Τσιτσάνης - Μέγαρον

ΟΥΔΕΜΙΑ αμφιβολία υπήρχε πως θα συνέβαιναν όσα περιγράφονται στο ρεπορτάζ του ΒΗΜΑΤΟΣ. ΜΕΓΑΡΟ (και της γκλαμουριάς) είναι αυτό δεν είναι παίξε-γέλασε. Και ο τρόπος που στήθηκε η παράσταση βοήθησε σ’ αυτό.
Είμαι όμως σίγουρος πως οι ίδιοι κοσμικοί θα παρακολουθούσαν μια συναυλία όπου στη σκηνή θα βρισκόταν μόνο ο Τσιτσάνης και το συγκρότημά του, χωρίς τα υπόλοιπα φρου-φρου της παράστασης με το Νταλάρα.
Αναμφίβολα ο φυσικός χώρος των τραγουδιών του Τσιτσάνη δεν είναι χώροι όπως το ΜΜΑ, όπως είπα και στην αρχική τοποθέτησή μου.
Παρόλα αυτά έκτιμώ πως ο Τσιτσάνης, κρίνοντας από τη συναυλία που έδωσε στο HILTON, δεν θα είχε αντίρρηση και για το ΜΕΓΑΡΟ.

ΛΓ

ΥΓ1: Ευτυχώς στο ΜΜΑ πηγαίνει κι άλλος κόσμος εκτός από τους κοσμικούς, με κίνητρα καθαρώς μουσικά. Και δίνονται και συναυλίες, έστω αργά και που, με ποικίλες κι έξω από τα συνήθη και καθιερωμένα, μουσικές. Παράλληλα επισημαίνω και το αρνητικό γεγονός ότι η παρουσία, στο ΜΜΑ, των γκλαμουράτων-κοσμικών καθώς και η κυριλέ ατμόσφαιρα έχει απομακρύνει από αυτό ένα μεγάλο μέρος του κοινού του παλιού Παλλάς.
ΥΓ2: Είχα ακούσει στο ραδιόφωνο τον Τσιτσάνη, σε συνέντευξή του γύρω στα 1980, να χαρακτηρίζει τα τραγούδια του λαϊκά και όχι ρεμπέτικα. Αυτό νομίζω αποτελεί ένα στοιχείο για την εικόνα που ήθελε ο ίδιος να δείχνει προς τα έξω.

Γιατί δηλαδή αγαπητέ ΛΓ;
Διάβασες πουθενά τη λέξη “ρεμπέτικο” στην αυτοβιογραφία του Μάρκου;
Ούτε αυτός ήτο ρεμπέτης λοιπόν!
Απ’ ότι λένε, ήταν Διευθυντής της Τρίφυλλης Φιλαρμονικής του Πειραιά.

  1. Ο Τσιτσάνης ισχυριζόταν πως… δεν τόχε βάλει ποτέ στο στόμα του!!!
  2. “Και τότε, πως έγραψες τον “Αγιο Μάμμα” (γνωστό σήμερα ως “Αρχάγγελο”), Βασίλη;” τον ρώτησε κάποιος.
  3. Κι ο Τσιτσάνης έβαλε τα γέλια.
  4. Το ίδιο έκανε κι ο κουμπάρος, Γιάννης Παπαϊωάννου, μιά Κυριακή, και του… ξερίζωσε το δενδύλλιο πούχε στην αυλή του ο Τσ., λέγοντάς του “Κομπάρε, εσύ ΔΕΝ; Εγώ ΜΕΝ!!!” και το πήρε σπίτι του!
  5. Όσο γιά το Χίλτον, μη μπερδεύεστε παίδες. Στην πρώτη “αναβίωση”, Σχορέλλης, Πετρόπουλος και άλλοι, οργανώναμε συναυλίες -με δικά μας έξοδα- στην Αθήνα, σε θέατρα, ξενοδοχεία και μπουάτ της Πλάκας. Καμμία σχέση με επιδοτούμενα Μέγαρα.

Χμ…!

Ώστε όποιος καπνίζει χόρτο κι έγραψε και μερικά τραγούδια με χασικλίδικους στίχους είναι ρεμπέτης…

Μεγάλε Νικόλα ʼσημε, ρεμπέτικο έγραφες κι ας μην το ξέραμε!

