Αριστερά και Ρεμπέτικο

Μες στο θέμα είναι και το αυτοβιογραφικού χαρακτήρα βιβλίο του Φοίβου Τσέκερη, με τον τίτλο “Εδώ Πολυτεχνείο Στα χρόνια της κατοχής - Από τους αγώνες με τη σπουδάζουσα”, εκδόσεις Εντός, 2007.

50 σελίδες από το βιβλίο είναι αφιερωμένες στις 90 μέρες που πέρασε ο συγγραφέας στα κρατητήρια της Κομαντατούρας στην οδό Κοραή. Στην αφήγηση αυτή σταθερό σημείο αναφοράς είναι, ανάμεσα στα άλλα, και η συνύπαρξη των αγωνιστών της αντίστασης με τους σαλταδόρους, καθώς και με “κάθε καρυδιάς καρύδι”, που κρατούνταν στον ίδιο χώρο.

Ένα μικρό στιγμιότυπο από τις σελίδες του βιβλίου, όπου κάποια μέρα οι Γερμανοί φέρνουν στο θάλαμο δεκάδες ομήρους από την Καλλιθέα, ως αντίποινα για κάποιο σαμποτάζ, και μαζί με αυτούς έναν παλιό καθηγήτη του συγγραφέα από τα μαθητικά χρόνια στο Λύκειο, κι αυτόν σαν όμηρο, προκειμένου να “παρουσιαστούν” τα δύο παιδιά του που ήταν οργανωμένα στην ΕΠΟΝ:

<<…Στην άκρη του κρεβατιού μου στεκόταν όρθιος και ακίνητος ο καθηγητής μου από το Πρακτικό Λύκειο, Δαμιανός.
Απόρησα που τον είδα και δε φαντάστηκα ότι η σύλληψή του θα μπορούσε να είχε κάποια σχέση μ’ εμένα. Βέβαια τα παιδιά του, ο Αλέξης και ο Γιώργος, ήταν Επονίτες και φίλοι μου. Αυτός όμως; Το μόνο του έγκλημα ήταν ότι δίδασκε την αξιοπρέπεια, την ευγένεια και την ανθρωπιά. Όλοι στο Λύκειο τον αγαπούσαμε αυτόν τον ήρεμο άνθρωπο.
Σηκώθηκα και τον χαιρέτησα. Εξεπλάγη που με είδε. “Ήξερα, μου λέει, πως σε είχανε πιάσει, αλλά δε φανταζόμουνα ότι μετά από τόσον καιρό θα βρισκόσουνα ακόμα εδώ”.
Καθίσαμε πλαί - πλάι στο κραβάτι μου και μου διηγήθηκε τι έγινε.
“Ήρθαν οι Γερμανοί να πιάσουνε τα παιδιά. Ο Γιώργος έλειπε, ο Αλέξης κοιμότανε στην ταράτσα. Μόλις άκουσε τη φασαρία κατάφερε να ξεφύγει, πηδώντας σε πλαϊνές ταράτσες. Εμένα με πήρανε σαν όμηρο. Θα με αφήσουνε λένε, όταν παρουσιαστούνε εδώ τα παιδιά. …”

…Με τον καθηγητή μου τα πήγαμε καλά. Ήτανε καλόβολος και υπομονετικός και γρήγορα προσαρμόστηκε στην καινούργια ζωή. Εκείνο που δεν μπορούσε να υποφέρει, με κανένα τρόπο, ήτανε οι βωμολοχίες των σαλταδόρων.

