Δεν πρόλαβα να το δω, σκέφτηκα ότι μπορεί να ενδιαφέρει…
Μόλις το παρακολούθησα και σ’ευχαριστώ για την ανάρτηση αυτή! Γενικότερα δεν θεωρώ ότι ήταν η “σούπα”, την οποία περίμενα.
Πέρα από κάποια “φάλτσα”, θεωρώ -ώντας αισιόδοξος ρεαλιστής- ότι:
α) Η δημοσιογράφος δεν ήταν η κλασσική γλάστρα, παρά οι ερωτήσεις της -στη πλειοψηφία τους και πέρα από τις σάλτσες- κατεύθυναν τη συζήτηση σε ουσιαστικό δρόμο.
β) Η Ελληνοαμερικάνα καθηγήτρια σε πολλά σημεία -ενώ ήταν εμφανές το πώς το ρεμπέτικο άγγιξε τη ψυχή της- δεν μπόρεσε να εκφραστεί επαρκώς στα ελληνικά, ώστε να μεταδώσει το συναίσθημά της στο προφορικό λόγο. Παρόλαυτά, οι εκφράσεις του προσώπου της προδίδουν περισσότερα απ΄ότι τα λόγια μπορούν να εκφράσουν.
γ) Ο Κος Βασιλείου ήταν στην αρχή μουδιασμένος. Κατόπιν πολύ ουσιαστικός. Σε κάποια σημεία ίσως αμφισβητίσιμος. Δεν θα περίμενα όμως κάτι παραπάνω ή λιγότερο από οποιονδήποτε έχει μια τόσο βαθιά σχέση με τη συγκεκριμένη μουσική!
Την είχα δει τότε και με είχε εκνευρίσει. Ειδικά τα περί …“Βυζαντινών”! μια καραμέλα που κυκλοφορεί πολύ!
Εν ολίγοις, έχω άλλη άποψη από την προηγηθείσα του φίλου D33P.
Δημήτρη, χαίρομαι πολύ που έχεις διαφορετική άποψη από τη δική μου! Θα μ’ ενδιέφερε ιδιαιτέρως, βασιζόμενος στη συγκεκριμένη εκπομπή, να αναλύσεις λίγο παραπάνω τα σημεία στα οποία δεν είσαι σύμφωνος.
Ευχαριστώ,
Πέτρος
Ποίος ο ρεμπέτης κος Παύλος Βασιλείου*; Πολύ φινετσάτη γραβάτα φοράει, πάντως.
- ρωτάω γιατί δεν τον έχω ξανασυναντήσει σε θέματα που άπτονται της ιστορίας του Ρεμπέτικου (τραγουδιού εννοώ, όχι μαγαζιού) και θα ήθελα να βοηθηθώ στη λήψη απόφασης για το αν θα ξοδέψω μιάμιση ώρα να παρακολουθήσω την εκπομπή, ή θα ακολουθήσω αυτό προς το οποίο με προτρέπει ο φίλος μου Δημήτρης.
Νίκο, μιας και ομολογουμένως η μουσική αυτή έχει σταματήσει να εξελίσσεται, χρειάζεται κάποιος να έχει ήδη γαλόνια για να εκφέρει αξιόλογη άποψη, όσο υποκειμενική και να είναι αυτή (στην προκειμένη του κου Βασιλείου); 'Οποιος επιθυμεί ξοδεύει μιάμιση ώρα και κατόπιν εκφέρει την άποψή του για το αν άξιζε ή όχι το συγκεκριμένο δημοσίευμα. Νομίζω ότι είναι η ελάχιστη προϋπόθεση για να εκφέρουμε όλοι μας άποψη στο συγκεκριμένο νήμα…
Με σεβασμό,
Πέτρος
Χωρίς να είμαι “ειδικός” και “ειδήμων” επί του θέματος, αφιέρωσα 1:30 ώρα και είδα την εκπομπή ολόκληρη. Θα εκφέρω προσωπικές απόψεις.
Καταρχάς από την μια πλευρά χάρηκα που στην ελεύθερη ελληνική τηλεόραση, έστω και έτσι, αφιερώθηκε τηλεοπτικός χρόνος για το ρεμπέτικο τραγούδι. Από εκεί και πέρα όμως βλέπω και αρκετές αδυναμίες στην συγκεκριμένη εκπομπή.
