Τι ακριβώς σημαίνει Μπουζούκι ;

Νομίζω αυτό με τα πολύ ψηλά είναι και υποκειμενικό, ο καθένας έχει την δική του έκταση στη φωνή.
Ο Μάρκος ήταν στακάτος, ρυθμικός, τετράγωνος θα έλεγα. Αυτά που ανέφερες ως πολύ ψηλά τραγούδια τα άκουσα. Για κάποιους άλλους δεν θα ήταν καθόλου ψηλά αν τα έλεγε π.χ. ο Νταλκάς, ο Στελλάκης ή και ο Παγιουμτζής θα βγαίνανε πολύ άνετα σε αυτούς τους τόνους.
Είχαν εξασκηθεί στις ψηλές δεν ξέρω. Αυτοί για μένα ήταν πιο δύκολοι τραγουδιστές και κάνανε και αμανέδες που εκεί χρειάζεται μεγάλη τέχνη.

Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρχαν οι τραγουδιστές με ειδικότητα στον αμανέ και στην συντριπτική τους πλειονότητα ήταν μικρασιάτες. Ούτε και ο Παγιουμτζής συγκαταλέγεται στους αμανεδιάρηδες.
Στους άντρες τα ονόματα ήταν ο Νταλγκάς, ο Νούρος, ο Βαγγέλης ο Σωφρονίου, ο Ρούκουνας και άλλοι. Η πειραιώτικη σχολή δεν είχε τον αμανέ ως μέσο έκφρασης.
Συμπλήρωση: Εξάλλου μην ξεχνάμε ότι ο Μάρκος τραγουδούσε με “φτιαχτή” φωνή γι αυτό έβγαινε τόσο χαμηλά. Δεν τον φώναζαν “κοντραμπάσο” τυχαία.

Εκτός από Μικρασιάτες, ήταν και κάτι άλλο: επαγγελματίες. Μαθήτευαν από μικροί. Ο Μάρκος και οι όμοιοί του ήταν αρχικά ερασιτέχνες μερακλήδες της παρέας, που βρέθηκαν στο επάγγελμα χωρίς να το έχουν θέσει από παλιά ως στόχο. Τα εφόδιά τους (ταλέντο, εμπειρία, έμπνευση κλπ.) «έτυχε» να τα διαθέτουν, δεν επεδίωξαν να τα αποκτήσουν.

1 «Μου αρέσει»

Και μια ζωή νόμιζα ότι όλο το κουαρτέτο είναι σε 5ες, χαζαμάρα… Μήπως θυμάται κανείς και ποιόν εξαίρετο Έλληνα κοντραμπασίστα μου έχει επισημανθεί πρέπει οπωσδήποτε να ακούσω και δεν θυμάμαι;

Ξέρετε, σε κάποια παλιότερη συζήτησή μας είχα μάθει, προς μεγάλη μου έκπληξη, ότι στην πραγματικότητα το κοντραμπάσο δεν ανήκει στην οικογένεια του βιολιού, ή τέλος πάντων δεν προέρχεται από εκεί, αλλά της βιόλας (viol - βιόλες ντα γκάμπα κλπ.), και ότι ανάμνηση αυτής της καταγωγής είναι οι πεφτοί ώμοι του, που δεν τους έχουν τα άλλα τρία όργανα.

Μήπως άραγε και το κούρδισμα σε 4ες, πέρα από το ζήτημα της τεχνικής ευκολίας, έχει σχέση και μ’ αυτό;

Εγώ πάντως, γκουγκλάροντας βιολί και βιόλα δεν βλέπω διαφορές μεταξύ τους.

Εννοείς ότι μαθήτευαν την τοποθέτηση φωνής ή την θεωρία ανατολικής μουσικής;
Πάντος οι δημοτικοί στυλ Παπασιδέρη αλλά και γενικότερα της δημοτικής παράδοσης τραγουδιστές, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν εμπειροτέχνες και βγαίνουν σε ψηλούς τόνους, αλλά ερμήνευαν και δύσκολα κομμάτια όπως κλέφτικα κ.α., που απαιτούν πολλά γυρίσματα στη φωνή.

