Το βρήκα και το διάβασα. Ήθελα μάλιστα να τρέξω να το παραπέμψω, χωρίς να θυμάμαι ότι έχει ήδη παραπεμφθεί.
Για τους μανέδες τ. Β’ ο Κοκκώνης έχει αντιληφθεί ότι υπάρχουν και τυποποιημένοι. Παρεμπιπτόντως το αναφέρει, καθώς δεν είναι αυτή τους η πτυχή που κυρίως τον ενδιαφέρει. Ωστόσο κάποιες ταυτίσεις φαίνεται να του διέφυγαν: τρία παραδείγματα ηχογραφήσεων αναλύει από αυτό τον τύπο, που και τα τρία είναι το Σμυρναίικο Μινόρε με διαφορετικούς τίτλους. Αναφέρει κοινά σημεία μεταξύ των δύο, πράγμα που μάλλον σημαίνει πως παρατήρησε ότι είναι ο ίδιος σκοπός, για το τρίτο όμως δεν κάνει καμία νύξη ότι κι αυτό είναι πάλι ο ίδιος. (Δε λέει βέβαια ευθέως «είναι τρία διαφορετικά», ούτε «είναι δύο ίδια κι ένα διαφορετικό», που και στις δύο περιπτώσεις θα ήταν σαφές λάθος. Πιθανολογώ όμως ότι αν είχε δει την ταύτιση δε θα διάλεγε τρία Σμυρναίικα Μινόρια ως παραδείγματα μιας ολόκληρης κατηγορίας.)
Στις σχετικές παρατηρήσεις του πρέπει να προσθέσουμε:
- πρώτον, ότι σ’ αυτό τον τύπο μανέ δεν υπάρχουν απλώς και τυποποιημένοι, αλλά είναι ένας περιορισμένος αριθμός συνθέσεων που είναι όλες τυποποιημένες,
- δεύτερον, ότι και στον τύπο Α, με συντριπτικά περισσότερους μανέδες, υπάρχουν τουλάχιστον κάποιοι τυποποιημένοι, αν δεν είναι όλοι.
Κάτι άλλο σημαντικό από το ίδιο άρθρο (σ. 122):
Πολλά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του 1970, ο Κωνσταντινουπολίτης τραγουδιστής Στελλάκης Περπινιάδης, εκ των πρωταγωνιστών των αθηναϊκών ηχογραφήσεων, παραχωρεί ραδιοφωνική συνέντευξη στην παραγωγό Σοφία Μιχαλίτση, λέγοντας χαρακτηριστικά:
Υπήρχαν οι αμανέδες οι αλά τούρκα και οι αμανέδες οι σμυρναϊκοί, οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με τη βυζαντινή μουσική. Οι μανέδες οι σμυρναϊκοί προέρχονται από τη μουσική των Βαλκανίων. Από ρουμάνικη μουσική, από σέρβικη μουσική και τέτοια. (…) θέλω να σας πω, αλλά ήταν ωραίοι! (…) Το μινόρε ήταν μινόρε. Είναι ξένο, ρουμάνικο είναι. (…) Το μινόρε, το ματζόρε, ο ταμπαχανιώτικος, το τζιβαέρι, η γαλάτα. (…) Αυτά όλα ήταν στη λαϊκή μουσική, αλλά δεν ήταν αλά τούρκα. Αλά τούρκα ήταν πάλι τα ταξίμια. Σαμπάχ, χιτζάζ, νιαβέντι, (…) χουζάμ και τα ρέστα.
[Και υποσημείωση: Βλ. και Νίκος Ορδουλίδης, Συννεφιασμένη Κυριακή και Τη Υπερμάχω. Καθρέφτισμα ή αντικατοπτρισμός;, Αθήνα, Fagotto-books, 2016, σ. 59-60.]
Παναπεί πως η διάκριση ανάμεσα στους πιο ανατολίτικους και τους πιο δυτικούς μανέδες γινόταν ρητά και συνειδητά ήδη από τον καιρό που η παράδοσή τους έβραζε. Το πώς ακριβώς θα οριστεί η κάθε κατηγορία χωράει κάποιο νερό -αλλιώς τα λέει ο Στελλάκης, αλλιώς ο Κοκκώνης, αλλιώς ο Ν. Πολίτης (#137 εδώ παραπάνω), αλλιώς μου φαίνονται εμένα (και δεν ξέρω τι λέει ο Ορδουλίδης, ούτε κι αν έχει πει κάτι σχετικά η Αγγέλα Παπάζογλου)- αλλά πάντως η βασική διάκριση ούτε εκ των υστέρων ήρθε, από μελετητές, ούτε και άλλαξε.
Μια διόρθωση σε παλιότερο ποστ μου:
Δε γνώριζα ότι Μπέγιογλου είναι το τούρκικο όνομα του Πέραν, της συνοικίας της Πόλης. Επομένως Μπέγιογλου Μανεσί είναι ο Μανές από το Πέραν, και όχι ο μανές του γιου του μπέη.