Τα μπεμόλια, η λογοκρισία του Μεταξά και η εμπλοκή του Τσιτσάνη

Εμ, πού να φανταστεί ότι ο Φέρρης δεν θα ήξερε ότι το τραγούδι είναι προ λογοκρισίας; :face_with_hand_over_mouth:

Φέρρης:

Παπαδάκης:

Βασίλης Τσιτσάνης - μαγνητοφ. συνέντευξη στο Γ. Παπαδάκη, 1977

Τελικά ποιος πήρε τη συνέντευξη;

ἀλλ᾽ οἱ λόγοι γε καταπαλαίουσιν λόγους :person_fencing:

Αδυνατώ να καταλάβω το νόημα της δημοσίευσης του Άνθιμου. Όταν, στο #18 μου, καταπιάστηκα όντως να «αποκαταστήσω κάποια πράγματα», αυτά ήταν κάποιες συγκεκριμένες ανακρίβειες που περιλαμβάνονται στο σημείωμα που κάποτε μου έδωσε ο Κ. Φέρρης και με το οποίο άνοιξε τούτο το νήμα. Ο Γιώργος Παπαδάκης, το 1983, στον (30 σελίδων) πρόλογο του βιβλίου του αναφέρθηκε πάρα πολύ σύντομα (μισή σελίδα) και σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα τραγουδιού (Αλανιάρα απ’ τον Περαία του Μάρκου) για να καταδείξει ότι η επιβληθείσα απ’ τον Μεταξά λογοκρισία άλλαζε στοιχεία της μουσικής ρεμπέτικων τραγουδιών, με στόχο την «εξυγίανση» του λαϊκού τραγουδιού. Ο Κ. Φέρρης, στο σημείωμά του προς εμένα, βάζει τον Τσιτσάνη να λέει ότι το σολ δίεση του ΣΕ περιμένω «είναι μπεμόλι, γιαυτό βοήθησα το Μάρκο και του το διόρθωσα, οπότε του πέρασα και το κομμάτι απ’ τη λογοκρισία. Όπως όμως καταδεικνύεται από το ηχητικό 05 The discussion about the ‘anatolitiko’ note του #18 μου, ο Τσιτσάνης δεν είπε αυτά που ο Φέρρης είπε ότι ο Τσιτσάνης είπε. Είπε συγκεκριμένα Βέβαια είναι πρό της λογοκρισίας αυτό το τραγούδι. Δεν είχε ανάγκη λογοκρισίας διότι είναι απ’ το Μάρκο γραμμένο και καθαρό ελληνικό. Ε, αυτό ήθελα να αποκαταστήσω.

Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να δημοσιευτεί η συγκεκριμένη αναφορά; Λέει άλλα από αυτά που περιέχονται στα δύο ηχητικά του #18: Δεν το έβγαλε ο Τσιτσάνης το «μπεμόλ» (τη δίεση στο σολ εννοεί). Και βεβαίως, ο κ. Παπαδάκης ήταν παρών μεν στην συνέντευξη, αλλά το σημείωμα του Κ. Φέρρη 30 χρόνια μετά, δεν το είδε. Ακόμα περισσότερο, το τμήμα της μελωδίας που παρατίθεται σε πεντάγραμμο (κάθε βράδυ θα σε περιμένω) δεν τραγουδήθηκε έτσι στην ηχογράφηση, με το σολ δίεση δηλαδή, και όποιος διαβάσει προσεκτικά και το #1 μου και το #18 μου, θα καταλάβει τί ακριβώς εννοώ. Το λέει καθαρά ο Τσιτσάνης: Βέβαια, είναι πρό της λογοκρισίας αυτό το τραγούδι (ηχογράφηση 1935, προσθέτω εγώ).

Να λέμε και του στραβού το δίκιο: Δε λέει ο Παπαδάκης ότι τραγουδθηκε έτσι. Η παρτιτούρα ανήκει στην απομαγνητοφώνηση του αποσπάσματος της συνέντευξης, αφού ο Τσιτσάνης, εκτός από το να μιλάει, τραγούδησε και μια φρασούλα.