Η εθνομουσικολόγος που είναι καλεσμένη δεν είναι σε θέση να εκφράσει όπως θα έπρεπε τις απόψεις της, από πλευρά σωστής χρήσης της γλώσσας, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι σωστά δομημένο. Θα προτιμούσα να μιλούσε Αγγλικά και να εξέφραζε την γνώμη, τις απόψεις και τις γνώσεις της πιο τεκμηριωμένα και επιστημονικά. Πιο πολύ δηλαδή φαίνεται σαν μια Αμερικανή μουσικολόγος που απλά της αρέσει το ρεμπέτικο, παρά σαν κάποια επιστήμονα που έχει εντρυφήσει στο είδος αυτό της μουσικής. Χωρίς να θέλω να φανώ γραφικός, αλλά εάν είχαν καλέσει τον babis πιο σωστά θα τα έλεγε.
Όσον αφορά τον Παύλο Βασιλείου, θα διαφωνήσω με την προσφώνηση “ρεμπέτης” που αναφέρεται στην ιδιότητα του. Πιο σωστό θα έλεγα πως θα ήταν εάν έγραφε “ιδιοκτήτης του μαγαζιού ‘Ρεμπέτικη Ιστορία’” και ως εκεί. Τα όσα παραθέτει, μες τις άκρες, για όσους ασχολούνται με το είδος είναι γνωστά. Μίλησε εκλαϊκευμένα χωρίς να μπαίνει σε τρελές λεπτομέρειες και έδωσε μια σκιαγραφημένη εικόνα της κατάστασης.
Για τη δημοσιογράφο το μόνο που έχω να πω είναι ότι “ήταν διαβασμένη” με σωστές ερωτήσεις επί του θέματος και με διάθεση να οδηγήσει την κουβέντα προς μια κατεύθυνση ενημέρωσης και όχι του να σκοτώσει τηλεοπτικό χρόνο. Σίγουρα υπήρχαν στιγμές που η κουβέντα πλάτιασε και μπήκαν και οι απαραίτητες σάλτσες, αλλά σε γενικές γραμμές κράτησε ένα σωστό ύφος για το θέμα.
Στο ερώτημα για το εάν αξίζει κανείς να σπαταλήσει αυτή την μιάμιση ώρα για να δει την εκπομπή, θα απαντούσα: “Εάν δεν έχει κάποιος κάτι καλύτερο να κάνει και θα ήθελε να έχει μια πρώτη επαφή με το ρεμπέτικο τραγούδι και την “Ρεμπέτικη Ιστορία” σαν μαγαζί, θα άξιζε να το δει. Για όσους όμως ψάχνουν συγκεκριμένες απαντήσεις και περιμένουν να ανακαλύψουν χαμένα κομμάτια της ιστορίας του ρεμπέτικου που χάνονται στις απαρχές του 20ου αιώνα, τότε η συγκεκριμένη εκπομπή δε θα τους προσφέρει, για κανένα λόγο, αυτές τις συγκινήσεις”.
Αυτά σαν μια πρώτη άποψη!
Για την εκπομπή δεν έχω πολύ καλή γνώμη. Παρά τη φιλότιμη προσπάθεια της παρουσιάστριας, ίσως κάποιος πιο ψαγμένος στη θέση της να «έβγαζε» περισσότερα από τους καλεσμένους. Η Stamatis όντως αμήχανη και με αμήχανα ελληνικά, ο Βασιλείου δεν με ενθουσίασε…
Για τους ενδιαφερομένους, παραθέτω τη διατριβή της Stamatis (για την οποία επίσης δεν είχα τρελαθεί όταν τη διάβασα το 2011), που έγινε με ερευνητικό αντικείμενο-αφορμή τον Βασιλείου: Rebetiko Nation: Hearing Pavlos Vassiliouʼs Alternative Greekness Through Rebetiko Song (Michigan PhD 2011) http://www.scribd.com/doc/105337618/Greek-Rebetiko-Song#scribd
Δεν την είδα ολόκληρη παρά μόνο αποσπασματικά, θα το κάνω όταν έχω το χρόνο.
Θα σταθώ σε ένα σημείο, που δείχνει -εφόσον μιλάμε για ένα μουσικό είδος, ότι η όλη εκπομπή ήταν αρκετά μακρυά από το “επίκεντρο”: τα τραγούδια και τα ηχητικά αποσπάσματα που ακούστηκαν (Σαλταδόρος, Με παράσυρε το ρέμα, Αερόπλανο θα πάρω, Χαράματα η ώρα τρεις με τη Βούλα Σαββίδη από τα “Πέριξ” του Μάνου Χατζιδάκι, Που πέταξε τ΄ αγόρι μου από τον “Επιτάφιο” του Μίκη Θεοδωράκη, Ρίξε μια ζαριά καλή του Μπιθικώτση).
