Η πτυχιακή της Μπουλούμπαση για τον Μόσχο πράγματι έχει πρόβλημα πρόσβασης. Ωστόσο, μου άνοιξε, χωρίς να μπορώ να βάλω εδώ λινκ να ανοίγει για όλους, και παραθέτω εδώ αποσπασματικά:
2.5. Σ΄ αγαπώ γιατί είσαι ωραία
Μεγάλη συζήτηση έχει διεξαχθεί για την κατοχύρωση του τραγουδιού «Σ΄ αγαπώ γιατί είσαι ωραία». Ο Αριστείδης Μόσχος ισχυρίστηκε ότι το τραγούδι είναι δικής του σύνθεσης διεκδικώντας και την πατρότητα των στίχων. Δήλωσε ότι το τραγούδι το εκτέλεσε για πρώτη φορά το 1954, αλλά δυστυχώς δεν είχε ηχογραφηθεί. Δε δίστασε μάλιστα να προκαλέσει οποιονδήποτε να καταθέσει ένα αποδεικτικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει το τραγούδι ως παραδοσιακό. Το τραγούδι, κατά ομολογία του ίδιου, γράφτηκε για την γυναίκα του Αγγέλικα η οποία τον ρώτησε γιατί την αγαπάει . Η πρώτη ηχογραφημένη εκτέλεση του τραγουδιού φαίνεται να γίνεται το 1991 με τη συμμετοχή του Μόσχου, με ερμηνεύτρια την Άλκηστη Πρωτοψάλτη στον δίσκο με τίτλο «Παραδέχτηκα» το 1991 στην Polydor με αριθμό μήτρας 849 304-1. Σε αυτόν τον δίσκο το τραγούδι δίνεται με τίτλο «Σ’ αγαπώ» με αριθμό δίσκου 849 304-1 S.Β. Ο δίσκος ταυτόχρονα κυκλοφόρησε και σε cd . Ανατρέχοντας σε άλλες δισκογραφίες για να διαπιστώσουμε αν τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στον Μόσχο είδαμε ότι δεν τον αναγνωρίζουν ως δημιουργό του τραγουδιού. Επόμενη δισκογραφική ηχογράφηση, μετά την Πρωτοψάλτη, πραγματοποιήθηκε το 1998 με ερμηνεύτρια την Ελένη Τσαλιγοπούλου, με τίτλο CD «Στην Εποχή του Ονείρου» με αριθμό 491407-2 στην Ακτή . Να σημειώσουμε ότι στον δίσκο ο Μόσχος σημειώνεται ως διασκευαστής του τραγουδιού, το οποίο δηλώνεται ως παραδοσιακό. Επίσης, το 1998 ηχογραφήθηκε από τον Πέτρο Γαϊτάνο με τίτλο «Σ΄ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» στο cd με τίτλο «Αγέρας, Έρωτας & Αρμύρα». Το τραγούδι και αυτή τη φορά δεν αφιερώνεται στον Μόσχο ο οποίος δεν αναφέρεται καθόλου και το τραγούδι χαρακτηρίζεται ως Μικρασιάτικο. Τελευταία δισκογραφημένη εκτέλεση εντοπίσαμε σε CD με τίτλο «Αφιέρωμα στη μικρά Ασία» με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα και αυτή τη φορά το τραγούδι παρουσιάζεται ως μικρασιατικό . Σε τηλεοπτική εκπομπή που εντοπίσαμε στο YouTube, χωρίς να γνωρίζουμε τον τίτλο της εκπομπής, ακούγεται το τραγούδι με τον Μόσχο να παίζει σαντούρι και ο Γιώργος Νταλάρας να τραγουδάει. Η εκπομπή πιθανολογείται να έγινε το 1986 . Συνολικά οι μετέπειτα στουντιακές ηχογραφήσεις από αυτή της Πρωτοψάλτη, και με τη συμμετοχή του Μόσχου, που εντοπίσαμε είναι τρεις επίσημες δισκογραφίες. Σε καμιά από αυτές τα πνευματικά δικαιώματα δεν δίνονται στον Μόσχο. Εκτός από την τελευταία, που ερμηνεύει ο Νταλάρας το 2004, ο Μόσχος σε όλες τις υπόλοιπες ήταν εν ζωή και μάλιστα ενεργός μουσικός. Αυτό σημαίνει ότι μπορούσε να καταφύγει στη δικαιοσύνη για καταπάτηση πνευματικών δικαιωμάτων στη δισκογραφία του Πάριου, του Γαϊτάνου και της Τσαλιγοπούλου. Ερευνώντας ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν επιβεβαιώσαμε κάποια τέτοια ενέργεια του Μόσχου.
