Αγαπητοί Φορουμίτες, πριν λίγο καιρό είχα ρωτήσει τον Κώστα Φέρρη για ένα θέμα που με ενδιέφερε, σχετικά με τα μπεμόλια που έκοβε η λογοκρισία του Μεταξά και την εμπλοκή του Τσιτσάνη σε αυτό. Μου απάντησε και την απάντηση είδα σήμερα. Θα συμφωνήσετε ότι το θέμα ενδιαφέρει γενικότερα, γιαυτό και το παραθέτω:
"Νίκο,
Μόλις τώρα επιστρέφω στο Δίκτυο, ύστερα 1,5 μήνα περίπου αναγκαστικής απουσίας, κι ύστερα από αναβάθμηση του υπολογιστή, και απολύμανση από τους ιούς που μας καταστρέψανε… Βρήκα… 1.406 μηνύματα, και θα μου πάρει ίσως μιά βδομάδα γιά να τα διαγράψω. Στάθηκα όμως στο δικό σου, κι είναι η πρώτη απάντηση σε παλιά μηνύματα που στέλνω. Σου απαντάω λοιπόν κάπως εκτεταμένα, γιατί είναι ίσως η ευκαιρία να διηγηθώ μιάν από τις σημαντικές στιγμές της δικής μου ρεμπετολογικής έρευνας.
Θεωρώ τον εαυτό μου υπερήφανο, που αποκάλυψε γιά πρώτη φορά την ιστορία με τα μπεμόλια, που προκάλεσε όχι μόνο έκρηξη, αλλά και αναθεώρηση γιά πράγματα που πιστεύαμε ως τότε. Η ιστορία έγινε ως εξής: Το 1975, ανέλαβα με άλλους τέσσερις συναδέλφους, να “στήσουμε” (δηλαδή να κάνομε μιά σειρά εκπομπές ειδικού τύπου ντοκυμαντέρ, πειραματιζόμενοι γιά να ορίσουμε το στύλ και τη δομή) της εκπομπής “Παρασκήνιο”. Ας σημειώσω εδώ πως σ’ ένα χρόνο μέσα το καταφέραμε, κι αυτό είναι το στυλ που κρατάει αυτή η εκπομπή ως σήμερα.
Ύστερα από δυό-τρεις εκπομπές που έφτιαξα (“Λυρική Σκηνή”, “Νίκος Ξυλούρης” κ.λ.) μου δόθηκε παραγγελία να κάνω κάτι γιά την απονομή του Χρυσού Δίσκου στον Βασίλη Τσιτσάνη, κι αυτό γιατί τον ήξερα από παλιά και μπορούσα να μιλάω μαζί του ανοιχτά. Πήγαμε φυσικά στην απονομή με κάμερα, πετύχαμε μιάν εντυπωσιακή σκηνή με όλους τους “Μεγάλους” (Θεοδωράκη, Λοϊζο, Μαρκόπουλο, κ.λ. κ.λ. κ.λ.) που σχολιάζανε την “κατάντια του Ελληνικού τραγουδιού”, κι ο Θεοδωράκης μάλιστα ειρωνεότανε το “Υπάρχωωωωωω” και τον Καζαντζίδη, κι όλο μιλούσανε γιά λεφτά, λεφτά, λεφτά, λεφτά, κι όλο τρώγανε, τρώγανε, τρώγανε, τρώγανε τα μεζεδάκια του μπουφέ. Αυτή η σκηνή μου έφερε έναν τεράστιο τίτλο “ΜΠΡΑΒΟ ΦΕΡΡΗ !!!” ΄πούβαλε η Μαρία Παπαδοπούλου στα Νέα.
Φυσικά δε μπορούσα ν’ αρκεστώ σ’ αυτά, και δώσαμε ραντεβού στο σπίτι του Τσιτσάνη, τ’ απόγευμα, γιά να γυρίσουμε την κύρια συνέντευξη. Πρέπει να σημειώσω πως ηχολήπτης στο συνεργείο ήταν ο -νεοφώτιστος τότε ρεμπετόφιλος- Γιώργος Παπαδάκης. Και πως συνεργάτης μου - δημοσιογράφος, ήταν ο Δημήτρης Γκιώνης της Ελευθεροτυπίας.
