Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Μμμ, μια προσεκτικότερη ανάγνωση των μηνυμάτων δείχνει ότι έμεινα αυστηρά προσηλωμένος στον τίτλο της εδώ ενότητας, εισφέροντας πρωτότυπο υλικό της εποχής επί της ρεμπέτικης φρασιολογίας, και δεν είμαι αυτός που βγήκε εκτός θέματος με τη λαουτοπιθανολόγηση…

Υ.Γ. Η προσεκτική ανάγνωση είναι sine qua non: θυμήθηκα και στο #1808 που ρωτούσες για ποιο λόγο γινόταν η συζήτηση και τι καινούργιο προστέθηκε στα όσα ξέραμε, ενώ λίγο πιο πάνω υπήρχε το #1786

Α, επίσης: μιλάω πάντα σοβαρά (ακόμα κι όταν αστειεύομαι, στα σοβαρά αστειεύομαι):slight_smile:

Μα δεν είπα εγώ ότι βγήκες εκτός θέματος! Είπα ότι για να μη βγω εγώ ακόμα πιο εκτός θέματος, δε θα σου απαντήσω εδώ, αλλά σε παραπέμπω εκεί όπου υπάρχουν ήδη απαντήσεις.

Ούτε είπα ότι δε μιλάς σοβαρά: είπα εγώ μια όχι σοβαρή κουβέντα, ή μάλλον μια σοβαρή σε τόνο αστείο, και μετά είπα: «σοβαρά τώρα, …».

Συμφωνούμε λοιπόν ότι η προσεκτική ανάγνωση δεν είναι sine qua non. Κατόπιν τούτου, μην περιμένεις να ανατρέχω τριάντα ή πενήντα σχόλια πιο πίσω κάθε φορά που μπαίνω σ’ αυτή τη συζήτηση - ειδικά αυτήν, το τονίζω λόγω της φύσης του θέματός της που δεν είναι ενιαίο.

(Φρασιολογία;;; Η φράσις της φράσιος, Ιωνική διάλεκτος; Εδώ στην Ατθίδα γη πάντως φρασεολογία τη λέμε, εσείς εκεί πείτε το όπως θέλετε αλλά μην περιμένετε μετά να λέμε όλοι το μπουζούκι μπουζούκι.)

Γιατί βρε Pepe με στενοχωρείς και δεν θέλω να σε κατατάξω στους μισόλογους, φιλόλογο πράμα!
Φρασιολογία είναι το ορθό, δεν σου είπα ότι σοβαρολογώ πάντα;

  • Το “τζέδες” (στον πληθ.) ή (στον ενικό) “τζες” το συναντάμε πουθενά αλλού, εκτός από το “Εφουμέρναμε…” του Μάρκου;
    Γιατί στο συγκεκριμένο τραγούδι έχει την έννοια του “μπάτσου” ή, το πολύ, του “ρουφιάνου” και καμιά άλλη.
    Αν δεν απαντάται σε άλλο τραγούδι, τότε ορθώς οι ερμηνείες είναι στο γλωσσάρι, μ’ αυτή τη σειρά.

  • Εκτός από την Παλιά Στρατώνα, αρκετές πληροφορίες για μπουζουκομπαγλαμάδες έχουμε και από τη φυλακή του Αναπλιού.
    βέβαια θέλει αρκετή και συγκριτική έρευνα για να καταλήξουμε με βεβαιότητα σε ένα συμπέρασμα που να αφορά σε ποσοστιαία μεγέθη.

-Μπορεί “φρασιολογία” να είναι το τυπικά σωστό, αλλά δεν είναι και η πρώτη φορά που ένα “λάθος” καθιερώνεται στη γλώσσα μας.

  • Προσθήκες και συμπληρώσεις θα γίνουν στο γλωσσάρι, με βάση όσα επισημαίνετε.