4.6. Η εγγραμματοσύνη στη προφορική μουσική
Σύμφωνα με τη δήλωση του Μόσχου σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Χάριν ευφωνίας» όσον αφορά την διδασκαλία της παραδοσιακής και λαϊκής μουσικής, η ιδεολογία του δεν ήταν μόνο η μετάδοση να γίνεται προφορικά αλλά οι μαθητές έπρεπε να αποκομίσουν και εγγράμματες γνώσεις . Ωστόσο, στις συνεντεύξεις που πραγματοποιήσαμε στους μαθητές του Μόσχου, μας δήλωσαν ότι τα μαθήματα μαζί του γίνονταν μέσω προφορικής μετάδοσης. Η Κετιμέ μας κάνει αναλυτική περιγραφή του μαθήματος και μας τονίζει ότι το μάθημα με τον Μόσχο ουδέποτε περιελάμβανε χρήση παρτιτούρας: Η καταγραφή των νοτών γινόταν σε απλό χαρτί με χρήση των ελληνικών γραμμάτων. Ο κύριος κορμός του μαθήματος ήταν χωρίς παρτιτούρες , δηλαδή είχαμε ή μια κόλλα ή ένα τετράδιο και εκεί γράφαμε τις νότες με ελληνικούς χαρακτήρες, δηλαδή Λα, Σι, Ντο, Ρε, Μι κλπ. Δεν διαβάζαμε ποτέ παρτιτούρες. Εγώ ξεκίνησα να μαθαίνω παρτιτούρα όταν πήγα στο Ωδείο Αθηνών, με το πιάνο . Η Φίλιππα επίσης μας δίνει μια παρόμοια και πιο σαφή εικόνα: Ενημερώνοντας μας στη δεύτερη συνέντευξη, που πραγματοποιήθηκε τηλεφωνικά, ότι ο Μόσχος τους συμβούλευε να εγγραμματιστούν από την κλασική θεωρία . Δεν ήταν ο δάσκαλος που θα ήταν όλη την ώρα από πάνω σου για να σου δείξει όλες τις λεπτομέρειες, αλλά για να μάθεις έπρεπε να τον παρατηρείς, να ακούς μουσική, να μελετάς και να μαθαίνεις εμπειρικά. Το σαντούρι είναι ένα όργανο που θέλει καθαρό ήχο, προς τα μέσα τα χέρια και να χρησιμοποιείς πολύ καρπό. Δεν έκανε ποτέ μάθημα με παρτιτούρα, ούτε με ρυθμούς, ούτε με σημειώσεις στο τετράδιο. Θεωρούσε ότι έπρεπε να γνωρίζουμε και βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική. Στη συνέντευξη του Κορκόβελου δεν έγινε λόγος για αυτό το θέμα. Έτσι είχαμε εκ νέου επικοινωνία μαζί του μέσω διαδικτυακού μηνύματος (e-mail). Σε ερώτησή μας αν στη σχολή του Μόσχου, στα μαθήματα παρέδιδε με τη βοήθεια παρτιτούρων ή ήταν προφορικά, η απάντησή του ήταν: Όχι βέβαια, ποτέ παρτιτούρα. Γράφαμε τις νότες, στο τετράδιο. Το γεγονός ότι ο Μόσχος δεν διδάσκει τελικά με τα εργαλεία της εγγραμματοσύνης (παρτιτούρα), αυτό δε σημαίνει ότι τα απορρίπτει. Τα ενδεχόμενα που γεννιούνται είναι δύο. Το ένα αφορά την περίπτωση να μην γνώριζε και ο ίδιος να διαβάζει παρτιτούρα αλλά να θεωρούσε θετικό οι νέοι μαθητές να γνωρίζουν. Το άλλο ενδεχόμενο έχει να κάνει με το ότι θεωρούσε πιο σημαντική τη προφορική μετάδοση, μιας και πάνω σε αυτή βασίζεται γενικότερα η μετάδοση της ελληνικής λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής όπως προαναφέραμε και στα προηγούμενα κεφάλαια, και η εκμάθηση της γραφής και της ανάγνωσης να θεωρείται επιπλέον προσόν για έναν μουσικό αυτού του είδους. Ο ίδιος ο Μόσχος έχει δηλώσει ότι κατείχε καλά ανάγνωση της παρτιτούρας . Αυτή τη δήλωση φέραμε σε αντιπαραβολή με τη γνώμη των μαθητών του γι αυτό το θέμα οι οποίοι μας μίλησαν με βάση την δική τους εμπειρία. Ο Κατσιγιάννης δεν διστάζει να δηλώσει ότι ο Μόσχος δεν γνώριζε να διαβάζει παρτιτούρα: Ο ανταγωνιστής του ήταν ο Διακογιώργης, ένας μουσικός μορφωμένος, ο οποίος είχε εμπειρία στα κρουστά, ήταν χρόνια στην Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ και ήταν πολύ καλός στην παρτιτούρα. Σε αντίθεση με τον Μόσχο ο οποίος ήταν εμπειρικός και δεν διάβαζε παρτιτούρες, γεγονός το οποίο προσπαθούσε να αποκρύψει… Στη δεύτερη τηλεφωνική συμπληρωματική συνέντευξη που μας παρείχε η Φίλιππα, της θέσαμε ευθέως το ερώτημα αν γνώριζε τη σχέση του Μόσχου με την ανάγνωση της παρτιτούρας. Παραθέτουμε αυτολεξεί τον διάλογο:
