Τα μπεμόλια, η λογοκρισία του Μεταξά και η εμπλοκή του Τσιτσάνη

Περικλή, είναι νομίζω φανερό ότι ο Τσιτσάνης ανέφερε αυτό το «παράδειγμα» επειδή δεν υπήρχαν άλλα παραδείγματα να αναφέρει. Το «κόψιμο των μπεμολιών» έχω την εντύπωση ότι ποτέ δεν εφαρμόστηκε ουσιαστικά, αν πράγματι είχε γίνει, το χιτζάζ θα είχε εξαφανιστεί. Τον Ψαρούδα δεν μπορούσες, βέβαια, να τον κοροϊδέψεις με τίποτα, θα μυριζόταν το «κρυμμένο» τριημιτόνιο της παρτιτούρας από μίλια μακριά. Αλλά είχε, φαίνεται, καταλάβει μέχρι πού μπορούσε να πάει και πού έπρεπε να σταματήσει, κάτι που ο Μεταξάς δεν θα το καταλάβαινε ποτέ, δηλαδή ότι δεν γίνεται να εξαφανίσεις το τριημιτόνιο, το χρωματικό γένος. Βλέποντας λοιπόν (όσα γράφω σ’ αυτό το ποστ είναι δικές μου σκέψεις, που όμως συχνά δεν έχω στοιχεία να τις τεκμηριώσω) ότι «καλά πάμε, οι κώλοι (των συνθετών) σφίξανε και αμέσως αμέσως οι αμανέδες εξαφανίστηκαν δια μαγείας, τα ματζορομινοράκια αυξάνονται και πληθύνονται, μέχρι και πρίμο σεγόντο μας φέρνουν πλέον αυτοί που μας έφερναν αμανέδες, στίχοι με χρήση ουσιών ούτε μισός και οι εφημερίδες έπαψαν να γκρινιάζουν », σκεφτόταν «μην τα θέλουμε και όλα δικά μας, γιατί θα το παρακάνουμε και θα χτυπήσει κάπου αλλού. Ας κάνουμε και λίγο τα στραβά μάτια…».

Δεν είναι τόσο απλό, να απαλείψεις τις εντός κειμένου υφεσοδιέσεις και να εξαφανίσεις έτσι τους χρωματικούς τρόπους, τις έλξεις και ό,τι άλλο έχει η ανατολική μουσική διαφορετικό από τη δυτική. Μία μοναδική περίπτωση σκέφτηκε ο Τσιτσάνης (λέω τώρα εγώ, εντάξει; ) που όμως δεν εφαρμόστηκε, η δε επίσημη λογοκρισία μάλλον ανέπτυξε ανοχές. Αλλιώς, πράγματι, δεν εξηγείται το πράγμα…

Από πού είναι φανερό; Αφού λέει «βγάζαμε τα μπεμόλια», και για το παράδειγμα του συγκεκριμένου τραγουδιού λέει «φέρ’ ειπείν». Πώς είναι φανερό ότι δεν τα έβγαζαν;

Όλες οι σκέψεις που κάνεις, Νίκο, είναι λογικές μεν, αλλά ο Τσιτσάνης άλλο λέει.

Μα πέρναγε το κάθε τραγούδι από τον Ψαρούδα προσωπικώς;

Συγγνώμη αν το έχουμε ξανασυζητήσει, αλλά τελικά υπάρχουν τραγούδια της περιόδου της λογοκρισίας με μπεμόλια και άλλα ανθελληνικά στοιχεία;

Δεν αναφέρθηκε ποτέ, μα ποτέ, από τον Τσιτσάνη ή οποιονδήποτε άλλον, περίπτωση όπου σβήστηκαν υφεσοδιέσεις από συγκεκριμένη παρτιτούρα υποβληθείσα για έγκριση.

Βέβαια, δεν υπήρχε άλλος μουσικολόγος στην επιτροπή.

Με «μπεμόλια» ναι: Όλα τα κομμάτια τα τονισμένα σε χιτζάζ, -κιάρ, σαμπά, χουζζάμ και άλλους δρόμους χρωματικούς. Αμανές όμως ούτε μισός.

1 «Μου αρέσει»

Δηλαδή αν έλεγε «τα βγάλαμε από το τάδε τραγούδι» θα σήμαινε ότι τα έβγαλαν μόνο από αυτό; Ο άνθρωπος λέει «τα βγάζαμε». Μπορεί κανείς να τον αμφισβητήσει, αυτό ναι, όχι όμως να συμπεράνει από τα λεγόμενά του ότι δεν τα βγάζανε.