ʼσιμος ουχί ʼσημος…

Βεβαίως και ήταν ρεμπέτης ο ʼσιμος με όλη τη σημασία της λέξης, αθώε Τσιν-τσαν μου…

Συμπέρασμα: Ο Γιοβάν Τσαούς που δε φουμάριζε δεν ήταν ρεμπέτης. Και βέβαια τον Μπαγιαντέρα, που όχι μόνο έκοψε την πρέζα και το μαύρο αλλά και το τσιγάρο γενικότερα, θα πρέπει να τον κατατάξουμε στους …μουσικούς δωματίου.
Και φυσικά, ο φίλος μου ο Μπορίς, που εκτός απ’ το ότι δεν παίζει κανένα μουσικό όργανο, είναι και Βούλγαρος, θα πρέπει να μετριέται για ρεμπέτης πρώτης γραμμής αφού θέλει μισό κιλό φούντα την ημέρα.
Μιλάμε για επιχειρήματα με επιστημονική βάση…
ΑΝ

Γιατί μήπως ο όρος “ρεμπέτικο” έχει επιστημονική βάση?Το ρεμπέτικο θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί “κουτσαβάκικο” , “αλήτικο” , “αλανιάρικο”, ή “ντερτιλίδικο” …ετσι δεν είναι?

ξέρω γώ? Μήπως τελικά ο Νταλάρας είναι κρυφορεμπέτης και μας το κρύβει?

Ο Ασημος (από το Ασημόπουλος εκ Κοζάνης), ήταν απ’ τους σύγχρονους - λίγους - ειλικρινείς. Πολλά τραγουδάκια του είναι ζεϊμπεκιές πολύ διαβασμένες, τσίφτικες στο ρυθμό και η συλλαβή του στίχου να βεντουζώνει στη νότα. Και, ναι, κάπνιζε, όπως πιθανόν να έπινε και FANTA με ανθρακικό.

Και λοιπόν;

Η κατανάλωση ευφραντικών ουσιών ή όχι (χασίς, ρετσίνα, ούζο ή Lexotanil+Vodka) είναι επιχείρημα ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ THN ΔΙΩΞΗ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ (μπάτσους). Δεν εγγυάται ούτε καλύτερη μουσική ούτε περισσότερο διεισδυτικό στίχο.

Ήταν άραγες και “ρεμπέτης”;
Αυτή η ερώτηση αποδεικνύει την αμηχανία του νου μπροστά στην ασάφεια. Η προσπάθεια να εντάξεις ή να απεντάξεις λαϊκούς δημιουργούς σε ένα εντελώς αόριστο μουσικό ρεύμα ονόματι “ρεμπέτικο”, μόνο μπερδεψουά κουβέντα φέρνει.
Αλλά μου φαίνεται πως έγινε κάτι σαν το ανύπαρκτο “συρτάκι” των sixties. Είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα trade marks of Greece οπότε θα χρειαστούν και τούτο 40 χρόνια για να γίνει αντιληπτό πως δεν υπάρχει.


διαδικαστικό:

Η λέξη “Νταλάρας (a.k.a. τραγουδιστής)” δεν έχει θέση σε μιά συζήτηση όταν πέφτουν στο τραπέζι ονόματα δημιουργών, όπως Τσιτσάνης, Ασημος, Τσαούς και Μπαγιαντέρας.
Λίγο σεβασμός, αν όχι στην μουσική που αγαπάμε, τουλάχιστον στην κοινή λογική ρε παιδιά!

Αν ο Τσιτσάνης ή ο Μάρκος ή ο οποιοσδήποτε ήτανε ρεμπέτης ή όχι φαίνεται από τη ζωή και το έργο του. Το αν λέει άλλα (πχ. Τσιτσάνης) μπορεί να το κάνει γιατί θέλει να δώσει μια διαφορετική, “εξωραϊσμένη”, εικόνα για τον εαυτό του. Σ’ αυτήν την προσπάθεια εξωραϊσμού της εικόνας του εντάσσεται, κατά τη γνώμη μου, και η αρκετά καλή καθαρεύουσα που χρησιμοποιούσε ο Τσιτσάνης στις συνεντεύξεις του.
Όσον αφορά το Μάρκο λέει στην αυτοβιογραφία του: “…αυτά τα τραγούδια που έβγαλα, τα πρώτα μου, ήτανε όλα ένα κι ένα. Και προπαντός τα βαριά τα ρεμπέτικα που είχα…”
ΛΓ

