Συμπεθεριό με το στανιό

Στην Ελευθεροτυπία, φύλλο Τετάρτης 25 Φεβρουαρίου 2009 (χθες). Κριτική του Γ. Ε. Παπαδάκη στο δίσκο Νιρβάνα του Στ. Βαμβακάρη:
http://www.enet.gr/online/online_text/c=113,dt=25.02.2009,id=52902548
Ο μουσικοκριτικός δεν κρίνει, τόσο, αυτό καθαυτό το δίσκο αλλά το πλαίσιο στο οποίο αυτός κινείται…και το απορρίπτει.
Προσωπικά δεν ξέρω το δίσκο αυτό και δεν έχω άποψη. Με έχει τσιγκλίσει όμως η θέση του μουσικοκριτικού όσον αφορά τη σχέση των ροκάδων με το ρεμπέτικο. Ειδικότερα η φράση:
« Η θρυλούμενη ομοιότητα ανάμεσα στα δυο, άσχετα μεταξύ τους, είδη μουσικής [ΣΣ. Εννοεί blues και ρεμπέτικο] επινοήθηκε προκειμένου να δικαιολογηθούν όλοι εκείνοι (μουσικοί και ακροατές) που, ενώ σαν φανατικοί ροκάδες ή ελαφρο-ελαφροί ή ό,τι άλλο, απέρριπταν μετά βδελυγμίας τη λαϊκή μουσική, αίφνης (όταν ήλθε το… πλήρωμα του χρόνου και έγινε επικερδέστατη μόδα το ρεμπέτικο) μεταβλήθηκαν -χωρίς ντροπή- σε φανατικούς θαυμαστές του Μάρκου Βαμβακάρη και του μπουζουκιού.»
Δεν ξέρω για τους «ελαφρο-ελαφρούς» ή για για τους «ό,τι άλλο», αλλά οι «φανατικοί ροκάδες» δεν αγκάλιασαν το ρεμπέτικο «όταν ήλθε το… πλήρωμα του χρόνου και έγινε επικερδέστατη μόδα». Τουναντίον, οι «φανατικοί ροκάδες» πάντα εναντίον στη μόδα πήγαιναν (πηγαίναμε). Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση είχαν (είχαμε).
Έχω να πω κι άλλα, αλλά δεν έχω χρόνο…

Ο Παπαδάκης, με τις κριτικές και το ύφος του οποίου συχνότατα έχω ριζικά διαφωνήσει, κριτική κάνει και εδώ. Αν ξεκινήσει κάποιος με τη διατύπωση ότι «το μπλούζ, από μουσική άποψη, έχει τόση σχέση με το ρεμπέτικο όση και ο φάντης με το κικινέλαιο», με την οποία συμφωνώ, κάθε άλλο (αν τα τραγούδια είναι ωραία, αν οι μουσικοί παίζουν επαρκώς κλπ. κλπ.) περιττεύει.

Υ.Γ. Και εγώ φανατικός ροκάς είμουνα και πάντα ανάποδα προς το ρεύμα πήγαινα. Γιαυτό, άλλωστε, έμαθα να παίζω μπουζούκι και προπολεμικά ρεμπέτικα πριν γίνουν της μόδας.

Νίκο,
δεν έχω χρόνο τώρα αλλά κάποια στιγμή θα ήθελα να παραθέσω το δικό μου βίωμα σε σχέση με το ροκ και το ρεμπέτικο. Ίσως και άλλοι να έχουν παρόμοια.

Εγώ ξεκίνησα 13 χρονών να γρατζουνάω ένα 4χορδο και στα 16 άρχισα να τυραννάω και την κιθάρα.Δεν είχα ποτέ πρόβλημα και πάντα περνούσα άνετα από τα rock blues στα ρεμπέτικα.Και κατόπιν πάντα έμπλεκα τα ακούσματα και στα παιξίματα μου. κι ακόμη και τώρα εύκολα εναλλάσω τα 2 είδη που προσωπικά μου φαίνεται ότι δένουν πολύ μεταξύ τους.Και ούτε ήμουν κι εξακολουθώ να μην είμαι της μόδας.:088:

Η μουσική είναι μία (αρκεί να είναι μουσική). Κι εμένα μ’ αρέσει το blues και τα cd του Hooker βρίσκονται σε περίοπτη θέση στη cdθήκη μου χωρίς να το κάνω για να πουλήσω μούρη ή να βρω άλλοθι. Όταν ακούω blues, ή και Rock n’ roll που μ’ αρέσει εξίσου, δε νιώθω ότι προδίνω το ρεμπέτικο.
Απλά, έχω καταλήξει ότι ο νταλγκάς, θέλει ματζόρε, αδέρφια…