Πριν αρχίσει η συνέντευξη, μας είπε πως αυτός ο “Χρυσός Δίσκος” (ήταν τα ποτ-πουρί σε LP με εξώφυλλο το κομπολόϊ, από τα παλιά διπλά 45άρια, Μπιθικώτσης κ.λ.) είναι… χάρτινος! Επιστρέφοντας σπίτι του από τη δεξίωση, είχε πάει ο αθεόφοβος σε φίλο του χρυσοχόο, που ένγαλε τη διάγνωση πως ο δίσκος δεν είναι συμπαγής χρυσός, αλλά… απλώς επιχρυσωμένο χαρτόνι, και πως γι αυτό οι εταιρίες εξαπατούν! Αυτό με φούντωσε, κι αποφάσισα να τον… στριμώξω στη συνέντευξη, στη σκοτεινή περίοδο του Μεταξά, και της υποκατάστασης του Βαμβακάρη (όπως νομίζαμε ως τότε) από τον Βασίλη Τσιτσάνη. Έτσι άφησα τον Γκιώνη να ολοκληρώσει τις δικές του ερωτήσεις ("Πως γράψατε τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” κ.λ. κ.λ.), και πήρα τη σειρά μου στο θέμα “Μεταξάς και Λογοκρισία” (ας μην ξεχνάμε πως είμαστε μόλις ένα χρόνο μετά την πτώση της χούντας, και δίνομε μεγάλες μάχες γιά την κατάργηση της λογοκρισίας).
Απέναντί μου, on camera, ο Τσιτσάνης βρέθηκε αμήχανος. Καταλάβαινε πολύ καλά που το πήγαινα, απ’ την άλλη δεν ήθελε να με κακοκαρδίσει γιατί ήτανε της μόδας να είσαι αριστερός, κι άρχισε να λέει (αμήχανα) κάτι γιά το ότι "κοίτα να δεις, η λογοκρισία πάντα υπήρχε. και ο καλλιτέχνης δε μπορεί να επηρεάζεται απ’ αυτό, αλλά να κάνει το έργο του, προσαρμοζόμενος (δεν είναι η λέξη που χρησιμοποίησε) στις επιταγές της κοινωνίας. Εκεί πάνω, STOP, Ο οπερατέρ, Θοδωρής Μαργκάς, μας σταματάει, γιατί τέλειωσε το φιλμ και πάει να φέρει καινούργιο “σασσί” (κασέτα το λένε σήμερα). Χαλαρώνουμε. “Να σβύσω τα φώτα;” με ρωτάει ο ηλεκτρολόγος. “Όχι μωρέ, θα ξαρανρχίσουμε αμέσως”! Κατεβαίνουν οι τόνοι, Και με ρωτάει ο Τσιτσάνης: “Γράφομε τώρα;” Από ένστικτό, γυρνάω να δω τον Παπαδάκη, και βλέπω τη μπομπίνα του Νάγκρα να γυρνάει. Ο Γιώργος με κοιτάει με νόημα, “Όχι, Βασίλη, του λέω ακαριαία, διάλειμμα”. Κι αρχίζει:
“Κοίτα να δεις…” Στο μεταξύ ο Μαργκάς έχει φορτώσει τη μηχανή με φιλμ, με κοιτάει πονηρά, του κλείνω το μάτι, κι αυτός πατάει το κουμπί!
“Κοίτα να δεις… Λέμε λογοκρισία και λογογρισία, αλλά η λογοκρισία του Μεταξά χρειαζότανε, κι έκανε καλό!” ΜΠΟΜΠΑ! ΑΝΑΤΡΙΧΙΛΑ! “Δηλαδή;”
“Να σου πω. Ο Μεταξάς είχε βάλει στη λογοκρισία έναν πολύ σοβαρό κύριο, τον κύριο Ψαρούδα!”
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Ιωάννης Ψαρούδας, εξαιρετικός μουσικολόγος της εποχής, κλασσική παιδεία, στην ομάδα Ζαλοκώστα (Ξημερώνει αυγή δροσάτη…) γιά την κάθαρση του Ελληνικού πολιτισμού από ξενόφερτα στοιχεία -ή κάπως έτσι- κ.λ. κ.λ. Πατέρας της κας Ιωάννας Ψαρούδα-Μπενάκη.
“Αυτός ο Ψαρούδας λοιπόν, μας απαγόρευε τα μπεμόλια. κι εγώ βοηθούσα τους συναδέφους μου να διορθώνουν τα τραγούδια τους γιά να περνάνε τη λογοκρισία”!