Επανέρχομαι στο θέμα ετυμολογίας της λέξης “κασόμπρα”. Εκτός από τα λαογραφικά του Ν. Πολίτη, τη λέξη την βρήκα και σε άλλα λαογραφικά κείμενα από τη Ζάκυνθο, ως “κατσάμπρα”, με την έννοια “κοινή γυναίκα” και μάλιστα με παραπομπή στο αρχαίο “κασάβρα”.
Δεν πρέπει να είναι ξενόφερτη ούτε αντιδάνειο από ξένη γλώσσα, μια και τη συναντάμε και σε λαογραφικά κείμενα.

Κάποιος παλιός μού είχε πεί,οτι τζέδες λέγανε αυτούς πού φόραγαν στολές.Μέ παράσημα,στολίδια και τα λοιπά.Καί σε εκείνη τήν εποχή,οι μόνοι με στολές πού είχαν σχέση με τα αλάνια σάν τόν Μάρκο,ηταν οι αστυνομικοί!!
Γιά τούς μάγκες λοιπόν οι τζέδες ηταν ρουφιάνοι…γιατί μόνο φασαρίες είχαν με αυτούς.

Κάποιες παρατηρήσεις:

  1. λήμμα Ντουζένι/ντουζένια: άλλα δύο παραθέματα από τον Τύπο της εποχής:
    «Μόλη την αντάρα της βροχής, κτύπησαν τα αυτιά μου τα ντουζένια (μόρτικες στροφές) κάποιου μπαγλαμά»

«[…] από το γλέντι του μπαγλαμά, που το συνοδεύει απαραιτήτως το ντουζένι “του καϋμένου του Μποχώρη” […]»

  1. λήμμα Καπετανάκης: μετά την όλη συζήτηση σε άλλο νήμα, να διορθωθεί το αναγραφόμενο ότι ο Καπετανάκης παρέμεινε στη θέση του έως το 1920.

  2. λήμμα Μανίτα: η περιγραφή της Μανίτας αντιγράφει τα τότε λεγόμενα του φορουμίτη Aris και μπήκε στο λήμμα χωρίς άλλο έλεγχο ή έχει διασταυρωθεί από γραπτές πηγές; Διατηρώ πολλές επιφυλάξεις για τα περιγραφόμενα (π.χ. με τίποτα δεν ρίχνανε άδειο πορτοφόλι («τζούφιο») αλλά πορτοφόλι παραγεμισμένο («γκαστρωμένο») με «καφάτσια» [άχρηστα χαρτιά, εφημερίδες κλπ], με τίποτα το κόλπο αυτό δεν γίνεται σε χώρους με πολύ κόσμο κλπ)

  3. λήμμα τουφατζής: έχω επιφυλάξεις εάν σημαίνει «φυλακόβιος» και όχι «διαρρήκτης», όπως βλέπω να σημασιολογείται σε δημοσίευμα της εποχής η λέξη «τουφαδόρος». Επιπλέον ταιριάζει η σημασία πολύ στο παράδειγμα στίχων («….λένε πως ο Νικοκλάκιας/πριν να γίνει κοχλαράκιας/ήτανε κι αυτός μαγγιόρος/τουφατζής και κασαδόρος…»). Παρεμπιπτόντως, και το «μαγκιόρος» στο παράδειγμα, ίσως ταιριάζει καλύτερα υπό την έννοια του «μαγκιόρος»=ο ειδικευμένος πορτοφολάς που τσιμπάει το πορτοφόλι κατόπιν τεχνητής συγκρούσεως («τρακαρίσματος»). Δηλ. μαγκιόρος είναι αυτός που «το παίρνει στην τράκα».

ΥΓ: επειδή «διαθέτω χρόνο και κόπο», προσφέρομαι να περνάω συμπληρώσεις και διορθώσεις στο ΡΓ.

Ως προς τον Καπετανάκη, είναι μάλλον βέβαιο ότι απολύθηκε από τη θέση του τον Νοέμβριο του 1920 και επανήλθε μετά την Καταστροφή του 1922.

Και τα δύο παραθέματα έχουν γραφτεί από άνθρωπο που δεν ήξερε τις σημασίες της λέξης. Άρα, δεν είναι κατάλληλα ώστε να αναφερθούν κάτω απ’ το λήμμα.