Τα δυό είδη είναι τόσο άσχετα, ώστε…ο Μπάτης να πάρει ένα blues που άκουσε και να γράψει τον « Μπουφετζή» του !!!:088:

Από το μπλούζ, το ρεμπέτικο δεν ξέρω να έχει επιρροές ούτε και αντιστρόφως. Το spiritual «In the rivers of Babylon” (εις ποταμόν Βαβυλώνος εκλαύσαμεν κλπ.), από το οποίο προήλθε το τραγουδάκι της ταβέρνας «I am so dry, I want to die», δεν έχει καμμία απολύτως μουσικολογική σχέση με μπλούζ. Άλλο είδος μουσικής. Τα δάνεια μεταξύ διαφορετικών μουσικών ειδών πάντως εμφανίζονται συχνά, απανταχού της υφηλίου.

1 «Μου αρέσει»

Λεω τωρα εγω , μηπως εχει προβλημα με τον Στελιο Βαμβακαρη που ασχολειτε με τις ομοιοτητες μπλουζ και ρεμπετικου:080:

Όχι και για του λόγου το αληθές αντιγράφω την τελευταία παράγραφο του άρθρου του Παπαδάκη:
“Δυστυχώς, ο αγνός, μερακλής, καλών προθέσεων και εξαίρετος, στο είδος του, μουσικός ατύχησε, κατά την ταπεινή μου γνώμη, στην επιλογή του να δώσει τόση βάση σε κύκλους που κατά βάσιν (και κατά παράδοσιν) απεχθάνονται το λαϊκό τραγούδι.”

Ελλείψει “μπράβο”…Συμφωνώ απόλυτα με τοποθέτηση του κ.Νίκου.
Όπως και το ρεμπέτικο βέβαια, ουδεμία σχέση έχει με το μπλουζ από μουσική πλευρά. Ούτε σαν αρμονία, ούτε σαν ρυθμός και πολύ περισσότερο,ούτε σαν μελωδία. Το να παίξεις μία πεντατονική με μπαγλαμά, δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο κι ας λέγεσαι και Βαμβακάρης!!!

Με το πωγωνήσιο είναι πιο κοντά (ίδιες 5τονικές κλίμακες, αργό tembo, παρόμοια αρμονία) μήπως να τα …“παντρέψουμε” και αυτά???:240:

Πάντως, τα μόνα κοινά στοιχεία, θεωρώ, που θα μπορούσαμε να βρούμε μεταξύ μπλουζ και ρεμπέτικα, είναι 2: η θεματολογία των τραγουδιών και η κοινωνική τάξη των δημιουργών.

Υπάρχουν μερικοί τίτλοι, όπως ο “Τα μπλούζ της ανατολής”, “Ταγκο, Φαντο, Ρεμπέτικα” κ.α. οι οποίοι είναι πιασάρικοι, τραβάνε δηλαδή πολύ κόσμο που τους επαναλαμβάνει και επομένως χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τα μέντια.:087:
Προσωπικά, με το ζόρι κρατιέμαι ώστε να μην ειρωνευτώ* αυτή την υπερβολή.

*Το ΄χα κάνει πάντως πριν 2 χρόνια

Και εγώ πάνω-κάτω συμφωνώ ότι

  1. Μουσικολογικά τα είδη δεν έχουν σχέση.
  2. Τσιτάτα του τύπου «Ρεμπέτικο, το μπλουζ της ανατολής» είναι τουλάχιστον τραβηγμένα.
  3. Παντού θα υπάρχουν κατατρεγμένοι οπότε η μουσική τους κοινό νταλγκά θα βγάζει. Οποιαδήποτε περαιτέρω συσχέτιση είναι ανώφελη.

