Ταμπουράδες και πρώιμα μπουζούκια - Πηγές πληροφοριών

Δεν ξέρω αν βοηθα τη συζήτηση…http://trixorda.blogspot.gr/2013/07/19-19th-century-bouzouki.html

Μιά και πιάσατε τον Γάιλα θα ήθελα την γνώμη σας για το εξής:Τί είναι αυτό που υπάρχει
πάνω στον πάγκο του οργανοποιού;Είναι “μπουζουκοειδές” υπό κατασκευή,είναι ένα σκέτο μάνικο ή
απλά αποτέλεσμα σχεδιαστικής αμηχανίας του Ρέερμπυ;Με πρώτη ματιά δείχνει να είναι συγκερασμένο
και πάντως δεν είναι μαντολίνο.

Εναποθέτω εδώ ένα παράθεμα από κείμενο του 1882 που, παρά τον εν γένει χιουμοριστικό χαρακτήρα του όλου κειμένου, διασώζει πληροφορίες που θεωρώ ότι ενδιαφέρουν (και ήδη διακρίνουμε διαχωριζόμενο το μπουζούκι από τον ταμπουρά και το ταμπούρ):

ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ(υπό την διεύθυνσιν του μουσικοδιδάκτορος Νικολάου Καλαμά)

 Από της πρώτης Οκτωβρίου καταρτισθήσεται πλήρες και τέλειον [b]Σχολείον Μουσικής[/b] εν ώ θέλουν διδάσκεσθαι τα εξής όργανα.  Βουζούκι, Ταμπουράς, Μαντολίνο, Λαγούτο, Γκάιτα, Λατέρνα ομοίως της εν Φαλήρω του Κατσίμπαλη, Δέλφη με ζήλιον, Ζουρνάδες τριών ειδών, Φλογέραις, Νέι Δερβισάτικον, Τζαμάρα σαρακατσάνικη και Γύφτικο νταούλη. 

Κομάτια διδαχθησόμενα εισί τα εξής: Μανόλαρος, σινανάι συνανά, Κωνσταντάρα Κωνσταντάρα, βγήκαν κλεύταις στο μανδρί, νταβανάι νταβαντά, έρι ερινάκη μου, σα δεν ήξευρες να βράσης μακαρόνια. Όπλα για λέλα και παπαρούνα τʼ όνομά σου. […] Επίσης δοθήσονται και τα μαθήματα ταμπούρ […]

([i]Ξιφίας[/i], 29/8/1882)

Πολύ ενδιαφέρον. Τα ερωτήματα και οι παρατηρήσεις μου:

Ναι, πραγματικά εμφανίζεται διαχωρισμός μεταξύ βουζουκίου, ταμπουρά και ταμπούρ. Μήπως ξέρουμε κάτι για τον τόπο καταγωγής και για τον τόπο όπου διδάχτηκε μουσική ο Νικόλαος Καλαμάς; ίσως αυτό μας διαφώτιζε κάπως, σχετικά με τοπικές ιδιομορφίες κλπ. Σημειώνω πάντως α) ότι το Βουζούκι εμφανίζεται πρώτο πρώτο στη λίστα, β) ότι για να ονοματίζεται το Νέι ”Δερβισάτικον”, μάλλον Σμύρνη ή Κων/λη παίζουν για καταγωγή και / ή μουσική μόρφωση του διδάκτορος και γ) ότι ενδιαφέρον θα ήταν να ξέραμε, τί ακολουθεί μετά το “Επίσης δοθήσονται και τα μαθήματα ταμπούρ”;

Κάποια ιδέα για την εν Φαλήρω λατέρνα Κατσίμπαλη;

Για το λόγο που το ντέφι παραλλάσσεται σε δέλφη;

Δες λοιπόν που όλοι νομίζαμε ότι το “Σινανάϊ” το “πρωτομετέφερε” στα Ελληνικά ο Καζαντζίδης. Αμ’ δε! Ήδη το 1882 είναι γνωστό σε ελληνόφωνη κοινότητα. Μήπως αυτό επιτείνει την υπόνοια για Σμύρνη / Κων/λη; (μάλιστα, το ερώτημα “τριτώνει” και με το κομμάτι Έρι, Ερινάκι μου’, και αυτό Ανατολικού Αιγαίου / Μικράς Ασίας).