Ο Τσιτσάνης είναι αναμφισβήτητα ένας απο τους μεγαλύτερους λαικούς συνθέτες του προηγούμενου αιώνα , στο έργο του υπάρχουν αρκετά τραγούδια που τραγουδιώνται eώς και σήμερα στα κέντρα στα γλέντια και στις παρέες , άλλα κοινωνικά λαικά άλλα γλεντζέδικα άλλα ερωτικά και άλλα αλανιάρικα.
Τό πρόβλημα δεν είναι εαν μπορούν να πάρουν τα τραγούδια του τον χαρακτηρισμό ρεμπέτικα και ό ίδιος τον χαρακτηρισμό ρεμπέτης αλλά πως στα πλαίσια του σύγχρονου marketing και της παγκοσμιοποιημένης ισοπέδωσης ομογενοποιούνται ρετουσάρονται και σερβίρονται εύπεπτα στα
πλαίσια της κερδοφορίας του εκάστοτε μέτριου τραγουδιστάκου και των μικροαστών που τον αποθεώνουν.
Ο φυσικός χώρος εκτέλεσης των τραγουδιών του Τσιτσάνη είναι η καρδιά του λαικού ανθρώπου.
Η όποια προσπάθεια εκτέλεσης των τραγουδιών του απο νεοκλασσικά σύνολα εγχόρδων με δέκα μπουζούκια και βιολοντσέλα είναι μια γραφική καρικατούρα που αποσκοπεί να δώσει στους νεόπλουτους συμπατριώτες μας ένα πολιτιστικό άλλοθι επαφής με τα τραγούδια που ο λαός τραγουδούσε και τραγουδάει όπου και όποτε γουστάρει. Η απουσία λαικής κουλτούρας , ίσως και οποιασδήποτε μη τηλεοπτικής κουλτούρας της πεπλατυσμένης μικροαστικής τάξης των μεταπρατών διαπλεκόμενων εμποροξενοδοχοκατασκευαστων και των sic κοσμικών καραγκιόζηδων αποσβένεται με την
Βόλτα τους στο έθνικο θέατρο την λυρική σκηνή και τις συναυλίες του Νταλάρα στο μέγαρο. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν είναι χωρίς συνέπειες γιατι αφαιρεί οποιαδήποτε δυναμική απο το έργο του λαικού δημιουργού και το παραδίδει στις επόμενες γενιές αποστειρωμένο , εύπεπτο και ανώδυνο προς μαζική κατανάλωση με χορταστικές ενορχηστρώσεις και γνωστές φωνούλες.Η ιστορία ξαναγράφεται και ο Οργούελ γελάει μέσα στην κάσα του.
Εμείς βέβαια αντι να επαναπαυόμαστε στους σκονισμένους 78αρηδές και να τσακωνόμαστε για την ταμπέλα θα πρέπει να δουλέυουμε για το πέρασμα του λαικού μας πολιτισμού στους νέους και να μαχόμαστε ενάντια στην πολιτιστική ισοπέδωση.

Ωραιος Σωτήρη, έτσι είναι. Όταν είπα πριν “…σε άλλον χώρο λειτουργούν τα τραγούδια του Τσιτσάνη…”, αυτά ακριβώς εννοούσα.

Μιά παρατήρηση μόνο: Το Μέγαρο καλώς υπάρχει αλλά κακώς λειτουργεί όπως λειτουργεί. Είναι απαραίτητο να υπάρχει ένας χώρος με σοβαρή ακουστική για να παίζονται έργα της λεγόμενης “κλασσικής” μουσικής. Σε όλες τις χώρες του κόσμου αυτού του είδους οι αίθουσες είναι αποφορτισμένοι από την γλαμουριά. Στο Ρότερνταμ έχω δει πολύ συχνά οικογένειες, οικονομικούς μετανάστες κλπ να παρακολουθούν παραστάσεις στο εδώ μεγαρο το οποίο σημειωτέον είναι φτηνότατο, λίγο πιο ακριβό από το σινεμά κατά μέσον όρο. Το ίδιο συνέβαινε στις χώρες της ανατολικής ευρώπης αλλά και στην Ισπανία που έχω βρεθεί. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί ειδικά στην Αθήνα πρέπι να είναι κάτι που αφορά την "πεπλατυσμένης μικροαστικής τάξης των μεταπρατών διαπλεκόμενων εμποροξενοδοχοκατασκευαστων και των sic κοσμικών καραγκιόζηδων"που λέει κι ο Σωτήρης.

