Τρελέ Τσιγγάνε - Αγάπη που ΄γινες Πατρότητα (+αρχείο δικών)

Ετυχε να ακουσω για τον Τσιτσάνη οτι υπήρξε εκμεταλλευτής άλλων μελωδιών και ότι βρέθηκε στα δικαστήρια με τον Κυριαζή για την συννεφιασμενη Κυριακή. Διαβάζοντας το βιβλίο-συνέντευξη του (γραμμενο απο τον Κ.Χατζηδουλή) σε κάποια φάση κάτι υπαινίσσεται για ινδικές μουσικές που πήρε και προσπάθησε να γράψει πάνω.
Θέλω αν οντως ισχύουν ολα αυτα με την συννεφιασμένη Κυριακη και τα δικαστήρια να μου πείτε αν υπάρχει κάπου κατι γραμμενο για τις δικες αυτες. Πχ τα πρακτικά των δικών ή τι έγραφε ο τύπος τότε, οι εφημεριδες, τα ράδια ή ο,τι άλλο μπορεί να βοηθήσει σε αυτό.

Εντελώς τυχαία πριν από λίγο είδα αυτόκαι μέχρι σήμερα ελεγα οτι το τραγουδι ειναι του Τσιτσάνη. Είναι όντως του Τσιτσάνη; ή είναι της ΓΕωργακοπούλου;
ΑΝ εχει απαντηθεί σε άλλο θέμα, απλα παραπέμψετε με.
Ευχαριστώ

Αναζήτησε την παλιά σειρά εκπομπών του Σκιαδόπουλου “Νυχτερινός επισκέπτης”. Σε κάποια συνέντευξη είναι καλεσμένη η Γεωργακοπούλου και μιλάει επί του θέματος.

Γενικά, μπρος σε αντιδικίες (που δε σε αφορούν), βάστα μικρό καλάθι…

Δεν υπήρξε, ουσιαστικά, εκτός του Παπάζογλου και ελάχιστων ακόμα εξαιρέσεων, μεγαλοπαράγων του αστικού τραγουδιού που να μην εκμεταλλεύτηκε τη δουλειά άλλων, προγενέστερων. Και τα δικαστήρια ασχολήθηκαν συχνότατα με τις μεταξύ τους διαμάχες, και κόντρες χοντρές γράφτηκαν ή μιλήθηκαν σε ηχητικό υλικό, πάμπολλες. Η κόντρα για τη συννεφιασμένη κυριακή δεν νομίζω να είχε εμπλέξει και τον Κυριαζή. Ο Ρούτσος είχε με τον Τσιτσάνη μακρότατης διάρκειας ιστορία στα δικαστήρια για το στίχο, αλλά και ο (Λαρισαίος) Αλέκος Γκούβερης κατάφερε να αποσπάσει ένα 20 % των στιχουργικών δικαιωμάτων, ως “βοηθός”, για τα οποία και εισέπραττε δικαιώματα. Άκρη ουσιαστική τελικά δεν βγήκε, αν και τα δικαστήρια δικαίωσαν (μετά θάνατον…) τον Τσιτσάνη, όχι τον Ρούτσο. Αυτά πάντως που έβγαινε και έλεγε ο Τσιτσάνης περί ζοφερής εικόνας, επί Κατοχής, με πεινασμένους και πεθαμένους, που τον ενέπνευσε και έγραψε το τραγούδι, ας μην τα χαρακτηρίσω. Ο Γκούβερης έχει δηλώσει σαφέστατα ότι η θλίψη κατέλαβε αυτόν, όχι τον Τσιτσάνη, κάποια συννεφιασμένη Κυριακή όταν ο Λαρισαϊκός έχασε το μάτς…

Όσο για τη Γεωργακοπούλου, πρόκειται απ’ ό τι φαίνεται, για μεγάλη συνθέτρια αλλά και στιχουργό: Μόνο μέσα σε τέσσερα χρόνια, 1946 – 1949, έχει 46 εγγραφές ως συνθέτρια, και πώς συμβαίνει ώστε και στις 46, στιχουργός να είναι η ίδια και πρώτο όνομα τραγούδι πάλι η ίδια. Ο Τσιτσάνης έχει, στο ίδιο χρονικό διάστημα, 120 εγγραφές όλες κι όλες.

Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, πριν το 1946 ή μετά το 1949 δεν έχει ηχογραφήσει ούτε ένα δικό της τραγούδι. Ούτε ένα.

