Ο Τσιφόρος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πηγή μαρτυριών για τις λαϊκές εκφράσεις. Πολλές από αυτές που χρησιμοποιεί είναι πεποιημένες ή/και παρα/πεποιημένες.
Μερικά, ενδεικτικά παραδείγματα:
Ενώ υπάρχουν οι εκφράσεις:
Α) “Σαβουρώνω”.
Β) “Την έκανα ταράστα”.
Δεν υπάρχουν οι εκφράσεις:
Α) “Την κάνω σαβούρα”.
Β) “Ταρατσώνω (την κοιλιά)”. (Την χρησιμοποιεί ο Τσιφόρος, στα “σκαθαράκια”: “τη ταρατσώνανε”.)
Μπορείς να ‘ταρατσώσεις’ ένα σπίτι. Αυτό, είναι αποτέλεσμα της διαδικασίας του ταρατσώματος. Αλλά, όταν ένας γείρει προς τα πίσω με την κοιλιά του τεζαρισμένη και ανεβασμένη προς τα πάνω - σαν ταράτσα - αυτό είναι αποτέλεσμα “σαβουρώματος” ή, “χλαπακιάσματος” ή, επειδή: “έφαγε τον αγκλέουρα”.
Κάποιος τον βλέπει και του λέει “Την έκανες ταράτσα”. Ή, μπορεί να του πει: “Το βράδυ, εκεί που θα πας, θα την κάνεις ταράτσα.” Αλλά όχι: “Την ταρατσώνεις”. Δηλαδή (όπως θα λέγαμε): Το ρήμα απαντάται μόνο ως περιφραστικό: κάνω ταράτσα (την κοιλιά) και δεν είναι δόκιμο στον ενεστώτα.
Επίσης, ο όρος “νταηφιόγκος”, είναι πεποιημένος και (μάλλον) άστοχος: Υπάρχει ο όρος “φιόγκος” (μάλλον από το παπιγιόν, που είναι φιόγκος) και “τζιτζιφιόγκος” (ίσως: από το “ντιντής” και “φιόγκος”).
Υπάρχουν οι εκφράσεις “να σου κόψω τον κώλο” και “να σε αφαλοκόψω” αλλά όχι: “να σου κόψω τον αφαλό”.
Στη φράση “…δε πάγαινε να γυρίζει ο ένας στη πέννα κι ο άλλος της κακόμοιρης.”, το: “της κακόμοιρης” δεν λέγεται. Η έκφραση: “της κακομοίρας” σημαίνει εντελώς άλλο πράγμα. Όμοίως, δεν λέγεται: “της χαμένης” για κάποιον που “κάνει μπραφ” και χάνεται… Λέμε άλλα, π.χ. “την πούλεψε” ή, “έγινε πουχός”… Ειδικώς δε επί εγκαταλείψαντος ερωμένη (όπως στο κείμενο), μπορούμε να πούμε: “… και μη τον είδατε…” (εννοείται: τον Παναή).
Το: “είμαι ολίγον έγκυα”… Οι λαϊκές γυναίκες δεν μετατρέπουν το “έγκυος” εις την …δημοτική (αυτά τα (δια)πράττει μόνον το Υπ. Παιδείας) αλλά το χρησιμοποιούν ως άκλιτο …κάτι σαν επίρρημα…
“Τόσα χρόνια τη γάζωνες στεγνά, τώρα βρήκες να μου κολατσίσεις;”:
Το: “τη γαζώνω” σημαίνει “τα έχω βολέψει καλά”. Δεν πάει με το “στεγνά”. Επίσης, σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν λέμε “κολατσίζω” αλλά, “μασσάω”… (“του τα μασσάει” ή, “δεν μασσάς” κτλ).
Εκτός των πεποιημένων εκφράσεων υπάρχουν και αρκετά λάθη. Π.χ.:
Το ρήμα “τουφιάζω”, με την έννοια του “κοιμάμαι”, υπάρχει μόνο στον Τσιφόρο. Στο “Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου” (http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=4248.0), του οποίου την αξιοπιστία δεν έχω ελέγξει (δηλαδή, ως προς τις έννοιοδοτήσεις του Τσιφόρου) βλέπομε:
τούφα = ύπνος (αντί του ορθού: φυλακή)
Και ακόμη:
βαράω μπουρού = λέω, εμπιστεύομαι (αντί του: “διαδίδω”)
μαύροι = αστυνομικοί (αντί του: μυστικοί αστυνομικοί)
στρώνω κουβέρτα = λέω το σωστό (συνήθως “στρώνω κουβέρτα” λένε όταν πρόκειται να παίξουν ζάρια)
φεγγίτης = γυαλιά (αντί: μάτι. Πρβλ: “του 'βγαλε τον φεγγίτη”, από το τραγούδι του Δελιά “Φιγουρατζής”).
Υ.Γ.:
Η εξέταση πού έκαμα υπήρξε πρόχειρη αλλά δεν ήθελα να απομακρυνθώ από τα προηγούμενα σχόλια…