Σ' αγαπώ γιατί είσαι ωραία: Υπάρχει προπολεμική ηχογράφηση της μελωδίας;

τι νόημα έχει αυτό που λες( ή που λέει ο Κατσιγιαννης) ; Δηλαδή αν γνώριζε γραφή ήταν καλός, αν μάθαινε εμπειρικά δεν ήταν;

Δεν καταλαβαίνω καλά το ερώτημα σου και νομίζω ότι είναι και εκτός θέματος.Εγώ δεν είπα τίποτα για το τι ήταν ή δεν ήταν…απλά παρέθεσα κάποια από αυτά που άκουσα στο βίντεο και διάβασα στην εργασία ,‘‘Η βιογραφία του Αριστείδη Μόσχου’’ και που έχουν σχέση με το θέμα του συγκεκριμένου τραγουδιού.
Οι εμπειροτέχνες (τουλάχιστον μερικοί) νοιώθουν ένα κόμπλεξ κατωτερότητας που δεν γνωρίζουν μουσική γραφή, κυρίως γιατί τους αντιμετωπίζουν μειονεκτικά οι '‘μορφωμένοι’'μουσικοί (τουλάχιστων κάποιοι), π.χ. ρωτώντας ‘‘ξέρεις μουσική διαβάζεις ή παίζεις πρακτικά?’’ ή ‘‘εγώ σπούδασα μουσική εσύ δεν διαβάζεις’’.
Πιστεύω η γνώση της παρτιτούρας μετράει θετικά για τον κάθε μουσικό. Του δίνει κάποια πλεονεκτήματα.
Τον Μόσχο δεν τον είδε ποτέ κανείς να γράφει ή να διαβάζει παρτιτούρα, όπως λένε έπαιζε και δίδασκε εμπειρικά, πρακτικά. Ομως ο Μόσχος αναφέρει σε συνεντεύξεις του ότι:
''Το πιο άσχημο όμως ήταν πως οι μαέστροι δε μου φέρνανε νότες να διαβάσω. Κανένας. Μια φορά πήρα το σαντούρι μου κι έφυγα. Πήγα για πρόβα και μου λέει “παίξτο, δεν τ’άκουσες;”. Λέω “τι παίξτο; μαγνητόφωνο είμαι; μπορεί να μην άκουσα καλά. Δώσμου μια παρτιτούρα”, επειδή είχανε κακομάθει με τους περισσότερους λαϊκούς μουσικούς".
‘‘Η πολιτεία δεν στήριξε ποτέ τους παραδοσιακούς μουσικούς, γιατί δεν είχαν πτυχίο μουσικής’’.
Διάβασα στό Ogdoo.gr ότι η ηλικία του στις καταγραφές έχει τρείς διαφορετικές χρονολογίες 1924, 1927 και 1930.Το είχα ακούσει και παλιότερα από άτομο της σχολής του ότι είχε αλλάξει την χρονολογία γεννησής του στην ταυτότητα.
Ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του για το τι ισχύει η δεν ισχύει από αυτά που ειπώθηκαν, και αν έχουν νόημα ή δεν έχουν αυτά που είπαν κάποιοι γνωρίζοντας τον Αριστείδη Μόσχο.

1 «Μου αρέσει»

Λυπάμαι αν φάνηκα απροσωπος ή απότομος στο τελευταίο μου σχόλιο. Θα ήθελα όμως να συζητηθεί το θέμα, αν υπάρξει ενδιαφέρον. Δεν γνώρισα ποτε τον Μόσχο και δεν γνωρίζω ποιος είναι ο Κατσιγιάννης.Όταν ομως μεταφέρεις μια πληροφορία, όσο αόριστη και να είναι, καλώς ή κακώς, την μεγενθύνεις.
Αν “λενε” λοιπόν(ποιοι λένε;) πως είχε αυτή την ανασφάλεια ο Μόσχος ή ο κάθε Μόσχος, και πάλι στα δικά μου μάτια ούτε ανεβαίνει ούτε κατεβαίνει.
Στην Κωσταντινούπολη υπάρχει μια μεγάλη μερίδα μουσικών που αντιστέκεται στην μελέτη τροπικών ήχων με χρήση δυτικών εργαλείων και ιδιαίτερα παρτιτούρας. Θα πρότεινα την εργασία της gill-gürtan ως καλή πηγή αυτής της ιδεολογίας

Αντίστοιχα λοιπόν, το να ξέρει μουσικη γραφή κάποιος που παίζει παραδοσιακη, τελικά ίσως δεν ανεβάζει ούτε κατεβάζει την ποιότητα της μουσικής του. είναι ένα εργαλείο με τα καλά του και τα προβλήματα του. Τώρα αν ο ίδιος ο Μόσχος ήθελε να είναι συμβατός με τη μουσική γραφή, καλά έκανε σε καταστάσεις νέου ρεπερτορίου, το καταλαβαίνω, ειδικά όταν θίγει τους παραμελημένους παραδοσιακούς μουσικούς που δεν εκτιμούνται.
Δεν θα μπορούσε όμως απο άποψη να διδάσκει παραδοσιακή ακουστικά και να θέλει να διαβαζει παρτιτούρα στο στούντιο για πρακτικούς ή οτιδήποτε λόγους; Αυτό αποφασίσαμε πως δεν στέκει;

Ο Αντρέας Κατσιγιάννης είναι αυτός
Δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέριες από την εργασία της Μπουλούμπαση και όπως ξαναείπα σε προηγούμενο μήνυμα ο σύνδεσμος δεν ανοίγει τώρα σε μένα. Παλιότερα που μου άνοιγε την είχα διαβάσεί όλη. Εκεί θυμάμαι έκαναν λόγο για τον Μόσχο άτομα που πέρασαν από τη σχολή του, όπως ο Κατσιγιάννης, η Κετιμέ και κάποιοι άλλοι παίχτες σαντουριού.
Από όσο θυμάμαι ο Κατσιγιάννης έλεγε περίπου ‘‘Ανταγωνιστής του Μόσχου ήταν ο Τάσος Διακογιώργης ένας μορφωμένος μουσικός που διάβαζε μουσική σε αντίθεση με τον Μόσχο που δεν γνώριζε γεγονός που προσπαθούσε να αποκρύψει’’.
Εκεί επίσης διάβασα ότι η μελωδία του τραγουδιού ‘‘Σ αγαπώ γιατί είσαι ωραία’’ είναι σεφαραδίτικη.
Αν σου ανοίγει ο σύνδεσμος θα τα δεις και συ. Το ότι ο Μόσχος ήταν εμπειρικός και δε διάβαζε μου το είπε πριν χρόνια και ένας συγχωριανός του παίχτης βιολιού. Το όνομά του είναι Νίκος Μωραϊτης.
Τώρα για το αν ο Μόσχος ήθελε να διδάσκει παραδοσιακή μουσική πρακτικά, ακουστικά και να διαβάζει παρτιτούρα στο στούντιο ή αλλού για άλλους λόγους δεν το γνωρίζω και θα έλεγα ότι δεν είμαι κατάλληλος εγώ για να πω το αν στέκει ή δεν στέκει.

1 «Μου αρέσει»

για αυτον τον Κατσιγιάννη μηλάμε?

LIVE ΑΡΚΑΔΙΚΟ ΓΛΕΝΤΙ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗ 2021 full version - YouTube

Όχι για αυτόν τον Γιάννη Κατσίγιαννη κ. Σπύρο! Για τον Αντρέα Κατσιγιάννη μιλάμε Ανδρέας Κατσιγιάννης & Χρήστος Παπαδόπουλος "Χάριν Ευφωνίας" (9/12/17) - YouTube

1 «Μου αρέσει»

Το θέμ που μπήκε στη μέση σχετικά με την ανάγνωση ή όχι παρτιτούρας δεν έχει να κάνει με το αν ήξερε ο ίδιος, ούτε με το αν οποιοσδήποτε θεωρεί καλύτερον όποιον ξέρει νότες παρά όποιον δεν ξέρει, αλλά με τη μαρτυρία ότι ο Μόσχος…

Και γιατί να το συζητάμε αυτό;

Γιατί αν ισχύει, τον καθιστά λιγότερο αξιόπιστο γενικά.