Ράνια Μπουλούμπαση: Ο Μόσχος ήξερε να διαβάζει παρτιτούρα;
Ελένη Φίλιππα: Ήξερε… Όχι πάρα πολύ καλά αλλά ήξερε…
Ράνια Μπουλούμπαση: Μέσα στο μάθημα δεν έδειχνε παρτιτούρα, το κομμάτι ας πούμε…
Ελένη Φίλιππα: Όχι όχι δεν έδειχνε. Αλλά μας έλεγε πάντα ότι πρέπει να κάνουμε σπουδές στο ωδείο, δηλαδή ότι πρέπει να χούμε και τα θεωρητικά μας κανονικά, ότι δεν ήταν αντίθετος σε αυτό. Πρακτικά δηλαδή γινόταν το μάθημα πιο πολύ…Αλλά μας έλεγε κανονικά τους δρόμους, τις αναλύσεις των δρόμων αλλά δε γινόταν με παρτιτούρες .
Η απάντηση της Φίλιππα δείχνει τα γεγονότα να είναι κάπου στη μέση. Δηλαδή είχε κάποια σχετική γνώση αλλά τους συμβούλευε να κατευθυνθούν και σε σπουδές της κλασικής τυπικής εκπαίδευσης. Ο Μόσχος σε συνέντευξη του αναφέρει ένα περιστατικό «Το πιο άσχημο όμως ήταν πως οι μαέστροι δε μου φέρνανε νότες να διαβάσω. Κανένας. Μια φορά πήρα το σαντούρι μου κι έφυγα. Πήγα για πρόβα και μου λέει «παίξτο, δεν τ’ άκουσες;». Λέω «τι παίξ’ το; μαγνητόφωνο είμαι; μπορεί να μην άκουσα καλά. Δόσμου μια παρτιτούρα», επειδή είχανε κακομάθει με τους περισσότερους λαϊκούς μουσικούς. Κλείνοντας την παρένθεση σχετικά με τις θεωρητικές γνώσεις του Μόσχου στη κλασική θεωρία της μουσικής, επανερχόμαστε στο πλαίσιο της διδασκαλίας του με το ενδεχόμενο ο Μόσχος να θεωρούσε σημαντικότερο οι μαθητές του να εξασκούνται κυρίως με το αυτί… Τελικά αν o Μόσχος κατείχε γνώσεις που αφορούν την γραφή και την ανάγνωση της μουσικής ίσως με ακρίβεια να μην το μάθουμε ποτέ. Το σίγουρο όμως είναι ότι έδωσε μεγάλη βάση στην προφορική μετάδοση, την παρατήρηση, τη μουσική ακρόαση, την βιωματική εμπειρία, με λίγα λόγια μορφές άτυπης μάθησης τις ενέταξε σε πλαίσιο προγράμματος σπουδών που όμως αφορούσε αποκλειστικά την εκπαίδευση της λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής. Το ότι ο ίδιος δεν δίδασκε με βοήθεια παρτιτούρας αυτό δεν σημαίνει ότι στήριζε την αποφυγή εκμάθησης με αυτόν τον τρόπο. Το αντίθετο θα λέγαμε. Συχνά έκανε λόγο ότι είναι απαραίτητο η λαϊκή και παραδοσιακή μουσική να εγγραμματιστεί. Παραδειγματικά, αναφέρει ότι οι καθηγητές της σχολής είχαν από δύο και τρία πτυχία
Ελένη Φίλιππα
Ο δάσκαλος Μόσχος σαν άνθρωπος ήταν ιδιαίτερος. Ήταν πολύ ζωντανός άνθρωπος, μουσικός με παραξενιές, με πάθη, δεν κρυβόταν, ήταν ειλικρινής και ήθελε να επιβάλλει τον εαυτό του και το σαντούρι. Του άρεσε η προβολή, το εφέ, η δόξα, η τηλεόραση, τα χρήματα και ήταν ερωτευμένος με το σαντούρι, το οποίο ήταν η προέκταση των χεριών του, ήταν το πάθος του. Γενικά ζούσε με πάθος όλη του την ζωή. Το σαντούρι το προέβαλε και το προώθησε γιατί ήταν όλη του η ζωή. Στην σχολή δεν αυτοσχεδίαζε πολύ, παρά μόνο στις εκδηλώσεις στα ταξίδια του.
