Τα μπεμόλια, η λογοκρισία του Μεταξά και η εμπλοκή του Τσιτσάνη

Μπράβο για το μήνυμά σου, Νίκο, γιατί δίνει το έναυσμα για πολλές παράλληλες συζητήσεις…

Πέρα από το πρωτοφανές, για τα δεδομένα, καθεστώς της λογοκρισίας που επιβλήθηκε ακόμα και στη μουσική…
Πότε και κυρίως γιατί η μικρασιατική φλέβα θα απουσιάσει εντελώς από το ρεμπέτικο, μαζί με τα σαντουροβιόλια, το ίδιο και οι Μικρασιάτες δημιουργοί, οι οποίοι θα μπουν επίσης στο περιθώριο, τουλάχιστον όσοι δεν ενέδωσαν στα νέα δεδομένα ;
Γιατί από την κυριαρχία των καφέ - αμάν, από αυτό το “ανατολίτικο παραλήρημα” για το οποίο έγραφαν οι λόγιοι της εποχής (μέχρι περίπου και το 1886) φτάσαμε και πότε και κάτω από ποιες περιστάσεις στον αποκλεισμό της λαϊκής μουσικής από την επίσημη κουλτούρα ;

Είναι μερικά από τα ερωτήματα βέβαια και η απάντησή τους χρειάζεται μελέτη, ιστορική, κοινωνιολογική, πολιτική, μουσική κ.λπ. κ.λπ…

Αν ενδιαφέρει κανέναν, νομίζω ότι το θέμα της λογοκρισίας “ταξινομείται” σε τρία κεφάλαια:
α) Η λογοκρισία γενικά. Δηλαδή η ύπαρξή της ως μηχανισμού.
β) Η λογοκρισία στο στίχο.
γ) Η λογοκρισία στη μουσική.
Το γράφω αυτό προκειμένου να μην δημιουργηθεί σύγχυση σε ενδεχόμενη συζήτηση πηδώντας από τα “μπεμόλια” στο “όταν συμβεί στα πέρξ” κι από κει πάλι πίσω με μιά ενδιάμεση στάση στο “κάνε λιγάκι υπομονή” και στης “κοινωνίας της διαφορά”.

Πάντως το θέμα δεν είναι εύκολο ακόμα και για όποιον -όπως κι εγώ- μπορεί να δηλώνει ότι είναι αντίθετος με κάθε λογοκρισία. γιατί όπως είναι γνωστό, ακόμα και όταν δεν υπάρχει θεσμοθετημένη λογοκρισία, λειτουργούν χίλιοι μηχανισμοί που “αυθόρμητα” προωθούν ένα “ύφος και ήθος” και θάβουν ένα άλλο, μηχανισμοί προσαρμογής, αυτολογοκρισίας κλπ κλπ.