Όμως εγώ νομίζω (τι άλλο μπορεί κανείς να κάνει, παρά να νομίζει) ότι άνθρωπος που δεν ξέρει νότες και ξέρει πρακτικά δε θα έλεγε ποτέ το παρακάτω:

(Παρεμπιπτόντως, τη συνέντευξη αυτή τη θυμάμαι κι από άλλη συζήτησή μας εδώ όχι πολύ παλιά.) Πρακτικός μουσικός δε θα έλεγε «τι είμαι, μαγνητόφωνο;», γιατί θα ήταν όντως μαγνητόφωνο και επομένως δε θα το θεωρούσε κάτι τόσο απίθανο.


Κατά τα άλλα, απ’ όσες μαρτυρίες αναφέρονται στο #20 εκείνη που κατεξοχήν μού φαίνεται να υστερεί σε τεκμηρίωση είναι αυτή:

Ποιοι ισχυρίζονται, ποια βιβλία… Και κυρίως: βιβλία με παρτιτούρες, ή μόνο με στίχους; Αν (εννοώ) υπάρχουν όντως αυτά τα βιβλία. Γιατί οι στίχοι μπορεί να λέγονταν σε οποιαδήποτε μελωδία, εδώ όμως όλος ο καβγάς (σμυρναίικο - σεφαραδίτικο - επώνυμο Μόσχου κλπ.) αφορά βέβαια τη συγκεκριμένη μελωδία. Οπότε, ποια είναι «τα βιβλία της Σμύρνης» που να έχουν καταγραφές σκοπών;

''Το πιο άσχημο όμως ήταν πως οι μαέστροι δε μου φέρνανε νότες να διαβάσω. Κανένας. Μια φορά πήρα το σαντούρι μου κι έφυγα. Πήγα για πρόβα και μου λέει “παίξτο, δεν τ’άκουσες;”. Λέω “τι παίξτο; μαγνητόφωνο είμαι; μπορεί να μην άκουσα καλά. Δώσμου μια παρτιτούρα”, επειδή είχανε κακομάθει με τους περισσότερους λαϊκούς μουσικούς".

Απ΄όσες συνεντεύξεις οργανοπαιχτών έχω δει μόνο ο Μόσχος λέει ότι θα ήθελε παρτιτούρα από τους μαέστρους και ότι κανένας ποτέ δεν του έδωσε. Αντίθετα δύο άλλοι λαικοί οργανοπαίχτες λένε:

'‘Ημουν στην Κολούμπια και έγραφα κάποια λαϊκά. Το απόγευμα πέρασε ο Μίκης Θεοδωράκης να γράψει δύο δικά του τραγούδια. Ήθελε σαντούρι και μου βάζει μπροστά μου δυο παρτιτούρες. «Αποκλείεται εγώ, κύριε Θεοδωράκη, να παίξω σαντούρι με παρτιτούρα» του είπα. Κανείς δεν έπαιζε με παρτιτούρα, ούτε και ο Διακογιώργης που ήταν σπουδαγμένος μουσικός της κρατικής ορχήστρας. Δεν υπήρχε παρτιτούρα στα λαϊκά τραγούδια του Τσιτσάνη, του Καλδάρα και του Δερβενιώτη, παίζαμε με τ’ αυτί. Σαν μουτζούρα ήταν η παρτιτούρα του Θεοδωράκη, θυμάμαι, κι ο ίδιος να μου λέει: «Παίξτε, κύριε Σούκα». Εκεί ευτυχώς παρενέβη ο μπουζουξής του, ο Κώστας Παπαδόπουλος, για να με βγάλει απ’ τη δύσκολη θέση!’’
Τάκης Σούκας

*Κάποτε με κάλεσε ο Μίκης Θεοδωράκης και με πήρε και με πήγε ο Γιάννης ο Πετσάς (κιθάρα). Όταν πήγα στο στούντιο, ήτανε 30 με 40 μουσικοί και ο Μίκης Θεοδωράκης μου “δωσε την παρτιτούρα και λέω του Γιάννη: «Τι μου δίνει εδώ; Μου “δωσε μια παρτιτούρα». «Μαέστρο, δε διαβάζει τις νότες», του είπε ο Γιάννης και ο Μίκης ήθελε να με διώξει και όπως κάθησε στο πιάνο του λέω: «Δάσκαλε, παίξε και θα το παίξω».
Γιάννης Βασιλόπουλος

Εμένα μου κάνει λίγο εντύπωση αν είναι όπως τα αναφέρουν, πως ο Θεοδωράκης και όποιος άλλος ήταν δεν ξέρω, ζητούσε-απαιτούσε από τον Μόσχο, τον Σούκα, τον Βασιλόπουλο να διαβάσει παρτιτούρες. Δεν είχαν κάποια ιδέα ότι προέρχονταν από τον χώρο της δημοτικής μουσικής και ότι ήταν πρακτικοί οργανοπαίχτες;
Παρεπιπτόντως και οι τρεις αυτοί ήταν τσιγγάνικης καταγωγής, που κάποιοι από αυτούς δεν πάνε συνήθως, ούτε καν δημοτικό σχολείο για να μάθουν απλή γραφή και ανάγνωση. Πως ειχαν την απαίτηση τόσο εύκολα οι μαέστροι να γνωρίζουν και παρτιτούρα αυτοί οι λαικοί οργανοπαίχτες και μάλιστα πριν 50 χρόνια περίπου;
Εκείνη την εποχή φαντάζομαι πως οι σπουδαγμένοι, αν υπήρχαν, που να παίζουν π.χ. σαντούρι, βιολί, λύρα, κλαρίνο και να προέρχονται από την παράδοση θα ήταν μετρημένοι και αναγνωρισμένοι τουλάχιστον στο συνάφι τους.
Ακόμα δε βρήκα τρόπο να ανοίξω την εργασία που είναι για την βιογραφία του Μόσχου για να την ξαναδιαβάσω. Δεν ξερω αν ανοίγει σε κάποιον άλλον.

1 «Μου αρέσει»

Λέει πάντως ότι μαθήτευσε σ’ εκείνο τον Ρουμάνο σαντουριέρη. Αν ο δάσκαλος ήξερε νότες, γιατί να μην του τις έδειξε κι αυτές; Και στα καθ’ ημάς ο Παπάζογλου χρησιμοποιούσε παρτιτούρα, πιθανώς και άλλοι, άρα γιατί όχι κι ο Ρουμάνος.
https://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&id=458

Ασφαλώς, το να μην ξέρει νότες ο Σούκας κι ο Βασιλόπουλος (κι ο Μόσχος εξάλλου) είναι τόσο αναμενόμενο ώστε κι εγώ απορώ σε ποιο κόσμο ζούσε ο Θεοδωράκης. Αλλά το να υπήρξε και μια εξαίρεση δεν είναι απίθανο. Σημειωτέον ότι ο μουσικός συρμός στο Αγρίνιο όταν μεγάλωνε ο Μόσχος δεν ήταν μόνο πατροπαράδοτα τοπικά τραγούδια αλλά και κάθε σουξέ της εποχής. Πώς να τα μάθαιναν, θα ξημεροβραδιάζονταν στα μαγαζιά που έπαιζαν οι άλλοι μέχρι να τα αποτυπώσουν όλα στη μνήμη τους, ή θα αγόραζαν συνέχεια δίσκους; Δεν είναι όπως μ’ ένα τοπικό ρεπερτόριο όπου εύκολα μπορείς να ξέρεις νοερά κάθε μελωδία πριν καν πιάσεις όργανο.