Σε ποιο μουσικό στοιχείο έδινε ιδιαίτερη έμφαση κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας;
Υπήρξε αυστηρός δάσκαλος με τον ρυθμό και το κούρδισμα, ήθελε να μην σκεπάζουν το ένα όργανο τα άλλα και να παίζουμε όλες τις οκτάβες. Το κούρδισμα το έδειξε στο μάθημα του μια φορά και στην συνέχεια μας ξεκούρδιζε κάποιες χορδές για να τις κουρδίζαμε μετά μόνοι μας. Ήταν απαιτητικός όταν κάποιο όργανο ήταν ξεκούρδιστο και ανυπόμονος, με αποτέλεσμα να τα κουρδίζει μόνος του. Έτσι όταν πηγαίναμε στην σχολή τα όργανα ήταν κουρδισμένα και εμείς έπρεπε να τον παρατηρούμε για να μαθαίνουμε.
Το πλάνο του μαθήματος ποιο ήταν;
Δεν ήταν ο δάσκαλος που θα ήταν όλη την ώρα από πάνω σου για να σου δείξει όλες τις λεπτομέρειες, αλλά για να μάθεις έπρεπε να τον παρατηρείς, να ακούς μουσική, να μελετάς και να μαθαίνεις εμπειρικά. Το σαντούρι είναι ένα όργανο που θέλει καθαρό ήχο, προς τα μέσα τα χέρια και να χρησιμοποιείς πολύ καρπό. Δεν έκανε ποτέ μάθημα με παρτιτούρα, ούτε με ρυθμούς, ούτε με σημειώσεις στο τετράδιο. Θεωρούσε ότι έπρεπε να γνωρίζουμε και βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική. Αποφεύγαμε να κρατάμε σημειώσεις και ηχογραφούσαμε τα μαθήματα για να μπορούμε να εξασκηθούμε στην συνέχεια, διότι ο Μόσχος ήθελε να εξασκήσουμε και την μνήμη και το αυτί μας. Αντίθετα με την κλασική μουσική, στην παραδοσιακή πρέπει να παίζεις χωρίς να ψάχνεις παρτιτούρες, διότι είναι πολύ δύσκολο και γι’ αυτό ηχογραφούσαμε τα μαθήματα και τα ακούγαμε συνέχεια. Μας δίδασκε τα ταξίμια, τις κλίμακες, τα ακόρντα της κλίμακας, τον ρυθμό και το κομμάτι. Έπρεπε να γνώριζες τον δρόμο, τον ρυθμό, δηλαδή να ακομπανιάρεις το κομμάτι και τα ακόρντα του.
Ανδρέας Κατσιγιάννης
Ποια η γνώμη σας για το επίπεδο της δεξιοτεχνίας του Αριστείδη Μόσχου;
Γνώριζε πολύ καλά την δυτική μουσική, είχε μεγάλη γκάμα στο ρεπερτόριό του, έπαιζε και τσέμπαλο και είχε πολλούς φίλους μουσικούς από τα Βαλκάνια. Το παίξιμο του ήταν ιδιαίτερα εκφραστικό, ενώ δεν ήταν πολύ γρήγορος σαν παίκτης σαντουριού, ο ήχος του ήταν πολύ καθαρός, αρμονικός και στο παίξιμό του δεν περίσσευε τίποτα. Ενώ ήταν λιτός ήταν ταυτόχρονος και πολύ μεστός και από τις μπαγκέτες του έβγαινε ένας στρόγγυλος ήχος. Με το μεγάλο του ρεπερτόριο βοηθούσε πολύ σαν συνοδεία και είχε ιδιαίτερη τεχνική στα δάκτυλα και στους καρπούς του. Είχε ακόμη την ικανότητα να μπορεί να παίζει ενώ συγχρόνως τραγουδούσε και ήταν σωστός και κουρδισμένος στα γυρίσματά του. Του άρεσε να δημιουργεί μεγάλες ορχήστρες, μιας και είχε μνήμες από τα Καφέ-Σαντάν και έβαζε δύο βιολιά, δύο κλαρίνα και πολλά σαντούρια να παίζουν μαζί.
