Και κάτι ενδιαφέρον σχετικά με την ετυμολόγηση της λέξης Πανδούρα, από την οποία προκύπτουν αργότερα τα Φανδούρα, Φάνδουρος, Θαμπούρα, Ταμπούρι, Ταμπουράς και οι παραλλαγές τους.
Ο (Αθηναίος, αλλά ίσως δωρικής καταγωγής) κωμικός ποιητής Αναξίλας, του 4ου π.Χ. Αιώνα, σε έργο του τιτλοφορούμενο “Λυροποιός” που δεν σώθηκε, αναφέρει σε ένα από τα (ελάχιστα) σωζόμενα αποσπάσματα επί λέξει (απόσπασμα 15): “Εγώ δε βαρβίτους, τριχόρδους, πηκτίδας, κιθάρας, λύρας, σκινδαψόν εξηρτυόμαν” δηλαδή: Κι εγώ κρέμαγα βαρβίτους, τρίχορδα, πηκτίδες κλπ. (προφανώς στον τοίχο του εργαστηρίου του για πούλημα). Δεν θα γνωρίζαμε τι ακριβώς όργανο είναι αυτό το “τρίχορδον” αν δεν είχαμε και την παρακάτω μεταγενέστερη μαρτυρία:
Ο λεξικογράφος (Ιούλιος) Πολυδεύκης (2ος μ.Χ. Αιώνας) , από την Ναυκράτιδα Αιγύπτου, στο έργο του Ονομαστικόν (δεν σώθηκε ολόκληρο, αλλά μία μεταγενέστερη επιτομή του) αναφέρει, περιγράφοντας τα τότε γνωστά μουσικά όργανα (απόσπασμα 60): “… Τρίχορδον, ὅπερ Ἀσσύριοι πανδοῦραν ὠνόμαζον· ἐκείνων δʼ ἦν καὶ τὸ εὕρημα.”. Συνδέει λοιπόν σαφέστατα το όνομα Τρίχορδον με το όνομα Πανδούρα και μάλιστα θεωρεί το όργανο Μεσοποταμιακή εφεύρεση.
Ο έγκριτος συγγραφέας M. L. West στο εκτενές βιβλίο του “Αρχαία Ελληνική Μουσική” (εκδόσεις Παπαδήμας, Αθήνα) αναφέρει περιγράφοντας την Πανδουρίδα, σε υποσημείωση: “Ο όρος Πανδούρα ενδέχεται, σε τελευταία ανάλυση (έχουν διατυπωθεί εικασίες) να προέρχεται, μέσω σημιτικών ενδιαμέσων, από το σουμερικό παν – τουρ, “μικρό τόξο” “.
Αυτή η επισήμανση του West με εντυπωσίασε και έψαχνα τελευταία για έναν σουμεριολόγο, να μου επιβεβαιώσει αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογική πληροφορία. Δεν χρειάστηκε, γιατί ψάχνοντας στο διαδίκτυο εντόπισα δύο (ανεξάρτητα μεταξύ τους) σουμερικά λεξικά. Έτσι (οι υπογραμμίσεις δικές μου):
στο EPSD (Electronic Pennsylvania Sumerian Dictionary) δεν μου παραθέτει λήμμα pan αλλά pana και ba-na:
63x: ED IIIb, Old Akkadian, Lagash II, Ur III, Early Old Babylonian, Old Babylonian) wr. ĝešpana; ba-na; ĝešpanax(|ŠE.NUN&NUN|) "bow“
και στην αναζήτηση για το λήμμα tur έδοσε μία σειρά σύνθετων λέξεων με το -tur ως δεύτερο συνθετικό τους. Ενδεικτικά παραθέτω:
205x: ED IIIa, ED IIIb, Old Akkadian, Lagash II, Ur III, Old Babylonian) wr. piriĝ; piriĝ3; bi2-ri-iĝ3; ĝešpiriĝ; piriĝ2 “lion; bull, wild bull” Akk. lϋ; lābu; nēšu; rīmu
(3x: Ur III, Old Babylonian) wr. piriĝ-tur “lion cub” και επίσης
2463x: ED IIIa, ED IIIb, Old Akkadian, Lagash II, Ur III, Early Old Babylonian, Old Babylonian) wr. sipad; su8-ba; lu2sipad; šuba “shepherd; herder” Akk. rē’ϋ
12x: Ur III, Old Babylonian) wr. sipad-tur “junior shepherd”
Δηλαδή: Αν π.χ. piriĝ είναι το λιοντάρι, piriĝ-tur είναι το λιονταρόπουλο και αν sipad είναι ο βοσκός, sipad-tur είναι το βοσκόπουλο.
Το δεύτερο λεξικό (Daniel A. Foxvog, Elementary Sumerian Glossary (after M. Civil 1967), revised June 2011) είναι σαφέστερο:
pan (rarely ba-na): bow (reading ban is obsolete, see Civil, JCS 55, 50f.) και
tur: small, young, brief .
Δίνω λοιπόν την εξής ερμηνεία: pana / ba-na σημαίνει “τόξο”. Ο τύπος ba-na είναι σπανιότερος, συχνότερος είναι ο τύπος pan, τον οποίον και κρατάμε. Η ρίζα -tur είναι σμικρυντική και διαφοροποιεί μεταξύ π.χ. ενός ζώου και του νεογνού του (λιονταρόπουλο, λυκόπουλο…) ή μεταξύ π.χ. βοσκού και νεαρού βοσκού (βοσκόπουλο, βοσκοπούλα). Θεωρώντας, λοιπόν (και εγώ, εκτός από τον West και άλλους), ότι ένα όργανο που διαθέτει χορδές τεντωμένες πάνω σε ένα βραχίονα εύκολα μπορεί να προσομοιαστεί με μικρό τόξο, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι στην αρχική του μορφή το όργανο διέθετε μάλλον μία μόνο χορδή, φτάνω στην υπόθεση ότι η Πανδουρίς ή Πανδούρα, το κατ’ άλλους Τρίχορδον, το όργανο δηλαδή της οικογένειας των μακρυμάνικων λαουτοειδών που ήταν γνωστό και στην Αρχαία Ελλάδα, έχει Μεσοποταμιακή προέλευση και ετυμολόγηση.