Συνολικά δε μου φαίνεται απίθανο να ήξερε νότες. Αλλά τέλος πάντων, έστω ότι μας δουλεύει και δεν ήξερε. Και λοιπόν; Ναι μεν έγραψα πιο πάνω

…αλλά μάλλον είχα προσπεράσει αυτό:

…με βάση το οποίο γίνεται πλέον αδιάφορο το αν οι προσωπικές διαβεβαιώσεις του Μόσχου για το ένα ή το άλλο είναι αξιόπιστες ή όχι. Άμα το κομμάτι είναι δηλωμένο ως διασκευή δική του και όχι σύνθεση, είναι διασκευή δική του και όχι σύνθεση, έληξε. Και επιστρέφουμε στο αρχικό ερώτημα, τι ξέρουμε για την αρχικη σύνθεση: παραδοσιακό σμυρναίικο; εβραίικο; ιταλικό; επώνυμο κάποιου που δεν τον έχουμε βρει ακόμα;…

Ναι έτσι έλεγε ότι του δίδαξε ρουμάνος σαντουριέρης. Αν και μερικοί τον αμφισβητούν , γιατί οι ρουμάνοι δε παίζουν σαντούρι αλλά τσίμπαλο. Ίσως να του δίδαξε τσίμπαλο λένε κάποιοι σημερινοί παίχτες αυτών των οργάνων.
Σχετικά με τη γνώση παρτιτούρας ακούω τι λένε και οι συμπατριώτες του Α. Μόσχου οργανοπαίχτες της γενιάς του που βγήκαν μαζι στο επάγγελμα όπως Νίκος Μωραίτης (βιολί), Χρήστος Ζώτος (λαούτο) αλλά και αρκετοί κλαρινοπαίχτες. Μιλώντας παλιότερα με κάποιους από αυτούς μου είπαν ότι όλοι συμπαριλαμβανομένου και ο Μόσχος μαθαίνανε ακουστικά, πρακτικά και ότι το ρεπερτόριο τότε, ντόπιο και ξενόφερτο ήταν λιγότερο απ’ ό τι σήμερα.
Επίσης ο Χρήστος Ζώτος και ο Μάκης Βασιλειάδης (κλαρίνο) λένε δημόσια σε βίντεο ότι για να γινει κάποιος καλός μουσικός και με ρεπερτόριο έπρεπε τότε να φύγει από το Αγρίνιο, από την Πάτρα και να δουλέψει για καιρό στην Πρέβεζα γιατί είχε λιμάνι και είχε πολλούς διαφορετικούς μουσικούς. Εκεί πηγαίνανε για να αποκτήσουν ρεπερτόριο και ακούσματα (‘‘παντρέματα’’ τα λέγανε εκείνη την εποχή). Κανένας δεν μου είχε αναφέρει ότι ο Μόσχος πέρα από το αυτί ήξερε να διαβάζει - δουλεύει και με παρτιτούρα.
Εξάλλου και ο πατέρας του Α. Μόσχου με το κλαρίνο έπαιζε αρκετά ξένα ευρωπαικά κομμάτια λέει ο Αριστείδης. Αλλά και ο πατέρας του σίγουρα τα μάθαινε και τα έπαιζε πρακτικά.
Λέω σίγουρα για τον πατέρα του γιατί ρώτησα έναν αδερφό του Αριστείδη που γνώρισα τυχαία πριν χρόνια, πως και δεν έμαθε και αυτός κάποιο μουσικό όργανο αφού μεγάλωσε σε μουσικό περιβάλλον και μου απάντησε ότι το είχε πει στον πατέρα του και του είπε άμα του αρέσει να το πάρει και να το μάθει μόνος του, ούτε και αυτόν του έδειξε κάποιος και ότι μόνος του έμαθε.

1 «Μου αρέσει»

Καλώς, αφού έχεις άμεση πληροφόρηση πάω πάσο. Ένα μόνο τελευταίο: αν μπούμε (οσοδήποτε δικαιολογημένα) στο τριπάκι ότι ο Μόσχος είναι αναξιόπιστος και αμφισβητούμε το καθετί που είπε, όχι μόνο για τις νότες αλλά και για τον δάσκαλό του και ακόμη και για το αν τον έλεγαν Αριστείδη, που λέει ο λόγος, άκρη δε θα βγει.

Παρέθεσα κάποιες αφηγήσεις-μαρτυρίες παλαιότερων οργανοπαιχτών που συνεράστηκαν με τον Α.Μόσχο και κάποιων ατόμων που πέρασαν από την σχολή του. Δεν έχουν σχέση με τρυπάκι και ούτε το έκανα για να μπούμε εμείς εδώ.
Νομίζω σε κάποια πράγματα δεν βγαίνει πάντα άκρη, αλλά μόνο συμπεράσματα.

Η πτυχιακή της Μπουλούμπαση για τον Μόσχο πράγματι έχει πρόβλημα πρόσβασης. Ωστόσο, μου άνοιξε, χωρίς να μπορώ να βάλω εδώ λινκ να ανοίγει για όλους, και παραθέτω εδώ αποσπασματικά:

2.5. Σ΄ αγαπώ γιατί είσαι ωραία
Μεγάλη συζήτηση έχει διεξαχθεί για την κατοχύρωση του τραγουδιού «Σ΄ αγαπώ γιατί είσαι ωραία». Ο Αριστείδης Μόσχος ισχυρίστηκε ότι το τραγούδι είναι δικής του σύνθεσης διεκδικώντας και την πατρότητα των στίχων. Δήλωσε ότι το τραγούδι το εκτέλεσε για πρώτη φορά το 1954, αλλά δυστυχώς δεν είχε ηχογραφηθεί. Δε δίστασε μάλιστα να προκαλέσει οποιονδήποτε να καταθέσει ένα αποδεικτικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει το τραγούδι ως παραδοσιακό. Το τραγούδι, κατά ομολογία του ίδιου, γράφτηκε για την γυναίκα του Αγγέλικα η οποία τον ρώτησε γιατί την αγαπάει . Η πρώτη ηχογραφημένη εκτέλεση του τραγουδιού φαίνεται να γίνεται το 1991 με τη συμμετοχή του Μόσχου, με ερμηνεύτρια την Άλκηστη Πρωτοψάλτη στον δίσκο με τίτλο «Παραδέχτηκα» το 1991 στην Polydor με αριθμό μήτρας 849 304-1. Σε αυτόν τον δίσκο το τραγούδι δίνεται με τίτλο «Σ’ αγαπώ» με αριθμό δίσκου 849 304-1 S.Β. Ο δίσκος ταυτόχρονα κυκλοφόρησε και σε cd . Ανατρέχοντας σε άλλες δισκογραφίες για να διαπιστώσουμε αν τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στον Μόσχο είδαμε ότι δεν τον αναγνωρίζουν ως δημιουργό του τραγουδιού. Επόμενη δισκογραφική ηχογράφηση, μετά την Πρωτοψάλτη, πραγματοποιήθηκε το 1998 με ερμηνεύτρια την Ελένη Τσαλιγοπούλου, με τίτλο CD «Στην Εποχή του Ονείρου» με αριθμό 491407-2 στην Ακτή . Να σημειώσουμε ότι στον δίσκο ο Μόσχος σημειώνεται ως διασκευαστής του τραγουδιού, το οποίο δηλώνεται ως παραδοσιακό. Επίσης, το 1998 ηχογραφήθηκε από τον Πέτρο Γαϊτάνο με τίτλο «Σ΄ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» στο cd με τίτλο «Αγέρας, Έρωτας & Αρμύρα». Το τραγούδι και αυτή τη φορά δεν αφιερώνεται στον Μόσχο ο οποίος δεν αναφέρεται καθόλου και το τραγούδι χαρακτηρίζεται ως Μικρασιάτικο. Τελευταία δισκογραφημένη εκτέλεση εντοπίσαμε σε CD με τίτλο «Αφιέρωμα στη μικρά Ασία» με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα και αυτή τη φορά το τραγούδι παρουσιάζεται ως μικρασιατικό . Σε τηλεοπτική εκπομπή που εντοπίσαμε στο YouTube, χωρίς να γνωρίζουμε τον τίτλο της εκπομπής, ακούγεται το τραγούδι με τον Μόσχο να παίζει σαντούρι και ο Γιώργος Νταλάρας να τραγουδάει. Η εκπομπή πιθανολογείται να έγινε το 1986 . Συνολικά οι μετέπειτα στουντιακές ηχογραφήσεις από αυτή της Πρωτοψάλτη, και με τη συμμετοχή του Μόσχου, που εντοπίσαμε είναι τρεις επίσημες δισκογραφίες. Σε καμιά από αυτές τα πνευματικά δικαιώματα δεν δίνονται στον Μόσχο. Εκτός από την τελευταία, που ερμηνεύει ο Νταλάρας το 2004, ο Μόσχος σε όλες τις υπόλοιπες ήταν εν ζωή και μάλιστα ενεργός μουσικός. Αυτό σημαίνει ότι μπορούσε να καταφύγει στη δικαιοσύνη για καταπάτηση πνευματικών δικαιωμάτων στη δισκογραφία του Πάριου, του Γαϊτάνου και της Τσαλιγοπούλου. Ερευνώντας ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν επιβεβαιώσαμε κάποια τέτοια ενέργεια του Μόσχου.