Δεν ξέρω τόσες λεπτομέρειες, αλλά πάντως τη μουσική τη διδάσκονταν, όπως άλλοι διδάσκονταν κάποια χειρωνακτική τέχνη (τσαγκαρική ξερωγώ) για να ζήσουν απ’ αυτήν. Η μουσική τους δεν ήταν το πηγαίο προϊόν κάποιου ακατέργαστου θείου δώρου, ήταν αποτέλεσμα συστηματικής δουλειάς.

Ντάξει, τοποθέτηση φωνής μού φαίνεται κάπως εξεζητημένο, αλλά φαντάζομαι ότι όλο και κάποιος δάσκαλος θα τους έλεγε «δε σου βγαίνουν τα ψηλά, πρέπει να κάνεις τη φωνή σου έτσι», έστω και χωρίς να μπαίνει σε τεχνικές αναλύσεις για φωνές κεφαλικές, στήθους, διαφραγματική αναπνοή και δεν ξέρω τι άλλο περιλαμβάνει η σύγχρονη μεθοδική φωνητική.

Μα προσπάθησα να είμαι σαφής: δεν είπα απλώς βιόλα, που στα ελληνικά σημαίνει δύο διακριτά (αν και παρόμοια) πράγματα, είπα:

Δεν συμφωνώ με αυτό ότι ο Μάρκος και οι όμοιοί του έτυχε να διαθέτουν ταλέντο, εμπειρία, έμπνευση κτλ. Ενώ οι άλλοι αυτά δεν τα διέθεταν, αλλά τα διδάχτηκαν και ότι η μουσική τους ήταν αποτέλεσμα συστηματικής δουλειάς. Τουλάχιστον αυτό κατάλαβα, όπως τα έγραψες.

Νομίζω πως αυτό που έγραψα ήταν:

Θείο δώρο, αλλά όχι ακατέργαστο. Μουσική ως προϊόν αυτού του θείου δώρου, αλλά όχι κατευθείαν έτσι όπως βγαίνει από την «πηγή», από το ξεχείλισμα ψυχής, παρά κατεργασμένο με τρόπους μεθοδικούς, συστηματικούς.

Αυτό είπα. Τώρα, για το αν ισχύει, μπορεί και να πέφτω έξω. Δεν έχω διαβάσει βιογραφίες όλων των μουσικών της εποχής. Από τραγουδιστές, και ιδίως τραγουδίστριες, μπορεί να υπήρχαν και κάποιοι που ήταν καθαρά εμπειρικοί, κι ας μου ακούγονται εμένα σαν να μην είναι. Λέω τραγουδίστριες, γιατί ποιος σοβαρός οικογενειάρχης εκείνη την εποχή θα έστελνε το κορίτσι του να εκπαιδευτεί για το πάλκο;

Ωστόσο, πιθανολογώ εντόνως ότι αρκετοί (για κάποιους το ξέρουμε θετικά) ήταν εκπαιδευμένοι ψάλτες ή χανεντέδες. Άρα, όχι εμπειρικοί όπως οι ρεμπέτες. Τι διάβολο, δε βγάζεις αμανέ σε είκοσι διαφορετικά μακάμια, μεταξύ των οποίων φεραχνάκ και δεν ξέρω τι άλλο σπάνιο, εμπειρικά.