Σε ότι αφορά τη λογοκρισία που επιβλήθηκε στο στίχο το 36 (ή και τη μεταπολεμική λογοκρισία), έχει κι αυτή δύο πλευρές: η μιά αφορά την λογοκρισία που ασκείται για την προστασία της “καθεστηκυίας τάξης” και θέλει να εξαφανίσει “επκίνδυνες” νύξεις με κοινωνικο και πολιτικό περιεχόμενο.
Η άλλη πλευρά αφορά τη λογοκρισία που ασκείται για την προστασία, ας πούμε, της “ηθικής υγείας” της κοινωνίας.
Η πρώτη πλευρά είναι φαινομενικά ευκολότερο να εκτιμηθεί, και ακόμα και στην εποχή της θα ήταν αρκετά σαφές το ποιος ήταν υπέρ της ύπαρξης της και ποιός κατά…
Σε σχέση με τη δεύτερη πλευρά η σύγχυση είναι μεγαλύτερη… Κατά τη γνώμη μου η πλευρά αυτή συνιστούσε το νομιμοποιητικό πρόσχημα γιά την επιβολή λογοκρισίας γενικά και γιά την ύπαρξη λογοκριτικού μηχανισμού… [li]
[/li]Εννοείται ότι εδώ εντάσσεται περισσότερο από όλα, εκείνη την εποχή, η λογοκρισία που αφορούσε τα “χασικλήδικα” κλπ.
Όπως γράφω και παραπάνω ανήκω σε εκείνους που είναι “εναντίον κάθε λογοκρισίας”.
Τη θέση αυτή δεν την αναιρεί το ότι -ακόμη και σήμερα που υποτίθεται έχει προστεθεί μιά δόση φολκόρ- δεν διασκεδάζω στην πραγματικότητα, ούτε μπορώ πανηγυρίσω, ούτε να ταυτιστώ με το μάγκα που κουβάλαγε στα τρύπια του τακούνια ηρωίνη ως τα μπούνια.
Τη θέση αυτή επίσης δεν την αναιρεί, παρ’ όλα αυτά όμως την “υπονομεύει” και κατά κάποιο τρόπο την “αντιστρέφει” το γεγονός (σύμφωνα με μαρτυρίες των οποίων δεν θυμάμαι την πηγή), ότι από κάποιο σημείο κι έπειτα τα λεγόμενα χασικλήδικα φωνογραφούνταν από τις εταιρίες επί παραγγελία απλώς επειδή πουλούσαν. Μέσα σε αυτές τις μαρτυρίες που έχει συγκρατήσει η μνήμη μου είναι κι αυτή, όπου ο αρμόδιος της εταιρίας ζητά από τον Παπάζογλου, που γυρεύει να φωνογραφήσει κανένα τραγούδι του, να του φέρει κανένα χασικλήδικο. Κι αυτός, ο ίδιος που έχει γράψει τραγούδια όπως “αργιλέ μου παινεμένε”, με τους “μάγκες που συζητούνε στο μπαρμπούτι να ριχτούνε μέχρι να καθαριστούνε και τον αργιλέ να θυμηθούνε” (τραγούδι που γιά μένα με τη μουσική του και με την ερμηνεία του Περπινιάδη βρίσκεται σε πολύ ψηλό επίπεδο αισθητικής, με όλη τη σημασία της λέξης, δηλαδή σαν “ενότητα μορφής και περιεχομένου”), ο ίδιος λοιπόν άνθρωπος όταν η εταιρία τού παραγγέλνει “χασικλήδικο”, τους πηγαίνει τον “ξεμάγκα”: Βαρέθηκα τον αργιλέ, σιχάθηκα τη μαύρη… Τις όμορφες θα κυνηγώ κρασί και σαντουράκι κι όχι το παλιομπούζουκο και το μπαγλαμαδάκι… Φύγε από με κουτόχορτο, χάσου κι εσύ τσιμπούκι… Γιατί όσο σε φουμάριζα κι έπαιζα και το ζάρι…
…Και θ’ ακολουθήσει αργότερα μιά εποχή όπου θα γίνει “διακύβευμα” για το λαϊκό τραγούδι, αν θα έχει στο επίκεντρό του το χασίς και το ζάρι ή τη φτώχια και τα κοινωνικά προβλήματα. Νομίζω ότι η περιγραφή που κάνει ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του για τη στάση που τηρούσαν απέναντί του οι χίτες και οι ελασίτες, αυτό το “διακύβευμα” αφορά σε τελική ανάλυση.