Που πιστεύετε ότι οφείλεται η μεγάλη διάδοση του ονόματός του;
Πίστευε ότι το σαντούρι μπορούσε να ενταχθεί σε μεγάλη έντεχνη ορχήστρα με παραδοσιακά όργανα. Γνώριζε πολύ καλά το παραδοσιακό τραγούδι και μέσω της τηλεόρασης προσπάθησε να αλλάξει την μέχρι τότε «τηλεοπτική ακαδημαϊκή» πορεία της Σαμίου και του Κόρου, οι οποίοι έκαναν εκπομπές και παρουσίαζαν τα τραγούδια έτσι όπως τα αντιλαμβάνονται στα χωριά. Ο Μόσχος ήθελε να παρουσιάζεται το παραδοσιακό τραγούδι σε μια πιο κοσμική κατάσταση. Έτσι συνεργάστηκε με τραγουδιστές όπως η Πρωτοψάλτη, η Αλεξίου και ο Νταλάρας, όπου τους έβαζε να τραγουδούν κομμάτια μαζί με μεγάλες ορχήστρες και έτσι άνοιξε την παράδοση, έφερε το δημοτικό τραγούδι πιο κοντά στο ευρύτερο κοινό και το έκανε να είναι οικείο και να το ακούνε ευχάριστα. Ο ίδιος σαν άτομο ήταν νάρκισσος, συγκεντρωτικός και αγαπούσε την προβολή στα κανάλια. Στα δε πανηγύρια δεν του άρεσε να χορεύει ο κόσμος. Ήθελε να προβάλει την αστική του κουλτούρα, προσπαθούσε να αποποιηθεί το παρελθόν του στο Μεσολόγγι και προτιμούσε να τον θεωρούν αστό. Είχε μαζί του τους καλύτερους μουσικούς, όπως ο Γκόρης και ο Βασιλόπουλος, ώστε να έχει την καλύτερη παραγωγή, πάντοτε όμως αυτοί ήταν υπό την σκιά του, παρόλο που αναγνώριζε και σεβόταν τις αξίες τους. Ο ανταγωνιστής του ήταν ο Διακογιώργης, ένας μουσικός μορφωμένος, ο οποίος είχε εμπειρία στα κρουστά, ήταν χρόνια στην Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ και ήταν πολύ καλός στην παρτιτούρα. Σε αντίθεση με τον Μόσχο ο οποίος ήταν εμπειρικός και δεν διάβαζε παρτιτούρες, γεγονός το οποίο προσπαθούσε να αποκρύψει. Κομβικό σημείο στην καριέρα του αποτέλεσε ο δίσκος που έκανε με τον Μπρέκοβιτς και η ανάδειξη του τραγουδιού «σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία», αν και είναι αμφιλεγόμενος ο συνθέτης του. Ο Μόσχος το ανέδειξε και παρουσίαζε σαν δικό του, όπως έκαναν πολλοί μουσικοί τότε για να λαμβάνουν ποσοστά. Αυτό το τραγούδι είναι σμυρνέϊκο μινόρε, όμως ο Μόσχος του έδωσε μεγάλη αξία.
Το πλάνο των μαθημάτων του τι περιείχε;
Στα μαθήματά του στην Σχολή έβαζε κάποιον προχωρημένο μαθητή να δείχνει στους νεότερους και αυτός περνούσε και έκανε τον έλεγχο. Ήταν αυστηρός, αλλά δεν έκανε ανάλυση, ας πούμε για παράδειγμα το τι είναι το μακάμι. Μιλούσε όπως οι λαϊκοί μουσικοί, στην περιγραφή του είχε περιορισμένες δυνατότητες, αν και πιστεύω κρατούσε πολλά για τον εαυτό του και δεν τα έδειχνε όλα, όπως έκαναν πολλοί μουσικοί την εποχή εκείνη.