Δεν λέει όμως και ότι δεν τραγουδήθηκε έτσι. Ερώτημα αφελούς: Τι θα διαλέξει ο άσχετος αναγνώστης: Λογοκρίθηκε η μουσική, ή όχι;

Δεν ξέρω αν όλη κι όλη η αναφορά του Παπαδάκη περιρίζεται σε ό,τι δείχνει η φωτογραφία, ή συνεχίζει και παρακάτω. Την ουσία την καταλαβαίνουμε: υπήρχε λογοκρισία και στη μουσική, ιδιαίτερα στα τριημιτόνια, τα οποία ονόμαζαν μπεμόλια (αυτή η εξήγηση του όρου, αν και παράδοξη, είναι σωστή - και κανείς μας δεν τη σκέφτηκε έτσι τόσο απλά).

Αφού παραθέτει ακριβώς τον Τσιτσάνη, και ο Τσιτσάνης χρησιμοποιεί ένα «πλαστό» (αλλά διαφωτιστικό ωστόσο) παράδειγμα, δεν ξέρω αν θα έπρεπε να απαιτήσουμε οπωσδήποτε να μας εξηγήσει ότι το παράδειγμα δεν είναι πραγματικό, και ότι ο Τσιτσάνης το έχει υπόψη του και το διευκρινίζει, αλλά το βάζει απλώς γιατί δεν του ερχόταν στον νου καλύτερο. Θα πήγαινε μακριά η βαλίτσα. Σκοπός του κειμένου δεν είναι να μάθουμε λεπτομέρειες για το συγκεκριμένο τραγούδι.

Πιο σημαντικό θεωρώ ότι λογοκρίθηκε η φράση «η λογοκρισία δεν έκανε κακό».

Η φωτογραφία πράγματι δείχνει ολόκληρο το θέμα. Πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι και η υποσημείωση έχει σημαντικό λάθος: Δεν δόθηκε στον Παπαδάκη η συνέντευξη, στον Φέρρη δόθηκε, ο Π. ήταν τότε τεχνικός ηχογράφησης. Η εκπομπή ήταν το Παρασκήνιο (του Φέρρη).

Εντωμεταξύ, ξαναδιαβάζοντας το εναρκτήριο μήνυμα με το γράμμα του Φέρρη, συνειδητοποιώ ότι το περίφημο απόσπασμα της συνέντευξης είχε παιχτεί σε εκπομπή η οποία είχε σχολιαστεί και στις εφημερίδες.

Άρα ο Παπαδάκης απλώς υπενθυμίζει κάτι που θεωρητικά ήταν ήδη γνωστό.

Όσο για τις ανακρίβειες του Φέρρη, τις θεωρώ ασήμαντες. Τριάντα χρόνια μετά, γράφει από μνήμης ένα πρόχειρο γράμμα όπου του διαφεύγει η λεπτομέρεια ότι το τραγούδι του Βαμβακάρη είχε κυκλοφορήσει προ λογοκρισίας και ότι ο Τσιτσάνης το είχε τονίσει αυτό. Ε, σιγά το λάθος! Αν το έγρ;αφε σε βιβλίο ή άρθρο θα ήταν χοντρό, αλλά έτσι όχι.

Βέβαια μεταφέρει κι ένα διάλογο με τον συνεργάτη του περί δημοσιογραφικής δεοντολογίας ο οποίος δεν τον τιμά ιδιαιτέρως, αν και ο ίδιος δείχνει να νομίζει το αντίθετο. Ναι μεν υπάρχουν διάφορα πολύτιμα ντοκουμέντα που αποκτήθηκαν κατά καιρούς με αθέμιτους τρόπους και παρά ταύτα είναι ευτύχημα που αποκτήθηκαν, αλλά περιμένεις από αυτόν που τα έφερε στο φως να πει κάτι του τύπου «ήταν σφάλμα μου βέβαια αλλά τουλάχιστον βγάλαμε κάτι καλό», κι όχι να κομπάζει «του είπα του βλάκα ότι τη χέζω την ηθική, και τώρα, μετά από τριάντα χρόνια, επιμένω ότι καλά του είπα, του βλάκα».