Γράφει παραπάνω ο Φέρρης, ότι ανέτρεψε τον μύθο πως ο Μεταξάς απαγόρευσε το μπουζούκι. Πράγματι ο Μεταξάς δεν απαγόρευσε το μπουζούκι. Αργότερα, μάλλον, έγινε γνωστό και το περιστατικό που αφηγείται ο Παπαϊωάννου, ότι πήγε ο ίδιος και έπαιξε μπουζούκι στο Μεταξά και του άλλαξε τη γνώμη γιά το όργανο.
Εγώ πάλι νομίζω ότι ο Μεταξάς, ηθελημένα ή άθελά του, όχι απλώς τελικά δεν απαγόρευσε το μπουζούκι, αλλά στην πραγματικότητα το καθιέρωσε.
Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όταν από την τότε λαϊκή μουσική η μεταξική (εγώ εν προκειμένω θα έλεγα γενικότερα η “αστική”) λογοκρισία εξωβελίζει την καθαυτό ανατολή, τους δρόμους της και τα όργανά της, κάνοντας πολλαπλά προφητικό το στίχο του Παπάζογλου για το σαντουράκι στον ξέμαγκα;
Εν πάση περιπτώσει, η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αυτού του είδους η λογοκρισία που ασκήθηκε πάνω στην ίδια τη μουσική, ήταν η χειρότερη μορφή λογοκρισίας από όλες τις μορφές λογοκρισίας που ασκήθηκαν.
Η λογοκρισία στον στίχο μπορεί άμεσα να φαίνεται σαν η πιό καταπιεστική, αλλά αρκεί μια στιγμιαία λχ πολιτική ανατροπή για να “διορθωθεί”. Η λογοκρισία πάνω στη καθαυτό μουσική αποτέλεσε όμως μορφή λοβοτομής του λαϊκού πολιτισμού. Αποτέλεσε υλοποίηση της γνωστής φράσης που υποτίθεται πως εκστόμισε αργότερα ο Κίσινγκερ για τη μέθοδο που πρέπει ν’ ακολουθήσεις αν θέλεις να νικήσεις ένα λαό. Η διαδρομή από τη μικρασιαστική καταστροφή έως το δόγμα “ανήκομεν εις της δύσιν” περνά μέσα από αυτή τη μορφή λογοκρισίας…

[li] Δέν ξέρω πόση σημασία έχει σε αυτό το σημείο και η μαρτυρία του Ζαμπέτα (από την αυτοβιογραφία του), όπως την θυμάμαι από μνήμης: Η μαρτυρία αφορά τη σχέση της τότε εξουσίας με την παραβατικότητα που η ίδια θεσμοθετούσε. Όπου στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, στο κέντρο όπου βρισκόταν ο Ζαμπέτας, εμφανίστηκε κάποιος μεγαλοσχήμονας του καθεστώτος με τη λιμουζίνα του και τη συνοδεία του. Άκουσε “απ’ όλα”, και αναχωρώντας πρόσφερε και την (φυσικά ποτέ χωρίς αντάλλαγμα) προστασία του: Αν σας πειράξει κανένας να ‘ρθείτε σ’ εμένα.
[/li]
ΥΓ Τώρα σε ό,τι αφορά τις απόψεις που εκφράζει ο Τσιτσάνης γιά τα “μπεμόλια”, κατά κάποιο τρόπο η ιστορία “εκδικήθηκε” γι’ αυτές: Ήρθε ο καιρός που κι ο Τσιτσάνης (ο πιό “δυτικός” ή “πιό ελληνικός” όπως θα έλεγε) ένιωσε κι αυτός παραγκωνισμένος από την επέλαση των “ινδοπρεπών” τραγουδιών. Η ανατολή επέστρεφε άσχετα που έπεφτε σαν σκούφος πάνω στο δυτικό καπέλο όταν το κεφάλι είχε αδειάσει από τα μπεμόλια των “τουρκόσπορων”, που όχι μόνο τους ξερίζωσαν από τον τόπο τους αλλά θέλησαν να τους ξεριζώσουν και την ψυχή τους (μουσικολογικώς πάντα).