TO τελευταίο με το 1946-49 ομολογώ οτι δεν το γνώριζα! Ευχαριστώ για την πληροφορία

Το ερώτημα είναι ποιος ακροατής της “συννεφιασμένης κυριακής” ακούει το τραγούδι και το μυαλό του πάει στην ήττα της αγαπημένης του ποδοσφαιρικής ομάδας. Και μάλιστα σήμερα που είμαστε ξανά και στις αγορές, όχι το 1948 που στέναζε ο κόσμος σε βουνά και πόλεις, σε φυλακές, εξορίες και τόπους εκτελέσεων…

Άγη, πολλές φορές τα πραγματικά γεγονότα έχουν διαστάσεις διαφορετικές από εκείνες που εμείς θα τα θέλαμε να έχουν. Και η πασίγνωστη ιστορία με την μάνα που αναστενάζει, ερμηνεύτηκε από τους αντάρτες έτσι, από τους (αναγκαστικά) ανταρτοφάγους αλλοιώς, όμως καμμία από τις δύο πλευρές δεν εξέφρασε αυτό που ήθελε να εκφράσει ο στιχουργός. Άλλο τα συναισθήματα που αισθάνεται ο καθένας, άλλη η έρευνα για τα πραγματικά γεγονότα. Και υπάρχει και μιά ωραιότατη λαϊκή παροιμία: Ο πεινασμένος, καρβέλια ονειρεύεται.

αναφορικά με τις αγορές, εσύ τι ονειρεύεσαι; μήπως, να στενάζουμε και πάλι, μόνο στις πόλεις (και τα χωριά) αυτή τη φορά, αναλογιζόμενοι φυλακές, εξορίες και τόπους εκτελέσεων;

Νίκο δεν έχω πρόθεση θεωρητικής συζήτησης. Περιορίζομαι στο εξής: Το ιστορικό γεγονός είναι ότι ο Γκούβερης είπε αυτά που είπε για το λαρισαϊκό κλπ. Πλην όμως, ακόμα κι αν οι στίχοι είναι πραγματικά όχι 20 αλλά 100% δικοί του, δεν τον πιστεύω.

Σχετικά με τις αγορές δεν καταλαβαίνω το νόημα της ερώτησης (“τι ονειρεύεσαι, να στενάζουμερ αναλογιζόμενοι” κλπ)… Το νόημα ήταν ότι ακόμα και σήμερα οι στίχοι του τραγουδιού βρίσκονται για τον καθένα μερικές σκάλες παραπάνω από μια ποδοσφαιρική αποτυχία. Πόσο μάλλον το 1948 εν μέσω εμφυλίου που βγήκε το τραγούδι.

Εντάξει, Άγη, άρα η απορία μου περιορίζεται στο πού κολλάνε οι (σημερινές) αγορές στους ωραίους στίχους ενός (εμβληματικού, βέβαια, στο μεταξύ) τραγουδιού του 1948.

Πάντως ο Τσιτσάνης δεν έφτιαξε το τραγούδι από θλίψη για την ήττα του Λαρισα’ι’κού,
ανεξάρτητα από το ποιός έγραψε τους στίχους.Μάλλον τα συναισθήματα του επιρρεάστηκαν
από τη ζοφερή ατμόσφαιρα της δεκαετίας του΄40,ενώ η “Συννεφιασμένη Κυριακή” μπορεί
κάλλιστα να θεωρηθεί απόπειρα διασκέδασης της μαυρίλας της ψυχής του εκείνη την
εποχή.Τουλάχιστον έτσι βιώνουμε το τραγούδι όσοι ζήσαμε και ζούμε -όλοι έχουμε-ανάλογες
Κυριακές με συννεφιασμένη καρδιά.
Κατι ακόμη:Παρακολουθούσα την παράσταση"Συννεφιασμένη Κυριακή" γύρω στό΄80 και κάποια
στιγμή ο Τσιτσάνης αναφέρει τα περί ματωμένης Κυριακής.Τότε μπροστά μου σηκώνεται ενας
μπροστινός μου ηλικιωμενος και φωνάζει στον διπλανό του αγανακτισμένος:
“Τι λέει αυτός ρεε!”

Κολλάνε στο “ακόμα και σήμερα” του #7 σαν προσδιορισμος αυτού του σήμερα, που λίγα χρόνια πριν θα μπορούσε αντί για τις αγορές να είναι η υποτιθέμενη ευμάρεια ή η ψευδαίσθηση της ευμάρειας κλπ κλπ σε αντιδιαστολή με το 1948 και τις συνθήκες όπου γράφτηκε το τραγούδι, ως επίταση δηλαδή του νοήματος των στίχων για τον ακροατή του σήμερα και πόσο μάλλον του χθες.
Υπάρχει βέβαια μια δόση ειρωνίας στην αναφορά των αγορών, ειρωνία που φυσικά δε στρέφεται εναντίον κανενός προσωπικά. Ειρωνία όμως θα υπήρχε και αν επρόκειτο για αναφορά στην ευμάρεια φερ’ ειπείν. Βασικά θα ήθελα (λόγω του νόμου της αδράνειας) να γράψω σαν προσδιοριστικό του σήμερα, ότι λχ ακόμα και σήμερα που οι αντιθέσεις δεν είναι τόσο ορατές στην επιφάνεια οι στίχοι σημαίνουν κάτι παραπάνω από τον όποιο λαρισαϊκό. Όμως αυτό μπορεί να ανταποκρινόταν στο “σήμερα” 5-6 χρόνων πριν, όχι στο σημερινό σήμερα. Κι έτσι βρήκα τις αγορές σαν κάτι επίκαιρο που προσδιορίζει το σήμερα. Το ότι ίσως ηχεί ειρωνικά δεν οφείλεται σε εμένα. Μάλλον οφείλεται στις αγορές. Ελπίζω να ξεκαθαρίστηκε το θέμα.

