Αυτό ακριβώς λέει.
Καλό είναι να έχουμε υπόψη μας ότι πρόκειται για μοιρολόι για το θάνατο μικρού παιδιού. Η μελωδία βέβαια καθόλου δεν προϊδεάζει για κάτι τέτοιο, αλλά δεδομένου ότι πρόκειται για πανελλήνιο τραγούδι με πολλές τοπικές παραλλαγές και φυσικά άλλες τόσες τοπικές μελωδίες, αυτό δε λέει τίποτε: πιθανόν σε κάποιο τόπο ο στίχος να παρερμηνεύθηκε/ανανοηματοδοτήθηκε ως ερωτικός και να θεώρησαν ταιριαστό να το πουν σ’ έναν εύθυμο σκοπό.
Οπότε το εν λόγω τσάκισμα λέει: ας το ‘χα, ρούσα μ’, η άχαρη. Δηλαδή: μακάρι η μαύρη εγώ, που δεν έχω γνωρίσει χαρά, να το είχα, αλλά το ‘χασα. Άχαρος, σε δημοτικά τραγούδια και γενικώς στην κάπως παλιά λαϊκή γλώσσα, συχνά λέγεται μ’ αυτή τη σημασία.
(Ακόμη και με την άλλη ανάγνωση του τραγουδιού, ως ερωτικού, πάλι βγάζει νόημα το τσάκισμα.)
Η ρούσα δεν κολλάει πουθενά, αλλά δε χρειάζεται κιόλας. Τσάκισμα είναι. Σε άλλα τραγούδια τα τσακίσματα λένε “δυο μου μάτια δυο”, “Παναγιά μου”, “ψιλή μου δεντρολιβανιά” κι ένα σωρό άλλα και είναι κοινή σύμβαση ότι αυτά δε σχετίζονται με το κυρίως κείμενο του τραγουδιού.
Άλλα δύο σημεία που επιρρωννύουν τη βεβαιότητά μου είναι ότι το «ας το ‘χα, ρούσα μ’, η άχαρη» είναι: πρώτον, αυτό ακριβώς που ακούμε, οπότε δε χρειάζεται να υποθέσουμε σαρδάμ, και δεύτερον: γραμματικά απολύτως ομαλό, οπότε ούτε παράξενους τύπους χρειάζεται να υποθέσουμε, όπως χαρούσα.
Η μόνη μου ένσταση είναι ότι το τραγούδι δεν είναι ρεμπέτικο και δε νομίζω ότι χρειάζεται να περιληφθούν οι λέξεις του στο ρεμπέτικο γλωσσάρι.