Ήταν πολύ σωστή η κίνηση, να είναι τελείως άδειο το πορτοφόλι: το θύμα έπρεπε να πιαστεί “στα πράσα”, δηλαδή με ένα άδειο πορτοφόλι στα χέρια. Αν, την ώρα της “εφόδου” πιανόταν το θύμα με φουσκωμένο μεν πορτοφόλι αλλά το φούσκωμα αποδεικνυόταν να οφείλεται στα παλιόχαρτα , θα κατέρρεε αυτόματα ολόκληρο το στήσιμο. Μάλιστα, ο καταλληλότερος τόπος είναι ο πολυσύχναστος, όπου εύκολα δικαιολογείται να βρεθεί και ο “μάρτυρας” και, αν “υπάρχει”, και ο αστυφύλακας.

Ο ίδιος ο στιχουργός (και συνθέτης) του Νικοκλάκια έχει γράψει και το στίχο “Για στην τούφα θα ποθάνω, για εσένα θα ξεκάνω”. Άρα, ίσως να συμβαίνει αυτό που συμβαίνει συχνότατα: περισσότερες από μία σημασίες στη λέξη. Τη σημασία “φυλακόβιος” την αποδεικνύει ο Παπάζογλου ακριβώς με το στιχο αυτόν. Ανάλογα ισχύουν και για το “μαγκιόρος”. Υπάρχει διασταύρωση που να επιβεβαιώνει τη σημασία “αυτός που το παίρνει στην τράκα”; Το “μαγκιόρος” πάντως, ετυμολογείται από το λατινικό magnus (majore). Το μαγκιόρο σίδερο = η κυρία, μεγάλη άγκυρα. Το μαγκιόρο πανί: το πρυμνιό, το μεγαλύτερο απ’ το φλόκο, όταν τα ιστία είναι δύο.

1)ντουζένι # 1782 (Ν. Πολίτης): «να ενημερώσουμε το γλωσσάρι ότι η λέξη “ντουζένι” είναι και συνώνυμο των Μουρμούρικο, Κουτσαβάκικο, Αντάμικο κ. ά, όπως καταδεικνύει κείμενο στον τύπο, του έτους 1923».
#1840 (Ν. Πολίτης): «Και τα δύο παραθέματα έχουν γραφτεί από άνθρωπο που δεν ήξερε τις σημασίες της λέξης. Άρα, δεν είναι κατάλληλα ώστε να αναφερθούν κάτω απ’ το λήμμα».
Κάποια αντίφαση ανευρίσκω μεταξύ των δύο μηνυμάτων, αλλά, όπως και να έχει, εγώ προσέθεσα απλώς άλλα δύο παραθέματα από τον Τύπο της εποχής που δικαιολογούν, νομίζω, τη συμπερίληψη και αυτής της σημασίας στο λήμμα ντουζένι, κάτι που έχει και ευρύτερη σημασία, διότι μέχρι τώρα δεν γνωρίζαμε ότι στη λέξη «ντουζένι» απέδιδε ο Τύπος της εποχής και κάποια άλλη σημασία, που μας ενδιαφέρει απολύτως όσους μελετάμε το ρεμπέτικο.

   2) [u]Μανίτα[/u]  

ΕΣΠΕΡΙΝΗ 15/2/1929 «Αι εξοχώτεραι λωποδυτικαί φυσιογνωμίαι των Αθηνών» («το ανύποπτον θύμα προχωρών εις ένα δρόμον συνήθως απόκεντρον σκοντάπτει εις ένα πορτοφόλι ογκώδες»)

Σ. Παξινού, Έγκλημα, κοινωνία, αστυνομία (1940): Μέθοδος μανίτας: «…ρίπτει έμπροσθεν αυτών “σγρόμπον” (πορτοφόλιον εξογκωμένον εντός του οποίου εμπεριέχονται διάφορα ψευδή χαρτονομίσματα κλπ κλπ»)