ΥΓ “Συννεφιασμένη Κυριακή ματώνεις την καρδιά μου”: Απ’ τους πιο βαθιούς στίχους που έχουν γραφτεί, κατά τη γνώμη μου.

Yπονοώντας ότι δεν είναι δικό του; (τελικά καταλήξαμε στο ότι το τραγούδι ειναι της Γεωργακοπούλου ετσι;;; )

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 17:11 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 17:08 —

Επίσης προς τον Νικο Πολίτη: Γνωρίζω οτι (αν και γραφεις οτι σου αρεσουν πολλοι προπολεμικοι) εισαι πιο κοντα και συμπαθάς τον Μάρκο. Τον Τστσάνη αν καταλαβα καλά, δεν τον συμπαθάς(η κανω λαθος;); Και αν ναι, τι είναι αυτό που σε ώθησε σε αυτή την αντίληψη.

Όχι. Τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” δεν την αμφισβήτησε η Γεωργακοπούλου. Αμφισβήτησε έντονα και με πάθος το “Αγάπη που ΄γινες δίκοπο μαχαίρι” που ήταν αρχικά στο όνομα του Μάνου Χατζηδάκη και αργότερα βρέθηκε να είναι του Τσιτσάνη. Φυσικά το τραγούδι, γραμμένο το 1955 για την ταινία “Στέλλα”, χρησιμοποιεί τη μελωδία του “τρελλού τσιγγάνου”, που ήταν στο όνομα της Γεωργακοπούλου από το 1947.

Ο Τσιτσάνης περηφανεύτηκε πολλές φορές σε γραπτές και τηλεοπτικές συνεντεύξεις του ότι, κατά τα δικά του λεγόμενα, “μας είχε ο Μεταξάς και κόβαμε τα μπεμόλια” (το “μας”, πληθυντικός ευγενείας), δηλαδή διόρθωνε τις υποβαλλόμενες για έγκριση παρτιτούρες, ώστε να “χαλάει” το τριημιτόνιο του χιτζάζ και ό.τι άλλο έκρινε “ανατολίτικο”. Δεν ήταν αλήθεια αφού παραήταν νεαρός, άγνωστος και άπειρος προπολεμικά, αλλά σε εκπομπή του “Παρασκήνιου” της ΕΡΤ με σκηνοθέτη τον Κώστα Φέρρη έχει πει επί λέξει “Η λογοκρισία της μουσικής δεν έκανε κακό”. Νωρίτερα, στην ίδια εκπομπή, εξηγεί τι εννοεί με “μπεμόλια”, χρησιμοποιώντας για παράδειγμα το “Κάθε βράδυ θα σε περιμένω” του Μάρκου, όπου τραγουδάει με ψηλωμένο το “σε” (δηλαδή νιχαβέντ) και με φυσικό, δηλαδή μινόρε. Και πάλι δεν είναι έτσι, αφού το τραγούδι πρώτον, ηχογραφήθηκε προ λογοκρισίας και δεύτερον, το επίμαχο “σε” το λέει ο Μάρκος χωρίς δίεση.

[QUOTE]Yπονοώντας ότι δεν είναι δικό του;[/QUOTE
Ο Τσιτσάνης τότε υπεστήριζε ότι τη Συννεφιασμένη Κυριακή την είχε γράψει στην Θεσσαλονίκη
στη διάρκεια της κατοχής,ύστερα από το φόνο ενός παλληκαριού από τους Γερμανούς και επίσης
ότι ο πρώτος της τίτλος ήταν Ματωμένη Κυριακή.Ο συνθεατής της παράστασης προφανώς θεωρούσε
δεδομένο ότι τα παραπάνω δεν ίσχυαν.Δικαίως ή αδίκως άγνωστο.
Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν το πάθος της αντίδρασής του.

