Αν ενδιαφέρει κανέναν, νομίζω ότι το θέμα της λογοκρισίας “ταξινομείται” σε τρία κεφάλαια:
α) Η λογοκρισία γενικά. Δηλαδή η ύπαρξή της ως μηχανισμού.
β) Η λογοκρισία στο στίχο.
γ) Η λογοκρισία στη μουσική.
Το γράφω αυτό προκειμένου να μην δημιουργηθεί σύγχυση σε ενδεχόμενη συζήτηση πηδώντας από τα “μπεμόλια” στο “όταν συμβεί στα πέρξ” κι από κει πάλι πίσω με μιά ενδιάμεση στάση στο “κάνε λιγάκι υπομονή” και στης “κοινωνίας της διαφορά”.
Πάντως το θέμα δεν είναι εύκολο ακόμα και για όποιον -όπως κι εγώ- μπορεί να δηλώνει ότι είναι αντίθετος με κάθε λογοκρισία. γιατί όπως είναι γνωστό, ακόμα και όταν δεν υπάρχει θεσμοθετημένη λογοκρισία, λειτουργούν χίλιοι μηχανισμοί που “αυθόρμητα” προωθούν ένα “ύφος και ήθος” και θάβουν ένα άλλο, μηχανισμοί προσαρμογής, αυτολογοκρισίας κλπ κλπ.
Σε ότι αφορά τη λογοκρισία που επιβλήθηκε στο στίχο το 36 (ή και τη μεταπολεμική λογοκρισία), έχει κι αυτή δύο πλευρές: η μιά αφορά την λογοκρισία που ασκείται για την προστασία της “καθεστηκυίας τάξης” και θέλει να εξαφανίσει “επκίνδυνες” νύξεις με κοινωνικο και πολιτικό περιεχόμενο.
Η άλλη πλευρά αφορά τη λογοκρισία που ασκείται για την προστασία, ας πούμε, της “ηθικής υγείας” της κοινωνίας.
Η πρώτη πλευρά είναι φαινομενικά ευκολότερο να εκτιμηθεί, και ακόμα και στην εποχή της θα ήταν αρκετά σαφές το ποιος ήταν υπέρ της ύπαρξης της και ποιός κατά…
Σε σχέση με τη δεύτερη πλευρά η σύγχυση είναι μεγαλύτερη… Κατά τη γνώμη μου η πλευρά αυτή συνιστούσε το νομιμοποιητικό πρόσχημα γιά την επιβολή λογοκρισίας γενικά και γιά την ύπαρξη λογοκριτικού μηχανισμού… [li]
[/li]Εννοείται ότι εδώ εντάσσεται περισσότερο από όλα, εκείνη την εποχή, η λογοκρισία που αφορούσε τα “χασικλήδικα” κλπ.
Όπως γράφω και παραπάνω ανήκω σε εκείνους που είναι “εναντίον κάθε λογοκρισίας”.
Τη θέση αυτή δεν την αναιρεί το ότι -ακόμη και σήμερα που υποτίθεται έχει προστεθεί μιά δόση φολκόρ- δεν διασκεδάζω στην πραγματικότητα, ούτε μπορώ πανηγυρίσω, ούτε να ταυτιστώ με το μάγκα που κουβάλαγε στα τρύπια του τακούνια ηρωίνη ως τα μπούνια.
Τη θέση αυτή επίσης δεν την αναιρεί, παρ’ όλα αυτά όμως την “υπονομεύει” και κατά κάποιο τρόπο την “αντιστρέφει” το γεγονός (σύμφωνα με μαρτυρίες των οποίων δεν θυμάμαι την πηγή), ότι από κάποιο σημείο κι έπειτα τα λεγόμενα χασικλήδικα φωνογραφούνταν από τις εταιρίες επί παραγγελία απλώς επειδή πουλούσαν. Μέσα σε αυτές τις μαρτυρίες που έχει συγκρατήσει η μνήμη μου είναι κι αυτή, όπου ο αρμόδιος της εταιρίας ζητά από τον Παπάζογλου, που γυρεύει να φωνογραφήσει κανένα τραγούδι του, να του φέρει κανένα χασικλήδικο. Κι αυτός, ο ίδιος που έχει γράψει τραγούδια όπως “αργιλέ μου παινεμένε”, με τους “μάγκες που συζητούνε στο μπαρμπούτι να ριχτούνε μέχρι να καθαριστούνε και τον αργιλέ να θυμηθούνε” (τραγούδι που γιά μένα με τη μουσική του και με την ερμηνεία του Περπινιάδη βρίσκεται σε πολύ ψηλό επίπεδο αισθητικής, με όλη τη σημασία της λέξης, δηλαδή σαν “ενότητα μορφής και περιεχομένου”), ο ίδιος λοιπόν άνθρωπος όταν η εταιρία τού παραγγέλνει “χασικλήδικο”, τους πηγαίνει τον “ξεμάγκα”: Βαρέθηκα τον αργιλέ, σιχάθηκα τη μαύρη… Τις όμορφες θα κυνηγώ κρασί και σαντουράκι κι όχι το παλιομπούζουκο και το μπαγλαμαδάκι… Φύγε από με κουτόχορτο, χάσου κι εσύ τσιμπούκι… Γιατί όσο σε φουμάριζα κι έπαιζα και το ζάρι…
…Και θ’ ακολουθήσει αργότερα μιά εποχή όπου θα γίνει “διακύβευμα” για το λαϊκό τραγούδι, αν θα έχει στο επίκεντρό του το χασίς και το ζάρι ή τη φτώχια και τα κοινωνικά προβλήματα. Νομίζω ότι η περιγραφή που κάνει ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του για τη στάση που τηρούσαν απέναντί του οι χίτες και οι ελασίτες, αυτό το “διακύβευμα” αφορά σε τελική ανάλυση.