Δε νομίζω ότι το κάθε τριημιτόνιο αδιακρίτως δίνει εξίσου ανατολίτικη και ανθελληνική αίσθηση. Το νιαβέντι, το σαμπάχ, το χιτζαζκιάρ, θα έλεγα ότι ακούγονται πιο εξωτικά από το χιτζάζ. Ίσως επειδή εκτός από τριημιτόνια έχουν και απανωτά ημιτόνια, και μάλιστα ακριβώς δίπλα (Η-Η-3Η ή 3Η-Η-Η). Ή ίσως επειδή το χιτζάζ είναι οικείο και από το κλασικό ελληνοπρεπέστατο δημοτικό (π.χ. ο Αμάραντος).

Έχουμε όντως νιαβέντια, σαμπάχ και τέτοιους δρόμους από κείνη την περίοδο; Γιατί χιτζάζ δεν αμφιβάλλω βέβαια ότι θα έχουμε.

Κάτσε βγάλ’ τα βρε Περικλή, δεν θα κάτσω να μετράω… Και εν πάσει περιπτώσει, το χιτζάζ δεν σου φτάνει;

Η γνώμη μου είναι πως η ανάγνωση που κάνει ο pepe των λεγομένων του Τσιτσάνη είναι προδήλως ακριβής και δεν καταλείπεται έδαφος διαφορετικών κατανοήσεων

Ενώ προηγουμένως έγραψα

…, όσο προχωράει η συζήτηση έχω μια αμφιβολία ότι όντως αυτό εννοούσαν.

Έτσι κι αλλιώς, θεωρώ περίπου βέβαιο ότι αποκλείεται η οδηγία προς τους λογοκριτές να έμπαινε σε ακριβείς μουσικολογικές περιγραφές, «απαγορεύεται η τάδε ακολουθία διαστημάτων αλλά επιτρέπεται η δείνα». Θα έλεγε (αν έλεγε) κάτι του τύπου «απαγορεύονται τα εξωτικά, τα ανατολίτικα».

Τι είναι εξωτικό;

Μπορεί βέβαια να είναι κάθε κλίμακα που δεν υπάχει στη δυτική μουσική. Αλλά στην πράξη δεν ακούγονται όλες εξίσου ανοίκειες. Ορισμένες κλίμακες είναι κατεξοχήν «περίεργες» και βγάζουν κάτι σαν απαγορευμένη λαγνεία της Ανατολής: όσες παραβιάζουν κάποια θεμελιώδη αυτονόητα της δυτικής μουσικής, όπως η ύπαρξη καθαρής 4ης και 5ης. Και στο παράδειγμα του Τσιτσάνη αυτό έχουμε: ένα «μπεμόλι» που, αλλοιώνοντας την 4η της κλίμακας, ταρακουνάει γερά το δυτικό αφτί.

Το νιαβέντι, το σαμπάχ κλπ. είναι σαν δυτικές κλίμακες αλλά με αυτή την πολύ βασική αλλοίωση, ότι είτε η 4η είτε η 5η δε βρίσκονται στη θέση που βρίσκονταν από τότε που ο θεός έφτιαξε τον (δυτικό) κόσμο. Ενώ ένα απλό χιτζάζ, δε λέω, κι αυτό έχει μια ανατολίτικη λαγνεία, αλλά δεν γκρεμίζει βεβαιότητες.

Από δεκαετίες έχω παρατηρήσει ότι, όταν σε ένα (παλιό) κινηματογραφικό έργο η μουσική υπόκρουση εκαλείτο να τονίσει ότι βρισκόμαστε σε ανατολίτικο περιβάλλον, ένα χιτζάζ κομμάτι θα ακουγότανε και αυτό, το αναγνώριζα αμέσως από το απήχημα του χιτζάζ, το Νενανώ, που έβγαινε σαφέστατα μέσα από τη μελωδία. Βέβαια, κανείς δεν το θέσπισε αυτό ως κανόνα για όλους και ο καθένας μπορεί στο θέμα αυτό να αυτοσχεδιάσει. Αν θέλει κάποιος να εκμεταλλευτεί μια χαμηλωμένη πέμπτη, δικαίωμά του βέβαια. Και φυσικά, σε ανάλογα πλαίσια, όχι αυστηρά καθορισμένα στο μουσικολογικό επίπεδο, θα κινηθούν και οι όποιες οδηγίες προς τους λογοκρίτας. Έτσι ακριβώς όπως το έθεσε ο Περικλής, το έθεταν και οι δημοσιογράφοι της εποχής, που ταρακούνησαν το καθεστώς να κάνει κάτι: Κόψτε τα κλαψουρίσματα.