Όμως, εκείνο που νομίζω ότι υπάρχει κοινό στο ρεμπέτικο και στο ροκ (με επέκταση στα μπλουζ) είναι το …κοινό τους στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα αναφέρομαι στη γενιά μου (όσοι ήταν έφηβοι την περίοδο του 80-85) αλλά αυτό μπορεί να επεκτείνεται και σε άλλες γενιές. Προσωπικά, άκουγα ροκ τότε και, τυχαία, από μια ραδιοφωνική εκπομπή, ήλθα σε επαφή με το χώρο των παλιών ρεμπέτικων ηχογραφήσεων. Χωρίς καμιά διάθεση συσχετισμού μεταξύ των δύο ειδών για μια μεγάλη περίοδο άκουγα και τα δύο είδη ζώντας βίους παράλληλους κατά κάποιον τρόπο (όπως και ο Papadero παραπάνω). Διαπίστωσα σιγά-σιγά, ότι τα ίδια μυαλά με μένα είχαν και άλλοι. Δηλαδή, ήταν πολύ πιθανόν, σε κάποιο ροκά να άρεσε και το ρεμπέτικο (το αντίστροφο μάλλον δεν ισχύει). Με τον καιρό ανακάλυψα και τις διάφορες θεωρίας περί συσχέτισης κλπ (όπως επίσης και με το ταγκό το οποίο χόρευε η γιαγιά μου θεωρώντας το εξευγενισμένη μορφή χορού). Πώς λοιπόν το ελληνικό κοινό της ροκ (τουλάχιστον της δικής μου γενιάς) κατέληξε να γίνει σε μεγάλο ποσοστό δεκτικό στο ρεμπέτικο; Δε νομίζω πάντως ότι ήταν θέμα μόδας αλλά ούτε και θέμα εντυπωσιασμού.

Νομίζω πως είναι αφελές να ισχυριστεί κάποιος ότι συγγενεύει μουσικολογικά το ρεμπέτικο και το Blues. Οι ομοιότητες βρίσκονται, μάλλον, σε κοινωνιολογικό επίπεδο κι εκεί νομίζω πως θα έπρεπε πρωτίστως να αναζητηθούν. Το ρεμπέτικο και το Blues είναι έκφραση ανθρώπων που ζουν στις κοινωνικές παρυφές: πρόσφυγες και (ημι)παράνομοι οι ρεμπέτες, δέσμιοι των ρατσιστικών ανισοτήτων οι μαύροι του νότου. Από κει και πέρα, θα μου επιτρέψετε, εγώ βρίσκω και μερικά άλλα κοινά σημεία: Στίχος απλός (μερικές φορές απλοϊκός), θέματα καθημερινά, ενορχήστρωση φτωχή (στην καλύτερη), αλλά τα παραπάνω “μειονεκτήματα”, ισοσκελίζει το συναίσθημα που ξεχειλίζει και το καταλαβαίνει και ο Ολλανδός που ακούει ρεμπέτικα και φωνάζει “ώωπα” και ο Έλληνας που ακούει Blues κι ας μην ξέρει εγγλέζικα! Αυτό νιώθει κι ο Στέλιος(Βαμβακάρης) αυτό νιώθουν κι όσοι ακούν και τα δύο είδη μουσικής.
Πριν αρκετά χρόνια, είχα ακούσει, σ’ ένα φεστιβάλ νεολαίας, τον Luisiana Red. Έπιασε βροχή και οι διοργανωτές μάζευαν άρον-άρον τις μικροφωνικές. Έκατσε άλλη μια ώρα μες στη βροχή. “Φτιαγμένος” θα πείτε. ''Ντόπες υπάρχουν πολλές" θα πω εγώ. Στην περίπτωσή του, ήμασταν οι από κάτω, που βρεχόμαστε μαζί του…

πολυ εύστοχος ο τίτλος
“συμπεθεριό με το στανιό”…
τίτλος δίσκου.
“το Μπλουζ συναντά ξανά το Ρεμπέτικο”…

και ποτε πριν ειχαν συναντηθεί?

περιεχόμενα του Δίσκου εδω.

https://www.discogs.com/release/4351097-Στέλιος-Βαμβακάρης-Νιρβάνα

Στον δίσκο «Το μπλουζ συναντάει το ρεμπέτικο» (ή αντιστρόφως), με Στέλιο Β. και Λουϊζιάνα Ρεντ, ηχογραφημένο σε συναυλία. (Και ατυχέστατο, κατά τη γνώμη μου. Δύο μουσικοί απλώς παίζουν ταυτόχρονα ο καθένας τα δικά του.)

Και στη «Φαντασία στην Εξουσία». Προϊόν του ίδιου πρότζεκτ, δε θυμάμαι αν προηγήθηκε ή ακολούθησε αλλά η χρονική διαφορά πρέπει να ήταν μικρή. Συμμετέχουν οι ίδιοι δύο συν άλλοι Έλληνες μουσικοί, μεταξύ των οποίων ο Σιδηρόπουλος. Κανονικός στουυντιακός δίσκος με πρωτότυπα τραγούδια, όχι σκέτους αυτοσχεδιασμούς όπως το άλλο, αρκετά καλύτερος.