Από ότι θυμάμαι ο Τσιτσάνης ξεκαθαρίζει ότι αυτό είναι απλά ένα παράδειγμα για να καταλάβει ο τηλεθεατής τι εννοεί. ήταν απλά ένα θεωρητικό παράδειγμα. Με ένα πρόχειρο ψάξιμο δεν το βρήκα. Άμα το έχει κανείς πρόχειρο, ας το ρίξει

Το αγάπη που γινες δίκοπο μαχαίρι με τον τρελό τσιγγάνο είναι τα ίδια μέχρι το μισό κουπλέ. Μετά αλλάζουν. Ομως στο ποστ που σας έβαλα εγω γραφει σαν συνθέτη την Γεωργακοπούλου. Αρα αυτός που το έβαλε μάλλον θα έχει κάνει λάθος.Όσον αφορά τώρα τον Τσιτσάνη, (ενταξει πολυ μεγάλος συνθέτης) αλλά και εγώ που είμαι ζαμπετικός, συμφωνώ απόλυτα μαζί σου. Δεν ηταν απο τους “περήφανους συνθέτες”. Έπαιρνε ιδεες απο άλλα τραγούδια(και στις περιπτώσεις αυτές δεν γεννούσε κάτι νεο), από ξένα τραγουδια (και μετά κατηγορούσε τον Χιώτη), και ανεχόταν τις δωρεες τραγουδιών ή και εισαγωγών. Του τύπου: Παίρνω απο όλους δεν δίνω σε κανέναν.

Δεν ήταν απλό θεωρητικό παράδειγμα Ρένο, έχω και γραπτή μαρτυρία του Κώστα Φέρρη και πλήρη ηχογράφηση της σκηνής.Εδώ μιλάει για την περίπτωση του Μάρκου.

Συγγνώμη, να σας πω λίγο τι έχω καταλάβει εγώ;

α) Το «Κάθε βράδυ θα σε περιμένω» είναι όντως υποθετικό παράδειγμα. Στο ηχογράφημα από το λινκ του Νίκου (#16) ο Τσιτσάνης λέει: Αυτό είναι προ λογοκρισίας αλλά δεν είχε ανάγκη λογοκρισίας, είναι καθαρό ελληνικό. Αν όμως ο Ψαρούδας έβλεπε γραμμένο… θα το απέρριπτε.

β) Ο Τσιτσάνης ήταν υπέρ της λογοκρισίας. Αυτό προκύπτει και εμμέσως από τα υπόλοιπα στο ως άνω ηχογράφημα, αλλά και από την ευθύτατη δήλωση “Η λογοκρισία της μουσικής δεν έκανε κακό”, που την έχω ακούσει κι εγώ σικ σε άλλο απόσπασμα του ίδιου ηχογραφήματος (δεν περιλαμβάνεται στο λινκ του #16). Αυτή, Ρένο, είναι και η κυρίως απάντηση του Νίκου: ρώτησες γιατί δε γουστάρει ο Νίκος τον Τσιτσάνη και σου λέει «επειδή έχει επανειλημμένα εκφραστεί υπέρ της λογοκρισίας».

γ) Φαίνεται ότι εκτός από το να είναι υπέρμαχος της λογοκρισίας, δήλωνε εκ των υστέρων ότι είχε εργαστεί κι ο ίδιος στη λογοκρισία. Αυτό ο Νίκος το τεκμηριώνει σε συνεντεύξεις που δεν τις ξέρω, οπότε δεν έχω άποψη. Αλλά αν δούλευε είναι ακόμη χειρότερο από το να ήταν απλώς συμπαθών, αν πάλι δεν δούλευε αλλά απλώς έλεγε ότι δούλευε, τρις χειρότερα… Είναι λίγο σα να σου λέει ο άλλος «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας, να, κι εγώ συνεργάστηκα μαζί τους» και εντωμεταξύ να ήταν αγέννητος στα χρόνια της Κατοχής.

Ξανατονίζω ότι για μένα το (γ) είναι τελείως υποθετικό. Για τον Νίκο και όποιον άλλο έχει υπόψη του τα ντοκουμέντα, θα είναι αλήθεια. Δεν αμφισβητώ τον Νίκο, απλώς δεν τα έχω δει με τα μάτια μου.