Η ουσία όμως, την οποία έχω πάντα στο μυαλό μου γράφοντας σ’ αυτό το νήμα τις τελευταίες μέρες, ποια είναι; Να την ξαναθυμίσω: Δεν αναφέρθηκε ποτέ, μα ποτέ, από τον Τσιτσάνη ή οποιονδήποτε άλλον, περίπτωση όπου σβήστηκαν υφεσοδιέσεις από συγκεκριμένη παρτιτούρα υποβληθείσα για έγκριση. Και αν ο Τσιτσάνης έλεγε γενικώς «τα βγάζαμε», δεν είπε ποτέ «εδώ, και εδώ, τα βγάλαμε», για παράδειγμα. Τί θα συμπεράνει λοιπόν ο μέσος έλλογος άνθρωπος; Απλά, ότι δεν εφαρμόστηκε συστηματική και οργανωμένη μαζική διόρθωση μελωδιών.

Και κάτι χρηστικό: δεν ξέρω αν και άλλοι μουσικοί της εποχής, εκτός απ’ τον Τσιτσάνη, χρησιμοποίησαν τον «όρο» «μπεμόλια» με τη συγκεκριμένη έννοια που του προσδίδει εκείνος, νομίζω όχι, αλλά επειδή μουσικολογικά είναι 100 % λανθασμένη αυτή η προσέγγιση, προτιμώ να χρησιμοποιώ τον προσδιορισμό «υφεσοδιέσεις».

3 «Μου αρέσει»

Το γενικό συμπέρασμα - όπως προκύπτει από τις βιογραφίες -

[Ο Μάρκος έγραφε «όπως έπρεπε να γράφει» ώστε να περάσουν από τη λογοκρισία τα κομμάτια του - - ουδεμία αναφορά για επέμβαση στις μελωδίες του, ο Παπαϊωάννου, στη συνάντησή του με το δικτάτορα, προσπάθησε να τον πείσει ότι τα τραγούδια του είναι ‘’ωραία’’ και δεν έχουν κάτι το ‘’χασικλίδικο’’ και το επιλήψιμο στο περιεχόμενό τους, ο Μπαγιαντέρας ουδεμία νύξη για επέμβαση στο μουσικό κομμάτι του ίδιου ή άλλων δημιουργών, ο Τούντας λογοκρίθηκε μόνο για το στιχουργικό κομμάτι της «Βαρβάρας», η Αγγέλα πουθενά δεν λέει πως έκοψαν τραγούδια του Βαγγέλη λόγω μουσικής, όλες μα όλες οι επεμβάσεις αφορούσαν το στιχουργικό μέρος και μόνο]

είναι πως οι δημιουργοί του ρεμπέτικου αναγκάστηκαν να αναπροσαρμόσουν μόνο το περιεχόμενο των στίχων τους στις απαιτήσεις της λογοκρισίας, όχι τη μουσική τους.

Ενώ έχουμε καταλόγους με λογοκριμμένα τραγούδια, ΟΛΑ μα ΟΛΑ αφορούν στο στιχουργικό τους μέρος, κανένα δεν λογοκρίθηκε για τη μουσική του.

Σε κανένα απολύτως κείμενο [ και έχουν σταχυολογηθεί πολλά] δεν υπάρχει μνεία για συγκεκριμένη επέμβαση της λογοκριτικής επιτροπής σε μελωδία.

Γνωστή και δηλωμένη ήταν η απέχθεια του καθεστώτος στους αμανέδες.
Η τοποθέτηση του Ψαρούδα στη μουσικοκριτική επιτροπή σκόπευε προς αυτή την κατεύθυνση, στην παρεμπόδιση ηχογράφησης αμανέδων.

Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη για άλλου είδους επέμβαση όσον αφορά στο μουσικό μέρος.

2 «Μου αρέσει»

