Φίλε RiotWolf, καλωσήρθες.
Το άρθρο απ’ όπου αντλείς τα στοιχεία ήταν δεδομένο. Θα έλεγα ότι όλη η συζήτηση ουσιαστικά είναι οι απορίες / ενστάσεις μας σχετικά με το άρθρο. Για παράδειγμα, μια δικιά μου επιφύλαξη αφορά το «Ανοιχτό ρε-ρε-ρε»: δε νομίζω ότι ακούω τρεις ίδιες ανοιχτές στην ηχογράφηση του Καραπιπέρη, και επιπλέον ένα τέτοιο κούρδισμα δε με πείθει και σαν ιδέα. Τρεις ίδιες χορδές δεν εξυπηρετούν κανένα δρόμο / κλίμακα / τονική / συνοδεία, και δεν υπάρχουν σε κανένα κούρδισμα οργάνου που να έχω συναντήσει.
Τώρα, από κει και πέρα, μερικά πράγματα που είναι δεδομένα στη σύγχρονη πρακτική του μπουζουκιού πρέπει να τα ξεχάσουμε όταν μιλάμε για ντουζένια. Συγκεκριμένα:
α) Σήμερα κουρδίζουμε στο διαπασών. Παλιά κούρδιζαν στον αέρα. Έτσι μπορεί να λέμε «ρε» και στην πραγματικότητα να είναι Ντο, Ντο#, Ρε#, ή ακόμη και πιο μακριά. Συνεπώς, αν κουρδίσουμε ένα όργανο όπως κουρδίζεται σήμερα και το χρησιμοποιήσουμε στην «αποκρυπτογράφηση» του ντουζενιού μιας ηχογράφησης, πρέπει να το λάβουμε αυτό υπόψη, αλλιώς μπορεί να καταλήξουμε σε πολύ λανθασμένα συμπεράσματα.
β) Σήμερα οι χορδές κουρδίζονται με τη σειρά: κάτω η ψιλή, στη μέση η μεσαία, πάνω η μπάσα. Αυτό δεν ίσχυε ανέκαθεν. Κατά παράδοση τα ταμπουροειδή έχουν την πάνω χορδή (εκεί που εμείς έχουμε μπουργάνα) πιο ψηλή από τη μεσαία. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά και σε άλλες συζητήσεις.
Συνεπώς, όταν άρχισε να καθιερώνεται το σημερινό κούρδισμα, οι μουσικοί έβαλαν τέτοιες χορδές ώστε η πάνω να είναι η πιο μπάσα. Όσοι από αυτούς ήξεραν τα παλιά ντουζένια και τα χρησιμοποιούσαν, αναγκαστικά τα αναπροσάρμοσαν στο νέο αρμάτωμα, γιατί δεν μπορούσαν να αλλάζουν χορδές όποτε άλλαζαν κούρδισμα και πολύ αμφιβάλλω αν είχαν την πολυτέλεια να έχουν δεύτερο όργανο γι’ αυτή τη δουλειά. Έτσι, ένα κούρδισμα λ.χ. ρε-σολ-ντο (το ως άνω άγνωστης ονομασίας, που συμπίπτει με το τούρκικο καραντουζένι), με το παλιό αρμάτωμα θα είχε ως χαμηλότερη διαθέσιμη νότα το Σολ της ανοιχτής μεσαίας, ενώ το Ντο της μεσαίας θα ταυτιζόταν με το Ντο της ανοιχτής τρίτης χορδής. Με το καινούργιο αρμάτωμα η ανοιχτή τρίτη γίνεται Ντο μια οκτάβα χαμηλότερη, πράγμα που καταργεί ορισμένες δυνατότητες και δημιουργεί ορισμένες καινούργιες.