Και μιά εξήγηση που νιώθω να χρωστάω:
Το μουσικό έργο του Τσιτσάνη το θεωρώ στο σύνολό του αξεπέραστο. Όπως και το έργο κι άλλων παλιότερων και σύγχρονών του. Το “αξεπέραστο” με την έννοια του κάθε φορά μοναδικού.
Απλώς, όμως, δεν έχει ανάγκη από τέτοιες θεωρητικοποιήσεις, δεν έχει ανάγκη από ψηλό καπέλο… Ας μου επιτραπεί να εκφραστώ έτσι :slight_smile:

Άγη, σχετικά με ένα μηνυμά σου πιο πάνω που γράφεις για το παραγκωνισμό του Τσιτσάνη στην εποχή των ινδοπρεπών ασμάτων.Δεν ξέρω αμα το κατάλαβα καλά αλλά δες μια συνεντευξη του Τσιτσάνη στο Γεραμάνη το 1980 που αναφέρεται στο λόγο που υποχρεώθηκε να γράψει τραγούδια που είχαν ανατολίτικο ή ινδικό χαρακτήρα:
“Ήταν και κατεύθυνση σιωπηλή απο την φωνογραφική εταιρία,γιατί αυτά πουλούσαν τότε.Αναγκάστηκα και το έκανα. “Τα λιμάνια”, “Η Φαρίντα” και κάποια άλλα ηταν αποκομένα απο τις δικές μου,καθαρές μουσικές εμπνευσεις.” Συμβιβασμός στα κελεύσματα της μόδας;;
Ο,τι έχει να κάνει με το ίδιο το έργο του Τσιτσάνη ναι είναι μεγάλο.Και καπέλο πάλι συμφωνώ δεν εχει ανάγκη.Αλλα η κριτική(με στοιχεία) δεν είναι χωρίς λόγο.Ούτε αξιώνει κάτι μεγάλο.
Δεν είμαι σε φάση να γράψω άλλα για τον Τσιτσάνη θα ήταν κρίμα.
Καλησπέρα

Όπως, φαντάζομαι, κατάλαβαν όσοι διάβασαν το Νο. 1 του νήματος αυτού, πρόκειται για εκ των υστέρων (30 χρόνια μετά!) ενημέρωση που είχε την καλοσύνη ο Κ. Φέρρης να μου κάνει σχετικά με μία συνέντευξη του Βασίλη Τσιτσάνη για την εκπομπή «Το παρασκήνιο» της ΕΡΤ. Είναι φυσικό ο κ. Φέρρης να μην θυμάται, 30 χρόνια μετά, πώς ακριβώς είχε εξελιχθεί η συνέντευξη: Δεν χρειάστηκε κανένας Τσιτσάνης, να βοηθήσει τον Μάρκο ώστε να «διορθωθεί» το κομμάτι από νιχαβέντ σε μινόρε, ως μινόρε ηχογραφήθηκε, αλλά προ λογοκρισίας. Για την αποκατάσταση λοιπόν των πραγμάτων, δημοσιεύω δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα αυτής της συνέντευξης, που βρήκα πριν κάποια χρόνια στο διαδίκτυο. Τα συμπεράσματα, δεν θα τα βγάλω φυσικά εγώ.

Τα ηχητικά

4 «Μου αρέσει»

Τα πράγματα έχει αποκαταστήσει ο Γιώργος Παπαδάκης ήδη από το 1983 («Λαϊκοί πραχτικοί οργανοπαίχτες», εκδ. ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ 1983: σελ. 22):

Ασφαλώς και δεν ήξερα ότι έχει δημοσιευτεί. Ωστόσο, μια επιφύλαξη για το παρακάτω:

Δεν αποκατέστησε το συγκεκριμένο που αναφέρει ο Νίκος στο παράθεμα που έβαλα:

Όταν ο Τσιτσάνης λέει «έγραφε φέρ’ ειπείν ο Βαμβακάρης», δίνει ένα υποθετικό παράδειγμα. Δεν το έγραψε ποτέ όντως ο Βαμβακάρης έτσι. Αν ο Βαμβακάρης το είχε γράψει έτσι, και είχε περάσει λογοκρισία, θα είχε διορθωθεί έτσι όπως περιγράφει ο Τσιτσάνης, όπως (απ’ ό,τι καταλαβαίνω) συνέβη με άλλα τραγούδια, όχι όμως με το συγκεκριμένο.