“Τι είναι τα μπεμόλια, Βασίλη;”
“Άκου να δεις:” Και πιάνει το μπουζούκι του. "Όταν του Μάρκου του κόψαν τον τίτλο “Αλανιάρα”, δεν είχε πρόβλημα, γιατί την έκανε “Παιχνιδιάρα”. Όμως του Μάρκου τούρχονταν “Κάθε βράδυ θα ΣΕΕΕΕ, θα ΣΕΕΕΕΕ… περιμένω”, και τσίριζε αστό το ΣΕΕΕΕ…, που ήτανε μισό τόνο πάνω απ’ αυτό που ξέρομε. “Αυτό το ΣΕΕΕΕ…, είναι μπεμόλι. Γι αυτό κι εγώ τον βοήθησα το Μάρκο, και του διόρθωσα αυτό το ΣΕΕΕΕ… κι έτσι πέρασα το τραγούδι από τη λογοκρισία του Ψαρούδα.”
Η ταραχή όλου του συνεργείου ήταν τέτοια, που κοντέψαμε να προδωθούμε. Το πήρε όμως χαμπάρι ο Γκιώνης, κι ήρθε να μου ψιθυρίσει: “Αυτό ποτυ κάνεις είναι απαράδεκτο! Είναι δημοσιογραφικά αντιδεοντολογικό!” Στα μουλωχτά και μ’ ένα δολοφονικό βλέμμα, του ψιθύρισα: “Άντε χάσου από μπροστά μου και μη μου το χαλάσεις, γιατί θα σε σφάξω!” Και συνέχισα, δήθεν αδιάφορα: “Δηλαδή, θες να πεις Βασίλη, πως ο Ψαρούδας ήθελε να κάνει το τραγούδι μας Δυτικότροπο, ή “Ευρωπαϊκό” όπως λέγατε τότε;” Χαμογέλασε πονηρά, και είπε: “Πιό Ελληνικό λέω εγώ…” Και συμπληρώνει εξομολογητικά: “Κοίτα να δεις… Ο Μεταξάς, ήταν Κεφαλλονίτης. Κι εγώ τότε έγραψα ΚΑΤΙ ΚΑΝΤΑΔΕΣ… ΚΑΤΙ ΚΑΝΤΑΔΕΣ…” Είναι η φράση που σώζεται στην ταινία μου, ειπωμένη από τον Νίκο Καλογερόπουλο.
Η συνέχεια ήρθε μόνη της. Πήγαμε και στα Τρίκαλα, και τραβήξαμε τον Κίτσο στο Ουζερί, να κυκλοφορεί μούργος και γυρνώντας τις πλάτες στην κάμερα, ενώ οι πελάτες σχολιάζανε πόσο μεγάλος μουσικός είναι και πόσο πικραμένος με τον αρεδφό του. Πήραμε και συνέντευξη από την αδερφή του, που προκάλεσε σύγκρουση στην οικογένεια, γιατί ο Βασίλης τους είχε απαγορεύσει να μιλάνε στην τηλεόραση με απειλή να τους κόψει το επίδομα. Όλα αυτά είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΜΕΝΑ, και ΑΠΟ ΠΡΩΤΟ ΧΕΡΙ.
Στο μοντάζ, ο Γκιώνης διαφώνησε με τη χρήση του μέρους της “συνέντευξης” που γυρίστηκε εν αγνοία του, αλλά στο τέλιος εντυπωσιάστηκε από την όλη εκπομπή και το δέχτηκε. Βγαίνει η εκπομπή στον αέρα, και… ΜΠΑΜ ΗΚΟΥΣΘΗ ΣΤΥΟΝ ΑΕΡΑ! Ήμουνα τυχερός που η Μαρία Παπαδοπούλου με συμπαθούσε και αντιπαθούσε αυτούς που προβάλλονται με αριστερές θέσεις ενώ είναι συντηρητικοί, κι έγραψε ΠΡΩΤΗ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ την πιό διθυραμβική κριτική που μου γράψανε ποτέ.