Για να βοηθηθείς λοιπόν να αποκτήσεις, Περικλή, ας ξαναθυμήσω ένα γράμμα του Κώστα Φέρρη που μου είχε στείλει όταν μάζευα υλικό για μίαν έρευνά μου, σχετικά με τη λογοκρισία. Έχει ήδη δημοσιευτεί στο Φόρουμ αλλά ούτε θυμάμαι πού, και έχουν περάσει και κοντά δέκα χρόνια. Βέβαια, το κείμενο περιέχει και λίγη σάλτσα, φυσικό είναι, δεν είχε μπροστά του τα αποσπάσματα την ώρα που μου έγραφε, αλλά νομίζω ότι η σάλτσα δεν είναι τόσο δυνατή που να μην καταλαβαίνεις τι φαγητό τρώς. Ιδού, λοιπόν:

Νίκο,
Μόλις τώρα επιστρέφω στο Δίκτυο, ύστερα 1,5 μήνα περίπου αναγκαστικής απουσίας, κι ύστερα από αναβάθμηση του υπολογιστή, και απολύμανση από τους ιούς που μας καταστρέψανε… Βρήκα… 1.406 μηνύματα, και θα μου πάρει ίσως μιά βδομάδα γιά να τα διαγράψω. Στάθηκα όμως στο δικό σου, κι είναι η πρώτη απάντηση σε παλιά μηνύματα που στέλνω. Σου απαντάω λοιπόν κάπως εκτεταμένα, γιατί είναι ίσως η ευκαιρία να διηγηθώ μιάν από τις σημαντικές στιγμές της δικής μου ρεμπετολογικής έρευνας.

Θεωρώ τον εαυτό μου υπερήφανο, που αποκάλυψε γιά πρώτη φορά την ιστορία με τα μπεμόλια, που προκάλεσε όχι μόνο έκρηξη, αλλά και αναθεώρηση γιά πράγματα που πιστεύαμε ως τότε. Η ιστορία έγινε ως εξής: Το 1975, ανέλαβα με άλλους τέσσερις συναδέλφους, να “στήσουμε” (δηλαδή να κάνομε μιά σειρά εκπομπές ειδικού τύπου ντοκυμαντέρ, πειραματιζόμενοι γιά να ορίσουμε το στύλ και τη δομή) της εκπομπής “Παρασκήνιο”. Ας σημειώσω εδώ πως σ’ ένα χρόνο μέσα το καταφέραμε, κι αυτό είναι το στυλ που κρατάει αυτή η εκπομπή ως σήμερα.

Ύστερα από δυό-τρεις εκπομπές που έφτιαξα (“Λυρική Σκηνή”, “Νίκος Ξυλούρης” κ.λ.) μου δόθηκε παραγγελία να κάνω κάτι γιά την απονομή του Χρυσού Δίσκου στον Βασίλη Τσιτσάνη, κι αυτό γιατί τον ήξερα από παλιά και μπορούσα να μιλάω μαζί του ανοιχτά. Πήγαμε φυσικά στην απονομή με κάμερα, πετύχαμε μιάν εντυπωσιακή σκηνή με όλους τους “Μεγάλους” (Θεοδωράκη, Λοϊζο, Μαρκόπουλο, κ.λ. κ.λ. κ.λ.) που σχολιάζανε την “κατάντια του Ελληνικού τραγουδιού”, κι ο Θεοδωράκης μάλιστα ειρωνεότανε το “Υπάρχωωωωωω” και τον Καζαντζίδη, κι όλο μιλούσανε γιά λεφτά, λεφτά, λεφτά, λεφτά, κι όλο τρώγανε, τρώγανε, τρώγανε, τρώγανε τα μεζεδάκια του μπουφέ. Αυτή η σκηνή μου έφερε έναν τεράστιο τίτλο “ΜΠΡΑΒΟ ΦΕΡΡΗ !!!” ΄πούβαλε η Μαρία Παπαδοπούλου στα Νέα.

Φυσικά δε μπορούσα ν’ αρκεστώ σ’ αυτά, και δώσαμε ραντεβού στο σπίτι του Τσιτσάνη, τ’ απόγευμα, γιά να γυρίσουμε την κύρια συνέντευξη. Πρέπει να σημειώσω πως ηχολήπτης στο συνεργείο ήταν ο -νεοφώτιστος τότε ρεμπετόφιλος- Γιώργος Παπαδάκης. Και πως συνεργάτης μου - δημοσιογράφος, ήταν ο Δημήτρης Γκιώνης της Ελευθεροτυπίας.

Πριν αρχίσει η συνέντευξη, μας είπε πως αυτός ο “Χρυσός Δίσκος” (ήταν τα ποτ-πουρί σε LP με εξώφυλλο το κομπολόϊ, από τα παλιά διπλά 45άρια, Μπιθικώτσης κ.λ.) είναι… χάρτινος! Επιστρέφοντας σπίτι του από τη δεξίωση, είχε πάει ο αθεόφοβος σε φίλο του χρυσοχόο, που ένγαλε τη διάγνωση πως ο δίσκος δεν είναι συμπαγής χρυσός, αλλά… απλώς επιχρυσωμένο χαρτόνι, και πως γι αυτό οι εταιρίες εξαπατούν! Αυτό με φούντωσε, κι αποφάσισα να τον… στριμώξω στη συνέντευξη, στη σκοτεινή περίοδο του Μεταξά, και της υποκατάστασης του Βαμβακάρη (όπως νομίζαμε ως τότε) από τον Βασίλη Τσιτσάνη. Έτσι άφησα τον Γκιώνη να ολοκληρώσει τις δικές του ερωτήσεις ("Πως γράψατε τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” κ.λ. κ.λ.), και πήρα τη σειρά μου στο θέμα “Μεταξάς και Λογοκρισία” (ας μην ξεχνάμε πως είμαστε μόλις ένα χρόνο μετά την πτώση της χούντας, και δίνομε μεγάλες μάχες γιά την κατάργηση της λογοκρισίας).

