Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Ακριβώς, κι εγώ σε ολόκληρη την έκφραση αναφερόμουν.

Σωστά.

Συμφοιτητές λιβανέζοι (προ αμνημονεύτων ετών) το έλεγαν επίσης κουνώντας το χέρι, αλλά σε κατάσταση ευθυμίας και μερακλώματος, κάτι σαν «ώπα!».

Το πιθανότερο…

Παιδιά, εγώ το yalla το ξέρω με τη σημασία του “έλα, άιντε”, π.χ. “γιάλα, πάμε!”. Το λένε πολύ τα μεταναστόπουλα εδώ, και έχει σχεδόν μπει σαν κανονική λέξη στη γλώσσα μας, τουλάχιστο στη γλώσσα των νέων.

Εύα

Ελένη, πριν ο φίλος σου χρησιμοποιήσει την “ελεύθερη απόδοση” για να ερμηνεύσει το συγκεκριμένο, ποιάν ερμηνεία είχε δώσει; Διονύση, αν δεν βρίσκεις άκρη, μήπως να τονίσεις ότι πρόκειται για έκφραση που ήταν σε χρήση στις αρχές του προηγούμενου αιώνα; Ο Μπάτης όλα αυτά μάλλον θα τα είχε “μάθει” από τους πρόσφυγες, δεν νομίζω να υπήρχαν αυτές οι εκφράσεις στα αρβανίτικα της βορειοανατολικής Πελοπονήσου.

Το γιάλα, παρ’ ό,τι και εγώ δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει, μάλλον για αραβικής προέλευσης και εγώ το μυρίζομαι. Και στο λινκ της Εύας, κάτι σαν “έλα!” μοιάζει να είναι, και αραβικό. Κανένας Ελληνολιβανέζος; Αιγυπτιώτης; Και υπάρχει και νεώτερη χρήση του, περίπου με την ίδια σημασία που είχε το αμάν γιάλα του μεσοπολέμου, σε ηχογράφηση δεκαετίας ΄60: στο τραγούδι “Έλα χανουμάκι μου”, από το δίσκο Λύρα XLP 3224 η Μπέλου, με φερόμενο ως δημιουργό την ίδια, τραγουδάει “Τα θυμάμαι και πονώ – Γιάλα! μελανούρι μου γλυκό”.

Μάλλον εννοείς αυτό το τραγούδι, που φέρει τον Ροβερτάκη ως συνθέτης:

Στης Σμύρνης το παλιό τσαρδί
χανούμι μου εγώ και συ
θυμήσου τα γλεντάκια μας
τα όμορφα μεράκια μας

Τα θυμάμαι και πονώ
Γιάλα !
μελανούρι μου γλυκό
έλα χανουμάκι μου
-Γιάλα !
στο παλιό κονάκι μου

Έβγαλες και το φερετζέ
και είσαι σαν το Γκιούλ μπαχτσέ
έλα και είμαι μόνος μου
και μεγαλώνει ο πόνος μου

Εδώ το γιάλα σίγουρα σημαίνει “έλα”, “πάμε”. Το έχω ακούσει κι από Ισραηλινούς, Άραβες και Εβραίοι (από τους οποίους τουλάχιστο οι μισοί ήρθαν από τις Αραβικές χώρες) με ακριβώς αυτήν την έννοια.

Εύα

Είναι δύσκολο να το επαληθεύσω αυτό Νίκο. Θα το ψάξω όμως όσο μπορώ.

Ναι Εύα, αυτό ακριβώς εννοούσα. Στο δίσκο υπάρχουν και άλλα τραγούδια που αναφέρουν τον Ροβερτάκη ως συνθέτη / στιχουργό, αλλά σε αυτό εμφανίζεται “Σωτηρία Μπέλου”. Ε, δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε τέτοια… Ο δίσκος πάντως είναι το πρώτο της άλμπουμ, που επανέφερε τη Μπέλου στο προσκήνιο της δισκογραφίας μετά από πολλά χρόνια.

Διονύση, μάλλον θα μείνουμε με το ερωτηματικό, αν και η εξήγηση του γνωστού της Ελένης μοιάζει αρκετά λογική.

Καμία…
Δυστυχώς, δεν μπορώ να βοηθήσω περισσότερο στο συγκεκριμένο σημείο.

Αραβικής προέλευσης είναι. Ίσως από το “ya allah”, με αρχική έννοια, “μα τον Αλλάχ”. Χρησιμοποιήθηκε ως προτρεπτικό κίνησης και εφόδου, το συναντάμε και με τη σημασία του “έλα”, “άντε” και νομίζω ότι στα τραγούδια χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για γέμισμα του στίχου και για τις τζαλκάντζες των τραγουδιστών.

Ναι, το γιάλα ετυμολογείται βεβαίως από τη βικιπαίδεια ως σχετιζόμενο με τον Αλλάχ. Δεν μπορεί όμως ο Τούντας, γνώστης των τουρκομερίτικων εκφράσεων, να αποδέχτηκε το “αμαν γιάλα μπίντα γιάλα” στο ομώνυμο τραγούδι, χωρίς να ξέρει τη σημασία αυτού του συνδυασμού. Και δεν είναι εδώ σκέτο γέμισμα, είναι σχεδόν συστατικό του κυρίως στίχου.