Το εάν οι δημιουργοί εξαναγκάστηκαν να αναπροσαρμόσουν και τη μουσική τους ή όχι, δεν μπορούμε να το συναγάγουμε με βεβαιότητα μόνο από το τι δεν λένε στις αυτοβιογραφίες τους (και να που επ’ αυτού ο Τσιτσάνης κάνει την εξαίρεση και το λέει…). Μόνο εάν είχαμε πρόσβαση σε τυχόν διασωθείσα υπηρεσιακή αλληλογραφία μεταξύ της μεταξικής Λογοκριτικής Επιτροπής και των δισκογραφικών εταιριών θα μπορούσαμε να έχουμε τέτοιες βεβαιότητες.
Οπότε παραμένουμε με τα επισήμως μεταξικά οριζόμενα, όσον αφορά τον λογοκριτικό έλεγχο της μουσικής, όπως τα αναφέρω παρακάτω. Έτσι οι ενδιαφερόμενοι δημιουργοί είχαν μια εικόνα περί του πώς θέλει τη μουσική μορφολογία των ασμάτων τους η κυβέρνηση και αναλόγως προσάρμοζαν τη στάση τους ή βέβαια και διά της «δοκιμής» και του «λάθους» (δηλ. τα πήγαιναν, τρώγαν μια ορισμένη «πόρτα», τους τα ξαναγύριζαν με υποδείξεις, και σιγά σιγά «εκπαιδεύονταν»…)

Οι συγκεκριμένοι κατάλογοι με τα συγκεκριμένα τραγούδια δεν έχουν προκύψει στο πλαίσιο της θεσμοθετημένης και συστηματικής λογοκρισίας. Αποτελούν προϊόντα αστυνομικής και μόνον απαγόρευσης. Για παράδειγμα, όταν τον Νοέμβριο του 1946 απαγορεύονται τα γνωστά χασικλίδικα, δεν πρόκειται για λογοκρισία, διότι λογοκρισία από τον Ιούνιο 1946 έως τον Φεβρουάριο του 1948 δεν υπήρχε. Επρόκειτο για αστυνομικές απαγορεύσεις (κυρίως βάσει του νόμου περί ασέμνων).

Δηλωμένη σε επίσημα κείμενα δεν ήταν μόνο η απέχθεια στους αμανέδες αλλά και γενικότερα στα «κακόηχα άσματα» («χάρις εις τας προσπαθείας της Επιτροπής η μουσική παραγωγή εξυγιάνθη και εξωστρακίσθησαν όλα τα άσεμνα και κακόηχα άσματα και προ πάντων ο αμανές […]», “Ο Απολογισμός μίας Διετίας: 4η Αυγούστου 1936-1938”, εκδόσεις 4ης Αυγούστου, 1938), ενώ και ο εμβληματικός Α.Ν. 1619/1939 ορίζει (ως προς τη μουσική) ότι η Επιτροπή αποφαίνεται και περί της «μεταλλαγής ωρισμένων σημείων της μουσικής, εφ’ όσον ήθελε κρίνει ότι άμα τι […] διαφθείρει το καλλιτεχνικόν αίσθημα του κοινού ή νοθεύει και διαστρέφει το γνήσιον πνεύμα της παραδόσεως της ελληνικής μουσικής».

Από τη μια, να υπάρχουν τόσες αναφορές, να έχει χυθεί τόσο μελάνι είτε για απλές παρεμβάσεις είτε για πλήρη λογοκρισία στο στιχουργικό μέρος

και από την άλλη, να αποσιωπήθηκε μια αντίστοιχη ενέργεια στη μελωδία, τι να πω;
Δεν με πείθει.
Ας σταματήσω εδώ, όμως, γιατί επαναλαμβάνομαι…

Μα, απλώς το λέει, δεν κάνει τίποτα. Και αφού το πει, αυτοαναιρείται με το «αλλά ο Μάρκος δεν είχε ανάγκη λογοκρισίας διότι κλπ.». Πρόσβαση σε υπηρεσιακό αρχείο δεν έχουμε. Οι δημιουργοί δεν είπαν τίποτα, δεν έκαναν τίποτα, φυσικά με την εξαίρεση των Παπάζογλου και Εϊτζιρίδη, που όμως ο δεύτερος δεν είπε τίποτα απολύτως και ο πρώτος, είτε προσωπικά είτε μέσω της χήρας του ή του γιού του, δεν έκανε την παραμικρή νύξη για επεμβάσεις σε μουσική.

Τη φράση αυτή, εγώ την αντιλαμβάνομαι περίπου ως εξής:

Τον αμανέ τον εξοστρακίσαμε, τα άσεμνα λόγια τα κόβουμε. Τέρμα.

γιατί άσεμνα άσματα δεν υπάρχουν, άσεμνος στίχος, ναι, και κακόηχα άσματα δεν υπεβλήθησαν, αφού ή θα τα είχαν απορρίψει ή διορθώσει τον ήχο τους, πράγμα που δεν βλέπουμε να έγινε.

Αυτά, στο γράμμα του νόμου. Στην πράξη, τα πράγματα συνέβησαν όπως είπαμε παραπάνω, δηλαδή δεν εντόπισε διαφθορές η επιτροπή, να τις αποβάλλει.