Πουθενά δεν είπα ότι είναι σημαντικές οι ανακρίβειες, συμφωνώ 100% ότι δεν ήταν. Όμως, το να βαφτίζεις τη συνέντευξη “δική σου”, όπως και το να λογοκρίνεις το περί λογοκρισίας, είναι…

Σε ό,τι δε αφορά το πώς πάρθηκε η συνέντευξη και από ποιόν / ποιους, ο Φέρρης είναι σαφέστατος: Πήρε τον Γκιώνη (της Ελευθεροτυπίας) και πήγαν στο σπίτι του Τσιτσάνη, μετά τη βράβευση για το χρυσό δίσκο, να κάνουν συνέντευξη για το Παρασκήνιο. Ο Γκιώνης ξεκίνησε τη συνέντευξη με κάποια θέματα που τα αναφέρει ο Φ. και ο Φέρρης συνέχισε, βάζοντας το θέμα της λογοκρισίας. Ο Παπαδάκης επεμελείτο του Νάγκρα (μάρκα μαγνητοφώνου) και της μπομπίνας του.

Για το βαφτίσι, δεν υπάρχει δικαιολογία.

Για το άλλο τώρα, ξέρω κι εγώ… Ήταν οπωσδήποτε λεπτό το θέμα. Αν υποθέσουμε ότι η εκπομπη του Φέρρη είχε ξεχαστεί, ο Παπαδάκης είχε τη δυνατότητα να (ξανα)παρουσιάσει μια κουβέντα του Τσιτσάνη που θα τον εξέθετε, θα τον μείωνε (τον ίδιο τον Τσιτσάνη εννοώ), και που την είχε πει χωρίς να ξέρει ότι ηχογραφείται. Αλλα΄μπορούσε και να την κάνει γαργάρα.

Ενώ το σημείο που τελικά παρέθεσε, όσο κι αν είναι εξίσου προϊόν υποκλοπής, είναι κάτι που ρίχνει φως σε μια άλλοθεν άγνωστη (διορθώστε με) πτυχή της ιστορίας της λογοκρισίας, και έχουμε κάθε λόγο να υποθέσουμε ότι ο Τσιτσάνης δε θα είχε αντίρρηση να το πει και στην κάμερα εν γνώσει του, απλώς έτυχε οι συνθήκες εκείνη την ώρα να τον χαλαρώσουν και να τον κάνουν να εκφράζεται σαφέστερα. Μπορεί στην κάμερα να ασχολούνταν με το πώς θα διαλέξει τα λόγια του, ξέρω γω, δεν είναι εύκολο πράγμα η έκθεση: ο καθένας μπορεί, μόλις κλείσουν οι κάμερες, να συνειδητοποιήσει ότι δεν είπε το σημαντικότερο. Ε, ο Τσιτσάνης το είπε μόλις χαλάρωσε. Δε νομίζω να είχε καμία μυστικοπάθεια για το θέμα των μπεμολιών, επομένως ο Παπαδάκης δεν αμάρτησε ιδιαίτερα δημοσιεύοντάς το.

Ενώ το υπόλοιπο (η λογοκρισία δεν έκανε κακό) ε, όσο να πεις, …!

Ίσως (ίσως λέω) να σκέφτηκε έτσι ο Παπαδάκης.

Άρα, και για το “υπόλοιπο” δεν υπάρχει δικαιολογία.

Εγώ βρίσκω ότι μπορεί και να υπάρχει, αλλά δε βαριέσαι… Δεν ξέρουμε πώς σκέφτηκε ο Παπαδάκης και δε νομίζω να γινόμασταν πολύ σοφότεροι αν το ξέραμε.

Δεν θα γινόμασταν, αλλά υπάρχουν και κάποια θέματα δεοντολογίας. Δεν έφερα εγώ το απόσπασμα του Παπαδάκη, να υποστηρίξω απόψεις μου με τα γραφόμενα σ’ αυτό….

Το συγκεκριμένο post μου, πράγματι, δεν είχε λόγο υπάρξεως, και παρακαλώ τους συντονιστές να το διαγράψουν.