Επίσης, αδυνατώ να αντιληφθώ πως λειτουργεί αυτό το πράγμα. Τι δουλειά έχει ο Νταλάρας και η Μαρινέλλα, τα δημοτικά, ο Μικρούτσικος και δεν ξέρω κι εγώ ποιός άλλος εκεί? Δεν έχουν ο καθένας τον λειτουργικό του χώρο? Είναι μια μορφή καταξίωσης γι αυτούς? Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω …

Αντιγράφω από τον Κώστα, γιατί είναι πιθανόν να μην προσέχτηκε η παρατήρησή του όσο της άξιζε:

“Η προσπάθεια να εντάξεις ή να απεντάξεις λαϊκούς δημιουργούς σε ένα εντελώς αόριστο μουσικό ρεύμα ονόματι “ρεμπέτικο”, μόνο μπερδεψουά κουβέντα φέρνει. Αλλά μου φαίνεται πως έγινε κάτι σαν το ανύπαρκτο “συρτάκι” των sixties. Είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα trade marks of Greece οπότε θα χρειαστούν και τούτο 40 χρόνια για να γίνει αντιληπτό πως δεν υπάρχει.”

Χρόνια τώρα έχουμε (με τη Θέσια) μιάν υποψία. Πως η σημασία σήμερα του όρου “ρεμπέτικο”, είναι αυτή που κατασκευάστηκε από τον Πετρόπουλο το 1969, και μας μπέρδεψε όλους στην ασάφειά της και την έννοια του “περιθωριακού τραγουδιού”, και κατά συνέπειαν του περιθωριακού λούμπεν δημιουργού.

Στην πραγματικότητα, έχουμε πάλι μιάν υποψία, ο όρος “ρεμπέτικο” χρησιμοποιόταν παλιά γιά ένα συγκεκριμένο είδος τραγουδιού…

Αλλά δε θα μπω παραπέρα, γιατί εδώ προκύπτει η ανάγκη ενός νέου topic, που θα επαναστικοποιήσει όλα τ’ άλλα. Όσοι έχουν στοιχεία γιά τη χρήση του όρου “ρεμπέτικο” πριν τη δεκαετία του 60, ας ετοιμάσουν τα μαχαίρια τους.

Θα ήταν πραγματικά πολύ ενδιαφέρον
αν ο καθένας περιέγραφε τηλεγραφικά
την πρώτη ή τις πρώτες εικόνες που
σχηματίζει στο κεφάλι του με τη λέξη/σκέψη
ρεμπέτικο.

Το άρθρο από την εφημερίδα ΒΗΜΑ που παράθεσε ο Κύριος Κουρούνης τον οποίο εκτιμώ βαθύτατα, παρόλο που δεν τον γνωρίζω προσωπικά, λόγω του ότι όταν κάποτε του ζήτησα τη βοήθεια του ήταν ευγενικότατος και προσπάθησε να με βοηθήσει όσο μπορούσε, νομίζω ότι ήταν ατυχές. Ο αρθρογράφος πρέπει να αποτύνετο σε κάποια παρέα από ελαφρόμυαλες γυναικούλες. Προσωπικά δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά τι θέση έχει σε ένα άρθρο που αναφέρεται σε μια μουσική παράσταση όλα αυτά που έγραψε αυτός ο κύριος. Δηλαδή τι μας νοιάζει τι πίπες τραβούσε ο τάδε και τη γούνες φορούσε η τάδε η ποια ξανθιά συνόδευε ο άλλος. Εάν αυτό είναι ένα άρθρο πάνω στο οποίο μπορεί κάποιος να στηρίξει επιχειρήματα σε μια συζήτηση σαν αυτήν εδώ…αμφιβάλλω. Λοιπόν εγώ θα δώσω μια άλλη εξήγηση για αυτή τη συναυλία. Όταν κάνω το μνημόσυνο του μακαρίτη του πατέρα μου δεν το κάνω γιατί θα πει ο παπάς [ Πάν αμάρτημα το παρά αυτού πραχθέν εν λόγω η έργο η διανοία ως αγαθός και φιλάνθρωπος θεός συγχώρεσον], αλλά το βλέπω σαν μια ευκαιρία να μαζευτεί η οικογένεια όλη και να θυμηθεί αυτόν τον άνθρωπο και την προσφορά του. Και είμαι υπερήφανος να βλέπω ανθρώπους να έρχονται από μακριά στην εκκλησία την συγκεκριμένη μέρα για να τον τιμήσουν διότι σημαίνει ότι αυτός ο άνθρωπος κάτι καλό έκανε σ’ αυτόν τον κόσμο.
Καθόλου μα καθόλου δεν με νοιάζει αν κάποιος έρθει γραβατωμένος η με τις παντόφλες στην εκκλησία. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι ότι το άτομο αυτό τον θυμάται και τιμά την μνήμη του. Λοιπόν αν είναι όντως όπως μας λέγανε όταν είμαστε μικροί ότι οι μεταστάντες μας βλέπουν από κει πάνω είμαι σίγουρος ότι ο Τσιτσάνης δάκρυσε από χαρά. Και ξέρετε γιατί; Γιατί είδε όλους αυτούς τους κυριλέδες με τις πίπες και τις Κυράτσες με τις γούνες να γλείφουν εκεί που έφτυναν τόσα χρόνια. Αυτό είναι που μετρά περισσότερο. Μην ξεχνούμε ότι τον Μάρκο πριν μερικά χρόνια που έπαιζε γυρνώντας πιάτο τον διώξανε από ένα κεντράκι γιατί ενοχλούσε καθότι θέλανε να βάλουνε μουσική στο τζούκ-μποξ. Μακάρι να κάνει και γι’ αυτόν κάποιος συναυλία στο μέγαρο και να νοιώσει και εκείνος δικαιωμένος…