Όλο αυτό έχει βέβαια ήδη γίνει σαφές εδώ στο φόρουμ, όχι όμως στο παράθεμα του Παπαδάκη.

Και υπάρχει και ορθογραφικό λάθος στην παρτιτούρα. Το Λα ύφεση έπρεπε να είναι Σολ δίεση. Ίσως όποιος έκανε την καταγραφή να παρασύρθηκε από τον όρο μπεμόλια (κυριολ. = υφέσεις).

1 «Μου αρέσει»

Εμ, πού να φανταστεί ότι ο Φέρρης δεν θα ήξερε ότι το τραγούδι είναι προ λογοκρισίας; :face_with_hand_over_mouth:

Φέρρης:

Παπαδάκης:

Βασίλης Τσιτσάνης - μαγνητοφ. συνέντευξη στο Γ. Παπαδάκη, 1977

Τελικά ποιος πήρε τη συνέντευξη;

ἀλλ᾽ οἱ λόγοι γε καταπαλαίουσιν λόγους :person_fencing:

Αδυνατώ να καταλάβω το νόημα της δημοσίευσης του Άνθιμου. Όταν, στο #18 μου, καταπιάστηκα όντως να «αποκαταστήσω κάποια πράγματα», αυτά ήταν κάποιες συγκεκριμένες ανακρίβειες που περιλαμβάνονται στο σημείωμα που κάποτε μου έδωσε ο Κ. Φέρρης και με το οποίο άνοιξε τούτο το νήμα. Ο Γιώργος Παπαδάκης, το 1983, στον (30 σελίδων) πρόλογο του βιβλίου του αναφέρθηκε πάρα πολύ σύντομα (μισή σελίδα) και σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα τραγουδιού (Αλανιάρα απ’ τον Περαία του Μάρκου) για να καταδείξει ότι η επιβληθείσα απ’ τον Μεταξά λογοκρισία άλλαζε στοιχεία της μουσικής ρεμπέτικων τραγουδιών, με στόχο την «εξυγίανση» του λαϊκού τραγουδιού. Ο Κ. Φέρρης, στο σημείωμά του προς εμένα, βάζει τον Τσιτσάνη να λέει ότι το σολ δίεση του ΣΕ περιμένω «είναι μπεμόλι, γιαυτό βοήθησα το Μάρκο και του το διόρθωσα, οπότε του πέρασα και το κομμάτι απ’ τη λογοκρισία. Όπως όμως καταδεικνύεται από το ηχητικό 05 The discussion about the ‘anatolitiko’ note του #18 μου, ο Τσιτσάνης δεν είπε αυτά που ο Φέρρης είπε ότι ο Τσιτσάνης είπε. Είπε συγκεκριμένα Βέβαια είναι πρό της λογοκρισίας αυτό το τραγούδι. Δεν είχε ανάγκη λογοκρισίας διότι είναι απ’ το Μάρκο γραμμένο και καθαρό ελληνικό. Ε, αυτό ήθελα να αποκαταστήσω.

Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να δημοσιευτεί η συγκεκριμένη αναφορά; Λέει άλλα από αυτά που περιέχονται στα δύο ηχητικά του #18: Δεν το έβγαλε ο Τσιτσάνης το «μπεμόλ» (τη δίεση στο σολ εννοεί). Και βεβαίως, ο κ. Παπαδάκης ήταν παρών μεν στην συνέντευξη, αλλά το σημείωμα του Κ. Φέρρη 30 χρόνια μετά, δεν το είδε. Ακόμα περισσότερο, το τμήμα της μελωδίας που παρατίθεται σε πεντάγραμμο (κάθε βράδυ θα σε περιμένω) δεν τραγουδήθηκε έτσι στην ηχογράφηση, με το σολ δίεση δηλαδή, και όποιος διαβάσει προσεκτικά και το #1 μου και το #18 μου, θα καταλάβει τί ακριβώς εννοώ. Το λέει καθαρά ο Τσιτσάνης: Βέβαια, είναι πρό της λογοκρισίας αυτό το τραγούδι (ηχογράφηση 1935, προσθέτω εγώ).