Επρόκειτο για ολικό lapsus εκ μέρους μου

Είτε λογοκρίθηκε από τον Παπαδάκη είτε όχι το «η λογοκρισία της μουσικής δεν έκανε κακό» που είπε εκτός κάμερας ο Τσιτσάνης δεν έχει την παραμικρή σημασία, διότι ο ίδιος ο Τσιτσάνης επέλεξε να «μειωθεί»/ «εκτεθεί», όταν τη θετική γνώμη του για τη μεταξική λογοκρισία την είχε διατυπώσει ευθέως σε γραπτή συνέντευξή του το 1972 στον Gauntlett. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε το 1976 («Μια ανέκδοτη συνέντευξη με τον Βασίλη Τσιτσάνη», Antipodes, τχ. 4-5 Μελβούρνη) και αναδημοσιεύτηκε έκτοτε αρκετά (στα «Ρεμπέτικα Τραγούδια» του Πετρόπουλου το 1979, στου Σχορέλη το 1981 κλπ κλπ).

Ερώτηση: «Με τη λογοκρισία που λειτούργησε κατά καιρούς στην Ελλάδα πως τα πήγατε;»

Απάντηση: «Επί Μεταξά η λογοκρισία έκοψε όλα τα χασικλίδικα. Κατά τα άλλα μπορώ να πω ότι ήσκησεν ευεργετικήν επίδρασιν, διότι μουσικές αμανοειδείς και νότες κλαυθμηρίζουσες απορίπτοντο. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν το λαϊκό μας τραγούδι να είναι ελληνοπρεπές και καλόγουστο.»

Μάλιστα. Επομένως, από τις δύο βασικές πληροφορίες (α - ότι υπήρχε λογοκρισία και στις μελωδίες, και τι τύπου ήταν, β - η γνώμη του Τσιτσάνη για όλα αυτά) και οι δύο είχαν ξαναδημοσιευτεί. Η δεύτερη δημοσίευση είναι επιβεβαίωση.

Απορία: τη μεν γνώμη του Τσιτσάνη δεν θα μπορούσαμε να τη μάθουμε παρά μόνο από συνεντεύξεις του. Η άλλη όμως πληροφορία, δεν είναι γνωστή από πουθενά αλλού; Μου κάνει εντύπωση, όταν το ζήτημα της λογοκρισίας των στίχων επί Μεταξά είναι τόσο χιλιοσυζητημένο και αποτελεί καραμέλα και σήμερα.

Συγνώμη αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Από τη συνέντευξη του Τσιτσάνη στον Φέρρη, στην εκπομπή παρασκήνιο, αυτήν όπου αναφέρεται το «Η λογοκρισία της μουσικής δεν έκανε κακό» και η αναφορά στο σολ δίεση του κάθε βράδυ θα σε περιμένω που πράγματι θα μετέτρεπε το δρόμο από μινόρε σε νιχαβέντ αν ηχογραφείτο έτσι, δεν προκύπτει λογοκρισία της μελωδίας κάποιου τραγουδιού. Το μεν γενικότερο «Η λογοκρισία της μουσικής δεν έκανε κακό» ελέχθη για να τερματίσει ένα θέμα που παρουσίασε ο Τσιτσάνης σχετικά με πιθανή λογοκρισία στίχου, όχι μουσικής (πρώτο ηχογράφημα του #18), το δε κάθε βράδυ θα σε περιμένω πρώτον, δεν περιείχε κάτι που δεν άρεσε στην επιτροπή και το έκοψε και, δεύτερον, ηχογραφήθηκε προ επιβολής λογοκρισίας. Η σχετική γνώμη του Τσιτσάνη ήταν ότι το κομμάτι αυτό δεν χρειαζόταν λογοκρισία γιατί ο Μάρκος, ως γνήσιος Έλληνας, ήταν υπεράνω λογοκρισίας.