Παίζουμε στην παρέα και αφού περάσουν αρκετά ωραία τραγουδάκια που αρέσουν σε πολύ κόσμο, λέω σε κάποια στιγμή:
Βάρα ρε Σώτο κανα Μάρκο.
Και δυσανασχετεί ο Φρανκ, όχι γιατί δεν του αρέσει ο Μάρκος (αντιθέτως), αλλά γιατί ξέρει ότι θα “κολλήσουμε” εκεί.
Τότε δικαιώνεται ο Μάρκος.
Και τέλος πάντων, δεν κατάλαβα. Πολύ δεν ασχοληθήκαμε με τους πελάτες του Μεγάρου; Εται κι αλλιώς δεν έχει καμιά σημασία τι θα παιχτεί στο Μέγαρο. Οι πελάτες του θα πάνε, ανεξάρτητα με το αν παίζει Σούμπερτ ή Πρωτοψάλτη ή ουγγαρέζικα βιολιά ή Μπάτη. Και κατά 90% θα είναι πάντα οι ίδιοι πελάτες.
Γιατί λοιπόν να δικαιωθεί ο Μάρκος; Επειδή θα “γλύψουν εκεί που έφτυναν”; Μα αυτό το έργο το ‘χει δει και παλιότερα αρκετές φορές, όταν για παράδειγμα άρχισε να γράφει “λαϊκά” τραγούδια και ο Αιμίλιος Σαββίδης.
Να σου πω εγώ πού δικαιώνεται ο Μάρκος, ο κάθε Μάρκος της λαϊκής μας μουσικής. Πριν λίγες μέρες έκαναν διαδήλωση οι οικοδόμοι της Αθήνας (με αφορμή το θάνατο δύο συναδέλφων τους στη δουλειά) και χτυπήθηκαν με τα ΜΑΤ. Το φορτηγάκι με τα μεγάφωνα που βρισκόταν στο κέντρο της διαδήλωσης έπαιζε “Της κοινωνίας η διαφορά” του Τσιτσάνη, “Σφυρίζει η φάμπρικα” του ίδιου, “Σαββατόβραδο” του Μίκη, “Ερχονται χρόνια δύσκολα” του Ερημίτη, “Λιώνουν τα νιάτα μας” του Λοϊζου κ.ά. και ακούγονταν οι φωνές του Νταλάρα, του Στελάρα, του Τσαουσάκη, του Χαλκιά…
Αυτή είναι δικαίωση. Να παίζει ο κόσμος ξύλο με την εξουσία, ξύλο “μετά μουσικής”, αλλά λαϊκής μουσικής.
Και επειδή την κασέτα που έπαιζε τους την είχε γράψει ο υποφαινόμενος, ξέρετε τι μου είπαν μετά;
-Ρε συ, άκουγα τη φωνή του Στέλιου κι απ’ τη μια ανατρίχιαζα, απ’ την άλλη ήμουν έτοιμος να τα βάλω και με ολόκληρο στρατό…
Αυτά θα βλέπει ο Μάρκος από “πάνω” και θα σιγομουρμουρίζει:
“Τούτοι οι μπάτσοι που 'ρθαν τώρα
τι γυρεύουν τέτοια ώρα…”
ΑΝ

ΥΓ. Το “Ερχονται χρόνια δύσκολα” του Μάνου Ερημίτη το ξέρετε;
“Ερχονται χρόνια δύσκολα
γεμάτα καταιγίδες
και μεις του κόσμου θύματα
μ’ ατέλειωτα προβλήματα
και λιγοστές ελπίδες.