4.6. Η εγγραμματοσύνη στη προφορική μουσική
Σύμφωνα με τη δήλωση του Μόσχου σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Χάριν ευφωνίας» όσον αφορά την διδασκαλία της παραδοσιακής και λαϊκής μουσικής, η ιδεολογία του δεν ήταν μόνο η μετάδοση να γίνεται προφορικά αλλά οι μαθητές έπρεπε να αποκομίσουν και εγγράμματες γνώσεις . Ωστόσο, στις συνεντεύξεις που πραγματοποιήσαμε στους μαθητές του Μόσχου, μας δήλωσαν ότι τα μαθήματα μαζί του γίνονταν μέσω προφορικής μετάδοσης. Η Κετιμέ μας κάνει αναλυτική περιγραφή του μαθήματος και μας τονίζει ότι το μάθημα με τον Μόσχο ουδέποτε περιελάμβανε χρήση παρτιτούρας: Η καταγραφή των νοτών γινόταν σε απλό χαρτί με χρήση των ελληνικών γραμμάτων. Ο κύριος κορμός του μαθήματος ήταν χωρίς παρτιτούρες , δηλαδή είχαμε ή μια κόλλα ή ένα τετράδιο και εκεί γράφαμε τις νότες με ελληνικούς χαρακτήρες, δηλαδή Λα, Σι, Ντο, Ρε, Μι κλπ. Δεν διαβάζαμε ποτέ παρτιτούρες. Εγώ ξεκίνησα να μαθαίνω παρτιτούρα όταν πήγα στο Ωδείο Αθηνών, με το πιάνο . Η Φίλιππα επίσης μας δίνει μια παρόμοια και πιο σαφή εικόνα: Ενημερώνοντας μας στη δεύτερη συνέντευξη, που πραγματοποιήθηκε τηλεφωνικά, ότι ο Μόσχος τους συμβούλευε να εγγραμματιστούν από την κλασική θεωρία . Δεν ήταν ο δάσκαλος που θα ήταν όλη την ώρα από πάνω σου για να σου δείξει όλες τις λεπτομέρειες, αλλά για να μάθεις έπρεπε να τον παρατηρείς, να ακούς μουσική, να μελετάς και να μαθαίνεις εμπειρικά. Το σαντούρι είναι ένα όργανο που θέλει καθαρό ήχο, προς τα μέσα τα χέρια και να χρησιμοποιείς πολύ καρπό. Δεν έκανε ποτέ μάθημα με παρτιτούρα, ούτε με ρυθμούς, ούτε με σημειώσεις στο τετράδιο. Θεωρούσε ότι έπρεπε να γνωρίζουμε και βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική. Στη συνέντευξη του Κορκόβελου δεν έγινε λόγος για αυτό το θέμα. Έτσι είχαμε εκ νέου επικοινωνία μαζί του μέσω διαδικτυακού μηνύματος (e-mail). Σε ερώτησή μας αν στη σχολή του Μόσχου, στα μαθήματα παρέδιδε με τη βοήθεια παρτιτούρων ή ήταν προφορικά, η απάντησή του ήταν: Όχι βέβαια, ποτέ παρτιτούρα. Γράφαμε τις νότες, στο τετράδιο. Το γεγονός ότι ο Μόσχος δεν διδάσκει τελικά με τα εργαλεία της εγγραμματοσύνης (παρτιτούρα), αυτό δε σημαίνει ότι τα απορρίπτει. Τα ενδεχόμενα που γεννιούνται είναι δύο. Το ένα αφορά την περίπτωση να μην γνώριζε και ο ίδιος να διαβάζει παρτιτούρα αλλά να θεωρούσε θετικό οι νέοι μαθητές να γνωρίζουν. Το άλλο ενδεχόμενο έχει να κάνει με το ότι θεωρούσε πιο σημαντική τη προφορική μετάδοση, μιας και πάνω σε αυτή βασίζεται γενικότερα η μετάδοση της ελληνικής λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής όπως προαναφέραμε και στα προηγούμενα κεφάλαια, και η εκμάθηση της γραφής και της ανάγνωσης να θεωρείται επιπλέον προσόν για έναν μουσικό αυτού του είδους. Ο ίδιος ο Μόσχος έχει δηλώσει ότι κατείχε καλά ανάγνωση της παρτιτούρας . Αυτή τη δήλωση φέραμε σε αντιπαραβολή με τη γνώμη των μαθητών του γι αυτό το θέμα οι οποίοι μας μίλησαν με βάση την δική τους εμπειρία. Ο Κατσιγιάννης δεν διστάζει να δηλώσει ότι ο Μόσχος δεν γνώριζε να διαβάζει παρτιτούρα: Ο ανταγωνιστής του ήταν ο Διακογιώργης, ένας μουσικός μορφωμένος, ο οποίος είχε εμπειρία στα κρουστά, ήταν χρόνια στην Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ και ήταν πολύ καλός στην παρτιτούρα. Σε αντίθεση με τον Μόσχο ο οποίος ήταν εμπειρικός και δεν διάβαζε παρτιτούρες, γεγονός το οποίο προσπαθούσε να αποκρύψει… Στη δεύτερη τηλεφωνική συμπληρωματική συνέντευξη που μας παρείχε η Φίλιππα, της θέσαμε ευθέως το ερώτημα αν γνώριζε τη σχέση του Μόσχου με την ανάγνωση της παρτιτούρας. Παραθέτουμε αυτολεξεί τον διάλογο:
Ράνια Μπουλούμπαση: Ο Μόσχος ήξερε να διαβάζει παρτιτούρα;
Ελένη Φίλιππα: Ήξερε… Όχι πάρα πολύ καλά αλλά ήξερε…
Ράνια Μπουλούμπαση: Μέσα στο μάθημα δεν έδειχνε παρτιτούρα, το κομμάτι ας πούμε…
Ελένη Φίλιππα: Όχι όχι δεν έδειχνε. Αλλά μας έλεγε πάντα ότι πρέπει να κάνουμε σπουδές στο ωδείο, δηλαδή ότι πρέπει να χούμε και τα θεωρητικά μας κανονικά, ότι δεν ήταν αντίθετος σε αυτό. Πρακτικά δηλαδή γινόταν το μάθημα πιο πολύ…Αλλά μας έλεγε κανονικά τους δρόμους, τις αναλύσεις των δρόμων αλλά δε γινόταν με παρτιτούρες .
Η απάντηση της Φίλιππα δείχνει τα γεγονότα να είναι κάπου στη μέση. Δηλαδή είχε κάποια σχετική γνώση αλλά τους συμβούλευε να κατευθυνθούν και σε σπουδές της κλασικής τυπικής εκπαίδευσης. Ο Μόσχος σε συνέντευξη του αναφέρει ένα περιστατικό «Το πιο άσχημο όμως ήταν πως οι μαέστροι δε μου φέρνανε νότες να διαβάσω. Κανένας. Μια φορά πήρα το σαντούρι μου κι έφυγα. Πήγα για πρόβα και μου λέει «παίξτο, δεν τ’ άκουσες;». Λέω «τι παίξ’ το; μαγνητόφωνο είμαι; μπορεί να μην άκουσα καλά. Δόσμου μια παρτιτούρα», επειδή είχανε κακομάθει με τους περισσότερους λαϊκούς μουσικούς. Κλείνοντας την παρένθεση σχετικά με τις θεωρητικές γνώσεις του Μόσχου στη κλασική θεωρία της μουσικής, επανερχόμαστε στο πλαίσιο της διδασκαλίας του με το ενδεχόμενο ο Μόσχος να θεωρούσε σημαντικότερο οι μαθητές του να εξασκούνται κυρίως με το αυτί… Τελικά αν o Μόσχος κατείχε γνώσεις που αφορούν την γραφή και την ανάγνωση της μουσικής ίσως με ακρίβεια να μην το μάθουμε ποτέ. Το σίγουρο όμως είναι ότι έδωσε μεγάλη βάση στην προφορική μετάδοση, την παρατήρηση, τη μουσική ακρόαση, την βιωματική εμπειρία, με λίγα λόγια μορφές άτυπης μάθησης τις ενέταξε σε πλαίσιο προγράμματος σπουδών που όμως αφορούσε αποκλειστικά την εκπαίδευση της λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής. Το ότι ο ίδιος δεν δίδασκε με βοήθεια παρτιτούρας αυτό δεν σημαίνει ότι στήριζε την αποφυγή εκμάθησης με αυτόν τον τρόπο. Το αντίθετο θα λέγαμε. Συχνά έκανε λόγο ότι είναι απαραίτητο η λαϊκή και παραδοσιακή μουσική να εγγραμματιστεί. Παραδειγματικά, αναφέρει ότι οι καθηγητές της σχολής είχαν από δύο και τρία πτυχία