 Ν. Αρχιμανδρίτου, [i]Επιστημονική και τεχνική αστυνομία[/i] (1957): «και ενώ το θύμα βαδίζει επί του πεζοδρομίου οδού τινος, ήτις δεν παρουσιάζει κίνησιν διαβατών…..αφήνει επιτηδείως να πέση χαμαί το χρηματοφυλάκιόν του….το πορτοφόλιον είναι πλήρες από άχρηστα τεμάχια χάρτου…και εμφανίζει όψιν πλήρους χρημάτων..κπ»     
  1. μαγκιόρος «Οι ειδικευόμενοι εις την αφαίρεσιν πορτοφολίου κατόπιν τεχνητής συγκρούσεως (τρακάρισμα) η οποία προκαλείται ίνα κατά την κλοπήν αποσπασθή η προσοχή του θύματος (εξ ού και η φράσις κατά την διάλεκτόν των το πήρε στην τράκα) λέγονται “μαγκιόροι”» (Ν. Αρχιμανδρίτου, Επιστημονική και τεχνική αστυνομία, 1957: σ. 396)

  2. τουφατζής Γνωστά τα περί τούφας. Αυτό που δεν ξέραμε μέχρι τώρα είναι ότι «τουφαδόρο» λέγανε και τον διαρρήκτη.

Για την περίπτωση, Παρασάνταλε, που δεν το κατάλαβες, τα λεγόμενά μου στο #1782 υπέκρυπταν ειρωνεία, δηλαδή (και πάλι, αν δεν κατάλαβες) δεν συμφωνούσα με τίποτα στο να αποδόσουμε στο λήμα “ντουζένι”, εκτός από τις έννοιες που ωραία και σωστά του έχουμε ήδη αποδόσει, και την έννοια του “Μουρμούρικο κλπ. κλπ. τραγούδι”.

Για το 2, θα μου επιτρέψεις να αμφισβητήσω σαφέστατα την ικανότητα των δημοσιογράφων της εποχής να καταλάβουν με λεπτομέρειες τον τρόπο δράσης των μικρολωποδυτών. Για την άποψη του κ. Ν. Αρχιμανδρίτου, θα πώ απλά ότι αν μία ομάδα μικρολωποδυτών θέλει να ληστέψει κάποιον ανυποψίαστο διαβάτη σε δρόμο με ελάχιστη κίνηση διαβατών, μπορεί να το κάνει απλά και μόνο με τον τσαμπουκά του πλήθους των μελών της, έναντι στον ένα και ανυπεράσπιστο διαβάτη. Δεν έχει καμμία ανάγκη να παίξει θέατρο με μανίτες ή οτιδήποτε. Ένα “τα λεφτά σου, ή τη ζωή σου” είναι υπέρ – αρκετό.

Για το 3, αδυνατώ να αποφανθώ. Αν το λέει ο κύριος Ν. Αρχιμανδρίτης, μπορεί να είναι έτσι. Αρκεί να το διασταυρώσουμε και με μία άλλη πηγή ότι “μαγκιόρος” σημαίνει όχι μεγάλος, σπουδαίος κλπ. αλλά λωποδύτης με ειδίκευση στις τράκες.

Κύριε Πολίτη, σας βεβαιώνω ότι ασφαλώς και δεν κατάλαβα τότε ότι υπέκρυπτε ειρωνεία το πριν μήνυμά σας, διότι αυτομάτως θα σας είχα εγκαλέσει για παραβίαση των κανόνων δεοντολογίας του Φόρουμ, τους οποίους έχετε ταχθεί να ελέγχετε. Το κάνω τώρα.
Ας ήχήσουν τα επιχειρήματα και όχι τα …

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 14:00 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 13:17 —

Προσθήκη νέου λήμματος:
Γιάννηδες
: συνθηματική ονομασία των λωποδυτών. Ο «Γιάννης» αποκόμιζε συνήθως τη μερίδα του λέοντος από το κλαπέν ποσό, ο συνεργός του («αβανταδόρος») ένα αρκετό ποσό και ο μικρός βοηθός-μαθητούδι («ποντίκι») ελάχιστο ποσό. (πηγή: ΠΑΤΡΙΣ 26/5/1931 «Οι παλαιοί λωποδύται των Αθηνών και αι λωποδυτικαί μέθοδοι») Ακούγεται στο τραγούδι «Τουμπελέκι-τουμπελέκι» του Κωστή: «Αχ, η ζωή των Γιάννηδων μες στην απελπισία κλπ”

ΥΓ: δεσμεύομαι να μη σχολιάζω εφεξής δημοσιεύσεις του κ. Πολίτη και ενημερώνω ότι δεν θα απαντώ σε τυχόν σχόλια του κ. Πολίτη σε δικές μου δημοσιεύσεις.