Μανόλαρος, να είναι ο Σκυριανός (πήρ’ ο βοριάς και μόλαρε);

Κάποια πληροφορία για ΄τα “Κωσταντάρα Κωσταντάρα”, “νταβανάι νταβαντά” (τούρκικο κι αυτό;), μακαρόνια και “Παπαρούνα τ’ όνομά σου” (όπου, βέβαια, αντί “για λέλα” μάλλον το σωστό θα ήταν “γιαλέλι”);

Και ειδικά για τον Παρασάνταλο: Γιατί μόνο αυτά τα παραθέματα; το υπόλοιπο κείμενο δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον;

Θεώρησα ότι μάλλον δεν ενδιαφέρει από οργανολογικο-ασματική άποψη το λοιπό κείμενο.

Το όλο κείμενο το βρίσκει κανείς στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής:

http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=34349&seg=
(μόλις ανοίξει η κεντρική αρχική σελίδα, πάμε πάνω δεξιά: μετάβαση σε σελ. 66)

«Σαν δεν ήξερες να βράσεις μακαρόνια» είναι περιπαικτικό τραγουδάκι της Κύθνου, στο σκοπό του Κάτω στο γιαλό - κάτω στο περιγιάλι.

«Παπαρούνα τ’ όνομά σου» είναι καλαματιανό, δεν ξέρω από πού (το έχω ακούσει στην Κάλυμνο αλλά νομίζω ότι είναι ευρύτερα γνωστό και πάντως όχι από κει: Όλες οι παπαρούνες -παπαρούνα μου- ανθίζουν το πρωί…).

Έρι Ερηνάκι πρέπει να είναι τσάκισμα σε αρκετούς διαφορετικούς σκοπούς. Ξέρω έναν από τη Ρόδο, γαμήλιο, κι έναν εντελώς διαφορετικό από την Κάρπαθο. Ωστόσο λογικά αυτός πρέπει να αναφέρεται σε κάτι πιο διαδεδομένο.

Το ντέλφι το 'χω ξανασυναντήσει, ίσως στον Ανωγειανάκη. (Φυσικά λέει ντέλφι και μπουζούκι, απλώς με άλλη ορθογραφία που δε χρησιμοποιείται σήμερα - δε θα επεκταθώ, απλώς βεβαιώνω ότι το βρίσκω κατανοητό).

Τα περισσότερα από αυτά τα όργανα δεν έχω ξανακούσει να διδάσκονται, πόσο μάλλον τότε.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 19:29 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 19:21 —

Για την ακρίβεια, το Σαν δεν ήξευρες να βράσεις μακαρόνια το έχω ακούσει στην Κύθνο, και ξέρω ότι δεν το λένε σε κανένα άλλο νησί όπου να παίζονται τσαμπούνες. Αυτό δεν σημαίνει ότι προέρχεται από την Κύθνο, μπορεί να προέρχεται και από καμιά επιθεώρηση λ.χ. και να ρίζωσε μόνο εκεί.

Το Ερηνάκι υπάρχει σε εκδόσεις μεταγενέστερες, των αρχών του 20ου αιώνα. π.χ. Στα “εκλεκτά τεμάχια δια κιθάραν 22” (το οποίο δυστυχώς δεν έχω), ενώ ο κατάλογος του Γαϊτάνουδείχνει επίσης “το Ρηνάκι[καλαματιανός]” στα “λαϊκά τραγούδια”. Εικάζω ότι πρόκειται για το ίδιο, ίσως παραδοσιακό τραγούδι αλλά αποδεκτό και από τους κύκλους των εκδοτών και μουσικοδασκάλων.