Ελένη Φίλιππα
Ο δάσκαλος Μόσχος σαν άνθρωπος ήταν ιδιαίτερος. Ήταν πολύ ζωντανός άνθρωπος, μουσικός με παραξενιές, με πάθη, δεν κρυβόταν, ήταν ειλικρινής και ήθελε να επιβάλλει τον εαυτό του και το σαντούρι. Του άρεσε η προβολή, το εφέ, η δόξα, η τηλεόραση, τα χρήματα και ήταν ερωτευμένος με το σαντούρι, το οποίο ήταν η προέκταση των χεριών του, ήταν το πάθος του. Γενικά ζούσε με πάθος όλη του την ζωή. Το σαντούρι το προέβαλε και το προώθησε γιατί ήταν όλη του η ζωή. Στην σχολή δεν αυτοσχεδίαζε πολύ, παρά μόνο στις εκδηλώσεις στα ταξίδια του.
Σε ποιο μουσικό στοιχείο έδινε ιδιαίτερη έμφαση κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας;
Υπήρξε αυστηρός δάσκαλος με τον ρυθμό και το κούρδισμα, ήθελε να μην σκεπάζουν το ένα όργανο τα άλλα και να παίζουμε όλες τις οκτάβες. Το κούρδισμα το έδειξε στο μάθημα του μια φορά και στην συνέχεια μας ξεκούρδιζε κάποιες χορδές για να τις κουρδίζαμε μετά μόνοι μας. Ήταν απαιτητικός όταν κάποιο όργανο ήταν ξεκούρδιστο και ανυπόμονος, με αποτέλεσμα να τα κουρδίζει μόνος του. Έτσι όταν πηγαίναμε στην σχολή τα όργανα ήταν κουρδισμένα και εμείς έπρεπε να τον παρατηρούμε για να μαθαίνουμε.
Το πλάνο του μαθήματος ποιο ήταν;
Δεν ήταν ο δάσκαλος που θα ήταν όλη την ώρα από πάνω σου για να σου δείξει όλες τις λεπτομέρειες, αλλά για να μάθεις έπρεπε να τον παρατηρείς, να ακούς μουσική, να μελετάς και να μαθαίνεις εμπειρικά. Το σαντούρι είναι ένα όργανο που θέλει καθαρό ήχο, προς τα μέσα τα χέρια και να χρησιμοποιείς πολύ καρπό. Δεν έκανε ποτέ μάθημα με παρτιτούρα, ούτε με ρυθμούς, ούτε με σημειώσεις στο τετράδιο. Θεωρούσε ότι έπρεπε να γνωρίζουμε και βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική. Αποφεύγαμε να κρατάμε σημειώσεις και ηχογραφούσαμε τα μαθήματα για να μπορούμε να εξασκηθούμε στην συνέχεια, διότι ο Μόσχος ήθελε να εξασκήσουμε και την μνήμη και το αυτί μας. Αντίθετα με την κλασική μουσική, στην παραδοσιακή πρέπει να παίζεις χωρίς να ψάχνεις παρτιτούρες, διότι είναι πολύ δύσκολο και γι’ αυτό ηχογραφούσαμε τα μαθήματα και τα ακούγαμε συνέχεια. Μας δίδασκε τα ταξίμια, τις κλίμακες, τα ακόρντα της κλίμακας, τον ρυθμό και το κομμάτι. Έπρεπε να γνώριζες τον δρόμο, τον ρυθμό, δηλαδή να ακομπανιάρεις το κομμάτι και τα ακόρντα του.

Ανδρέας Κατσιγιάννης
Ποια η γνώμη σας για το επίπεδο της δεξιοτεχνίας του Αριστείδη Μόσχου;
Γνώριζε πολύ καλά την δυτική μουσική, είχε μεγάλη γκάμα στο ρεπερτόριό του, έπαιζε και τσέμπαλο και είχε πολλούς φίλους μουσικούς από τα Βαλκάνια. Το παίξιμο του ήταν ιδιαίτερα εκφραστικό, ενώ δεν ήταν πολύ γρήγορος σαν παίκτης σαντουριού, ο ήχος του ήταν πολύ καθαρός, αρμονικός και στο παίξιμό του δεν περίσσευε τίποτα. Ενώ ήταν λιτός ήταν ταυτόχρονος και πολύ μεστός και από τις μπαγκέτες του έβγαινε ένας στρόγγυλος ήχος. Με το μεγάλο του ρεπερτόριο βοηθούσε πολύ σαν συνοδεία και είχε ιδιαίτερη τεχνική στα δάκτυλα και στους καρπούς του. Είχε ακόμη την ικανότητα να μπορεί να παίζει ενώ συγχρόνως τραγουδούσε και ήταν σωστός και κουρδισμένος στα γυρίσματά του. Του άρεσε να δημιουργεί μεγάλες ορχήστρες, μιας και είχε μνήμες από τα Καφέ-Σαντάν και έβαζε δύο βιολιά, δύο κλαρίνα και πολλά σαντούρια να παίζουν μαζί.
Που πιστεύετε ότι οφείλεται η μεγάλη διάδοση του ονόματός του;
Πίστευε ότι το σαντούρι μπορούσε να ενταχθεί σε μεγάλη έντεχνη ορχήστρα με παραδοσιακά όργανα. Γνώριζε πολύ καλά το παραδοσιακό τραγούδι και μέσω της τηλεόρασης προσπάθησε να αλλάξει την μέχρι τότε «τηλεοπτική ακαδημαϊκή» πορεία της Σαμίου και του Κόρου, οι οποίοι έκαναν εκπομπές και παρουσίαζαν τα τραγούδια έτσι όπως τα αντιλαμβάνονται στα χωριά. Ο Μόσχος ήθελε να παρουσιάζεται το παραδοσιακό τραγούδι σε μια πιο κοσμική κατάσταση. Έτσι συνεργάστηκε με τραγουδιστές όπως η Πρωτοψάλτη, η Αλεξίου και ο Νταλάρας, όπου τους έβαζε να τραγουδούν κομμάτια μαζί με μεγάλες ορχήστρες και έτσι άνοιξε την παράδοση, έφερε το δημοτικό τραγούδι πιο κοντά στο ευρύτερο κοινό και το έκανε να είναι οικείο και να το ακούνε ευχάριστα. Ο ίδιος σαν άτομο ήταν νάρκισσος, συγκεντρωτικός και αγαπούσε την προβολή στα κανάλια. Στα δε πανηγύρια δεν του άρεσε να χορεύει ο κόσμος. Ήθελε να προβάλει την αστική του κουλτούρα, προσπαθούσε να αποποιηθεί το παρελθόν του στο Μεσολόγγι και προτιμούσε να τον θεωρούν αστό. Είχε μαζί του τους καλύτερους μουσικούς, όπως ο Γκόρης και ο Βασιλόπουλος, ώστε να έχει την καλύτερη παραγωγή, πάντοτε όμως αυτοί ήταν υπό την σκιά του, παρόλο που αναγνώριζε και σεβόταν τις αξίες τους. Ο ανταγωνιστής του ήταν ο Διακογιώργης, ένας μουσικός μορφωμένος, ο οποίος είχε εμπειρία στα κρουστά, ήταν χρόνια στην Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ και ήταν πολύ καλός στην παρτιτούρα. Σε αντίθεση με τον Μόσχο ο οποίος ήταν εμπειρικός και δεν διάβαζε παρτιτούρες, γεγονός το οποίο προσπαθούσε να αποκρύψει. Κομβικό σημείο στην καριέρα του αποτέλεσε ο δίσκος που έκανε με τον Μπρέκοβιτς και η ανάδειξη του τραγουδιού «σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία», αν και είναι αμφιλεγόμενος ο συνθέτης του. Ο Μόσχος το ανέδειξε και παρουσίαζε σαν δικό του, όπως έκαναν πολλοί μουσικοί τότε για να λαμβάνουν ποσοστά. Αυτό το τραγούδι είναι σμυρνέϊκο μινόρε, όμως ο Μόσχος του έδωσε μεγάλη αξία.
Το πλάνο των μαθημάτων του τι περιείχε;
Στα μαθήματά του στην Σχολή έβαζε κάποιον προχωρημένο μαθητή να δείχνει στους νεότερους και αυτός περνούσε και έκανε τον έλεγχο. Ήταν αυστηρός, αλλά δεν έκανε ανάλυση, ας πούμε για παράδειγμα το τι είναι το μακάμι. Μιλούσε όπως οι λαϊκοί μουσικοί, στην περιγραφή του είχε περιορισμένες δυνατότητες, αν και πιστεύω κρατούσε πολλά για τον εαυτό του και δεν τα έδειχνε όλα, όπως έκαναν πολλοί μουσικοί την εποχή εκείνη.