Ύστερα:

Το συνδέω όλο αυτό και με την εξειδίκευση. Στο σμυρναίικο έχουμε συνθέτες, στιχουργούς, οργανοπαίχτες, τραγουδιστές, ενίοτε και ενορχηστρωτές. (Εντάξει, δεν είναι όλα τα τραγούδια από συνθέτη, έχει και αδέσποτα, αλλά.) Ο ρεμπέτης είναι τροβαδούρος, τα κάνει όλα μόνος του. Δεν τραγουδάει γιατί έχει καλή φωνή, αλλά γιατί έχει κάτι να μας πει. Αν έχει και καλή φωνή, τόσο το καλύτερο. Και όχι απλώς όλα μόνος του, αλλά στη σύνθεση και τη στιχουργία δε διακρίνει καν, στα πιο πρώιμα στάδια, το δικό του από το παραδοσιακό και από το μισό-μισό. Κανένας διαχωρισμός, καθαρά ολιστική προσέγγιση.

1 «Μου αρέσει»

Ναι το κούρδισμα σε 4ες είναι από αυτή την οικογένεια οργάνων που ήταν ουσιαστικά κιθαρόσχημα αναγεννησιακά λαούτα, υπήρχε ο κλάδος της οικογένειας που παιζόταν με δοξάρι και ο κλάδος που παιζόταν με το χέρι. Vihuela στα ισπανικά, που την προτιμούσαν γιατί το λαούτο τους θύμιζε τους Άραβες, Viola de mano στα ιταλικά. Στα πορτογαλλικά μέχρι σήμερα η κανονική κιθάρα ονομάζεται viola (violao στη Βραζιλία) και guitarra είναι το πορτογαλλικό όργανο με ήχο σχεδόν σαν μπουζούκι.

1 «Μου αρέσει»

Δεν ήταν μόνο οι σπουδαγμένοι Σμυρνιοί που γράφανε στίχους, κάνανε συνθέσεις μεχρι και ενορχηστρώσεις. Αυτά τα κάνανε και κάποιοι από τους εμπειροτέχνες. Τουλάχιστον σε λαϊκά και δημοτικά έχω διαβάσει σε δίσκους μέχρι και ενορχηστρώσεις από εμπειροτέχνες μουσικούς.

1 «Μου αρέσει»

Καλά, για τα δημοτικά δεν το πολυπιστεύω. Στην ετικέτα μπορεί να το γράφανε για λόγους μεροκάματου, αλλά μιλάς για τραγούδια που ήταν όντως ενορχηστρωμένα; Ή απλώς σε μια στάνταρ εκτέλεση τύπου κλαρίνο-βιολί-λαούτο όπως το έκαναν κι από πριν οι δημοτικοί για χιλιάδες τραγούδια με τον ίδιο τρόπο;

Κατά τα άλλα, η έμφαση στο σκεπτικό μου βρίσκεται στο ότι οι παλιοί ρεμπέτες δεν είχαν τη λογική της εξειδίκευσης και της κατανομής αρμοδιοτήτων, με πόστα που στο καθένα θα προσπαθήσουμε να βάλουμε τον καλύτερο, αλλά ακριβώς την αντίθετη: ένας για όλες τις δουλειές, γιατί όλες οι δουλειές πιάνονται σαν μία.

Όσο για το πού βάζει ο καθένας την υπογραφή του, έχω ξαναπεί πολλές φορές το παράδειγμα ότι τον δηλωμένο στιχουργό του… Ερωτόκριτου τον έχω γνωρίσει προσωπικά. Και πιθανότατα τον έχουν γνωρίσει και άλλοι από το φόρουμ. Όσο δεν κινεί τα ένδικα μέσα ο μακαρίτης ο Κορνάρος, στιχουργός θα είναι εκείνος που πρόλαβε να βάλει την υπογραφή του.