Ρομαντικοί Παραβάτες: «Η φαντασία στην εξουσία», 1984.

Σιδηρόπουλος, Σαββόπουλος (Πάνος!), Στέλιος Βαμβακάρης, Γκαϊφύλιας κ.ά., και μόνο λίγη συμμετοχή, τελικά, του Λουϊζιάνα Ρεντ.

Λουϊζιάνα Ρεντ & Στ. Βαμβακάρης: «Το Blues συναντά το ρεμπέτικο», 1994.

το μπλουζ συναντάει...

Λοιπόν λάθος, η διαφορά ήταν 10 χρόνια (αν τα στοιχεία που βρήκα στο discogs αφορούν την πρώτη έκδοση και για τα δύο).

Στο ομώνυμο τραγούδι «Η φαντασία στην εξουσία», οι συναντήσεις μουσικών ειδών αναφέρονται και λεκτικά στους στίχους, εν είδει μανιφέστου:

Οι μπαγλαμάδες να παίζουν Ντίλαν
κι ο Πίτερ Χάμιλ διπλοπενιές
ο Τομ Γουέιτς με τα κλαρίνα
και τα νταούλια να παίζουν Yes…

Μα είναι πασίγνωστο το κόλλημα του Στέλιου με το δίπολο “Ρεμπέτικο – Μπλούζ”, κι ας μην υπάρχει φυσικά η παραμικρή μουσικολογική συνάφεια μεταξύ των δύο μουσικών ειδών. Βρήκε εκείνον τον Λουιζιάνα Ρεντ (ή κάπως έτσι) και φρόντισε να ηχογραφηθούν πάμπολλα “τζαμαρίσματα” όπου καθισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον παίζουν εναλλάξ ο καθένας τα δικά του, θεωρώντας ότι καταδεικνύεται έτσι η απόλυτη ταύτιση των δύο μουσικών αφού και οι δύο παίζουν πάνω στην ίδια τονική. Μπορεί να μην ήταν δική του η αρχική ιδέα, ίσως να του ήρθε όταν, δεν θυμάμαι πότε, κάποιοι Ινδοί με τα σιτάρ τους και τα τάμπλα τους “συνευρέθηκαν” με κάποιους Έλληνες (Νταμάρι Πετρούπολης;) και νόμισαν ότι “συνέδεσαν” τις δύο μουσικές παραδόσεις, ενώ αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη (και εκεί) ήταν η παράθεση, εναλλάξ, ινδικών και ελληνικών παρουσιάσεων χωρίς ο ένας να προσέχει τί παίζει ο άλλος και να το πάρει υπόψη.

Με αυτό λοιπόν δεδομένο, η παραγωγή Νιρβάνα “χτίζει” ακριβώς πάνω στην υπόθεση της μουσικολογικής σχέσης μπλουζ – ρεμπέτικου: Άλλη μία από τα ίδια.

2 «Μου αρέσει»

Συγγνώμη που πηδάω από το ένα στο άλλο, αλλά αυτή η αναφορά στη συναυλία «Ηπειρώτες και Ινδοί» με τσίγκλισε, καθώς συνδέεται με μια ιστορία που τον τελευταίο καιρό την άκουσα ή διάβασα τρεις ξεχωριστές φορές.

Όπως το θυμάμαι (ελεύθερη ανάπλαση):

Αυτή τη σύμπραξη την είχε οργανώσει ο Ρος Ντέιλι, ο οποίος είχε από πριν προσωπική (και μουσική φυσικά) γνωριμία και με τις δύο πλευρές. Η ιδέα όμως δεν ήταν δική του, κάποιος του το είχε προτείνει ή αναθέσει, αλλά ο ίδιος είχε επιφυλάξεις: θεωρούσε ότι η χρήση, και από τις δύο παραδόσεις, πεντατονικών κλιμάκων (ανάμεσα σε ένα σωρό άλλες που δεν είναι κοινές) δεν είναι παρά μια πολύ επιφανειακή ομοιότητα, ανεπαρκής για να θεμελιώσει έναν ουσιαστικό μουσικό διάλογο αν δεν προηγηθεί εκτεταμένη γνωριμία του ενός με τον άλλο. Αλλά τέλος πάντων το 'βαλε μπροστά.

