Μια σκέψη: η χρήση ντουζένι=χαβάς (ή ίσως, ειδικά, ο ντουζενιάρικος χαβάς, να φρίξει ο δάσκαλος) θα ήταν εύκολο να προκύψει από τον <<χαβά του ντουζενιού>>. Και όταν ο Μάρκος λέει <<ν’ ακούσεις και το αραμπιέν και το καραντουζένι>> στον που έπρεπε να ερχότανε, σας φαίνεται εύστοχο και πιθανόν να τον πληροφορεί για τεχνικά ζητήματα κουρδίσματος;
ντουζενι ειναι το κουρδισμα. χαβας ειναι η μελωδια. ειναι τουρκικες λεξεις. ο μαρκος εννοει, να ακουσεις μπαγλαμα που ειναι κουρδισμενος σε αυτα τα ντουζενια. και εννοει μαλλον τα παλια μπαγλαμαδακια της τοτε εποχης, με τα 7 ταστα, που επαιζαν αποκλειστικα με τετοια κουρδισματα.
Σύμφωνα με τον Laurence Picken, düzen: από το ρήμα düzmek που σημαίνει: κανονίζω, διορθώνω, το οποίο με βάση το λεξικό του Mahmud al-Kashgari (11ος αιώνας) πηγάζει από το ρήμα tüzmek.
Φυσικά, σκεφτόμουν όμως, σχετικά με κάποια παραδείγματα πριν συζητημένα, όπου φαίνεται κάποιος να χρησιμοποιεί την λ. σαν να σημαίνει είτε <<σκοπός>> είτε <<σκοπός ενός ορισμένου (και φρικτού για τον δάσκαλο της κιθάρας) στιλ, ρεπερτορίου>>, αλλά είναι αμφίβολη η αξιοπιστία του χρήστη (δεν είναι κάποιος που ξέρουμε ότι ξέρει τι λέει), ότι θα ήταν πολύ εύκολο να προκύψει μετωνυμικά και αυτή η εναλλακτική χρήση, όπου λχ <<το καραντουζένι>> γίνεται αντιληπτό και ως <<ο χαβάς του καραντουζενιού>> (και πιθανόν μια τέτοια σημασία θα ήταν και η κύρια για όποιον τυχόν μόνον άκουσε το αραμπιέν και το καραντουζένι χωρίς να παίζει και πιθανότατα χωρίς να έχει κάποια συγκεκριμένη αντίληψη για το τι ακριβώς είναι και τι ακριβώς κάνει το κούρδισμα). Όπως και η εναλλακτική σημασία <<τις βαράω όλες ανοιχτές>> θα πρέπει να προέκυψε μετωνυμικά, αντίστροφα από ό,τι το <<τετράχορδο>>.
Μέχρι αυτό το σημείο νομίζω ότι έχει ξανααναφερθεί η πληροφορία.
Όμως μιλάμε για την ελληνική λέξη ντουζένι. Κάθε δάνεια λέξη δε σημαίνει κατ’ ανάγκην το ίδιο όπως στην αρχική της γλώσσα. Η ελληνική γλώσσα βρίθει τουρκικών δανείων που σημαίνουν κάτι παραπλήσιο προς την αρχική τούρκικη σημασία τους: ντουμάνι δεν είναι έτσι γενικά ο καπνός, ντουβάρι δεν είναι έτσι γενικά ο τοίχος, η τηλεόραση δε μεταδίδει «τα χαμπέρια των 8», ούτε μετφράζουμε τον «Μπουνταλά» του Ντοστογέφσκι.
Επομένως η ακριβής ετυμολογική ιστορία της τούρκικης λέξης düzen δε θα μας φωτίσει για την ελληνική της σημασία.
Νομίζω ότι πέρα από το.εμφανες δεν μπορεί να προέρχεται από κάτι εντελώς διαφορετικο. Σαν έννοια κουρδίσματος είναι ξεκάθαρα δάνειο από την τούρκικη ορολογία.
Σαν έκφραση π.χ “είμαι στα ντουζενια μου” , πάλι πιστεύω από την τούρκικη. Το duzmek έχει και άλλη έννοια, φτιάχνω…
άρα δηλαδή “ειμαι φτιαγμένος”…παραπλήσιο όπως είπες. Περισσότερο παραπέμπει σε φιλοσοφία “αργκό”.
Μια στιγμή, να διευκρινίσουμε κάτι γιατί νομίζω ότι μπερδεύει η ορολογία.
- «Ελληνική λέξη» = λέξη του ελληνικού λεξιλογίου.
- «Τούρκικη λέξη» = λέξη του τούρκικου λεξιλογίου.
Η κάθε γλώσσα έχει στο λεξιλόγιό της και λέξεις που προέρχονται από άλλες γλώσσες, επομένως μια ελληνική λέξη μπορεί να προέρχεται από τα τούρκικα, τα γαλλικά, τα αγγλικά, τα ιταλικά κλπ. Αλλά είναι ωστόσο ελληνική. Θα την πούμε ελληνική λέξη τούρκικης προέλευσης (ή ιταλικής κλπ.)., για να την ξεχωρίσουμε από τις λέξεις του τούρκικου (ιταλικού…) λεξιλογίου. Δε θα την πούμε τούρκικη λέξη.
Εγώ π.χ. δεν ξέρω τούρκικα. Τη λέξη ντουζένι την ξέρω επειδή μιλάω ελληνικά. Είναι ελληνική λέξη (=χρησιμοποιείται στο ελληνικό λεξιλόγιο), αλλά η προέλευσή της είναι τούρκικη. Για την τούρκικη λέξη düzen, ό,τι και να μου πείτε θα το δεχτώ, αφού δε γνωρίζω τη γλώσσα.
Λοιπόν, υποστηρίζω ότι από τη στιγμή που η τούρκικη λέξη düzen ενσωματώθηκε και στα ελληνικά ως ντουζένι, ξεκίνησε αυτόνομη πορεία, επομένως το αν η τούρκικη λέξη προέρχεται από ρήμα που σημαίνει «κανονίζω, διορθώνω» δε θα μας βοηθήσει στο αν η ελληνική, εκτός από κούρδισμα, μπορεί να σημαίνει (ή να χρησιμοποιείται μετωνυμικά ως) σκοπός.