1 «Μου αρέσει»

Σε ένα δίσκο με τον Αηδονίδη που τραγουδάει και ο Νταλάρας τα Δώδεκα Ευζωνάκια (δε θυμάμαι τώρα τον τίτλο του δίσκου). Απ΄όσο θυμάμαι έγραφε ενορχήστρωση Νίκος Φιλιππίδης. Ένα άλλο παράδειγμα ο πρώτος δίσκος του Πάριου με τα νησιώτικα δε θυμάμαι τι γράφει το εξώφυλλο θυμάμαι όμως καλά ότι το ανέφερε ο Βαγγέλης Κονιτόπουλος σε δημόσια ομιλία ότι ο ίδιος έκανε την ενορχήστρωση στον συγκεκριμένο δίσκο. Αυτά θυμάμαι πρόχειρα. Σίγουρα θα υπάρχουν και άλλα παραδείγματα.

Ναι, κατάλαβα τη φάση. Δε θα τα έλεγα ακριβώς δημοτικά, είναι κάτι προς διασκευές ή, ξερωγώ, προτάσεις προσέγγισης δημοτικών.

Αλλά μιλάς σαφέστατα για περιπτώσεις επαγγελματιών της δισκογραφίας και γενικά του «πενταγράμμου». Τέτοιου είδους επαγγελματίες ήταν κι οι Σμυρνιοί. Οι ρεμπέτες, όχι.


Edit: Ο Βαγγέλης Κονιτόπουλος; Όχι ο Γιώργος;

Για περιπτώσεις επαγγελματιών της δισκογραφίας μιλάω,αλλά τους ξέρω ως εμπειροτέχνες και όχι του πενταγράμμου.
Ναι ο Βαγγέλης άκουσα να το λέει όχι ο Γιώργος.

Ωραία. Λοιπόν αυτό που σκέφτομαι είναι ότι οι ρεμπέτες, που διέφεραν από τους Σμυρνιούς στο είδος της μουσικής κατάρτισης (πρακτική // μεθοδική [έστω και χωρίς πεντάγραμμο]), διέφεραν επίσης και στο ζήτημα του επαγγελματισμού, πράγμα που τους οδηγεί και σε διαφορετικές μουσικές πρακτικές (one man band // καταμερισμός και εξειδίκευση). Δεν το γενικεύω, ότι ο κάθε πρακτικός είναι και one man band και κάθε σπουδαγμένος είναι υπέρ της εξειδίκευσης. Στους συγκεκριμένους το περιορίζω, θεωρώ όμως πιθανό τα δύο χαρακτηριστικά της κάθε σχολής να συνδέονται μεταξύ τους.

Κι από πού είχαμε ξεκινήσει; Από το #21, για το πόσο σχετικός ή απόλυτος είναι ο ψηλός τόνος.

Θεωρώ λοιπόν ότι κάποιος σαν τον Νταλγκά δε θα έπεφτε ποτέ σε ύψη που να μην μπορεί να τα κουμαντάρει, γιατί είχε μάθει:
(α) να τα προβλέπει αυτά τα πράγματα, και να φροντίζει με δοκιμές και πρόβες (ή και νοερά) να βρίσκεται πάντοτε σε τονικότητες όπου αποδίδει καλά, και
(β) να αξιοποιεί το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του σε κάθε τονική περιοχή.

Κάποιος σαν τον Μάρκο δε θα πολυασχολιόταν ούτε με το ένα ούτε με το άλλο. Όχι απλώς δεν διέθετε την εκπαίδευση ώστε να αντιμετωπίζει τέτοια ζητήματα με την ίδια επάρκεια, αλλά δεν είχε μάθει καν να τα θεωρεί ως προβλήματα προς επίλυση. Ντάξει, δε λέω ότι θα τραγούδαγε όλη την ώρα σε τόνους που να του βγαίνει τσιρίδα ή γκάρισμα επειδή δεν ασχολήθηκε στο ελάχιστο να διαλέξει τον τόνο, μην υπερβάλλουμε, αλλά αν κάπου έπιανε ψηλά τον αμανέ, που λέμε, και δεν του 'βγαινε καλά, μάλλον θα έλεγε «τι να κάνουμε, είναι ψηλό το τραγούδι, έτσι βγαίνει» και θα το έληγε εκεί το θέμα.