Η ειρωνεία είναι λεπτή, ίσως γι αυτό να μην την κατάλαβες. Αυτό όμως

δεν είναι ειρωνεία, ουσία είναι. Και επειδή (μέχρι σήμερα, τουλάχιστο) δεν δημοσιεύτηκε “κάτι ακόμα ενδιαφέρον”, συνεχίζω να μη συμφωνώ ότι η λέξη “ντουζένι” δεν είναι συνώνυμο των Μουρμούρικο κλπ. επειδή κάποιος δημοσιογράφος το 1923 το θέλησε έτσι.

Συμπλήρωμα στο λήμμα Γιάννηδες: βλ. και ρήμα γιαννεύω=κλέβω πορτοφόλια (πηγές: Καπετανάκης και Δαγκίτσης)

Νέο λήμμα:
αλεπού: μικρολωποδύτης με πεδίο δράσης διάφορες αγορές, πάρκα και αίθουσες αναμονής σε σταθμούς κλπ (εναλλακτικές ονομασίες: «ψαράς», «ψειρής») [Πηγή: Ν. Αρχιμανδρίτης (Αστυνομικός Δντής-Δκτής Αστυνομικών Σχολών), Επιστημονική και τεχνική αστυνομία, Αθήναι 1957: σ. 402] Πρβλ. Καπετανάκη και Δαγκίτση: «κλέφτης, πονηρός».
Ακούγεται στο τραγούδι «Τουμπελέκι-τουμπελέκι» του Κωστή: «…έναν κόμητα τοιούτο να τον περάσει γιʼ αλεπού»

Στο γλωσσάρι μπορεί να προστεθεί και η λέξη “μπενετάδα”. Ακούγεται στο τραγούδι “Νησιώτισσα” (…ο Νικολός εγύρισε μες στο μικρό νησί, αχ, μικρή Νησιώτισσα, θα δώσει μπενετάδες) το οποίο ερμηνεύει η Γεωργακοπούλου με τον Τατασόπουλο και τον Βούλγαρη. Με μια πρώτη αναζήτηση στο διαδίκτυο, η λέξη φαίνεται να είναι ιταλικής προελεύσεως και ο ορισμός που της δίνεται είναι “το αποχαιρετιστήριο γεύμα ή ποτό που δίνεται από αυτόν που φεύγει”. Όμως, στο εν λόγω τραγούδι η λέξη έχει μάλλον “αντίστροφη” έννοια αφού αυτό που περιγράφεται είναι κάτι σαν κέρασμα καλωσορίσματος ή ανταμώματος μετά από καιρό. Αν μπορεί κάποιος να μας διαφωτίσει σχετικά, καλώς να ορίσει.

Επίσης, στο τραγούδι “Πουλάκι είχα στο κλουβί” σε ερμηνεία Περδικόπουλου, αμέσως μετά το στίχο “Το τάιζα τη ζάχαρη” ακούγεται περίπου η φράση “αχ, στο χαρούσα μι’ άχαρη” το νόημα της οποίας όμως δεν μπορώ να καταλάβω. Έχει κανείς ιδέα περί τίνος πρόκειται;

Εάν το έγραφα “αχ, στο χαρούσα, (α)μ η άχαρη” ίσως να έβγαζε περισσότερο νόημα, και κατά τη γνώμη μου κάτι τέτοιο ισχύει. Το “στο χαρούσα” (εάν κολλάς εκεί) εννοεί το “σου το χάριζα … η άχαρη”.