Λοιπόν, όπως φαίνεται από ολόκληρο το κείμενο που παρέθεσε ο Παρασάνταλος, αυτός ο Νικόλαος Καλαμάς ήταν και κουρέας, με διεύθυνση Σόλωνος 17 (μάλλον στην Αθήνα).

    • Το “Μανώλαρος” το ξέρω ως συρτό Σκύρου, στίχοι:

“Κρύος αγέρας με βαρεί, στεριές τσαι του πελάου
μάθανε την αγάπη μας κι όσο μπορείς, φυλάου
Μανώλαρε, Μανώλαρε, πήρ’ ο βοριάς τσαι μόλαρε.
Κρύος αγέρας με βαρεί, στεριάς τσαι της θαλάσσης
τα λόγια που μιλήσαμε ποτέ σου μην ξεχάσεις.
Μανώλαρε, βρε Μανωλιό, πρίμα τον έχεις τον καιρό.
Όρτσα να πάω, πνίγομαι, γεμάτα δεν γλιτώνω
τσαι να το ρίξω στη στεριά, πάλι το μετανιώνω.
Ορτσάριζε, ορτσάριζε, στον Μπασαλέ φουντάριζε.
Γίνου, πουλί μου, θάλασσα τσαι εγώ το ακρογιάλι
τα κύματά σου να χτυπούν στη εδική μου αγκάλη.
Μανώλαρε, Μανώλαρε, πήρ’ ο βοριάς τσαι μόλαρε”.

    • Ο “Κωνσταντάρας” είναι κλέφτικο τραγούδι, διηγείται τη ζωή του Κωνσταντάρα (ή Ζαχαριά) στην Παρνασσίδα, γύρω στο 1700.

Από μια παραλλαγή που έχω:

"Ο Κωνσταντάρας κλείσθηκε μέσα στο Μοναστήρι ,
μέρα και νύχτα πολεμάει , μέρα και νύχτα ρίχνουν ,
χωρίς ψωμί , χωρίς νερό , χωρίς κάνα μιντάτι .
Κ ’ ο Ταχίρ-Κώτσας φώναξε , κ’ ο Ταχίρ-Κώτσας λέγει :
"Προσκύνα , Κωσταντάρα μου , σα νύφη στολισμένη ,
προσκύνα Κώστα το σπαθί , προσκύνα την ποδιά μου.
Θα σε κεράσω τουφεκαίς , θα σε κεράσω βόλια .
Κ’ ο Κωσταντάρας φώναξε με το σπαθί στα δόντια .
“Ποτέ παιδιά δε φίλησα , ποδιά κατουρημένη ,
Τσακιώντ’ οι Τούρκοι σαν τραγιά , κ’ ο Κώτσας σαν κεσέμι”.

    • Όσο για το “Παπαρούνα”, πάλι μια παραλλαγή που ξέρω:

Από τη γειτονιά σου, παπαρούνα, γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Κι άκουσα που σε μάλωνε, ρούνα η παπαρούνα μου
η σκύλα η πεθερά σου, παπαρούνα, γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Κι αν σε μαλώνει για τʼ εμέ, ρούνα η παπαρούνα μου
πες μου να μην περάσω, παπαρούνα γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Πέρνα, ασίκη, πέρναγε, ρούνα η παπαρούνα μου
όπως πέρναγες και πρώτα, παπαρούνα γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Ρίξε νερό στην πόρτα σου, ρούνα η παπαρούνα μου
να πέσω να γλιστρήσω, παπαρούνα γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Για να ʼρθω στα χεράκια σου, ρούνα η παπαρούνα μου
και στη θερμή αγκαλιά σου, παπαρούνα γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.