Να λέμε και του στραβού το δίκιο: Δε λέει ο Παπαδάκης ότι τραγουδθηκε έτσι. Η παρτιτούρα ανήκει στην απομαγνητοφώνηση του αποσπάσματος της συνέντευξης, αφού ο Τσιτσάνης, εκτός από το να μιλάει, τραγούδησε και μια φρασούλα.

Δεν λέει όμως και ότι δεν τραγουδήθηκε έτσι. Ερώτημα αφελούς: Τι θα διαλέξει ο άσχετος αναγνώστης: Λογοκρίθηκε η μουσική, ή όχι;

Δεν ξέρω αν όλη κι όλη η αναφορά του Παπαδάκη περιρίζεται σε ό,τι δείχνει η φωτογραφία, ή συνεχίζει και παρακάτω. Την ουσία την καταλαβαίνουμε: υπήρχε λογοκρισία και στη μουσική, ιδιαίτερα στα τριημιτόνια, τα οποία ονόμαζαν μπεμόλια (αυτή η εξήγηση του όρου, αν και παράδοξη, είναι σωστή - και κανείς μας δεν τη σκέφτηκε έτσι τόσο απλά).

Αφού παραθέτει ακριβώς τον Τσιτσάνη, και ο Τσιτσάνης χρησιμοποιεί ένα «πλαστό» (αλλά διαφωτιστικό ωστόσο) παράδειγμα, δεν ξέρω αν θα έπρεπε να απαιτήσουμε οπωσδήποτε να μας εξηγήσει ότι το παράδειγμα δεν είναι πραγματικό, και ότι ο Τσιτσάνης το έχει υπόψη του και το διευκρινίζει, αλλά το βάζει απλώς γιατί δεν του ερχόταν στον νου καλύτερο. Θα πήγαινε μακριά η βαλίτσα. Σκοπός του κειμένου δεν είναι να μάθουμε λεπτομέρειες για το συγκεκριμένο τραγούδι.

Πιο σημαντικό θεωρώ ότι λογοκρίθηκε η φράση «η λογοκρισία δεν έκανε κακό».

Η φωτογραφία πράγματι δείχνει ολόκληρο το θέμα. Πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι και η υποσημείωση έχει σημαντικό λάθος: Δεν δόθηκε στον Παπαδάκη η συνέντευξη, στον Φέρρη δόθηκε, ο Π. ήταν τότε τεχνικός ηχογράφησης. Η εκπομπή ήταν το Παρασκήνιο (του Φέρρη).

Εντωμεταξύ, ξαναδιαβάζοντας το εναρκτήριο μήνυμα με το γράμμα του Φέρρη, συνειδητοποιώ ότι το περίφημο απόσπασμα της συνέντευξης είχε παιχτεί σε εκπομπή η οποία είχε σχολιαστεί και στις εφημερίδες.

Άρα ο Παπαδάκης απλώς υπενθυμίζει κάτι που θεωρητικά ήταν ήδη γνωστό.

Όσο για τις ανακρίβειες του Φέρρη, τις θεωρώ ασήμαντες. Τριάντα χρόνια μετά, γράφει από μνήμης ένα πρόχειρο γράμμα όπου του διαφεύγει η λεπτομέρεια ότι το τραγούδι του Βαμβακάρη είχε κυκλοφορήσει προ λογοκρισίας και ότι ο Τσιτσάνης το είχε τονίσει αυτό. Ε, σιγά το λάθος! Αν το έγρ;αφε σε βιβλίο ή άρθρο θα ήταν χοντρό, αλλά έτσι όχι.

