κάθε περιοχή - γενικά πρέπει να ήταν ο κανόνας πριν την εισαγωγή της ομοιοκαταληξίας στον ελληνικό δημοτικό στίχο. Τα τραγούδια τελειώνουν είτε με μισό ξεκρέμαστο στίχο είτε με επανάληψη του πρώτου πρώτου ημιστιχίου, για να συμπληρωθεί η τελευταία μουσική στροφή.

Στην δική μου έρευνα για τον Αμανέ προτίμησα το «ανατολικός» απ’ το «αλα τούρκα», επειδή δεν μπόρεσα μεν να βρώ και να ακούσω αμανεδοειδή ηχογραφήματα από την Περσία ή τις αραβικές χώρες ή κάπου κοντά, όμως δεν θα μπορούσα με τίποτα να αποκλείσω την ύπαρξη ομοειδούς μουσικού είδους στις περιοχές αυτές.

Δεδομένου ότι η μουσική δομή του ελληνικού μανέ έχει άμεση σχέση με τη στιχουργική του δομή, δηλ. το 15σύλλαβο ιαμβικό ομοιοκατάληκτο δίστιχο, κανένα δείγμα από αλλόγλωσσους λαούς δε θα μπορούσα να το χρησιμοπιήσω για να βγάλω συμπεράσματα. Δηλαδή, και τούρκικα ν’ ακούσω, από τη στιγμή που δεν καταλαβαίνω γρυ, δεν μπορώ να ξέρω αν υπάρχουν αναλογίες, ομοιότητες, διαφορές. Το μελωδικό άκουσμα από μόνο του δεν αρκεί.

Παρά ταύτα το «αλά τούρκα» το δέχομαι. Το άλλο όμως; Αλά γκρέκα δεν πάει, γιατί ελληνικά είναι έτσι κι αλλιώς, δεν είναι «σαν» ελληνικά. Αλά φράγκα; Έντονες μεν οι δυτικές επιρροές, αλλά αυτό το πράγμα αυτούσιο, π.χ. το Σμυρναίικο Μινόρε ή ο Φα Ματζόρε μανές, ποτέ δε θα μπορούσε να έχει συντεθεί μέσα σε μια ακραιφνώς δυτική κουλτούρα. Το «σμυρναίικο» ίσως τελικά είναι το πιο έγκυρο, αφού η Σμύρνη ήταν ο κατεξοχήν τόπος όπου έλαβαν χώρα τέτοιες ανατολικοδυτικές μουσικές επιμιξίες, αλλά πρέπει να αποδειχτεί ότι οι εν λόγω μανέδες βγήκαν όντως από τη Σμύρνη, και οι άλλοι όχι.

Μια και ως φαίνεται λεγόταν σε Κων/πολη, Θράκη, Πόντο και Ήπειρο, και δεδομένου ότι το συναντάμε σε τίτλο δίσκου, καλό θα ήταν να μπει λήμμα “βερεμλής” στο ρεμπέτικο γλωσσάρι, με πηγή το γνωστό Λεξικό του Κουκκίδη:

βερέμης, ό=φθισικός, (vefemli).

βερέμι, τό=(Κρ.), φθίσις, (verem).

βερεμιάζω=γίνομαι φθισικός, (veremlemek)

βερεμιάρης, δ = φθισικός, καχεκτικός. μεμψίμοιρος, μελαγχολικός, (veremli)

βερεμλής, δ= (Κ . Θ ρ. Π . Η .), φθισικός, (veremli).

(Κων/νου Κουκκίδη, «Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγομένων εκ της τουρκικής γλώσσης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόμος 24, 1959)

1 «Μου αρέσει»

Μάλλον ψιλοπανελλήνια λεγόταν. Ο «Βερέμης» είναι γνωστό δημοτικό τραγούδι (μια κοπέλα παραπονιέται ότι την πάντρεψαν μ’ έναν άρρωστο που δεν κάνει τίποτα, αυτή τον φροντίζει σαν μωρό κι αυτός γκρινιάζει κι από πάνω) από αυτά που απαντούν σε παραλλαγές λίγο πολύ παντού. Τώρα που έψαχνα να βεβαιωθώ ότι η λέξη σημαίνει φθισικός βρήκα πολλές αναφορές σε 7νησιακά γλωσσάρια. Και βέβαια έχει γίνει και επώνυμο.

