Καταπληκτική περιγραφή!
Σίγουρα δε μοιάζει με τίποτε απ’ όσα ξέρω από άλλα νησιά. Είναι βέβαια γνωστό ότι σε κάθε τόπο είναι και λίγο αλλιώς τα πράγματα, αλλά ένα τέτοιο παράδειγμα ρίχνει πολύ περισσότερο φως απ’ όσο μια γενική διατύπωση. Γιατί εξηγεί και το ρόλο που αναλαμβάνει ο καθένας, και τα ζητούμενά τους. Σε άλλο νησί μπορεί να έχουν άλλα ζητούμενα, ή άλλο τρόπο να τα πετύχουν.
Σε ό,τι αφορά τη μουσική, που ήταν και το αρχικό ερώτημα. Κατ’ αρχήν, ας μην ξεχνάμε ότι εκτός από το συρτό και τον μπάλο του βιολιού, υπάρχει και ο συρτός και ο μπάλος της τσαμπούνας, που μουσικά είναι τελείως διαφορετικό πράγμα. Η τσαμπούνα μπορεί να παίξει πολύ λιγότερα πράγματα από το βιολί, και πάντοτε εν ρυθμώ -ποτέ ταξιμιάρικα. Και σε ρυθμικό επίπεδο, το τουμπάκι (τύμπανο που συνοδεύει την τσαμπούνα) τα παίζει όλα με μια συνολική ρυθμική αίσθηση διαφορετική από αυτήν του λαούτου που συνοδεύει το βιολί.
Σύμφωνα με τη γενική αρχή ότι ο συρτός είναι προετοιμασία για τον μπάλο και ο μπάλος αποκορύφωμα του συρτού, σε μερικά μέρη η ρυθμική υπόκρουση του μπάλου είναι πιο έντονη, πιο πεταχτή, ενώ του συρτού πιο συρτή. Αυτό όμως φαίνεται όταν τα ακούσεις όλα σερί. Σε μεμονωμένους συρτούς ή μπάλους μπορεί να μην υπάρχει διαφορά.
Εγώ νομίζω ότι οι δύο χοροί ξεχωρίζουν από τη μελωδία. Τα συρτά είναι συνήθως συγκεκριμένα τραγούδια (ανάλογα με τα καλαματιανά), όπου σε κάθε στροφή επαναλαμβάνεται η ίδια μελωδία με τα ένα-δυο, μάξιμουμ τρία γυρίσματά της. Αν είναι οργανικά, όπως ο Πολίτικος συρτός, ο Αζιζιές (Ατσιδιές) κλπ., έχουν περισσότερα γυρίσματα αλλά και πάλι μπορείς να ξεχωρίσεις στροφές.
Ο μπάλος είναι αλλιώς. Δεν έχει “στροφικές” μελωδίες. Οι οργανικοί μπάλοι του βιολιού αποτελούνται από φράσεις που ουσιαστικά παίζουν με την κλίμακα, την ανεβοκατεβαίνουν σα να θέλουν να τη γνωρίσουν. Οι οργανικοί μπάλοι της τσαμπούνας πάλι είναι μοτιβικοί, δηλαδή αποτελούνται από μικρές φρασούλες που επαναλαμβάνονται αρκετές φορές η καθεμία και που έχουν πολύ περισσότερο ρυθμική αξία παρά μελωδική (το ίδιο γίνεται και με το βιολί όταν παίζει “τσαμπούνα”, και όταν γυρίζει σε πολύ γρήγορο: εκεί πλέον η μουσική θυμίζει σούστα, πεντοζάλη, τέτοια πράματα, δηλαδή περισσότερος ρυθμός και λιγότερη μελωδία).
Επιπλέον ο μπάλος του βιολιού μπορεί να έχει αμανέ ή ταξίμι ή και τα δύο: μακρόσυρτες μελωδίες που δεν πατάνε στο ρυθμό αλλά πετάνε από πάνω του, και απλώς σε κάποια σημεία σμίγουν μαζί του για να πάρουν φόρα και να ξαναπετάξουν. Όμως ο ρυθμός από κάτω συνεχίζει να βαράει σταθερά. Ο τραγουδιστός μπάλος που να μην έχει αμανέ, όπως “τα μάτια ρίχνεις κάτω και τη μαντιλωσιά” που αναφέρθηκε, έρχεται σαν κλείσιμο και επίλογος του μανέ, και συνήθως λέει λόγια που δεν είναι και τόσο σημαντικά, έρχονται μάλλον σα “λεκτική επένδυση” της μουσικής, ενώ τα λόγια του συρτού μπορεί να είναι ολοκληρωμένες ιστορίες. Στιχάκια για το τι ωραία που το πάνε οι χορευτές ή οι μουσικοί ταιριάζουν περισσότερο στον μπάλο παρά στο συρτό. Τέλος, ένα συρτό μπορείς να τον σιγανοτραγουδήσεις και να είναι αναγνωρίσιμος, ενώ ο μπάλος είναι τόσο γεμάτος από αυτοσχεδιαστικά στοιχεία και από ιδιαίτερα βιολιτζήδικα ή τσαμπουνίστικα κόλπα ώστε από καθαρή μελωδία δεν περισσεύουν και πολλά πράγματα.
Γενικώς στον μπάλο προέχει ο χορός, και άρα και ο ρυθμός, και όλα τα υπόλοιπα έρχονται υποστηρικτικά. Αντίθετα στο συρτό ρυθμός, χορός, μελωδία και τραγούδι μοιράζονται στα ίσα τη σπουδαιότητά τους, και κανένα από τα τέσσερα δε φτάνει σε έντονα συναισθηματικά ή δεξιοτεχνικά ξεσπάσματα.