Αρετή Κατιμέ
Όσον αφορά την ύλη που μας δίδασκε. Αρχικά, τα πρώτα χρόνια δηλαδή, μαθαίναμε το «Σαμιώτισσα, Σαμιώτισσα πότε θα πας στη Σάμο» και αργότερα μας μάθαινε διάφορα Συρτά, το Συρτό Σύμης, τη Σούστα της Ρόδου κι ένα πολύ ωραίο ρουμάνικο σε ντο ματζόρε, το οποίο το είχαμε παίξει και στην εκπομπή της Ιφιγένεια Γιαννακοπούλου κι εγώ τότε ήμουνα το μαξούνι του. Ο δάσκαλος μας μάθαινε κλίμακες, δηλαδή ντο ματζόρε και μετά ρε μινόρε, εύκολοι χειρισμοί, όπως και μι χιτζάζ, φα χιτζάζ και ρε χιτζάζ. Τα χέρια ήταν δυο-δυο, ντο ρε αριστερό, μι-φα δεξί και αντίστοιχα απέναντι. Ο κύριος κορμός του μαθήματος ήταν χωρίς παρτιτούρες, δηλαδή είχαμε ή μια κόλλα ή ένα τετράδιο και εκεί γράφαμε τις νότες με ελληνικούς χαρακτήρες, δηλαδή λα σι ντο ρε μι κλπ. Δεν διαβάζαμε ποτέ παρτιτούρες. Εγώ ξεκίνησα να μαθαίνω παρτιτούρα όταν πήγα στο Ωδείο Αθηνών, με το πιάνο. Τα κομμάτια τα οποία μαθαίναμε να παίζουμε μας τα δίδασκε πάρτι-πάρτι, δηλαδή πρώτα την 1η και την 2η πάρτι, στο επόμενο μάθημα την 3η πάρτι και μετά την 4η πάρτι και στο τέλος ολοκληρώναμε. Τα έφτιαχνε μεν ο ίδιος αλλά δεν ασχολιότανε περισσότερο, ιδίως με μαθητές που δεν του κάνανε. Όλοι οι παλαιοί δάσκαλοι είχαν τέτοια αντίληψη, δηλαδή εάν τα έπαιρνε το παιδί του έδειχναν κάτι, όχι βέβαια όλα. Ποτέ του ο Μόσχος δεν τα έδειχνε όλα, κάτι που εγώ δεν θέλω να ακολουθήσω στην καριέρα μου και εύχομαι να μην το ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι μουσικοί της δικής μου γενιάς. Ακόμη και στο κούρδισμα ο Μόσχος δεν μας τα έδειξε όλα και υπάρχουν ορισμένα πράγματα που δεν μάθαμε ποτέ. Για παράδειγμα το πώς κούρδιζε το δικό του σαντούρι, το οποίο είναι ειδικό στον ήχο, κατασκευής Ζαφειρόπουλου κάπου στις δεκαετίες ’30-40. Θυμάμαι όταν μας είχε μάθει τον Συρτό Σύμης, την Σούστα της Ρόδου, τον Γεραγότικο και την Ιτιά, σε λα μινόρε, ήταν ωραίος χειρισμός για εμάς. Όμως τα μπάσα σχεδόν δεν υπήρχανε. Δίναμε μόνο μέτρα, αλλά ούτε λόγος για αρμονία, μόνο μελωδία. Αυτό ήταν τεράστιο πλήγμα για εμένα, δεδομένου ότι αργότερα κατάλαβα ότι ήταν σαν να μην ξέρω μουσική και σαν να μην ξέρω να παίζω. Χωρίς αρμονία δεν γίνεται. Έτσι αργότερα έκανα μεγαλύτερο αγώνα ώστε να καταλάβω πως λειτουργεί η, ας την πούμε, «παραδοσιακή αρμονία». Η τεχνική που μας μάθαινε ήταν δύο-δύο, ρουμάνικη γενικά, μόνο που οι Ρουμάνοι δεν παίζουν σαντούρι, αλλά τσίμπαλο. Σχετικά με την τεχνική και την αυστηρότητα του Μόσχου. Ξεκίνησα να κάνω μαθήματα μαζί του λίγο καιρό πριν φύγει. Η τακτική του ήταν πολύ συγκεκριμένη και την απαιτούσε με αυστηρότητα. Σύντομα όμως αντιλήφθηκα ότι είχα μείνει αρκετά πίσω και καταλάβαινα ότι θέλω να μάθω να παίζω καλά σαντούρι. Έτσι άρχισα να μελετώ και να αλλάζω, να αποκτώ πιο ρώσικο στυλ στο παίξιμό μου, διαφορετικό από αυτό που μας είχε δείξει εκείνος. Παραξενεύτηκε και με ρωτούσε γιατί τοποθετώ κατ’ αυτόν τον τρόπο τα χέρια μου, ενώ δεν μου το είχε δείξει έτσι. Εγώ τότε του απαντούσα, ότι ήθελα να δοκιμάσω και κάτι διαφορετικό και προσπαθούσα να δικαιολογηθώ. Κατά βάθος αυτή μου η πρωτοβουλία, να αλλάξω δηλαδή την τοποθέτηση των χεριών μου, δεν του άρεζε καθόλου. Η καθιερωμένη τεχνική του ήταν σε σχέση με το πόσο ανοικτό ήταν το όργανο, τόσο έπρεπε να είναι και τα χέρια σου. Ένας τελείως ρουμάνικος τρόπος, όπως και οι μπαγκέτες έπρεπε να είναι όπως τις παίζουν