Ο Τσιτσάνης έλειπε στη Γερμανία, κι εκεί έμαθε τα μαντάτα. Μου μήνυσε λοιπόν “να κρυφτώ, γιατί όταν έρθει στην Ελλάδα θα με καθαρίσει!!!” Φυσικά και η έκφραση αυτή είναι καθαρά μάγκικη, και δε σημαίνει πως το εννοούσε. Το μήνυμα μου τόπε μιά συνάδελφός μου σκηνοθέτις (μακαρίτισσα τώρα) που ήτανε και περιστασιακή του γκόμενα! Με ξεφώνισε δημοσία στα Εξάρχεια, και της έσουρα τον αναβαλλόμενο. “Ο Τσιτσάνης έχει το δικαίωμα να με καθαρίσει, αλλά εσύ δεν έχεις το δικαίωμα να τον πιάνεις στο στόμα σου.”
Η συμφιλίωσή μου με τον Τσιτσάνη έγινε 5 χρόνια αργότερα, όταν έκανα μιά τεράστια μουσική εκπομπή (ξεπέταγμα) με 80 τραγουδιστές (από Μπέσυ Αργυράκη μέχρι Μάκη Χριστοδουλόπουλο, κι από Βίκυ Μοσχολιού ίσαμε Γλυκερία κα βάλε). Όταν ήρθε η σειρά του Τσιτσάνη, κατέβηκα στο πλατώ, τραπέζια γεμάτα κομπάρσους, και πλησίασα μιά χαζογκόμενα. ενώ ο βοηθός μου πήγε να έιδοποιήσει τον Τσίλια ναρθεί. Και την ώρα που περνούσε (με την Ελένη Γεράνη και τους άλλους, και το μπουζούκι στο χέρι, βγάζω μιά βροντερή φωνή χωροφύλακα: “Σήκω πάνω μωρή:” Τρέμοντας η καημένη η τύπισα σηκώθηκε στη θέση της σε στάση προσοχής, κοντοστάθηκε κι ο Τσιτσάνης. “Ποιός είναι ο κύριος που είναι μπροστά σου;” Κόκκαλο η μικρά. “Δεν ξέρω, κύρις Κώστα…” “Αν ήμουνα ο Μουσχουντής, τώρα θα σ’ έχωνα μέσα!” Η κοπελιά δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά ο Βασίλης -νομίζω πως" συγκινήθηκε… “Τι να σε πω, ρε τσόγλανε… Έχε χάρη ποτυ είσαι έξυπνος, κι αγαπάς το τραγούδι μας.”
Με τη μαρτυρία αυτή, κατέρρευσε ο μύθος πως “ο Μεταξάς απαγόρευσε το μπουζούκι”, αλλά αποκαλύφθηκε (όπως διασταυρώθηκε αργότερα από την Αγγέλα Παπάζογλου) πως τα μεγάλα θύμετα της λογοκρισίας του Μεταξά, ήταν η Σμυρνέϊκη (του Πειραιά) Κομπανία, δηλαδή τα σαντουρόβιολα και οι Βυζαντινοί τρόποι που οι Αθηναίοι ονόμαζαν Τουρκομερίτικους. Γι αυτό και σήμερα, η αντίδρασή μας γιά όσους ψάχνονται στους “Τούρκικους δρόμους και μακάμια” σε σχέση με το ρεμπέτικο, είναι ίσως κάπως υπερβολική. Αυτό οφείλεται στο ότι αυτοί που εντρυφούν σ’ αυτό (π.χ. ο φίλος μας και εξαιρικός Παπαϊωάννου, με τον οποίο λίγο έλειψε… να πλακωθούμε στο παρελθόν) άθελά τους και αναγκαστικά, χρησιμοποιούν τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιόύσαν οι εχθροί μας τότε Ελληναράδες, γιά να πολεμήσουν το τραγηούδι που θεωρούσαν “Τουρεκομερίτικο” και του πρόσφυγες που ονόμαζαν “Τουρκόσπορους”.
Αν νομίζεις πως το σημείωμα αυτό έχει ενδιαφέρον και γιά τους άλλους, κατέβασέ το στο Φόρουμ, γιατί εμένα θα μου πάρει 5-6 μέρες να μπω."
Και η δική μου ερώτηση στον Κώστα Φέρρη αλλά και στο Φόρουμ, αν ξέρει κανείς: Εγώ είχα την εντύπωση ότι τη φράση “μας είχε ο Μεταξάς και κόβαμε τα μπεμόλια” την είχα διαβάσει σε συνέντευξη του Τσιτσάνη σε εφημερίδα (ή περιοδικό) που κάκιστα δεν κράτησα. Μήπως κάποιος θυμάται ή κράτησε κάτι σχετικό στο αρχείο του;