Απέναντί μου, on camera, ο Τσιτσάνης βρέθηκε αμήχανος. Καταλάβαινε πολύ καλά που το πήγαινα, απ’ την άλλη δεν ήθελε να με κακοκαρδίσει γιατί ήτανε της μόδας να είσαι αριστερός, κι άρχισε να λέει (αμήχανα) κάτι γιά το ότι "κοίτα να δεις, η λογοκρισία πάντα υπήρχε. και ο καλλιθτέχνης δε μπορεί να επηρεάζεται απ’ αυτό, αλλά να κάνει το έργο του, προσαρμοζόμενος (δεν είναι η λέξη που χρησιμοποίησε) στις επιταγές της κοινωνίας. Εκεί πάνω, STOP, Ο οπερατέρ, Θοδωρής Μαργκάς, μας σταματάει, γιατί τέλειωσε το φιλμ και πάει να φέρει καινούργιο “σασσί” (κασέτα το λένε σήμερα). Χαλαρώνουμε. “Να σβύσω τα φώτα;” με ρωτάει ο ηλεκτρολόγος. “Όχι μωρέ, θα ξαρανρχίσουμε αμέσως”! Κατεβαίνουν οι τόνοι, Και με ρωτάει ο Τσιτσάνης: “Γράφομε τώρα;” Από ένστικτό, γυρνάω να δω τον Παπαδάκη, και βλέπω τη μπομπίνα του Νάγκρα να γυρνάει. Ο Γιώργος με κοιτάει με νόημα, “Όχι, Βασίλη, του λέω ακαριαία, διάλειμμα”. Κι αρχίζει:

“Κοίτα να δεις…” Στο μεταξύ ο Μαργκάς έχει φορτώσει τη μηχανή με φιλμ, με κοιτάει πονηρά, του κλείνω το μάτι, κι αυτός πατάει το κουμπί!
“Κοίτα να δεις… Λέμε λογοκρισία και λογογρισία, αλλά η λογοκρισία του Μεταξά χρειαζότανε, κι έκανε καλό!” ΜΠΟΜΠΑ!ΑΝΑΤΡΙΧΙΛΑ! “Δηλαδή;”
“Να σου πω. Ο Μεταξάς είχε βάλει στη λογοκρισία έναν πολύ σοβαρό κύριο, τον κύριο Ψαρούδα!”
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Ιωάννης Ψαρούδας, εξαιρετικός μουσικολόγος της εποχής, κλασσική παιδεία, στην ομάδα Ζαλοκώστα (Ξημερώνει αυγή δροσάτη…) γιά την κάθαρση του Ελληνικού πολιτισμού από ξενίφερτα στοιχεία -ή κάπως έτσι- κ.λ. κ.λ. Πατέρας της κας Ιωάννας Ψαρούδα-Μπενάκη.

"Αυτός ο Ψαρούδας λοιπόν, μας απαγόρευε τα μπεμόλια. κι εγώ βοηθούσα τους συναδέφους μου να διορθώνουν τα τραγούδια τους γιά να περνάνε τη λογοκρισία"!
“Τι είναι τα μπεμόλια, Βασίλη;”
“Άκου να δεις:” Και πιάνει το μπουζούκι του. "Όταν του Μάρκου του κόψαν τον τίτλο “Αλανιάρα”, δεν είχε πρόβλημα, γιατί την έκανε “Παιχνιδιάρα”. Όμως του Μάρκου τούρχονταν "Κάθε βράδυ θα ΣΕΕΕΕ, θα ΣΕΕΕΕΕ… περιμένω", και τσίριζε αστό το ΣΕΕΕΕ…, που ήτανε μισό τόνο πάνω απ’ αυτό που ξέρομε. "Αυτό το ΣΕΕΕΕ…, είναι μπεμόλι. Γι αυτό κι εγώ τον βοήθησα το Μάρκο, και του διόρθωσα αυτό το ΣΕΕΕΕ… κι έτσι πέρασα το τραγούδι από τη λογοκρισία του Ψαρούδα."