Βέβαια μεταφέρει κι ένα διάλογο με τον συνεργάτη του περί δημοσιογραφικής δεοντολογίας ο οποίος δεν τον τιμά ιδιαιτέρως, αν και ο ίδιος δείχνει να νομίζει το αντίθετο. Ναι μεν υπάρχουν διάφορα πολύτιμα ντοκουμέντα που αποκτήθηκαν κατά καιρούς με αθέμιτους τρόπους και παρά ταύτα είναι ευτύχημα που αποκτήθηκαν, αλλά περιμένεις από αυτόν που τα έφερε στο φως να πει κάτι του τύπου «ήταν σφάλμα μου βέβαια αλλά τουλάχιστον βγάλαμε κάτι καλό», κι όχι να κομπάζει «του είπα του βλάκα ότι τη χέζω την ηθική, και τώρα, μετά από τριάντα χρόνια, επιμένω ότι καλά του είπα, του βλάκα».

Πουθενά δεν είπα ότι είναι σημαντικές οι ανακρίβειες, συμφωνώ 100% ότι δεν ήταν. Όμως, το να βαφτίζεις τη συνέντευξη “δική σου”, όπως και το να λογοκρίνεις το περί λογοκρισίας, είναι…

Σε ό,τι δε αφορά το πώς πάρθηκε η συνέντευξη και από ποιόν / ποιους, ο Φέρρης είναι σαφέστατος: Πήρε τον Γκιώνη (της Ελευθεροτυπίας) και πήγαν στο σπίτι του Τσιτσάνη, μετά τη βράβευση για το χρυσό δίσκο, να κάνουν συνέντευξη για το Παρασκήνιο. Ο Γκιώνης ξεκίνησε τη συνέντευξη με κάποια θέματα που τα αναφέρει ο Φ. και ο Φέρρης συνέχισε, βάζοντας το θέμα της λογοκρισίας. Ο Παπαδάκης επεμελείτο του Νάγκρα (μάρκα μαγνητοφώνου) και της μπομπίνας του.

Για το βαφτίσι, δεν υπάρχει δικαιολογία.

Για το άλλο τώρα, ξέρω κι εγώ… Ήταν οπωσδήποτε λεπτό το θέμα. Αν υποθέσουμε ότι η εκπομπη του Φέρρη είχε ξεχαστεί, ο Παπαδάκης είχε τη δυνατότητα να (ξανα)παρουσιάσει μια κουβέντα του Τσιτσάνη που θα τον εξέθετε, θα τον μείωνε (τον ίδιο τον Τσιτσάνη εννοώ), και που την είχε πει χωρίς να ξέρει ότι ηχογραφείται. Αλλα΄μπορούσε και να την κάνει γαργάρα.

Ενώ το σημείο που τελικά παρέθεσε, όσο κι αν είναι εξίσου προϊόν υποκλοπής, είναι κάτι που ρίχνει φως σε μια άλλοθεν άγνωστη (διορθώστε με) πτυχή της ιστορίας της λογοκρισίας, και έχουμε κάθε λόγο να υποθέσουμε ότι ο Τσιτσάνης δε θα είχε αντίρρηση να το πει και στην κάμερα εν γνώσει του, απλώς έτυχε οι συνθήκες εκείνη την ώρα να τον χαλαρώσουν και να τον κάνουν να εκφράζεται σαφέστερα. Μπορεί στην κάμερα να ασχολούνταν με το πώς θα διαλέξει τα λόγια του, ξέρω γω, δεν είναι εύκολο πράγμα η έκθεση: ο καθένας μπορεί, μόλις κλείσουν οι κάμερες, να συνειδητοποιήσει ότι δεν είπε το σημαντικότερο. Ε, ο Τσιτσάνης το είπε μόλις χαλάρωσε. Δε νομίζω να είχε καμία μυστικοπάθεια για το θέμα των μπεμολιών, επομένως ο Παπαδάκης δεν αμάρτησε ιδιαίτερα δημοσιεύοντάς το.

Ενώ το υπόλοιπο (η λογοκρισία δεν έκανε κακό) ε, όσο να πεις, …!

Ίσως (ίσως λέω) να σκέφτηκε έτσι ο Παπαδάκης.

Άρα, και για το “υπόλοιπο” δεν υπάρχει δικαιολογία.