    • Το “ταβατάιμ, ταβαντά” ακούγεται σε ποντιακό τραγούδι, όπου …θέλουμε λεξικό…

[i]“Τιζ Ομάλ”
Σ’ όρατα είνʼ τεζία
σ’ εμάς είναι παιδία
αεί τρέχνε πεάδε
σ’ εμάς είναι νύφαδε

Ας το συρς το χαρουμίν
μη χαλάντς τα πεάδε
κι αν είσαι-ν καλόν παιδίν
μη τσουμπείς τα νυφάδε

Σο σπαλερόπο σ’ αφκά
παρδίκας κακκανίζνεν
ν’ απλώνω το χερόπο 'μ
φοούμαιν λαταρίζνεν

Κουζ νερτεσίν νερτεσίν
ταβανταϊμ ταβαντά
ταβαντά πουλσάμ σενί
ταμάμ λαρίμ πεν σενί[/i]


Δηλαδή, πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία αλιεύει κανείς από συλλογές παλιών εφημερίδων - περιοδικών.
Χρόνο και μεράκι να έχει κανείς!
Γεια σου, βρε Παρασάνταλε!

(εμένα, το ψάξιμο μου πήρε γεμάτη μιάν ώρα παραπάνω από την Ελένη, αλλά δημοσιεύω πρώτα και θα διαβάσω μετά)

Α, τώρα κατάλαβα, ευχαριστώ Παρασάνταλε: Άλλο κομμάτι επομένως το “Οπλα, γιαλέλι” και, άλλο, ξεχωριστό, το “Παπαρούνα τ’ όνομά σου”.

Το “Έρη – Ερηνάκι” μάλλον είναι το “Φέρνει νοτιά, ρίχνει νερό, φέρνει βοριά, χιονίζει” και όχι το γενόμενον πολύ αργότερα πασίγνωστο από Μούσχουρη και Μπελαφόντε “Ερήνη, που ΄σουν το πρωί”.

Πράγματι, η δημοσίευση για το “Σχολείον Μουσικής” οργανολοκικο – ασματικώς δεν έχει κάτι άλλο ενδιαφέρον, όμως η τελευταία της παράγραφος, εκτός του ότι προδίδει και το κυρίως επάγγελμα του κατά τ’ άλλα Μουσικοδιδάκτορος, λύνει και τις απορίες τόσο του Πέπε (περίεργη, πράγματι, η λίστα των διδασκομένων εν έτει 1882 οργάνων) όσο και τις δικές μου περί καταγωγής και εκτάσεως της μουσικής παιδείας του προικισμένου και προοδευτικότατου για την εποχή μουσικοδιδασκάλου. Αντιγράφω:

Έκαστος μαθητής θέλει πληρώνει κατά μήνα φρ. 10. Εγγραφαί γίνονται και λεπτομερέστεραι οδηγίαι δίδονται παρά τω ιδίω τω κ. Καλαμά επί προκαταβολή φρ. 5 εις το κατά την οδόν Σόλωνος κουρείον του υπ’ αριθ. 17, όπου δύνανται και να κείρωσι την κεφαλήν και τον πώγωνα οι κ.κ. Μαθηταί αυτού χωρίς να αισθανθώσι ουδέ τον ελάχιστον πόνον.

Όπως καταλαβαίνουμε, πλάκα κάνει το περιοδικό αναγγέλλοντας τον δήθεν “καταρτισμόν πλήρους και τελείου Σχολείου Μουσικής”: Για ένα φουκαρατζίκο Αθηναίο κουρέα πρόκειται, καλλίφωνο μάλλον και, από τον παρατιθέμενο κατάλογο μουσικών οργάνων, σίγουρα εραστή της δημοτικής και αστικής λαϊκής μουσικής…

Οπότε, φίλε Παρασάνταλε, κάθε τυχόν πληροφορία περί διαφορών ή ομοιοτήτων κλπ. κλπ. μεταξύ βουζουκίων, ταμπουράδων και ταμπουρίων που θα αντλήσει ή συμπεράνει ο οποιοσδήποτε ερευνητής από το κείμενο, θα στερείται σοβαρής τεκμηρίωσης.