Ίσως η σημασία να μην είναι παντού «φθισικός» αλλά και γενικότερα «κακής υγείας».

Ωστόσο τονίζω ότι στον τίτλο του συγκεκριμένου μανέ δεν έχουμε την ελληνική (τούρκικης προέλευσης) λέξη αλλά την ίδια την τουρκική, σαν να έλεγε ξερωγώ «Sick man’s μανές» έτσι φόρα παρτίδα και με λατινικά γράμματα.

Για τον “βερεμλή” έγραφα, και όχι για τον “βερέμη”…

Από τη στιγμή που εδώ δεν έχουμε ούτε τον βερεμλή, νομίζω ότι δεν έχει τόση σημασία η διαφορά.

Πρόχειρη παραπομπή όμως δεν έχω. Αφήνω εδώ μια σημείωση, μήπως μελλοντικά χρειαστεί συγκριτική ακρόαση διάφορων σαμπάχ μανέδων γενικώς, για να δούμε αναλυτικότερα τι συμβαίνει ως προς το ζήτημα της τυποποίησης…

Μια συμπλήρωση για το Σμυρναίικο μινόρε (το οποίο κυρίως εξετάζεται στα μνμ #1 και #3 του παρόντος):

Το ξέρω ότι η αναζήτηση ηχογραφήσεων πρέπει να ξαναγίνει από την αρχή, γιατί ήταν ο πρώτος από τους μανέδες αυτής της μακράς σειράς και δεν είχα ακόμη βρει και οργανώσει τις πηγές μου. Αλλα΄τώρα βρήκα τυχαία μία που, αν τη γύρευα επίτηδες, δε θα την έβρισκα ποτέ:

Τίτλος «Γιαντίμ αμάν, μανές», Νταλγκάς 1929, στίχος: Σκέψου σκληρά πως χάνεται ψυχή που σε λατρεύει, κι ενόσω ζεις το κρίμα της πάντα θα σε παιδεύει. Δίσκος Odeon Γερμανίας GA-1484 (αρ.μ. Go-1416). Συνοδεύει ο Αντώνης Αμίραλης (Παπατζής ) με την αρμόνικά του και κιθάρα. Βάση Σίλαμπς:

Για τις άλλες πηγές επιφυλάσσομαι…

Ναι, στην ίδια οικογένεια είναι. Αλλά και όλοι, ουσιαστικά, οι μανέδες με τίτλο “μινόρε μανές” στον ίδιο μελωδικό τύπο πατάνε, όπως βεβαίως και το “μινόρε του τεκέ” του Χαλικιά.

Το τραγούδι, ως δομή, μοιάζει με άλλα που έχουν θεματολογία τον Αλή Πασά και καλύπτονται από τον τίτλο Γιαννιώτικο. Στο αρχείο Κουνάδη έχει αρκετές σχετικές ηχογραφήσεις και έχει και σχόλιο του Α. Καλυβιώτη για τη δομή του.

Πράγματι, εκεί λέει:

Μέχρι το 1922, το συναντάμε ηχογραφημένο στην Μικρά Ασία με τους τίτλους “Γιαννιώτικο” (ή “Γιαννιότικο”) και “Γιαννιώτικος μανές”. Πρέπει να διευκρινισθεί όμως ότι το τραγούδι δεν έχει την χαρακτηριστική δομή του αμανέ. Ίσως το αποκάλεσαν έτσι, λόγω του αργού ρυθμού που έχει η βασική μελωδία του. (κλικ)

Ας κρατήσουμε λοιπόν κι αυτή την πληροφορία: ότι υπάρχει ένας γιαννιώτικος σκοπός (ή τύπος σκοπού;) που λεγόταν μανές χωρίς να είναι μανές με την κυρίως σημασία.

https://vmrebetiko.gr/item/?id=5075

Η ίδια ηχογράφηση σε πολύ πιο καθαρή κόπια.