Η ταραχή όλου του συνεργείου ήταν τέτοια, που κοντέψαμε να προδωθούμε. Το πήρε όμως χαμπάρι ο Γκιώνης, κι ήρθε να μου ψιθυρίσει: “Αυτό ποτυ κάνεις είναι απαράδεκτο! Είναι δημοσιογραφικά αντιδεοντολογικό!” Στα μουλωχτά και μ’ ένα δολοφονικό βλέμμα, του ψιθύρισα: “Άντε χάσου από μπροστά μου και μη μου το χαλάσεις, γιατί θα σε σφάξω!” Και συνέχισα, δήθεν αδιάφορα: “Δηλαδή, θες να πεις Βασίλη, πως ο Ψαρούδας ήθελε να κάνει το τραγούδι μας Δυτικότροπο, ή “Ευρωπαϊκό” όπως λέγατε τότε;” Χαμογέλασε πονηρά, και είπε: “Πιό Ελληνικό λέω εγώ…” Και συμπληρώνει εξομολογητικά: "Κοίτα να δεις… Ο Μεταξάς, ήταν Κεφαλλονίτης. Κι εγώ τότε έγραψα ΚΑΤΙ ΚΑΝΤΑΔΕΣ… ΚΑΤΙ ΚΑΝΤΑΔΕΣ…" Είναι η φράση που σώζεται στην ταινία μου, ειπωμένη από τον Νίκο Καλογερόπουλο.

Η συνέχεια ήρθε μόνη της. Πήγαμε και στα Τρίκαλα, και τραβήξαμε τον Κίτσο στο Ουζερί, να κυκλοφορεί μούργος και γυρνώντας τις πλάτες στην κάμερα, ενώ οι πελάτες σχολιάζανε πόσο μεγάλος μουσικός είναι και πόσο πικραμένος με τον αρεδφό του. Πήραμε και συνέντευξη από την αδερφή του, που προκάλεσε σύγκρουση στην οικογένεια, γιατί ο Βασίλης τους είχε απαγορεύσει να μιλάνε στην τηλεόραση με απειλή να τους κόψει το επίδομα. Όλα αυτά είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΜΕΝΑ, και ΑΠΟ ΠΡΩΤΟ ΧΕΡΙ.

Στο μοντάζ, ο Γκιώνης διαφώνησε με τη χρήση του μέρους της “συνέντευξης” που γυρίστηκε εν αγνοία του, αλλά στο τέλιος εντυπωσιάστηκε από την όλη εκπομπή και το δέχτηκε. Βγαίνει η εκπομπή στον αέρα, και… ΜΠΑΜ ΗΚΟΥΣΘΗ ΣΤΥΟΝ ΑΕΡΑ! Ήμουνα τυχερός που η Μαρία Παπαδοπούλου με συμπαθούσε και αντιπαθούσε αυτούς που προβάλλονται με αριστερές θέσεις ενώ είναι συντηρητικοί, κι έγραψε ΠΡΩΤΗ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ την πιό διθυραμβική κριτική που μου γράψανε ποτέ.

Ο Τσιτσάνης έλειπε στη Γερμανία, κι εκεί έμαθε τα μαντάτα. Μου μήνυσε λοιπόν “να κρυφτώ, γιατί όταν έρθει στην Ελλάδα θα με καθαρίσει!!!” Φυσικά και η έκφραση αυτή είναι καθαρά μάγκικη, και δε σημαίνει πως το εννοούσε. Το μήνυμα μου τόπε μιά συνάδελφός μου σκηνοθέτις (μακαρίτισσα τώρα) που ήτανε και περιστασιακή του γκόμενα! Με ξεφώνισε δημοσία στα Εξάρχεια, και της έσουρα τον αναβαλλόμενο. “Ο Τσιτσάνης έχει το δικαίωμα να με καθαρίσει, αλλά εσύ δεν έχεις το δικαίωμα να τον πιάνεις στο στόμα σου.”