Ως προς το “μπενετάδα” η ερμηνεία είναι αυτή που δίνει ο Πελοποννήσιος:
αποχαιρετιστήριο γεύμα ή κέρασμα και προέρχεται από την ιταλ. λέξη benedetto = ευλογημένος και πράγματι δεν αφορά το καλωσόρισμα, το οποίο αποδίδεται με το μπενβενούτο, (benvenuto στα ιταλικά επίσης).

Ως προς το τι λέει ο στίχος…

  1. Ενδέχεται να προέκυψε σαρδάμ, κατά την εκτέλεση.
  2. Αν όντως λέει “χαρούσα”, με την έννοια του “χάριζα”, θα πρέπει να δούμε αν απαντάται και σε κανένα άλλο π.χ. κείμενο ή τραγούδι, αυτός ο τύπος.
    Όχι ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει, παραφθορά των λέξεων δεν είναι και ασυνήθιστη και στα δημοτικά μας τραγούδια.
  3. Σε άλλες παραλλαγές αυτού του τραγουδιού βρίσκουμε τα εξής:
    • Με τη Δόμνα: “…για τ’ εσένα άχαρη…”
    • αλλού: “…ας το χαρώ η άχαρη…”

Οπότε, θα μπορούσε να λέει εδώ: “ας το χαρώ σαν μια άχαρη…”, όλα αυτά, βέβαια, υποθετικά και μόνο.

Για τη μπενετάδα, σωστά τα όσα ειπώθηκαν. Αντιγράφω από το βιβλίο μου “Λέξεις που χάνονται”:

μπενετάδα

Η λέξη απαντά συνήθως στον πληθυντικό, οι μπενετάδες. Μπενετάδες είναι το αποχαιρετιστήριο γεύμα ή ποτό που παραθέτει λίγο πριν από την αναχώρησή του αυτός που πρόκειται να ξενιτευτεί. Στο Αγνάντεμα του Παπαδιαμάντη, η αναχώρηση αργεί επειδή ο καπετάνιος δεν ετελείωνε τους αποχαιρετισμούς εις την οικίαν και ο λοστρόμος εμάκρυνε τις μπενετάδες εις τα καπηλιά. Σε μια χώρα ναυτικών και απόδημων σαν τη δική μας οι μπενετάδες ήταν συχνό γεγονός.

Μπενετάδες ονομάστηκαν όμως και τα γλέντια που γίνονταν κατά την αίσια επιστροφή. Στο νησιώτικο τραγούδι «Νησιώτισσα» του Φ. Πούλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου τραγουδάει για τον Νικολό που γύρισε μες στο μικρό νησί και «θα δώσει μπενετάδες».

Ο Παπαδιαμάντης ίσως είχε γράψει «παινετάδες» στο διήγημά του, επειδή το παρετυμολογούσε από το παινεύω. Αν και η ετυμολογία δεν είναι βεβαιωμένη, προέρχεται από τα ιταλικά, μάλλον από το benedetto (ευλογημένος) που ακούγεται σε στερεότυπες φράσεις αποχαιρετισμού, όπως γράφει ο Κ. Καραποτόσογλου στο «Ετυμολογικό γλωσσάρι στο έργο του Παπαδιαμάντη».

Εν πολλοίς με πρόλαβε ο sarant, που ψιλογράφαμε μαζί. Να προσθέσω μόνο ότι εάν κανείς ακολουθήσει την άλλη πιθανή ετυμολόγηση που έχει προταθεί (benandata=φιλοδώρημα), αντιλαμβάνεται ότι η πρωταρχική και γενικότερη σημασία της λέξης είναι “κέρασμα”, "τραταμέντο’, “φίλεμα”

Να προσθέσω μιά -λίγο-πιθανή εκδοχή για το"πουλάκi"
-Ας το’χα ρουσα μ’ η αχαρη.

Στο βιβλίο του Κώστα Καραμπάτσου για τον Περδικόπουλο, πάντως, ο στίχος καταγράφεται ως εξής: “ας το χαρούσα η άχαρη”.