Αρετή Κατιμέ
Όσον αφορά την ύλη που μας δίδασκε. Αρχικά, τα πρώτα χρόνια δηλαδή, μαθαίναμε το «Σαμιώτισσα, Σαμιώτισσα πότε θα πας στη Σάμο» και αργότερα μας μάθαινε διάφορα Συρτά, το Συρτό Σύμης, τη Σούστα της Ρόδου κι ένα πολύ ωραίο ρουμάνικο σε ντο ματζόρε, το οποίο το είχαμε παίξει και στην εκπομπή της Ιφιγένεια Γιαννακοπούλου κι εγώ τότε ήμουνα το μαξούνι του. Ο δάσκαλος μας μάθαινε κλίμακες, δηλαδή ντο ματζόρε και μετά ρε μινόρε, εύκολοι χειρισμοί, όπως και μι χιτζάζ, φα χιτζάζ και ρε χιτζάζ. Τα χέρια ήταν δυο-δυο, ντο ρε αριστερό, μι-φα δεξί και αντίστοιχα απέναντι. Ο κύριος κορμός του μαθήματος ήταν χωρίς παρτιτούρες, δηλαδή είχαμε ή μια κόλλα ή ένα τετράδιο και εκεί γράφαμε τις νότες με ελληνικούς χαρακτήρες, δηλαδή λα σι ντο ρε μι κλπ. Δεν διαβάζαμε ποτέ παρτιτούρες. Εγώ ξεκίνησα να μαθαίνω παρτιτούρα όταν πήγα στο Ωδείο Αθηνών, με το πιάνο. Τα κομμάτια τα οποία μαθαίναμε να παίζουμε μας τα δίδασκε πάρτι-πάρτι, δηλαδή πρώτα την 1η και την 2η πάρτι, στο επόμενο μάθημα την 3η πάρτι και μετά την 4η πάρτι και στο τέλος ολοκληρώναμε. Τα έφτιαχνε μεν ο ίδιος αλλά δεν ασχολιότανε περισσότερο, ιδίως με μαθητές που δεν του κάνανε. Όλοι οι παλαιοί δάσκαλοι είχαν τέτοια αντίληψη, δηλαδή εάν τα έπαιρνε το παιδί του έδειχναν κάτι, όχι βέβαια όλα. Ποτέ του ο Μόσχος δεν τα έδειχνε όλα, κάτι που εγώ δεν θέλω να ακολουθήσω στην καριέρα μου και εύχομαι να μην το ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι μουσικοί της δικής μου γενιάς. Ακόμη και στο κούρδισμα ο Μόσχος δεν μας τα έδειξε όλα και υπάρχουν ορισμένα πράγματα που δεν μάθαμε ποτέ. Για παράδειγμα το πώς κούρδιζε το δικό του σαντούρι, το οποίο είναι ειδικό στον ήχο, κατασκευής Ζαφειρόπουλου κάπου στις δεκαετίες ’30-40. Θυμάμαι όταν μας είχε μάθει τον Συρτό Σύμης, την Σούστα της Ρόδου, τον Γεραγότικο και την Ιτιά, σε λα μινόρε, ήταν ωραίος χειρισμός για εμάς. Όμως τα μπάσα σχεδόν δεν υπήρχανε. Δίναμε μόνο μέτρα, αλλά ούτε λόγος για αρμονία, μόνο μελωδία. Αυτό ήταν τεράστιο πλήγμα για εμένα, δεδομένου ότι αργότερα κατάλαβα ότι ήταν σαν να μην ξέρω μουσική και σαν να μην ξέρω να παίζω. Χωρίς αρμονία δεν γίνεται. Έτσι αργότερα έκανα μεγαλύτερο αγώνα ώστε να καταλάβω πως λειτουργεί η, ας την πούμε, «παραδοσιακή αρμονία». Η τεχνική που μας μάθαινε ήταν δύο-δύο, ρουμάνικη γενικά, μόνο που οι Ρουμάνοι δεν παίζουν σαντούρι, αλλά τσίμπαλο. Σχετικά με την τεχνική και την αυστηρότητα του Μόσχου. Ξεκίνησα να κάνω μαθήματα μαζί του λίγο καιρό πριν φύγει. Η τακτική του ήταν πολύ συγκεκριμένη και την απαιτούσε με αυστηρότητα. Σύντομα όμως αντιλήφθηκα ότι είχα μείνει αρκετά πίσω και καταλάβαινα ότι θέλω να μάθω να παίζω καλά σαντούρι. Έτσι άρχισα να μελετώ και να αλλάζω, να αποκτώ πιο ρώσικο στυλ στο παίξιμό μου, διαφορετικό από αυτό που μας είχε δείξει εκείνος. Παραξενεύτηκε και με ρωτούσε γιατί τοποθετώ κατ’ αυτόν τον τρόπο τα χέρια μου, ενώ δεν μου το είχε δείξει έτσι. Εγώ τότε του απαντούσα, ότι ήθελα να δοκιμάσω και κάτι διαφορετικό και προσπαθούσα να δικαιολογηθώ. Κατά βάθος αυτή μου η πρωτοβουλία, να αλλάξω δηλαδή την τοποθέτηση των χεριών μου, δεν του άρεζε καθόλου. Η καθιερωμένη τεχνική του ήταν σε σχέση με το πόσο ανοικτό ήταν το όργανο, τόσο έπρεπε να είναι και τα χέρια σου. Ένας τελείως ρουμάνικος τρόπος, όπως και οι μπαγκέτες έπρεπε να είναι όπως τις παίζουν οι Ρουμάνοι. Έχει διαφορά το ένα με το άλλο στυλ. Έχει και τα καλά του φυσικά το στυλ το οποίο μας δίδασκε ο Μόσχος και είναι πολλά πράγματα που έχω μάθει από αυτόν και δεν τα έχω εγκαταλείψει, όμως υπάρχουν κι άλλα τα οποία δεν γινόταν να μην τα εγκαταλείψω. Ας πούμε θέλεις να παίξεις δέκατα έκτα και πρέπει να κάνεις ένα απλό φινάλε. Δεν γίνεται όμως να το κάνεις με το ένα χέρι. Ο δάσκαλος δεν μας έκανε ποτέ ασκήσεις και μας έκανε μόνο τις τέρτσες κατιούσα και ποτέ ανιούσα. Ουσιαστικά μας έκανε μόνο αρπισμούς και όχι ασκήσεις ταχύτητας, παρόλο που ο δάσκαλος έπαιζε με ταχύτητες και μάλιστα πολύ καλά. Εγώ όμως εάν προσπαθήσω να παίξω αυτά που έπαιζε εκείνος και παρόλο που έχω τεχνική δεν θα τα παίξω τόσο καλά. Ο Μόσχος είχε κάτι στο παίξιμό του που τον έκανε ξεχωριστό. Αυτή ήταν και η μαγκιά του. αυτό το κάτι όμως δεν μας το έδειξε, δεν μας το πέρασε ποτέ του, αλλά το κράτησε για τον εαυτό του. Δεν το έδειξε σε κανέναν μαθητή, ούτε στον πιο ξεχωριστό. Εμένα όταν πρωτοπήγα στη Σχολή, τα πρώτα μου μαθήματα στο σαντούρι μου τα έδειξε η Ελένη Φίλιππα. Ήμουνα πολύ μικρούλα και δεν θα μπορούσα να έχω έναν δάσκαλο 70 ετών, δεν ήταν δυνατόν ο Μόσχος να ασχοληθεί με ένα τόσο μικρό και αρχάριο παιδάκι. Η Ελένη μου έδειχνε πράγματα όπως κι εκείνος. Το παίξιμο της εξάλλου έχει μια γλυκύτητα και είναι ευγενικό πολύ. Έχω συναντήσει και άλλους οργανοπαίκτες οι οποίοι βγήκαν από τη Σχολή του Μόσχου ή έκαναν μόνο κάποια μαθήματα εκεί, όπως ο Κατσιγιάννης, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον δάσκαλο. Και ο Κατσιγιάννης όμως αποχώρησε νωρίς από την Σχολή μιας και ο Μόσχος δεν του έδειχνε όλα όσα ήθελε. Κατόπιν δημιούργησε την δική του πολύ ξεχωριστή Σχολή, την Εστουδιαντίνα. Το δικό μου παίξιμο θεωρώ ότι είναι μελωδικό και ότι έχω πάρει και στοιχεία και από τον Κατσιγιάννη, μιας και για κάποιο διάστημα έπαιζα με την Εστουδιαντίνα. Φυσικά έχω κρατήσει πολλά στοιχεία από τον Μόσχο, αλλά και από την δασκάλα μου την Αγγελική Κατσιδά. Στην Σχολή στα τελευταία πια, όταν πήγαινα ο Μόσχος μ’ έβαζε να δείχνω σε αρχάριους και σε μικρότερους, ενώ εκείνος είχε σταματήσει πλέον να μου δείχνει. Αυτό κατά την γνώμη δεν είναι ούτε σώφρον ούτε σωστό. Πολλοί συνεργάτες του μπορούν να το διαβεβαιώσουν, όπως για παράδειγμα και ο Κλέαρχος Κορκοβέλος, ο οποίος παίζει τσίμπαλο…
Το τραγούδι «Σ΄ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» ήταν δικό του πιστεύτε;
Όσον αφορά το τραγούδι «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία», γνωρίζουμε ότι δεν είναι δικό του, αλλά το κατοχύρωσε ο ίδιος, διότι όταν το άκουσε να το παίζουν κάποιοι, το ηχογράφησε πρώτος και στη συνέχεια έλεγε ότι είναι δικό του. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε δυνατότητα όλα τα παραδοσιακά τραγούδια να είναι ηχογραφημένα. Η μελωδία αυτή είναι Σεφαραδίτικη, όπως και του τραγουδιού «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» που είναι Σεφαραδίτικη Εβραϊκή. Ο ίδιος σε συνεντεύξεις του λέει ότι κάποτε πήγε στον μαέστρο μιας ορχήστρας και ζήτησε παρτιτούρες για να παίξει. Εμάς όμως δεν μας έμαθε πότε να διαβάζουμε παρτιτούρα, που κατά την γνώμη σημαίνει ή ότι ήξερε και δεν μας έδειχνε ή ότι δεν ήξερε καθόλου. Ότι όμως από τα δύο κι αν ισχύει δεν ήταν σωστό. Εμείς δεν το είδαμε ποτέ να διαβάζει ή να παίζει με παρτιτούρα.
Ποτέ δεν μας έδειξε πώς να φτιάχνουμε μια μπαγκέτα, ούτε πώς να κουρδίσουμε το όργανο. Όταν ήθελες να κουρδίσεις το όργανό σου, σου έλεγε να του το πας μια Τετάρτη και να το πάρεις σε μια εβδομάδα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μάθεις. Είχε κάποιες κόντρες με τον Βασιλόπουλο, τον Κόρο, με τον Καρατάσο, τον Τσίμπα, τον Μπινταγιάλα. Ο Μόσχος ήταν πάντοτε πολύ μελετημένος όσον αφορά τον αντίπαλό του και ήξερε πώς να τον «πολεμήσει». Ήξερε για παράδειγμα πως παίζει ο Παπαδέας ή η «Ράνια» και εντόπιζε τα σημεία που υστερούσαν