Εγώ αλλιώς τα βλέπω τα πράγματα στα παραδοσιακά βάση της δισκογραφίας αλλά και από τα λεγόμενα παλιών μουσικών.
Καταρχήν τις παλιές εποχές παίζανε σκέτα χωρίς ηλεκτρικές ενισχύσεις και έπρεπε οι τόνοι να είναι υψηλοί για να ακούγονται όσο το δυνατόν περισσότερο.
Δεύτερον οι τραγουδιστές παίζαν όλοι σχεδόν όργανα αλλά τους τόνους τους καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό τα σολιστικά όργανα, κλαρίνο, βιολί, λύρες κλπ.
Αυτοί οι παίχτες παίζανε από τους τόνους που σονάριζε το όργανο καλύτερα, αλλά και που βολεύονταν και οι ίδιοι πρακτικά.
Αυτοί που τραγούδαγαν, ακολουθούσαν τα όργανα και αν τους έρχονταν και λίγο ψηλά δεν έδιναν σημασία απλά ζορίζονταν κάπως παραπάνω, γιατί έτσι είχε το θέμα της δουλειάς τότε.
Αναγκαστικά εξασκούσαν τις ψηλές με πρακτική εξάσκηση πάνω στη δουλειά και όχι με θεωρητικές σπουδές. Ένα καλό παράδειγμα νομίζω ότι είναι και οι τόνοι που ακούμε από τις παλιές τραγουδίστριες. Τραγουδάγανε σε πιο ψηλούς τόνους απ’ ότι οι σημερινές.
Και στα παλιά βιολιά επίσης ακούμε να παιζουν τις μελωδίες σχεδόν πάντα στα πρίμα. Στις δυο πρώτες χορδές μι και λα που έχουν διαπεραστικό και ένρινο ήχο.

1 «Μου αρέσει»

Μα δεν είναι θέμα θεωρίας. Μάθαιναν μια τέχνη (=ένα επάγγελμα), …

Του Μάρκου η τέχνη του ήταν εκδορέας στα σφαγεία, συν ό,τι άλλο είχε κάνει στη ζωή του. Το τραγούδι και το μπουζούκι ήταν ένα ερασιτεχνικό μερακλήκι για την παρέα, όπου φυσικά δεν υφίστανται οι τεχνικές απαιτήσεις (να ακούγεσαι δυνατά μέσα στο πλήθος κλπ.) ενός επαγγελματικού πάλκου. Στο επάγγελμα μπήκε όψιμα και -για τον ίδιον- αναπάντεχα. Κι όχι ειδικά ο Μάρκος και η παρέα του: συνολικά όλη αυτή η μουσική βρισκόταν έξω από τον ευρύτερο χώρο του επαγγέλματος, και της διασκέδασης «άλλων», μέχρι που μπήκε και σ’ αυτόν.

Φυσικά, κι εκεί μάθαινε. Έστω αυτοδίδακτα, έστω πρακτικά, μάθαινε - δεν έμεινε στα όσα ήδη ήξερε. (Ξέρουμε π.χ. την ιστορία που δοκίμαζε τα ζεϊμπέκικά του στα πόδια εκείνου του περίφημου χορευτή, για να ελέγξει αν θέλουν βελτίωση: δεν είμαστε πια στον τεκέ ή στη στενή παρέα φίλων, έχουν ανέβει οι απαιτήσεις, έχει κόσμο που πληρώνει και προσδοκά) Και στο σφαγείο, υποθέτω, θα μάθαινε. Μ’ ό,τι καταγίνεται κανείς, όλο και το μαθαίνει. Όχι όμως με τον ίδιο τρόπο όπως κάποιος που από μικρή ηλικία έχει επιλέξει (ή έχουν επιλέξει γι’ αυτόν) μια τέχνη που θα τον θρέφει σ’ όλη του τη ζωή, είτε είναι η τσαγκαρική είτε η μουσική.