Δεν φαίνεται να μπορούμε να βρούμε άκρη, ούτε σε αυτό ούτε στο μπιρ ταμάμ. Ξυπνήσαμε πάρα πολύ αργά.

Υποθέσεις κάνουμε, βέβαια, αλλά η λέξη “bint” στα αραβικά σημαίνει “κόρη” και “κορίτσι” και “binti” σημαίνει “κόρη μου”, “κορίτσι μου”. “Ya binti” σημαίνει περίπου “αχ, κορίτσι μου” ή “αχ κόρη μου”, κάτι που ακούς και στα τραγούδια τους, όπως το πάρα κάτω.

Λέτε να άκουγαν οι μικρασιάτες αυτές τις εκφράσεις από τους Άραβες γείτονές τους και τις έβαζαν στα τραγούδια τους, κάπως αλλαγμένες; Τουλάχιστον στη Σμύρνη υπήρχαν Σαμλήδες και Χαλεπλήδες, δηλαδή Σύριοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (νομίζω) που μιλούσαν αραβικά. Εύα

Αν λεγόταν και πριν το πει ο ίδιος, δεν είναι απαραίτητο να ήξερε τι σημαίνει κυριολεκτικά. Πώς είναι το “αμάν”; Στα τούρκικα κάτι σημαίνει, αλλά στα ελληνικά το χρησιμοποιούμε όπως το έχουμε καταλάβει και μας αρκεί.

Εύλογο συμπέρασμα: θα πρέπει ο συγκεκριμένος συνδυασμός να συνηθιζόταν προ Τούντα και σε τούρκικα τραγούδια. Το έχει εντοπίσει κανείς που να ακούει τούρκικα της εποχής;

Δεν έχω εντοπίσει κάτι. Η (αραβική) λέξη αμάν (και εμάν, αρχικά) σημαίνει έλεος, ακριβώς δηλαδή η σημασία που της αποδίδουμε και στα Ελληνικά.

Δεν μπορούμε βέβαια να είμαστε σίγουροι ότι το “γιάλα” προέκυψε από το “Ya Allah”.

Πάντως, το “Ya Allah” χρησιμοποιείται αρκετά και με την ευκαιρία μια διόρθωση: το “Ya” σημαίνει “Ω” , “Ω Αλλάχ”, εδώ δηλαδή.

Το “Ya” χρησιμοποιείται και σε άλλες φράσεις,
π.χ. “για λελ” που λέγεται με αναδιπλασιασμό (για λελέλ) και σημαίνει “ω νύχτα” και “για χαμπίμπ” που σημαίνει “ω αγάπη”, φράσεις που “κολλάνε” σε αρκετούς στίχους, χωρίς να ταιριάζουν απόλυτα, νοηματικά.

Παρ’ ότι νοηματικά λίγο δε μου πάει η δεύτερη εκδοχή, εντούτοις φωνολογικά ίσως υποστηρίζεται από την ύπαρξη του τύπου σαμάρκο, χωρίς την αντιμετάθεση, που εντόπισα στον Μ. Καραγάτση: [i]

-Και σε ποιον τα χρωστάει όλ’ αυτά ο διοικητής σας; Σε ποιον, ε;
-Σε ποιον; απορούσαν οι γιάννηδες, με στόμα ανοιχτό σαμάρκο.[/i]

Μ. Καραγάτσης, Σέργιος και Βάκχος, Εστία 102010 (11959), τ. 1 σελ.28. Όλο το βιβλίο είναι γενικά γραμμένο σε μαγκίζουσα λογοτεχνική γλώσσα, σε στυλ Τσιφόρου αλλά πιο λάιτ.


Παρεμπιπτό, για τους γιάννηδες έχει γίνει λόγος; Από το υπόλοιπο του χωρίου γίνεται εντελώς σαφές ότι πρόκειται για τους νεοσύλλεκτους φαντάρους, τους νυν ψαράδες, ή ποντικαρέους, παλαιότερα στραβάδια ή και στραβόγιαννους. Μου ήταν εντελώς άγνωστη η λέξη. Μόλις όμως τη διάβασα, πήγε ο νους μου στο στίχο

[i]Αχ η ζωή των γιάννηδων, μες στην απελπισία,
πότε στα κρατητήρια και πότε σ’ ευτυχία

[/i] από το «Τουμπελέκι τουμπελέκι» του Α. Κωστή, που ούτε τον είχα καταλάβει ποτέ αλλά ούτε και είχα διερωτηθεί (το τραγούδι, όπως και άλλα του ιδίου, είναι τόσο βαρυφορτωμένο με κρυπτικές σλαγκ εκφράσεις ώστε μάλλον παρωδία αποτελεί παρά γνήσιο μάγκικο, οπότε είχα υποθέσει ότι μπορεί και να μην εννοεί τίποτε -και όμως!!).