Γράφει παραπάνω ο Φέρρης, ότι ανέτρεψε τον μύθο πως ο Μεταξάς απαγόρευσε το μπουζούκι. Πράγματι ο Μεταξάς δεν απαγόρευσε το μπουζούκι. Αργότερα, μάλλον, έγινε γνωστό και το περιστατικό που αφηγείται ο Παπαϊωάννου, ότι πήγε ο ίδιος και έπαιξε μπουζούκι στο Μεταξά και του άλλαξε τη γνώμη γιά το όργανο.
Εγώ πάλι νομίζω ότι ο Μεταξάς, ηθελημένα ή άθελά του, όχι απλώς τελικά δεν απαγόρευσε το μπουζούκι, αλλά στην πραγματικότητα το καθιέρωσε.
Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όταν από την τότε λαϊκή μουσική η μεταξική (εγώ εν προκειμένω θα έλεγα γενικότερα η “αστική”) λογοκρισία εξωβελίζει την καθαυτό ανατολή, τους δρόμους της και τα όργανά της, κάνοντας πολλαπλά προφητικό το στίχο του Παπάζογλου για το σαντουράκι στον ξέμαγκα;
Εν πάση περιπτώσει, η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αυτού του είδους η λογοκρισία που ασκήθηκε πάνω στην ίδια τη μουσική, ήταν η χειρότερη μορφή λογοκρισίας από όλες τις μορφές λογοκρισίας που ασκήθηκαν.
Η λογοκρισία στον στίχο μπορεί άμεσα να φαίνεται σαν η πιό καταπιεστική, αλλά αρκεί μια στιγμιαία λχ πολιτική ανατροπή για να “διορθωθεί”. Η λογοκρισία πάνω στη καθαυτό μουσική αποτέλεσε όμως μορφή λοβοτομής του λαϊκού πολιτισμού. Αποτέλεσε υλοποίηση της γνωστής φράσης που υποτίθεται πως εκστόμισε αργότερα ο Κίσινγκερ για τη μέθοδο που πρέπει ν’ ακολουθήσεις αν θέλεις να νικήσεις ένα λαό. Η διαδρομή από τη μικρασιαστική καταστροφή έως το δόγμα “ανήκομεν εις της δύσιν” περνά μέσα από αυτή τη μορφή λογοκρισίας…
[li] Δέν ξέρω πόση σημασία έχει σε αυτό το σημείο και η μαρτυρία του Ζαμπέτα (από την αυτοβιογραφία του), όπως την θυμάμαι από μνήμης: Η μαρτυρία αφορά τη σχέση της τότε εξουσίας με την παραβατικότητα που η ίδια θεσμοθετούσε. Όπου στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, στο κέντρο όπου βρισκόταν ο Ζαμπέτας, εμφανίστηκε κάποιος μεγαλοσχήμονας του καθεστώτος με τη λιμουζίνα του και τη συνοδεία του. Άκουσε “απ’ όλα”, και αναχωρώντας πρόσφερε και την (φυσικά ποτέ χωρίς αντάλλαγμα) προστασία του: Αν σας πειράξει κανένας να ‘ρθείτε σ’ εμένα.
[/li]
ΥΓ Τώρα σε ό,τι αφορά τις απόψεις που εκφράζει ο Τσιτσάνης γιά τα “μπεμόλια”, κατά κάποιο τρόπο η ιστορία “εκδικήθηκε” γι’ αυτές: Ήρθε ο καιρός που κι ο Τσιτσάνης (ο πιό “δυτικός” ή “πιό ελληνικός” όπως θα έλεγε) ένιωσε κι αυτός παραγκωνισμένος από την επέλαση των “ινδοπρεπών” τραγουδιών. Η ανατολή επέστρεφε άσχετα που έπεφτε σαν σκούφος πάνω στο δυτικό καπέλο όταν το κεφάλι είχε αδειάσει από τα μπεμόλια των “τουρκόσπορων”, που όχι μόνο τους ξερίζωσαν από τον τόπο τους αλλά θέλησαν να τους ξεριζώσουν και την ψυχή τους (μουσικολογικώς πάντα).