Η συμφιλίωσή μου με τον Τσιτσάνη έγινε 5 χρόνια αργότερα, όταν έκανα μιά τεράστια μουσική εκπομπή (ξεπέταγμα) με 80 τραγουδιστές (από Μπέσυ Αργυράκη μέχρι Μάκη Χριστοδουλόπουλο, κι από Βίκυ Μοσχολιού ίσαμε Γλυκερία κα βάλε). Όταν ήρθε η σειρά του Τσιτσάνη, κατέβηκα στο πλατώ, τραπέζια γεμάτα κομπάρσους, και πλησίασα μιά χαζογκόμενα. ενώ ο βοηθός μου πήγε να έιδοποιήσει τον Τσίλια ναρθεί. Και την ώρα που περνούσε (με την Ελένη Γεράνη και τους άλλους, και το μπουζούκι στο χέρι, βγάζω μιά βροντερή φωνή χωροφύλακα: “Σήκω πάβνω μωρή:” Τρέμοντας η καημένη η τύπισα σηκώθηκε στη θέση της σε στάση προσοχής, κοντοστάθηκε κι ο Τσιτσάνης. “Ποιός είναι ο κύριος που είναι μπροστά σου;” Κόκκαλο η μικρά. “Δεν ξέρω, κύρις Κώστα…” “Αν ήμουνα ο Μουσχουντής, τώρα θα σ’ έχωνα μέσα!” Η κοπελιά δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά ο Βασίλης -νομίζω πως" συγκινήθηκε… “Τι να σε πω, ρε τσόγλανε… Έχε χάρη ποτυ είσαι έξυπνος, κι αγαπάς το τραγούδι μας.”

Με τη μαρτυρία αυτή, κατέρρευσε ο μύθος πως “ο Μεταξάς απαγόρευσε το μπουζούκι”, αλλά αποκαλύφθηκε (όπως διασταυρώθηκε αργότερα από την Αγγέλα Παπάζογλου) πως τα μεγάλα θύμετα της λογοκρισίας του Μεταξά, ήταν η Σμυρνέϊκη (του Πειραιά) Κομπανία, δηλαδή τα σαντουρόβιολα και οι Βυζαντινοί τρόποι που οι Αθηναίοι ονόμαζαν Τουρκομερίτικους. Γι αυτό και σήμερα, η αντίδρασή μας γιά όσους ψάχνονται στους “Τούρκικους δρόμους και μακάμια” σε σχέση με το ρεμπέτικο, είναι ίσως κάπως υπερβολική. Αυτό οφείλεται στο ότι αυτοί που εντρυφούν σ’ αυτό (π.χ. ο φίλος μας και εξαιρικός Παπαϊωάννου, με τον οποίο λίγο έλειψε… να πλακωθούμε στο παρελθόν) άθελά τους και αναγκαστικά, χρησιμοποιούν τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιόύσαν οι εχθροί μας τότε Ελληναράδες, γιά να πολεμήσουν το τραγηούδι που θεωρούσαν “Τουρεκομερίτικο” και του πρόσφυγες που ονόμαζαν “Τουρκόσπορους”.

Αν νομίζεις πως το σημείωμα αυτό έχει ενδιαφέρον και γιά τους άλλους, κατέβασέ το στο Φόρουμ, γιατί εμένα θα μου πάρει 5-6 μέρες να μπω.

(Κ. Φ. μετά από δική μου παράκληση, Φεβρ. 2005)

Μήπως να μεταφέρονταν τα περί λογοκρισίας, Τσιτσάνη κλπ στον οικείο τόπο (όπου και το τότε γράμμα Φέρρη) [ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-Ταυτότητα της ελληνικής μουσικής-Μεταξάς-Λογοκρισία μουσικής] και να συζητηθούν εκεί;

Δεν γνωρίζω αν στην πραγματικότητα ήταν όντως υπέρ της, αλλα εαν ήτο, τότε ήτο τουλάχιστον συμφεροντολόγος. Σε συνέντευξη του (αν δεν απατώμαι είναι προς τον Χατζηδουλή) λέει οτι η λογοκρισία δεν τους άφηνε να γράφουν αυτά που θέλουν και συγκεκριμένα μιλάει για το τραγούδι του “Ακρογιαλιές-Δειλινά” και οτι ο ηλιος που λεει μεσα στο τραγούδι σημαινει αυτό και ότι η άλλη λεξη σημαινει την Ελλάδα, και οτι η παράλλη λεξη σημαινει το αλλο και οτι μιλάει αλληγορικά στο τραγούδι. Και ρωτώ: Ποιος ο λόγος να εισαι υπερ λογοκρισίας και να γραφεις αλληγορικά αντι να γράφεις αυτά που θες;;;
Και να σας πω την αμαρτία μου, εγώ δεν πιστεύω ουτε στο 1% οτι εννοούσε αυτα που έλεγε περι αλληγορίας. Εγραψε το ακρογιαλιές δειλινα και μετα απο χρονια βγηκε να πει οτι εγραψε τραγουδι με αλληγορικο στιχο… Ε οχι ρε Τσιτσάνη.
Ο Ζαμπέτας κάτι μιλούσε στο βιβλίο της Κλειάσιου και “εκραζε” αυτούς που μιλαγαν για τραγουδια που εγραψαν με αλληγορικο στιχο. Και λεει (δεν θυμαμαι ακριβως πως) : Δηλαδη θελουν να μας πούν οτι άλλα εννοούσαν και άλλα εγραψαν; μας Κοροδιδεύουν (καπως ετσι)