Από το ίδιο βιβλίο γαι το οποίο γίνεται λόγος εδώ:
ένα ακόμα απόσπασμα προς τιμήν της αντικαπνιστικής σταυροφορίας, το περιστατικό από τα υπόγεια κρατητήρια της Κομαντατούρας στην οδό Κοραή:
<<…Τύλιξα σ’ ένα χαρτί το τσιγάρο με δυο σπίρτα και τη φλούδα από το σπιρτοκούτι, τα έδεσα στην άκρη του σπάγκου κι αυτός τα τράβηξε απάνω. Όμως, το φίδι που βρισκόταν ακόμα στο κρατητήριο των Γερμανών έκανε για άλλη μια φορά το κάρφωμά του.
Μετά από ένα τέταρτο ορμήσανε στο θάλαμό μας πέντε Γερμανοί, μοιράζοντας δεξιά κι αριστερά χαστούκια και κλοτσιές και ουρλιάζοντας όλοι μαζί, όπως το συνηθίζανε.
Ο αξιωματικός κρατώντας και επιδεικνύοντας το τσιγάρο ρώτησε:
“Ποιος από σας έχει τσιγάρα και πώς βρέθηκε αυτό εδώ μέσα;” Κανείς δεν απάντησε. Άλλωστε ελάχιστοι ξέρανε ότι εγώ ήμουνα ο δράστης. Ακολούθησαν μερικά λεπτά νεκρικής σιγής. Ο αξιωματικός έβγαλε το πιστόλι του και περπάτησε αργά ανάμεσα στους κρατούμενους, σημαδεύοντάς τους και δείχνοντας σαν κάτι να ψάχνει. Σταμάτησε μπροστά στον Κώστα. Έναν νεαρό αρτεργάτη από τον Πειραιά. Του φώναξε να σταθεί μπροστά του. Του ακούμπησε την κάνη του πιστολιού στο στήθος και ούρλιαξε, “λέγε”. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει, γιατί αυτός τα ήξερε όλα. Του είχα δώσει τσιγάρο και το κάπνισε στον καμπινέ, για να μην τον δει κανείς. Μόνο σε κάτι τέτοιες στιγμές οι άνθρωποι δείχνουνε τι κρύβουνε μέσα τους. Το φουρναρόπουλο δε φοβήθηκε. Σήκωσε περήφανα το κεφάλι του μπροστά στο Γερμανό και του είπε δυνατά, “δεν ξέρω”. Ο Γερμανός του πίεσε την κάνη του πιστολιού στο στήθος και ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη: “Λέγε”.
Το φουρναρόπουλο στύλωσε το κορμί του, ψήλωσε όσο μπορούσε, τον κοίταξε αγέρωχα στα μάτια και φώναξε κι αυτός δυνατά, “δεν ξέρω”.
Ο γερμαναράς έβαλε το πιστόλι στη θήκη του και τον άρχισε στα χαστούκια. Δεν προσπάθησε να φυλαχτεί, δεν έσκυψε καθόλου, ούτε καν σήκωσε τα χέρια του για να προφυλάξει το πρόσωπό του που είχε γεμίσει αίματα.
Όλοι ξαφνιαστήκαμε από την παλικαριά αυτού του παιδιού, που το είχανε πιάσει οι Γερμανοί γιατί είχε κλέψει εξήντα οκάδες δέρματα από γερμανική αποθήκη…>>
Όπως είναι φανερό, το κάπνισμα απαγορευόταν αυστηρά στα υπόγεια κρατητήρια της Κομαντατούρας.