Πάει λοιπόν μια μέρα ο Ρος στην πρόβα, και φτάνει με καθυστέρηση, είχαν αρχίσει. Αλλά και οι δύο πλευρές έδειχναν ξενερωμένες, και διάφοροι άλλοι συντελεστές ή παρατυχόντες εκεί στον χώρο έβλεπαν ότι κάτι δεν πάει καλά. Ο Ρος κοίταξε να καταλάβει τι είχε συμβεί, και μετά λέει:
-Ρε παιδιά, είπε κανείς στους μεν καμιά κουβέντα για τους δε, ή τους αφήσατε έτσι μόνους να την παλέψουν;
Μετά από κάτι αόριστες απαντήσεις του τύπου «μα αφού μιλούσαν στην παγκόσμια γλώσσα της μουσικής» και τέτοια, ο Ρος εξήγησε ότι σ’ ένα ορισμένο είδος ηπειρώτικου αυτοσχεδιασμού με το κλαρίνο σ’ έναν ορισμένο πεντατονικό τρόπο, όλη η τέχνη και η ουσία είναι πώς θα ξεφύγουν από την κλίμακα, πόσο ομαλά και ταιριασμένα, και πώς θα ξαναγυρίσουν, και πόσες διαφορετικές φορές θα κάνουν τέτοια ξεστρατίσματα. Αντίθετα για τους Ινδούς, ο κανόνας σ’ ένα είδος αυτοσχεδιασμού στον ίδιο τρόπο, ήταν ότι πρέπει να πουν όσο περισσότερα μπορούν χωρίς να ξεφύγουν στιγμή από την κλίμακα.

Οπότε ο Ινδός άκουγε τον Έλληνα να φεύγει όλη την ώρα από την κλίμακα κι έλεγε «μα τι κάνει αυτός!». Ο Έλληνας άκουγε τον Ινδό να μη φεύγει ρούπι από την κλίμακα, και έλεγε με τη σειρά του «μα τι κάνει αυτός!».

Μετά από αυτές τις εξηγήσεις, οι Έλληνες συνέχισαν φυσικά να παίζουν όπως ήξεραν, και οι Ινδοί το ίδιο. Το γεγονός όμως ότι είχαν καταλάβει τι έκανε ο άλλος απομάκρυνε όλο το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί, και η συνεργασία έγινε πολύ επιτυχέστερη και αποτελεσματικότερη. (Ντάξει, τον Νίκο δεν τον κάλυψε -ο καθένας κατανοεί γιατί- αλλά πριν ήταν ποlύ χειρότερα!)

Δεν είχα πάει στη συναυλία, μόνο τον δίσκο έχω, αλλά την έχω πετύχει στην τηλεόραση και θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο:

Κάνει ο Ινδός ένα σόλο στην τάμπλα, το γνωστό ινδικό κρουστό με τις άπειρες τονικές δυνατότητες και τους απίστευτα δεξιοτέχνες μουσικούς, που δε θεωρείται κατά τίποτε υποδεέστερο των καθαυτού μελωδικών οργάνων, σιτάρ κλπ. Ο Ινδός λοιπόν κάνει παπάδες και τους έχει αφήσει όλους άφωνους. Κάποια στιγμή τελειώνει, και πρέπει όλη μαζί η ορχήστρα να ξαναμπούν στο κομμάτι. Ο Έλληνας κρουστός μαζεύει το πεσμένο σαγόνι του, παίρνει το ντέφι του, και με μια εύγλωττη γκριμάτσα, σαν να λέει «τι να κλάσουμε τώρα κι εμείς μετά απ’ αυτό», πιάνει τον ρυθμό…


Αλλά τέλος πάντων, όχι Νίκο, δε θεωρώ πιθανό να επηρέασε ιδιαίτερα αυτή η σύμπραξη την άλλη του Στέλιου. Πριν παίξουν αυτοί οι Ινδοί με αυτούς τους Έλληνες, ο Ραβί Σανκάρ είχε μάθει σιτάρ στον Τζωρτζ Χάρισον, είχε παίξει με τον Γεχούντι Μενουχίν, και μέσα στις δεκαετίες όλο αυτό πλάτυνε. Το να την ψάξει ένας Έλληνας μουσικός μεταξύ ρεμπέτικου και μπλουζ τη συγκεκριμένη εποχή ήταν απλώς κάτι που μάλλον θα συνέβαινε ούτως ή άλλως, 1-2 χρόνια πιο πριν ή πιο μετά, με αυτούς ή κάποιους άλλους, με ή χωρίς το ινδοηπειρώτικο προηγούμενο.

1 «Μου αρέσει»