Η πλάκα είναι, ότι φαίνεται ότι το «Κάθε βράδυ θα σε περιμένω» ηχογραφήθηκε σε δεύτερη (ή τρίτη) εκτέλεση από τον Βαγγέλη Περπινιάδη μεταπολεμικά, ο οποίος εκφέρει το σολ με δίεση! Δεν την βρήκα όμως…

Για λογοκρισία στις μελωδίες των τραγουδιών έχουμε μόνο την αναφορά αυτή του Τσιτσάνη [αν θυμάμαι καλά], ενώ όσον αφορά στη στιχουργική, αρκετές.

Τώρα που γνωρίζουμε τι ακριβώς ειπώθηκε από τον Τσιτσάνη, όσον αφορά στο επίμαχο θέμα, από τις δυο συνεντεύξεις [την πραγματική στον Κ.Φ. όπως αποκαταστάθηκε από το Νίκο και αυτήν στον Gauntlett, από το παράθεμα του Άνθιμου]
εγώ τουλάχιστον κατάλαβα πως

  • η αναφορά στο σολ δίεση του «Κάθε βράδυ θα σε περιμένω» δόθηκε ως παράδειγμα και μόνο του τι ακριβώς ήταν τα «μπεμόλια»
  • ότι δεν υπέστησαν λογοκρισία στη μελωδία τραγούδια Ελλήνων δημιουργών
    [«…δεν είχε ανάγκη λογοκρισίας διότι είναι απ’ το Μάρκο γραμμένο και καθαρό ελληνικό…»]
  • ούτε χρειάστηκε να «βγάλει» ο Τσιτσάνης ή οποιοσδήποτε άλλος «μπεμόλια» από τις μελωδίες.
  • λογοκρισία στη μελωδία – κατά πάσα πιθανότητα – θεωρείται η αποστροφή προς τους αμανέδες και η απόρριψή τους από το μεταξικό καθεστώς
    [«διότι μουσικές αμανοειδείς και νότες κλαυθμηρίζουσες απορίπτοντο»].

Η οποία αποστροφή, όσον αφορά στο μεταξικό καθεστώς, έχει τις αιτίες της, πολιτικές και κοινωνικές, για τον ίδιο τον Τσιτσάνη όμως - που συμφωνεί με την επιβολή λογοκρισίας (*) – πιθανότατα να είναι θέμα καθαρά αισθητικής.

(*) Φαίνεται βέβαια να επικροτεί ο Τσιτσάνης την επιβολή λογοκρισίας στα χασικλίδικα, αν και ανάλογα στιχουργήματα έχει δώσει και ο ίδιος και μάλιστα εξαιρετικά…

1 «Μου αρέσει»

Εγώ καταλαβαίνω ακριβώς το αντίθετο, και απορώ! Μπορεί το Κάθε βράδυ να μη λογοκρίθηκε για τους λόγους που είπαμε, αλλά ο Τσιτσάνης το ανέφερε ως υποθετικό παράδειγμα. Παράδειγμα τίνος πράγματος; Του πώς άλλαζε τις μελωδίες η λογοκρισία.

Ο Τσιτσάνης είναι νομίζω κατηγορηματικός:

Βγάζαμε τα μπεμόλια.
[…]
Εμείς το αλλάζαμε το σημείο εκείνο και το κάναμε χωρίς το μπεμόλ…

Το πόσο συχνά όντως εφαρμοζόταν αυτό, ή αν υπήρχαν τρόποι να κοροϊδέψεις τη λογοκρισία (π.χ. με μία παρτιτούρα που να μη γράφει τα μπεμόλια αλλά τελικά να παιχτούν), ή αν απλώς η λογοκρισία βαριόταν και τα πέρναγε αβλεπεί κλπ., άλλο θέμα. Ενδεχομένως τέτοιες πληροφορίες να είναι γνωστές από αλλού ή να συνάγονται από τα πράγματα, πάντως ο Τσιτσάνης δεν τις λέει.

Από τον Τσιτσάνη μαθαίνουμε ότι αυτή ήταν η δουλειά της λογοκρισίας, και ότι [κάποιες έστω φορές] έγινε, ενώ δεν κάνει την παραμικρή νύξη σε περιπτώσεις όπου να μην έγινε.