(Κορκόβελος)
Το τραγούδι «Σ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» υποστηρίζει ότι είναι δικό του. Δεν το γνωρίζουμε ότι είναι, πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι. Εγώ πιστεύω πως είναι γιατί δεν έχουμε κανένα άλλο στοιχείο παλαιότερο ότι έχει δισκογραφηθεί αυτό το κομμάτι αλλού. Δεν υπάρχει καμιά πληροφορία από άλλους παλιούς μουσικούς ούτε νεότερους γι’ αυτό το κομμάτι ότι παιζόταν ότι υπήρχε. Πρέπει να εξεταστεί σοβαρά η φρασολογία, το ύφος του κομματιού και μέσα από αυτά να προκύψει μια θέση που πάλι θα είναι υποθετική. Εγώ ξέρω ότι ο Μόσχος έλεγε ότι το κομμάτι «Σ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» ήταν δική του σύνθεση, συγκεκριμένα θυμάμαι είχε δείξει και την παρτιτούρα γραμμένη από αυτόν τον ίδιο, αυτό βέβαια δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα γιατί ίσως και να το πήρε και από αλλού και τους στίχους και τη μουσική του κομματιού αλλά όμως ισχυριζόταν πάντα ότι και στην δισκογραφία ήταν καταχωρημένο δικό του δεν υπάρχει κάτι άλλο ή έστω δεν έχει βρεθεί κάτι άλλο προγενέστερο Σ αγαπώ από αυτό. Δηλαδή δεν μπορούμε εύκολα αυτό ότι το τραγούδι δεν ήταν του Μόσχου μπορεί να ήταν και μπορεί να μην ήταν, είναι δίκοπο μαχαίρι να το πεις αυτό. Για παράδειγμα κάποιοι λένε ότι το κομμάτι Μενεξέδες και Ζουμπούλια κοσμοπολίτικο ή επτανησιακό που το βρήκαν αυτό το στοιχείο όποιος το λέει πρέπει να αναφέρει την πηγή που το βρήκε αλλά και την βιβλιογραφία του ή την πηγή ή ποιος του το ανέφερε π.χ. αυτός που το ανέφερε ήταν μια γριά στην Ζάκυνθο που λεγόταν τάδε και το άκουγε από τον πατέρα της. Ο Μόσχος έλεγε ότι το Σ αγαπώ ήταν δικό του, το χαρακτήριζε όμως ως σμυρναίικη καντάδα. Γιατί στον δίσκο του «Αυτοσχεδιασμός» στα περιεχόμενα λέει το Σ’ Αγαπώ είναι σμυρναίικη καντάδα το οποίο σημαίνει από την στιγμή που το χαρακτηρίζει ο ίδιος έτσι είναι ένα τραγούδι με αυτό το ύφος χαμπανέρα, 4/4 ,αργό ,το οποίο ίσως το διασκεύασε, δηλαδή ίσως αυτό να είχε στο μυαλό του κάτι μια ιδέα την οποία την έφτιαξε την μετέτρεψε την διασκεύασε και το έβγαλε όπως είναι ή μπορεί να το πήρε και από κάπου αλλού που να ήταν δισκογραφημένο και να μην το ξέρουμε.

2 «Μου αρέσει»

Στον παρακάτω σύνδεσμο, είναι το τελευταίο:

Την ίδια μάλιστα χρονιά, 1984, ο Βαγ. Κονιτόπουλος μαζί με τη Στέλλα Κονιτοπούλου εντάσσουν το ίδιο τραγούδι ως «Σμυρναίικη καντάδα» στο δίσκο «Τα γλεντζέδικα της προσφυγιάς».

Ειπώθηκε σε προηγούμενο μήνυμα πως ακροατές εκπομπής ανέφεραν πως γίνεται μνεία του συγκεκριμένου τραγουδιού σε βιβλία που αφορούν τη μικρασιατική παράδοση:
ας σημειωθεί πως ο αξιόλογος συγγραφέας Γ. Κωστάντζος επιχειρώντας να καταγράψει συνολικά την ανεκτίμητη πολιτιστική κληρονομιά της Σμύρνης, σε πληθώρα μελετών του εντάσσει και το συγκεκριμένο τραγούδι ως μέρος αυτής της παράδοσης, με τον τίτλο «Σμυρνέικη καντάδα».

Με αναζήτηση [χρόνου επιτρέποντος…] ίσως εντοπίσουμε και άλλες ανάλογες πηγές.