οι Ρουμάνοι. Έχει διαφορά το ένα με το άλλο στυλ. Έχει και τα καλά του φυσικά το στυλ το οποίο μας δίδασκε ο Μόσχος και είναι πολλά πράγματα που έχω μάθει από αυτόν και δεν τα έχω εγκαταλείψει, όμως υπάρχουν κι άλλα τα οποία δεν γινόταν να μην τα εγκαταλείψω. Ας πούμε θέλεις να παίξεις δέκατα έκτα και πρέπει να κάνεις ένα απλό φινάλε. Δεν γίνεται όμως να το κάνεις με το ένα χέρι. Ο δάσκαλος δεν μας έκανε ποτέ ασκήσεις και μας έκανε μόνο τις τέρτσες κατιούσα και ποτέ ανιούσα. Ουσιαστικά μας έκανε μόνο αρπισμούς και όχι ασκήσεις ταχύτητας, παρόλο που ο δάσκαλος έπαιζε με ταχύτητες και μάλιστα πολύ καλά. Εγώ όμως εάν προσπαθήσω να παίξω αυτά που έπαιζε εκείνος και παρόλο που έχω τεχνική δεν θα τα παίξω τόσο καλά. Ο Μόσχος είχε κάτι στο παίξιμό του που τον έκανε ξεχωριστό. Αυτή ήταν και η μαγκιά του. αυτό το κάτι όμως δεν μας το έδειξε, δεν μας το πέρασε ποτέ του, αλλά το κράτησε για τον εαυτό του. Δεν το έδειξε σε κανέναν μαθητή, ούτε στον πιο ξεχωριστό. Εμένα όταν πρωτοπήγα στη Σχολή, τα πρώτα μου μαθήματα στο σαντούρι μου τα έδειξε η Ελένη Φίλιππα. Ήμουνα πολύ μικρούλα και δεν θα μπορούσα να έχω έναν δάσκαλο 70 ετών, δεν ήταν δυνατόν ο Μόσχος να ασχοληθεί με ένα τόσο μικρό και αρχάριο παιδάκι. Η Ελένη μου έδειχνε πράγματα όπως κι εκείνος. Το παίξιμο της εξάλλου έχει μια γλυκύτητα και είναι ευγενικό πολύ. Έχω συναντήσει και άλλους οργανοπαίκτες οι οποίοι βγήκαν από τη Σχολή του Μόσχου ή έκαναν μόνο κάποια μαθήματα εκεί, όπως ο Κατσιγιάννης, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον δάσκαλο. Και ο Κατσιγιάννης όμως αποχώρησε νωρίς από την Σχολή μιας και ο Μόσχος δεν του έδειχνε όλα όσα ήθελε. Κατόπιν δημιούργησε την δική του πολύ ξεχωριστή Σχολή, την Εστουδιαντίνα. Το δικό μου παίξιμο θεωρώ ότι είναι μελωδικό και ότι έχω πάρει και στοιχεία και από τον Κατσιγιάννη, μιας και για κάποιο διάστημα έπαιζα με την Εστουδιαντίνα. Φυσικά έχω κρατήσει πολλά στοιχεία από τον Μόσχο, αλλά και από την δασκάλα μου την Αγγελική Κατσιδά. Στην Σχολή στα τελευταία πια, όταν πήγαινα ο Μόσχος μ’ έβαζε να δείχνω σε αρχάριους και σε μικρότερους, ενώ εκείνος είχε σταματήσει πλέον να μου δείχνει. Αυτό κατά την γνώμη δεν είναι ούτε σώφρον ούτε σωστό. Πολλοί συνεργάτες του μπορούν να το διαβεβαιώσουν, όπως για παράδειγμα και ο Κλέαρχος Κορκοβέλος, ο οποίος παίζει τσίμπαλο…
Το τραγούδι «Σ΄ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» ήταν δικό του πιστεύτε;
Όσον αφορά το τραγούδι «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία», γνωρίζουμε ότι δεν είναι δικό του, αλλά το κατοχύρωσε ο ίδιος, διότι όταν το άκουσε να το παίζουν κάποιοι, το ηχογράφησε πρώτος και στη συνέχεια έλεγε ότι είναι δικό του. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε δυνατότητα όλα τα παραδοσιακά τραγούδια να είναι ηχογραφημένα. Η μελωδία αυτή είναι Σεφαραδίτικη, όπως και του τραγουδιού «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» που είναι Σεφαραδίτικη Εβραϊκή. Ο ίδιος σε συνεντεύξεις του λέει ότι κάποτε πήγε στον μαέστρο μιας ορχήστρας και ζήτησε παρτιτούρες για να παίξει. Εμάς όμως δεν μας έμαθε πότε να διαβάζουμε παρτιτούρα, που κατά την γνώμη σημαίνει ή ότι ήξερε και δεν μας έδειχνε ή ότι δεν ήξερε καθόλου. Ότι όμως από τα δύο κι αν ισχύει δεν ήταν σωστό. Εμείς δεν το είδαμε ποτέ να διαβάζει ή να παίζει με παρτιτούρα.