Ε, δεν έγινε και κάτι…
Η εκπομπή ΣΤΑ ΑΚΡΑ, νομίζω, ότι σε όλα της τα επεισόδια δεν εμβαθύνει σε κάποιο θέμα, αλλά είναι πάντα μια χαλαρή, αλλά καλού, ας πούμε, επιπέδου συζήτηση με έναν καλεσμένο με στόχο να παρουσιαστεί το έργο και η προσωπικότητά του. Εγώ χάρηκα πολύ που θα διαβάσω την εργασία της κοπέλας -merci παρασάνταλε-, η οποία φαίνεται σοβαρή επιστήμονας, μιλάει πολύ καλά ελληνικά, παίζει και μπουζούκι και είπε και κάτι που μου αρέσει να ακούω :
“είναι πολύ εύκολο να παίξεις μπουζούκι, αλλά είναι πολύ δύσκολο να παίξεις καλό μπουζούκι”
Το συγκεκριμένο ήταν τραγικό. Προσπάθησα να το προσπεράσω, αλλά είναι δύσκολο. Όχι γιατί δεν ισχύει -δεν είμαι σε θέση να το κρίνω- αλλά γιατί θυμίζει τηλεπαράθυρα Star Channel με λεζάντα “γιαγιά raver”…
Δεν ξέρω τι συνηθίζεται στην τηλεόραση, γιατί δεν έχω (ποτέ στη ζωή μου δεν είχα, εκτός από ένα διάστημα 2-3 ετών πολύ παλιά). Για την περίπτωση όμως που το σχόλιο υπαινίσσεται ότι γενικά το ρεμπέτικο δεν έχει αρκετό δημόσιο ενδιαφέρον/προβολή, δε συμφωνώ καθόλου. Έχει ρεμπέτικο παντού γύρω μας:
[ul]
[li]“Σκηνές” κάθε είδους, από ταβέρνες με ημιερασιτεχνικά παιξίματα μέχρι κανονικά ρεμπετάδικα, υπάρχουν να φαν κι οι κότες. Μουσικοί επίσης. Αν βγαίνει κανείς κάθε βράδυ αλλού, τουλάχιστον στην Αθήνα, θα του πάρει τόσους μήνες να εξαντλήσει την πιάτσα ώστε στο μεταξύ η πιάτσα θα έχει ανανεωθεί. [/li][li]Οι δάσκαλοι επίσης δε σπανίζουν. Το μπουζούκι διδάσκεται (καλά ή κακά) σχεδόν παντού: οι μόνοι εδωμέσα, αν δεν απατώμαι, που ρώτησαν πού να βρουν δάσκαλο και απάντηση δεν πήραν ήταν μετανάστες σε κάτι αχαρτογράφητα χωριά της Σαξονίας και της Βοημίας. Το ίδιο ισχύει και για την εξεύρεση οργάνου: ένα μπουζούκι ό,τι να 'ναι μπορεί ο καθένας να βρει 15 λεπτά από το σπίτι του, ενώ αξιόλογοι οργανοποιοί υπάρχουν όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις αλλά και σε πλήθος μικρά μέρη. [/li][li]Οι γνώσεις μας για το παλιό ρεμπέτικο αυξάνονται καθημερινά. Άγνωστοι δίσκοι 78στρ. ψηφιοποιούνται και ανεβαίνουν στο διαδίκτυο, και μαθαίνουμε «καινούργια» τραγούδια (να, τώρα τις προάλλες άκουσα το καινούργιο του Παπάζογλου, ένα διαλογικό, από τον Μυστακίδη). Ζητήματα όπως τα ντουζένια, η ιστορία των οργάνων και της οργανοποιίας, αλλά και βιογραφικά, φωτίζονται όλο και περισσότερο. [/li][li]Η διεθνής επιστημονική αρθρογραφία βράζει. Διδακτορικές διατριβές εκπονούνται εδώ και έξω. Μονογραφίες, διαθεματικές προσεγγίσεις, γενικώς πολλές και ποικίλες μελέτες δημοσιεύονται ταχτικά. [/li][li]Η θεωρία της μουσικής επίσης μελετάται και η γνώση της αφενός βελτιώνεται, αφετέρου διαδίδεται. Κανείς δεν είναι, όπως παλιότερα, αναγκασμένος να μείνει στε πέντε κολλυβογράμματα του μοναδικού εγχειριδίου που ήταν δυνατόν να βρεθεί. [/li][/ul]
Εγώ παιδιά παράπονο δεν έχω. Κι αν τυχόν λείπει το ρεμπέτικο ειδικά από την τηλεόραση, σιγά το πράμα…
(Πρέπει να σας πω ότι, ως άνθρωπος που τα τελευταία 15+ χρόνια έχω αφιερώσει τεράστιο μέρος του χρόνου, της ενεργητικότητας και της ψυχής μου σε μια τέως πολύ αφανέστερη μουσική, τη μουσική της τσαμπούνας, που έμοιαζε ότι χάνεται, έχω πλέον φτάσει να μπουχτίζω με το πόσο πολλή τσαμπούνα υπάρχει γύρω μας. Και να λέμε για το ρεμπέτικο;!!)