Edit, 4 λεπτά αργότερα: Θα συμφωνήσω με την Ελένη (μαζί γράφαμε!), άρα κατά την άποψη και των δύο μας τα πράγματα συνέβησαν όπως τα περιγράψαμε.

Ας βάλουμε και το επίμαχο σημείο του ηχογραφήματος του Τσιτσάνη, για να το έχει εύκαιρο ο αναγνώστης:

«Ο κύριος Ψαρούδας, ο οποίος όταν έβλεπε τις μουσικές μας γραμμένες κι είχαν, ας πούμε, λίγο τούρκικα, λίγο αυτά, κάτι μπεμόλια, που έλεγε επί λέξει, τις απέρριπτε, τις απέρριπτε εννοώ ότι τις ξανακάναμε πάλι και τις δίναμε»

Προσωπικά τη διατύπωση αυτή τη βρίσκω ξηρή και κατηγορηματική περιγραφή της μουσικής λογοκριτικής διαδικασίας στην πράξη.

Πράγματι, μόλις ακούς τη συμφωνική να βαράει χιτζάζ (π.χ. το Χάβα Ναγκίλα) περιμένεις να βγει ο Λόρενς της Αραβίας πάνω στην γκαμήλα του.

Αλλά ο δυτικός κινηματογραφικός συνθέτης, απ’ όσα ανατολίτικα είχε τυχόν ακούσει, αυτό ξεχώρισε. Ίσως το σαμπάχ κλπ. να ξεπέρναγαν τη δυνατότητα πρόχειρης πρόσληψής του. Του Έλληνα, οσοδήποτε δυτικοθρεμμένου, το χιτζάζ τού ακούγεται λιγότερο εξωτικό.

Αυτό ναι, πρέπει πράγματι να μην το παραγκωνίζουμε. Όμως συνεχίζει αυτό το απόσπασμα της συνέντευξης με την μία και μοναδική του πρόταση, να είναι η μοναδική μαρτυρία που έχουμε, από το 1936 μέχρι σήμερα.

Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί η απουσία συγκεκριμένων παραδειγμάτων σημαίνει ότι αυτή η πρακτική δεν εφαρμόστηκε. Έτσι κι αλλιώς, δε συζητιόταν εκείνη την ώρα ποια τραγούδια έχουν τροποποιηθεί από τη λογοκρισία αλλά τι λογής ήταν η τροποποίηση.

Αν κάποιος πει «παίζω μπουζούκι» θα συμπεράνουμε ότι δεν παίζει επειδή δε μας ανέφερε τραγούδια που έχει βγάλει;

Θα εξακολουθήσω να τονίζω ότι η παντελής απουσία παραδειγμάτων για επεμβάσεις (στη μουσική, πάντα), δεν μπορεί παρά να είναι σε αγαστήν αρμονία με την πραγματικότητα. Και πιο συγκεκριμένα για τον Τσιτσάνη, δεν πρέπει βεβαίως να αφήνουμε έξω από τον (κάθε) λογαριασμό την επανειλημμένα, κατά κόρον θα έπρεπε να πώ, εκφρασμένη απέχθειά του για την παρουσία «ανατολίτικων»* στοιχείων στη μουσική ελληνικών λαϊκών τραγουδιών. Δεν μπορεί να μην έπαιξε αυτό κάποιο ρόλο στο ότι είναι ο μοναδικός (επαναλαμβάνω: ο μοναδικός) παράγων της λαϊκής μουσικής, από την προπολεμική εποχή μέχρι και σήμερα, που έχει εκφραστεί θετικότατα (για να μην χρησιμοποιήσω άλλην έκφραση) για το καλό που έκανε η λογοκρισία του Μεταξά στη λαϊκή μουσική**

( * ) ο προσδιορισμός, δικός του

( ** ) τη βοηθεία, μην το ξεχνάμε, των προσπαθειών του ιδίου (αυτό, δική μου προσθήκη).

1 «Μου αρέσει»

Μα τότε γιατί λέει ότι τα έβγαζαν; Ψεύδεται ή τον απατά η μνήμη του;

Ίσως και τα δύο, ίσως (αυτό νομίζω εγώ) θέμα περιαυτολογίας για τις ιδεοληψίες του: Θα ήθελε να τα βγάζουν.

Και κάτι ακόμα: ο Τσιτσάνης εκείνη την εποχή ήταν μόλις 20 και κάτι χρονών!

Αδυνατώ να καταλάβω πώς του ανατέθηκε [όπως ισχυρίζεται] τόσο σημαντικός ρόλος, να διορθώνει υφεσοδιέσεις!