Ποτέ δεν μας έδειξε πώς να φτιάχνουμε μια μπαγκέτα, ούτε πώς να κουρδίσουμε το όργανο. Όταν ήθελες να κουρδίσεις το όργανό σου, σου έλεγε να του το πας μια Τετάρτη και να το πάρεις σε μια εβδομάδα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μάθεις. Είχε κάποιες κόντρες με τον Βασιλόπουλο, τον Κόρο, με τον Καρατάσο, τον Τσίμπα, τον Μπινταγιάλα. Ο Μόσχος ήταν πάντοτε πολύ μελετημένος όσον αφορά τον αντίπαλό του και ήξερε πώς να τον «πολεμήσει». Ήξερε για παράδειγμα πως παίζει ο Παπαδέας ή η «Ράνια» και εντόπιζε τα σημεία που υστερούσαν
(Κορκόβελος)
Το τραγούδι «Σ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» υποστηρίζει ότι είναι δικό του. Δεν το γνωρίζουμε ότι είναι, πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι. Εγώ πιστεύω πως είναι γιατί δεν έχουμε κανένα άλλο στοιχείο παλαιότερο ότι έχει δισκογραφηθεί αυτό το κομμάτι αλλού. Δεν υπάρχει καμιά πληροφορία από άλλους παλιούς μουσικούς ούτε νεότερους γι’ αυτό το κομμάτι ότι παιζόταν ότι υπήρχε. Πρέπει να εξεταστεί σοβαρά η φρασολογία, το ύφος του κομματιού και μέσα από αυτά να προκύψει μια θέση που πάλι θα είναι υποθετική. Εγώ ξέρω ότι ο Μόσχος έλεγε ότι το κομμάτι «Σ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» ήταν δική του σύνθεση, συγκεκριμένα θυμάμαι είχε δείξει και την παρτιτούρα γραμμένη από αυτόν τον ίδιο, αυτό βέβαια δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα γιατί ίσως και να το πήρε και από αλλού και τους στίχους και τη μουσική του κομματιού αλλά όμως ισχυριζόταν πάντα ότι και στην δισκογραφία ήταν καταχωρημένο δικό του δεν υπάρχει κάτι άλλο ή έστω δεν έχει βρεθεί κάτι άλλο προγενέστερο Σ αγαπώ από αυτό. Δηλαδή δεν μπορούμε εύκολα αυτό ότι το τραγούδι δεν ήταν του Μόσχου μπορεί να ήταν και μπορεί να μην ήταν, είναι δίκοπο μαχαίρι να το πεις αυτό. Για παράδειγμα κάποιοι λένε ότι το κομμάτι Μενεξέδες και Ζουμπούλια κοσμοπολίτικο ή επτανησιακό που το βρήκαν αυτό το στοιχείο όποιος το λέει πρέπει να αναφέρει την πηγή που το βρήκε αλλά και την βιβλιογραφία του ή την πηγή ή ποιος του το ανέφερε π.χ. αυτός που το ανέφερε ήταν μια γριά στην Ζάκυνθο που λεγόταν τάδε και το άκουγε από τον πατέρα της. Ο Μόσχος έλεγε ότι το Σ αγαπώ ήταν δικό του, το χαρακτήριζε όμως ως σμυρναίικη καντάδα. Γιατί στον δίσκο του «Αυτοσχεδιασμός» στα περιεχόμενα λέει το Σ’ Αγαπώ είναι σμυρναίικη καντάδα το οποίο σημαίνει από την στιγμή που το χαρακτηρίζει ο ίδιος έτσι είναι ένα τραγούδι με αυτό το ύφος χαμπανέρα, 4/4 ,αργό ,το οποίο ίσως το διασκεύασε, δηλαδή ίσως αυτό να είχε στο μυαλό του κάτι μια ιδέα την οποία την έφτιαξε την μετέτρεψε την διασκεύασε και το έβγαλε όπως είναι ή μπορεί να το πήρε και από κάπου αλλού που να ήταν δισκογραφημένο και να μην το ξέρουμε.