  1. Χαρμπιέ μανές

Ο τίτλος αυτός εντοπίζεται σε μία μοναδική ηχογράφηση: Χαρμπιέ μανές, Νταλγκάς 1929 ή 1930, στίχος: Να πω πως είμαι ευτυχής ψέμα θα πω μεγάλο, / σαν το δικό μου βάσανο κανείς δεν έχει άλλο. Δίσκος ODEON Ελλάδος GA-1533. Τον έχουν και οι τέσσερις πηγές (ο Μανιάτης και η βάση του Σίλαμπς δίνουν χρονολογία 1929, το φυλλάδιο του Σίλαμπς δε δίνει καμία και οι Ρεμπέτικοι Διάλογοι δίνουν 1930). Ακούμε στο Σίλαμπς ή στο ΥΤ.

Χιτζάζ μανές κλασικού ανατολίτικου τυπου, με συνοδεία λύρας (Λάμπρος) που εναλλάσσεται με τη φωνή χωρίς ποτέ να συνυπάρχουν. Μοιάζει να πρόκειται για τυποποιημένη σύνθεση: και οι δύο ερμηνευτές μοιάζουν πολύ αποφασισμένοι για το τι ακριβώς θα πουν, χωρίς ούτε μία νότα έκπληξη, ενώ εντοπίζονται και κοινά μελωδικά σημεία ανάμεσα σττην πρώτη και την τρίτη ενότητα (να πω πως είμαι ευτυχής - σαν το δικό μου βάσανο) και κυρίως στα μελισματικά αμάν μετά το «ευτυχής» (α’ ενότητα) και στο τέλος της β’ ενότητας, που ξεκινάνε από τη μέση της κλίμακας, τινάζονται μέχρι την κορυφή, κατρακυλάνε στα γρήγορα μέχρι τη βάση και ξανανεβαίνουν εκεί απ’ όπου είχαν ξεκινήσει, με τρόπο σχεδόν πανομοιότυπο ο οποίος συνιστά μάλλον και το σήμα κατατεθέν αυτού του μανέ. Τέλος, το εξαιρετικά σύντομο ταξίμι ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη ενότητα δείχνει κι αυτό να ήταν κανονισμένο από πριν, έτσι ώστε και πολύ χρόνο να μη δαπανά, και να καθιστά σαφή τη σήμανση ότι τέλειωσε μια ενότητα και πάμε στην επόμενη (αλλιώς θα συναντώνταν δύο παρατεταμένα αμάν και δε θα ήταν σαφή τα όρια των ενοτήτων), και να απηχεί με τις λίγες αλλά καίριες νότες του τη σύνοψη όσων προηγήθηκαν.

Παρά ταύτα, η βέβαιη απόδειξη ότι πρόκειται για συγκεκριμένη σύνθεση, που θα ήταν να ξανασυναντήσουμε την ίδια μελωδία και σ’ άλλες ηχογραφήσεις, δεν υπάρχει προς το παρόν. Ούτε και θα είναι εύκολο να εντοπιστεί, αν υπάρχει κάπου, αφού δε θα έχει τον ίδιο τίτλο. Για την περίπτωση που όντως υπάρχει κάτι τέτοιο κάπου, κρυμμένο πίσω από έναν αόριστο τίτλο όπως «χιτζάζ μανές» ή οποιονδήποτε άλλο, σημειώνω εδώ ότι, πέρα από τα γρήγορα μελίσματα των αμάν που προανέφερα, η κύρια έκταση του μανέ είναι μια πέμπτη όλη κι όλη: πρώτη ενότητα - 4χ χιτζάζ με έναρξη και έμφαση στην 4η, δεύτερη ενότητα - ουσιαστικά όλη πάνω στην 5η κάθεται, τρίτη ενότητα - περίπου επανάληψη της πρώτης.