Φονιάδες μονοπώλια
παντού φωτιές ανάβουν
μας καίνε μας δικάζουνε
και την ψυχή μας βγάζουνε
και ζωντανούς μας θάβουν”.

Ζόρικο βαρύ ζεϊμπέκικο, με ένα περίφημο ταξίμι στην αρχή απ’ το Γιάννη Παλαιολόγου. Το τραγούδησε σε πρώτη εκτέλεση ο Καζαντζίδης γύρω στο '90. Σας κάνει καμιά εντύπωση που το τραγούδι θάφτηκε;

Είμαι σε θέση να επιβεβαιώσω εξ ιδίας πείρας τα λεγομενα του Αρη όσον αφορά το Μέγαρο. Πράγματι, περίπου οι ίδιοι άνθρωποι πάνε σε όλες τισ παραστάσεις, “ανεξάρτητα με το αν παίζει Σούμπερτ ή Πρωτοψάλτη ή ουγγαρέζικα βιολιά ή Μπάτη”. Και αυτό με στενοχωρεί κυρίως ως συνειδητό ακροατή “κλασσικής” μουσικής.

“Ax epoxh ragdaia
apebhkes moiraia
kai xalases tosa paidia euais8hta
kai anarwtiemai ws pote
8e na me trwn oi kotai
giati ba8ia sta pitoura mperdeuthka.”

Dia thn apokatastasin kai dikaiwsin ths Istorias
kai ths alh8eias, o Megas Tsilas htane KARAREMPETHS.
Tauta kai errwso kai ta koukia mpaglan.

Missing you all…

To τριπλό CD που κυκλοφόρησε με το Νταλάρα-Ανδρεάτο-Τσαλιγοπούλου-Δρακιά περιέχει και ανέκδοτη δισκογραφική δουλειά.
Είναι βοήθημα για τους μελετητές του Τσιτσάνη
όπως και η πρόσφατη μονογραφία του Σώτου Αλεξίου
“Ο ξακουστός Τσιτσάνης” όπου παρατίθενται στίχοι
των τραγουδιών της χρυσής εποχής του Τσιτσάνη
κατ αντιδιαστολή προς την προηγούμενη δουλειά
του Αλεξίου σχετικά με την παιδική ηλικία του Τσιτσάνη.
Υπάρχει εργασία του Αναστασίου (πάλι με πολύ καλή
δουλειά όσο αφορά τους στίχους).
ʼλλες εργασίες είναι η πρόσφατη του Νέαρχου
Γεωργιάδη “Το φαινόμενο Τσιτσάνης”,μια εργασία για τα πρώτα τραγούδια από τον Χριστιανόπουλο και μια εργασία του Χατζηδουλή.
Να διορθώσω κάποιο οθογραφικό λάθος ότι δεν
θεωρώ ότι είναι ισοπεδωτική η φωνή του Νταλάρα
ενόσω πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα υπέρ και τα κατά ενός καλλιτέχνη. Ας παραβάλει κάποιος
την εκτέλεση του “Ανόητες Αγάπες” όπου η βυζαντινού τύπου ερμηνεία του Νταλάρα με τους Πυξ Λαξ, δημιουργεί καλύτερο αποτέλεσμα από αυτή των
Αδελφών Κατσιμίχα.

Παιδιά, όσο και να εκνευρίζει κάποιους αυτό…Καλά που υπάρχει ακόμα ΝΤΑΛΑΡΑΣ και ακούμε κανένα τραγούδι και καλό θα είναι κάποιοι να ρίξουν όλη την καταδιωχτική τους μανία σε τίποτα φοιβοκαρβελέικα που μας έχουν πνίξει!!!
Με όλο τον σεβασμό για ΟΛΟΥΣ τους παρευρισκόμενους