Παρεμπιπτόντως, λύνεται και η δική μου απορία περί λατέρνας του εν Φαλήρω Κατσίμπαλη: Σε προηγούμενη δημοσίευση στο ίδιο τεύχος του σατυρικού περιοδικού, σχετιζόμενη με τα εν Φαλήρω συμβαίνοντα, υπάρχει και η παρακάτω φράση (αντιγράφω πάλι):

Τώρα το καϊμένο το Φάληρο έμεινε ξηρό με τα αλογάκια του Κατσίμπαλη, μόνον με την μονόχορδον λαντέρναν (sic), με το σκοτεινόν ηλεκτρικόν φώς και με το ουρακοτάγγιον μπόϊ του Παρασκευαΐδου.

Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει, τις ο Παρασκευαΐδης, δεν έχει παρά να το ψάξει στο λίνκ του Παρασάνταλου. Από μένα, ως εδώ.

Έχοντας, τώρα, διαβάσει και τη δημοσίευση της Ελένης:

Μπράβο για τις απαντήσεις σου, Ελένη μου! Πάντως, Πόντιος σίγουρα δεν ήταν ο κουρέας, με τέτοιο όνομα. Απλά, ο δημοσιογράφος που συνέταξε το περί “Σχολείου Μουσικής” αρθράκι, δεν γούσταρε ούτε τα δημοτικά, ούτε τα μικρασιάτικα και ποντιακά, ούτε βεβαίως και τα τουρκικά τραγούδια…

Και βέβαια, ¨Παρασάνταλε, και από μένα γειά σου!

Good job, Ελένη! Ευκταίες τέτοιες «ανταποκρίσεις» (που λένε κι οι μπουζουκτσήδες)

Όσο για τον παλαιό περιοδικό και ημερήσιο Τύπο, είναι όντως πραγματικός θησαυρός. Και θέλει, πάλι όντως, αυτά τα δύο που λες («χρόνο και μεράκι») αλλά κι ένα ακόμη που προσθέτω εγώ εκ της προσωπικής μου συνθήκης: θέλει και να σʼ «αφήνουν» τα άτιμα τα γυναικόπαιδα…

Άλλη μια αναφορά από την Πάρο για το μπουζούκι από τον Βρετανό περιηγητή James Theodore Bent, στο βιβλίο του Cyclades or Life Among the Insular Greeks" (1885)

“Into one of these [εννοεί wineshops] we entered to hear four youths singing to the tune of an instrument which was new to us; they called it a βουσούκιον. It was a long sort of guitar, with six strings and eighteen notes [Τι εννοεί;], and pretilly inlaid. They sang us a love song about its being forty five Sundays and sixty twο Tuesdays κλπ κλπ”

Το βιβλίο είναι προσβάσιμο στο internet
https://archive.org/stream/cycladesorlifea01bentgoog#page/n5/mode/2up
και μπορεί να το ξεφυλλίσει κανένας online

Γιάννη, νομίζω ότι απλά μέτρησε τους μπερντέδες (πιθανολογώ ότι δεν υπήρχαν τάστα) και δεν ήταν, νομίζω, τόσο ενήμερος ώστε να μπορεί να αναγνωρίσει φθόγγους κλίμακας (= notes), πολύ περισσότερο που μάλλον θα υπήρχαν και υποδιαιρέσεις των τόνων μικρότερες από ημιτόνιο. Εκείνο που με προβληματίζει είναι το “prettily inlaid”: τέτοια τεχνική προϋποθέτει επαγγελματία μάστορα και μάλιστα, επί τούτου ειδικευμένο σε μαρκετερί. Άρα, μάλλον όργανο αγοραστό από Πειραιά ή Σμύρνη!

Πάντως το τραγούδι των νεαρών ήταν μάλλον δημοτικό, όχι αστικό. Αυτό το “σαρανταπέντε Κυριακές κι εξήντα δύο Τρίτες” (νομίζω εξηνταδυό Δευτέρες θα ήταν πιθανότερο) κάπου με παραπέμπει, εκτός φυσικά από την προφανή συγγένεια με τους “σαρανταπέντε μάστορους κι εξήντα μαθητάδες”.