γ) Σήμερα κάθε δρόμος παίζεται πρωτίστως από τονική Ρε, και κατά δεύτερο λόγο από σχεδόν οποιαδήποτε τονική. Αυτό επίσης συνδέεται με το σύγχρονο κούρδισμα, καθώς και με τη χρήση κιθάρας και με την επαγγελματοποίηση του τραγουδιού. Παλιά τα όργανα υπάκουαν στη λογική της τροπικότητας (άλλωστε αυτό εξακολουθεί να ισχύει στα περισσότερα παραδοσιακά όργανα εντός και εκτός Ελλάδας: λαούτα, ούτια, λύρες, πνευστά). Αυτή η λογική λέει: Σε όποια τονική παίζω το Ραστ, στην ίδια θα παίξω το Νιγρίζ και το Νιαβέντ, και ένα τόνο πιο ψηλά θα παίξω το Ουσάκ, το Χιτζάζ, το Κιουρδί, το Σαμπάχ, το Καρτζιγιάρ κλπ., μία τέταρτη πάνω από το Ραστ θα παίξω το Τσαργκιάχ, κ.ο.κ… Κάθε κούρδισμα έχει ένα σετ τονικοτήτων που εξυπηρετεί αυτούς τους δρόμους, π.χ. Ντο Ραστ = Ρε Ουσάκ = Φα Τσαργκιάχ. Μπορεί να έχει κι ένα δεύτερο σετ, μία τέταρτη ή πέμπτη πιο ψηλά. Μπορεί πάλι ένα κούρδισμα να μην καλύπτει όλους τους δρόμους: π.χ. το κούρδισμα που εδώ αναφέρεται ως Καραντουζένι και στην Τουρκία ως μπάγλαμα-ντουζένι (Ρε-Σολ-Λα αν η ψιλή μας είναι Ρε) παίζει τα ουσακοχιτζαζοειδή από Λα (τονική = δεύτερο τάστο μεσαίας), αλλά δεν εξυπηρετεί ιδιαίτερα αν θες να θεμελιώσεις τα ραστοειδή στο Σολ. Τότε λοιπόν, άμα φτάσουμε στο σημείο όπου κάτι δε γίνεται, είτε επειδή το όργανο αντικειμενικά δεν μπορεί να το κάνει είτε επειδή δε βολεύονται οι φωνές, αλλάζουμε συνολικά κούρδισμα.
Όλα αυτά άρχισα να τα καταλαβαίνω όταν, μετά από καιρό που έπαιζα μπαγλαμά ως αυτοδίδακτος (με ρε-λα-ρε φυσικά), άρχισα μαθήματα τούρκικου σαζιού. Πρώτα ο δάσκαλος μού γκρέμισε αλύπητα οτιδήποτε θεωρούσα ως δεδομένο. Μετά άρχισα να καταλαβαίνω ένα νέο (στην πραγματικότητα παλιότερο, αλλά νέο για μένα) μοντέλο ερμηνείας και διαχείρησης των δρόμων, και στην πορεία, μέσα σε αρκετά χρόνια, μπήκα στο νόημα της τροπικότητας.
Οι μπουζουξήδες κάποια στιγμή, που χονδρικά συμπίπτει με την αρχή της δισκογραφίας, έκαναν μία στροφή, πήραν ένα καινούργιο δρόμο, και μέσα σε σχεδόν έναν αιώνα έχτισαν μια ολόκληρη παράδοση που σήμερα είναι ισχυρή και ευρέως γνωστή. Για να καταλάβουμε τα ντουζένια πρέπει να πάμε πίσω, πριν από αυτή τη στροφή, και επειδή μηχανή του χρόνου δεν έχουμε, το μόνο μας εφόδιο είναι το τι γίνεται σήμερα σε όργανα και σε μουσικές που δεν έκαναν αυτή τη στροφή. Αλλιώς όλες οι μαρτυρίες Κηρομύτη, Μάρκου, δίσκων Καραπιπέρη κλπ., είναι μεμονωμένες πληροφορίες πρόσφορες για κάθε είδους παρερμηνεία.
Αν αντί για όλα αυτά αρχίσουμε να πειραματιζόμαστε με πιθανά κουρδίσματα, κάτι θα βγάλουμε. Η λογική «κρατάω τις δύο πρώτες χορδές σε διάστημα πέμπτης, Ρε-Σολ, και δοκιμάζω διάφορα με την μπουργάνα», μπορεί να φέρει ενδιαφέροντα έως και αποκαλυπτικά αποτελέσματα. Ντουζένια όμως δε θα είναι. Και στην κιθάρα υπάρχουν δεκάδες κουρδίσματα, και όποιος τα ξέρει μπορεί να εμπνευστεί από αυτά για να δοκιμάσει κάτι στα τρίχορδα. Αλλά αυτό δε θα τον γυρίσει πίσω στον Κηρομύτη. Θα τον οδηγήσει κάπου αλλού, πιθανώς μπροστά. Γιατί ναι μεν κάθε διαφορετικό κούρδισμα μπορεί να δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα, το ζήτημα όμως είναι ποιο αισθητικό ζητούμενο υπάρχει κάθε φορά: μας ενδιαφέρει ο συγχορδιακός πλούτος; η μεγάλη έκταση; η ευκολία τρανσπόρτων; η τροπική συνέπεια; η «ατμοσφαιρική» μονοτονία του χαμηλού ισοκρατήματος; η αυτοσυνοδεία;
Σ’ αυτήν εδώ τη συζήτηση το ζητούμενο που γενικά επικρατεί είναι το να αποκρυπτογραφήσουμε τα μυστικά του παλιού μπουζουκιού, κι όχι το να διευρύνουμε τις γνωστές δυνατότητες του σύγχρονου. Θα πρέπει λοιπόν να ξεχάσουμε ορισμένα πράγματα που θεωρούμε δεδομένα βάσει της αισθητικής των τελευταίων πολλών δεκαετιών.
Και κάτι τελευταίο:
Αυτό καταλαβαίνω κι εγώ.