Αν όλα αυτά τώρα απαντούν σε κάτι που ποτέ δεν ειπώθηκε, τότε Αλέξανδρε γράψε λάθος.
Και μια ελάσσων λεπτομέρεια:
Εγώ ΝΕΡΙΤ είδα να γράφει.
Επί του παρόντος δεν έχω μιάμιση ώρα να δω την εκπομπή, επιφυλάσσομαι όμως.
Για να μην το πολιτικοποιήσουμε το πράγμα, θα εξηγήσω απλά ότι με τη φράση μου “ελεύθερη ελληνική τηλεόραση” ορίζω την “μη συνδρομητική ελληνική τηλεόραση”.
Όσον αφορά λοιπόν το γενικό δημόσιο ενδιαφέρον /προβολή, θα συμφωνήσω μαζί σου σε όσα έγραψες. Όμως σε επίπεδου τηλεοπτικού χρόνου (ναι τηλεόραση … εκείνο το τετράγωνο πράγμα που θυμάσαι από τα νιάτα σου και που δεν έχεις σπίτι σου) δυστυχώς κατά την προσωπική μου άποψη είναι λίγος, εκείνος που αφιερώνεται στο ρεμπέτικο και όποτε αφιερώνεται συνήθως είναι επιδερμικά, αναμασώντας κοινοτυπίες. Εξαιρέσεις ποιοτικών εκπομπών πάντα υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
στον Παύλο Βασιλείου αναφερθήκαμε εδω.
και εδω.
“Έσβησε… η Ρεμπέτικη Ιστορία”
Ντοκιμαντέρ για τη Σκόπελο
«Ακρογιαλιές Δειλινά»
ονομάζεται το μουσικό ντοκιμαντέρ του Τάκη Βούζα, για την εξέλιξη της ρεμπέτικης μουσικής στο νησί της Σκοπέλου, μέσα από τις αναμνήσεις γνωστών μουσικών του είδους όπως ο Γιώργος Ξηντάρης, ο Κώστας Καλαφάτης, ο Παύλος Βασιλείου κ.α.
το τρειλερ
< Ένα παλιό και ερειπωμένο κτήριο, όπου παλιά στεγάζονταν τα «Δειλινά» (μία από τις πρώτες ταβέρνες με ζωντανή μουσική στη Σκόπελο), γίνεται ο άξονας της ταινίας.
Εκεί πρωτόπαιξαν γνωστοί μουσικοί, συνεχιστές του ρεμπέτικου, όπως ο Γιώργος Ξηντάρης, ο Κώστας Καλαφάτης, ο Παύλος Βασιλείου, κ.α.
Γνωρίζοντάς τους και περνώντας χρόνο μαζί τους, καταλαβαίνουμε πως η ιστορία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ξετυλίγεται μπροστά μας η μουσική εξέλιξη του νησιού που το χαρακτήρισε σαν ρεμπετονήσι.
Θα μάθουμε μέσα από τα λόγια των μουσικών της Σκοπέλου, αλλά και καθημερινών ανθρώπων της, την ιστορία του νησιού και την αφομοίωση της κουλτούρας του ρεμπέτικου από τους νησιώτες. Θα ακούσουμε πολύ γνωστά αλλά και σπάνια τραγούδια και θα ταξιδέψουμε στη μαγεία και την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής.
σκηνοθεσία: Τάκης Βούζας
σενάριο: Αθηνά Πούλιου
μοντάζ: Τίνα Κολοβού
φωτογραφία: Λευτέρης Πούλιος
ήχος: Αλέξανδρος Βούζας
μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης
επεξεργασία εικόνας: Κωνσταντίνος Κρητικός
επεξεργασία ήχου: Ντίνος Σάμπαλης
οργάνωση παραγωγής: Κατερίνα Πούλιου
παραγωγή: Τέττιξ >