Το Ερηνάκι και ΠατινάδαΔια κλειδοκύμβαλον. Υπό Α. Σάιλλερ, επιθεωρητού των στρατιωτικών μουσικών εν Ελλάδι.

Ε, τον κύριο Σάϊλερ… Μπράβο του βέβαια που ασχολήθηκε και με δημοτικά και πατινάδες αλλά, πρώτον, όπως φανταζόμουνα, η πέμπτη στο “σ’ αγαπώ μα τι μπορώ να πώ” είναι καθαρή και όχι ελαττωμένη. Δεύτερον, το κομμάτι είναι επτάσημο, καλαματιανός, όχι τρίσημο. Και τρίτον, δεν περιλαμβάνονται τα λόγια.

Πώς πάει το υπόλοιπο στιχάκι;

Ευχαριστώ!

Αυτό το “Σαν δεν ήξευρες να βράσης μακαρόνια” θυμίζει το

“Σαν δεν ήξευρες” , παραδοσιακό, πιθανότατα, που πέρασε στο όνομά του ο Τούντας και ηχογράφησε το 1936, με την Καρύβαλη, αν δεν κάνω λάθος, με στίχους:

[i]" Σαν δεν ήξερες να ψήσεις μπακαλιάρο
κορόιδο, τι τον ήθελες τον άντρα, με κολάρο.

Σαν δεν ήξερες να ψήσεις μελιτζάνες
κορόιδο, τι τον ήθελες τον άντρα με πιτζάμες.

Σαν δεν ήξερες να ψήσεις φασολάδα,
κορόιδο, τι τον ήθελες τον άντρα με βελάδα [/i]… κ.λπ."

Προϋπήρχε, απ’ ό,τι φαίνεται και αξιοποιήθηκε διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή, από δημιουργό σε δημιουργό και από στόμα σε στόμα.

#179. Ακριβώς, Ελένη, και μένα το μυαλό μου στο τραγούδι της Καρύβαλη πήγε, σχετικά με τη συνέχεια των στίχων.

Στη Σίφνο υπάρχει δίστιχο παρόμοιου ύφους, το οποίο τραγουδιέται, συνήθως, στη μελωδία και ανακωτεμένο με τους στίχους του “θα σπάσει το μπουζούκι μου”:

“Ιντα τον ήθελες, μωρή (sic), τον άντρα με γαλόνια
αφού δεν ήσουν άξια να βράσεις μακαρόνια”

Ταιριάζει δηλαδή με τη θεματολογία του τραγουδιού της Καρύβαλη και, ίσως, με τη συνέχεια του “σαν δεν ήξευρες να βράσεις μακαρόνια”.

Ξεφεύγουμε όμως από το θέμα…

Δύο δημοσιεύματα από την εφημερίδα “ΤΟ ΑΣΤΥ” που αφορούν τα Μπουζούκια και τον Ταμπουρά.

Το πρώτο μας έρχεται από τις 29/7/1890 και συγκεκριμένα από την στήλη “Θεατρικά”, όπου “Ο υιός της νυκτός” γράφει για τον θιασάρχη Κωνσταντίνο Πέρβελη και το θέατρο “Ομονοίας”, τα στιχάκια του αρχείου (1), με τον τίτλο “Η ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ ΤΟΥ Κ.ΠΕΡΒΕΛΗ”. Εκεί βρίσκουμε να καταχωρούνται και τα μπουζούκια.

Για τον Κ.Πέρβελη βρήκα μόνο αυτό http://ikee.lib.auth.gr/record/282307

Το δεύτερο δημοσίευμα, που είναι προγενέστερο του πρώτου, μας έρχεται από τον πολύ γνωστό σατυρικό ποιητή Γεώργιο Σουρή που στο ποίημα του “Φεύγουν” αναφέρεται στον Ταμπουρά (αρχείο 2). Το ποίημα του Σουρή δημοσιεύτηκε στις 12/2/1889.