  • “Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί, αυτά τα παιδιά, χρησιμοποιούνε τέτοια χυδαία φρασεολογία. Ακόμα γιατί, ενώ τραγουδάνε ωραία, όλα τους τα τραγούδια τα λένε παραφρασμένα προς το χυδαίο”.
    Του είπα ότι, κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι πρώτον, μια διαμαρτυρία προς την κοινωνία, που τα αδίκησε τόσο πολύ, και δεύτερο, μια ένδειξη ανδρισμού. Ένα είδος αυτοάμυνας εναντίον των κινδύνων που τα απειλούνε εδώ μέσα. Προ ημερών ένας κρατούμενος ενοχλούσε τόσο επίμονα και τόσο ξετσίπωτα ένα πιτσιρίκο ώστε είχε προκαλέσει την αγανάκτηση όλων. Έτσι κανείς μας δεν επενέβη, όταν, ένα βράδυ, πέσανε πάνω του πέντε - έξι σαλταδόροι και τον κάνανε μαύρο στο ξύλο.
    Συμφώνησε μαζί μου.
    “Βλέπω ότι, ενώ εγώ σου δίδαξα ψυχολογία, στην πράξη με ξεπέρασες. Με έπιασες αδιάβαστο”.
    “Φαίνεται, του λέω, ότι θα σας έλειπε το φύλλο ή θα είσαστε στην Αίγινα”.
    Μ’ αυτό το αστείο, ο καθηγητής μου, ειρωνευότανε, πολλές φορές κάποιο αδιάβαστο μαθητή.
    “Πού τα θυμήθηκες αυτά;”, μού είπε κι έβαλε τα γέλια.
    Παρακάλεσα τους μικρούς να του μιλάνε με σεβασμό και να μην τον φωνάζουνε, “ρε μπάρμπα”. Το τηρήσανε απολύτως. Μόνο που τον φωνάζανε “κυρ Γιάννη” και φυσικά στον ενικό, μα αυτό δεν τον πείραζε.

…Ήρθε κοντά μας ο σαλταδόρος, ο Μπατίρης.
“Κυρ Γιάννη, να σου πω ένα τραγούδι, να το μάθεις στα παιδιά του σχολείου σου, αλλά μετά θα μου πεις και συ ένα. Ξηγηθήκαμε;”
“Εντάξει, λέγε”.
Ο Μπατίρης έβαλε την παλάμη του δεξιού του χεριού πλάι από το στόμα του κι άρχισε.
“Αλλού να πας φιγουρατζή
να κάνεις τη φιγούρα
γιατί κι εγώ φουμάρησα
κι έχω τρελλή μαστούρα.
Ρίχνω τα ζάρια και φέρνω ντόρτια
μπρος στης γκόμενας την πόρτα.
Ρίχνω τα ζάρια και φέρνω εξάρες
και μου τα τρώνε οι αλανιάρες”.
“Λέγε τώρα, η σειρά σου”. Ο καθηγητής σοβαρεύτηκε και με σπασμένη φωνή και με λίγο τρακ, είπε ένα τραγούδι που τραγουδούσανε οι στρατιώτες στους Βαλκανικούς πολέμους.
“Στρατιώτες περνάνε στο δρόμο
γοργό τραγουδώντας σκοπό.
Ντουφέκι κρατάνε στον ώμο
και ξίφος βαρύ στο πλευρό.
Κοπέλα στην πόρτα πετιέται
και λέει το τραγούδι σιγά.
Μ’ ασίκη φαντάρο αγαπιέται
και να ο λεβέντης περνά.
Ο γέρος τους βλέπει και κλαίει
Θαρρεί πως κι αυτός στη γραμμή.
Τ’ ανήλικο αγόρι γυρεύει
στρατιώτης κι αυτό να γενεί”.
Του εξήγησα ότι αυτό το τραγούδι, που είχε γράψει ο Ρώτας πριν 30 χρόνια, τραγουδιότανε και τώρα σαν αντάρτικο τραγούδι. Μόνο που η λέξη “στρατιώτης” είχε αντικατασταθεί με τη λέξη “αντάρτης”.
Ο Μπατίρης έφυγε απογοητευμένος.
“Ώχου μωρ’ αδελφέ μου, εσείς το γυρίσατε στο πατριωτικό” …>>

Το παραπάνω μικρό στιγμιότυπο, απλά σαν δείγμα γραφής…