Πάντως, αν πράγματι σε σιντί του 1998 ο Μόσχος αναφέρεται πράγματι ως διασκευαστής παραδοσιακής μελωδίας, νομίζω πως δεν έχομεν χρείαν άλλων μαρτύρων…

Και κάτι από την εργασία της Μπ. που δεν είμαι σίγουρος για το αν πράγματι αυτό ισχύει. Λέει «Η μελωδία αυτή είναι Σεφαραδίτικη, όπως και του τραγουδιού «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» που είναι Σεφαραδίτικη Εβραϊκή». Έχω ακούσει ότι η μελωδία της «Βοσκοπούλας» είναι ιταλικής προέλευσης, χωρίς σχέση με Εβραίους, Κλέσμερ κλπ.

Απορία: Στο Μεσολόγγι ο Μόσχος τί δουλειά έκανε;

Στο βιβλίο ‘‘Λαικοί πρακτικοί οργανοπαίχτες’’ του Γιώργου Παπαδάκη του 1983 ο ίδιος λέει σε συνέντευξή του, ότι ο πατέρας του μετακόμισε από το Πεντάλοφο Μεσολογγίου, όπου καταγόταν και πήγε στο Αγρίνιο, όπου άνοιξε κεντρα διασκέδασης. Εκεί λέει ότι γεννήθηκε ο ίδιος το 1930 (αν και σε άλλες πηγές υπάρχει χρονολογία γέννησης 1924 και 1927) και ότι από 10 χρονών έπαιζε επαγγελματικά με τον πατέρα του, που ήταν κλαριτζής.
Το 1940 λέει ότι φύγανε τα περισσότερα μέλη της οικογένειας για την Αθήνα. Είχε δέκα αδέρφια και ήταν ο πέμπτος στη σειρά. Ο ίδιος λέει ότι δεν πήγε αμέσως στην Αθήνα, αλλά στην Πάτρα μαζί με έναν αδερφό του που έπαιζε βιολί και δουλεύανε σε ένα κέντρο εκεί δύο χρόνια μέχρι το 42’. Λειτουργούσαν κέντρα τότε; Ρωτάω, γιατί δε γνωρίζω. Κάτι άλλο δεν αναφέρει από το 1942 μέχρι το 1952 περίπου.Μόνο ότι τελείωσε το στρατό και βρίσκεται στην Αθήνα όπου αρχίζει να δουλεύει με το σαντούρι όλη σχεδόν την δεκαετία του 50’ με άλλους μαζί οργανοπαίχτες και τραγουδιστές του δημοτικού τραγουδιού. Δεν κάνει λόγο για την κληρονομιά του πατέρα του που διαβάζουμε σε άλλη συνέντευξη:
*O πατέρας μου είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του στην Πεντάλοφο 400 στρέμματα χωράφια. Τα πούλησε, πήγε στο Αγρίνιο κι έκανε επιχειρήσεις. Είχε δυο κέντρα. `Ενα καφέ-αμάν κι ένα καφέ-σαντάν.

Λέει μάλιστα στον Παπαδάκη ότι η οικογένειά του δεν είχε τίποτα και ότι κτήματα κληρονομούσαν όσοι συνεργαζότανε με τους Τούρκους.
Σε μία συζήτηση που είχα κάνει με έναν αδερφό του Α. Μόσχου πριν χρόνια σε ερώτησή μου γιατί φύγανε όλοι από το Αγρίνιο, τότε μου είπε, ότι με την κήρυξη του πολέμου τους διώξανε οικογενειακώς για πολιτικούς λόγους.
Επισης δεν κάνει καθόλου αναφορά για την πρώτη του γυναίκα, ούτε και για την κόρη, που αποκτήσανε μαζί παρά μόνο με τη δεύτερη.
Κάποιοι άλλοι τσιγγάνοι στην περίοδο της κατοχής λένε ότι δουλεύανε στα σιδηρουργεία τους. Ο Φώτης Σούκας, γεννημένος το 1913, στο ίδιο βιβλίο λέει στον Παπαδάκη, ότι με το σιδηρουργείο έζησε την οικογένειά του την εποχή εκείνη. Λέει ακόμα ότι πριν από αυτόν παίζανε τρία, τέσσερα άτομα σαντούρι στην Άρτα και ότι ο ίδιος από αυτούς έμαθε, ενώ ο Α. Μόσχος λέει, ότι το σαντούρι ήρθε, με τους πρόσφυγες Μικρασιάτες στην στεριανή Ελλάδα, αλλά σε κάποια νησιά νωρίτερα λόγω του ότι ήταν πλησιέστερα στην Τουρκία.
Παραθέτω και κάτι από το βιβλίο του Γιώργου Έξαρχου
"Αυτοί είναι οι τσιγγάνοι’':
Η Δέσποινα Μαζαράκη ενώ δίνει στοιχεία από επώνυμες πηγές, που μιλάνε για γύφτους, αγνοεί όμως τη γύφτικη καταγωγή τους την οποία κρύβουν οι περισσότεροι…π.χ. ο Γιάννης Βασιλόπουλος, ο Αριστείδης Μόσχος, ο Φώτης Σούκας δεν δηλώνουν την τσιγγάνικη και γύφτικη καταγωγή τους! Όπως μου έχει εξομολογηθεί ο μεγάλος λαικός οργανοπαίχτης Πέτρος Καλύβας: ''Οι περισσότεροι ρόμηδες φοβούνται να πουν πως είναι γύφτοι. Και εγώ ο ιδιος σπάνια το λέω…!"

3 «Μου αρέσει»

Χα! Είχα ξεχάσει ότι τον Μόσχο τον έχει συμπεριλάβει ο Παπαδάκης στο βιβλιαράκι του! Δεν λέει όμως τίποτα για δουλειά ή παραμονή του Μόσχου στο Μεσολόγγι η αφήγησή του, παρά μόνο ότι η οικογένειά του ήταν επί Επανάστασης στον Πεντάλοφο Μεσολογγίου και ο πατέρας του κάποτε εγκαταστάθηκε στο Αγρίνιο, όπου γεννήθηκε ο Αριστείδης και ποτέ δεν βρέθηκε, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, στο Μεσολόγγι. Μου φαίνεται λοιπόν κάπως παράξενο να παραθέτει η Μπουλούμπαση τα λεγόμενα κάποιου πληροφορητή της σχετικά με «παρελθόν στο Μεσολόγγι» έτσι ατόφια, χωρίς κάποια παρατήρηση ότι ο Μόσχος δεν βρέθηκε ποτέ, απ’ ότι διαβάζω εγώ, στο Μεσολόγγι. Ο πληροφορητής προφανώς υπονοούσε “το παρελθόν της οικογένειας” κάποιες γενιές νωρίτερα, όχι του ίδιου του Αριστείδη.

ο ίδιος ο Μόσχος το έχει παίξει σαν οργανικό, το 1978, με τίτλο “Σμυρνέικη Καντάδα”
από τον δίσκο
https://www.discogs.com/release/6836247-Αριστείδης-Μόσχος-Σαντούρι-Μακεδονίτικα-Θρακιώτικα-Σ

4 «Μου αρέσει»

Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται ο δίσκος:

«Σαντούρι (Μακεδονίτικα, Θρακιώτικα, Σμυρνέικα και Πολίτικα)»

νομίζω δεν αφήνει αμφιβολία ότι εδώ, τουλάχιστο, δεν εγείρει αξιώσεις για δικαιώματα σύνθεσης, διασκευής ή ό,τι άλλο.

Τα παραθεματα του Άνθιμου από την πτυχιακή τα βρίσκω πολύ δυσανάγνωστα έτσι όπως τα εμφανίζει η πλατφόρμα του φόρουμ, οπότε δεν τα μελέτησα εξονυχιστικά. Πάντως βλέπω:

Άρα ρε παιδιά πότε το διεκδίκησε για δική του σύνθεση; Αυτό που λέει στην αρχή, ότι…

…, πού τεκμηριώνεται; Η Κετιμέ λέει ότι το κατοχύρωσε για δικό του, αλλά μάλλον είναι κακά πληροφορημένη. Κι ο Κορκόβελος στο τέλος λέει ότι ο Μόσχος υποστηρίζει ότι είναι δικό του κι ότι ο ίδιος δυσπιστεί, αλλά πού, πότε το είπε αυτό; Προφορικά στο μάθημα μάλλον, ή σε συζητήσεις…

Αλλά τέλος πάντων, ακόμη κι αν ο Μόσχος υποστήριξε κατά καιρούς αντιφατικά πράγματα, το ότι στην πραγματικότητα δεν είναι δικό του μου φαίνεται να αποδείχτηκε πειστικά.