Για τα μπουζούκια έχουμε και παλαιότερο δημοσίευμα, το ποίο όμως δεν μπορεί να ανέβει σήμερα, γιατί η ιστοσελίδα της Βουλής από την Πέμπτη είναι εκτός λειτουργίας.

Μετά την αποκατάσταση του προβλήματος στην ιστοσελίδα της Ψηφιακής βιβλιοθήκης της Βουλής, ανεβάζω το παλαιότερο δημοσίευμα που έχω βρει με αναφορά στα μπουζούκια, όπως έγραψα στο προηγούμενο μήνυμα μου.

Στην σατυρική εφημερίδα “ΑΗΔΩΝ” της Σύρου, βρίσκουμε στις 4/9/1879 στιχούργημα, με τίτλο “Νυχτερινή Περιδιάβασις ¨Αηδόνος¨ εις Βροντάδον της Χίου”, όπου καταγράφεται το παρακάτω τετράστιχο:

Μεσ΄τα κουλτούκια
παίζουν μπουζούκια
Με νοστιμάδα
και τραγουδούν.

Ενδιαφέρον έχει και η συνέχεια του ποιήματος, με αναφορά στα τουμπάκια και στις γκάιντες τις οποίες παίζουν οι “κρα-κρα-κράδες” Σαντορινοί, ενώ τον χορό, μέσα στο σπίτι, σέρνουν οι “παληκαράδες” Αμοργιανοί.

Στο πρώτο αρχείο (1) το σημείο του ποιήματος με αναφορά στα μπουζούκια και στα επόμενα δύο (2-3) το συνολικό στιχούργημα.

Εδώ http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=37280&seg=0 το δημοσίευμα στις σελίδες 70-71.

Εμένα, ως εικός, η κάιντα και το τουμπάκι μου τράβηξαν την προσοχή.

Αντιγράφω όλο το σχετικό απόσπασμα (τέσσερα τετράστιχα, για να φανεί και η ομοιοκαταληξία):

Μεσ’ τα κουλτούκια
παίζουν μπουζούκια
Με νοστημάδα
[i]και τραγουδούν

Εις άλλο μέρος
παίζουν τουμπάκια
Γέροι παιδάκια
χοροπηδούν

Αλλού ακούεις
κάιντα να παίζουν
Οι κρα κρα κράδες
σαντορινιοί

Μεσ’ ένα σπήτι
χορό τινάζουν
Παληκαράδες
αμοριανοί[/i]

[Όλα sic - το κείμενο έχει και πολλές παλιές ορθογραφίες που πλέον έχουν αλλάξει, αλλά και ορθογραφικά λάθη]

Λοιπόν, το αξιοπαρατήρητο κατ’ εμέ είναι ότι και στη Χίο και στη Σαντορίνη παίζουν τσαμπούνα, όχι γκάιντα, και η τοπική ονομασία και στα δύο νησιά είναι «τσαμπούνα». Οι μόνες περιπτώσεις όπου έχω ακούσει να λένε την τσαμπούνα «γκάιντα» είναι δύο: στην Κύθνο, όπου αυτή -και μάλιστα για την ακρίβεια «κάιντα» όπως το λέει εδώ το ποίημα- φαίνεται να ήταν η παλιότερη τοπική ονομασία, και στη Σύρα, λιγοστές μεμονωμένες μαρτυρίες, μεταξύ των οποίων η μία του Μάρκου Βαμβακάρη (ενώ κατά τα άλλα τεκμηριώνεται πλήρως η τοπική ονομασία «ζαμπούνα» - βλ. εδώ, σελ. 224 της σελιδαρίθμησης = 248 του πδφ, κείμενο + υποσημειώσεις).

Η Κύθνος δε μας ενδιαφέρει, μας ενδιαφέρει όμως η Σύρα. Εδώ το ποίημα -ανυπόγραφο- αναφέρεται στη Χίο, αλλά είναι δημοσιευμένο σε συριανή εφημερίδα, προφανώς ερμουπολίτικη. Από την άλλη, οι Ερμουπολίτες ήταν παντοσύναχτοι, μεταξύ των οποίων και πολλοί Χιώτες. Άρα ο ανώνυμος ποιητής μπορεί να είναι και Χιώτης και να τα λέει χιώτικα.

Όσο για τα τουμπάκια: τουμπί ή τουμπάκι λέγεται και στη Χίο και στη Σαντορίνη και στη Σύρα, όπως και στα περισσότερα γενικώς νησιά, το τύμπανο που συνήθως συνοδεύει την τσαμπούνα. Στον πληθυντικό όμως, «τουμπάκια», λένε σε πολλά νησιά ολόκληρη τη ζυγιά, δηλαδή λένε «τουμπάκια» και εννοούν «τσαμπούνα και τουμπάκι». Στη Χίο υπάρχει αυτός ο ιδιωματισμός, μόνο που δε λένε τουμπάκια αλλά τουμπιά γιατί και το ίδιο το όργανο το λένε τουμπί. Και στη Σύρα τουμπί -και όχι τουμπάκι- λένε το όργανο, αλλά δεν ξέρω να υπάρχει η έκφραση «τουμπιά» για τη ζυγιά. (Φυσικά, σε μια ντοπιολαλιά που χρησιμοποιεί τον τύπο «τουμπί» μπορεί κανείς κάλλιστα να πει «τουμπάκι» ως υποκοριστικό, όπως «μπουζουκάκι». Στα μέρη όπου λένε «τουμπάκι» δεν είναι υποκοριστικό, και όταν θέλουν να το υποκορίσουν λένε «τουμπακάκι».)

Τέλος πάντων το συμπέρασμά μου είναι ότι, αν ο ποιητής έχει ιδέα για τι πράγμα μιλάει και δεν αραδιάζει στην τύχη ονόματα οργάνων, τότε και στα δύο μέρη, και με τους γέρους και τα παιδάκια (2η στροφή του παραθέματός μου) και με τους Σαντορινιούς (3η), τσαμπούνες έπαιζαν.

Όσο για τα μπουζούκια:

Μπορεί να έχουμε μια μαρτυρία ότι γύρω στο 1879 έπαιζαν μπουζούκι στη Χίο. Πρέπει όμως να ληφθεί υπόψιν η συριανή εντοπιότητα της εφημερίδας: μπορεί ο ανώνυμος και αγνώστου καταγωγής ποιητής, που δεν είναι λαογράφος, να θυμάται μεν πραγματικές σκηνές από το Βροντάδο, όπου σε κάθε γωνιά γλεντούν κλπ., αλλά να τις ανακατεύει και με τη ζωντανή εμπειρία της Σύρας όπου (μάλλον) ζούσε, και να μετέφερε τη λεπτομέρεια για τα μπουζούκια από τη Σύρα (όπου το ξέρουμε βέβαια ότι υπήρχαν) στο Βροντάδο της Χϊου.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 20:25 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 20:08 —

ΠΡΟΣΘΗΚΗ - ΔΙΟΡΘΩΣΗ:

Με μια λίγο καλύτερη ματιά διαπίστωσα ότι η εφημερίδα πράγματι ήταν ερμουπολίτικη (όπως φυσικά θα περίμενε κανείς). Ο ανώνυμος ποιητής, αφού το ποίημα λέγεται «Περιδιάβασις Αηδόνος …» (Αηδών είναι το όνομα της εφημερίδας), προφανώς θα είναι ο συντάκτης και δ/ντής, Ιωάννης Φιλίππου. Δε βρίσκω περισσότερα γι’ αυτό τον άνδρα, άρα αγνοώ αν ήταν Συριανός ή Χιώτης ή από αλλού, όσο για την ίδια την εφημερίδα μερικά εδώ και λίγο περισσότερα εκεί.