Επόμενο βήμα σ’ αυτό το συνειρμό είναι η ανάμνηση ότι ένας λοχίας όταν ήμασταν νεοσύλλεκτοι μας φώναζε με κάποια απροσδιόριστα υποτιμητική διάθεση γιώργηδες. Ίσως ο γιώργης είναι ο νέος γιάννης;

Η πρώτη εκδοχή είναι να προέρχεται το “σαρμάκο” από το τουρκικό “sarmak” που στη χώρα μας διατήρησε την έννοια του “τυλίγω” και επιβίωσε με αυτή την έννοια, εκτός από αυτή τη φράση και στα σαρμαδάκια.
Έτσι η φράση “κάνε σαρμάκο” ίσως ξεκίνησε από το βοηθό που έκοβε ψιλά ψιλά και τύλιγε τον καπνό και έπρεπε να μένει συγκεντρωμένος., σιωπηλός, αυτό το διάστημα.
Και κατ’ επέκταση, ως εντολή σημαίνει σε όλη την επικράτεια “σώπασε”, “μη μιλάς”.

Όπως και η φράση “τουμπεκί” , “κάνε τουμπεκί” ή “τουμπεκί ψιλοκομμένο”, πάλι με την έννοια του “σώπασε”.

Ο Νικόλαος Πολίτης δίνει μια άλλη εκδοχή, να προέρχεται με αντιμετάθεση από το “σαμάρκο”, όπως έχω εξηγήσει σε προηγούμενο μήνυμα.
Στη βιογραφία του Μάρκου, αναφέρεται και αυτός ο τύπος, “κάνω σαμάρκο”, έτσι ακριβώς, άρα ο Μάρκος γνώριζε τη φράση και με αυτή την εκφορά λόγου.

Εκτός από τον Καραγάτση, απαντάται το “σαμάρκο” και ως εξής από τον Καμπούρογλου, στην εφημερίδα Εστία, χρονολογία, 2.2.1899.

«Πώς γίνεται ο σκύλος σαμμάρκος»

Μάθε πρώτα τον σκύλον να στέκεται “σούζο”, βάλʼ τον αντίκρυ σου, άνοιξε τα δυο πρώτα δάχτυλα του δεξιού χεριού σου εις σχήμα γωνίας, φωνάζοντας δυνατά: σαμμάρκο!
Ο σκύλος ύστερα από κάμποσα μαθήματα (και με τη βοήθεια του αριστερού χεριού) ανοίγει το στόμα και αυτός εις σχήμα γωνίας.
Το σαμμάρκο τούτο λένε πως βγήκε από το λιοντάρι της Βενετιάς.


Όπως παρατηρούμε, υπάρχουν ενδείξεις και για τους δυο τύπους εκφοράς, και για το “σαρμάκο” και για το “σαμάρκο” με εξίσου πειστικές αναφορές και για τα δυο.

Γι’ αυτό και θεώρησα σωστό να προσθέσω και τις δυο εκδοχές στο γλωσσάρι.

Αν ο Καμπούρογλους αναφέρεται σε κάποια διάλεκτο όπου τα δύο μ να προφέρονται ευκρινώς, τότε η ετυμολογία Σαν Μάρκο > σαμμάρκο > σαμάρκο > σαρμάκο μπορεί να θεωρηθεί βέβαιη:

Εφόσον δεν ξέρουμε την αρχή, μεταξύ των τύπων σαρμάκο / σαμάρκο δεν μπορούμε να πούμε ποιος προηγείται και ποιος προέκυψε από αντιμετάθεση. Αν όμως υπάρχει και σαμμάρκο με δύο μ (αν βέβαια προφέρονται και δεν είναι απλώς ορθογραφική επιλογή του Καμπούρογλου επειδή ήδη ήξερε την ετυμολογία!), τότε είναι προφανές ότι η σειρά είναι σαμμάρκο > σαμάρκο > σαρμάκο και όχι το αντίστροφο. Ένα σύμφωνο δε διπλασιάζεται χωρίς λόγο, ενώ δύο σύμφωνα να απλοποιηθούν σε ένα μπορούν.

Case closed?

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 12:33 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 12:20 —

Α, να συμπληρώσω και το εξής:

Είχα γράψει πρωτύτερα γιατί δε μου πάει νοηματικά: γιατί το ανοιχτό στόμα συνήθως συνδέεται με το να μιλάς και όχι να σιωπάς. Με την εξαίρεση όμως της περίπτωσης που μένεις με το στόμα ανοιχτό από έκπληξη / απορία (αναλυτικά στο #1469). Εδώ όμως αυτό το πρόβλημα ξεπερνιέται: στο μεν παράδειγμα του Καραγάτση το ανοιχτό στόμα σημαίνει ακριβώς αυτό, ότι έχασκαν από απορία, στου δε Καμπούρογλου πρόκειται κυριολεκτικά για ανοιγμένο στόμα και όχι για κάποια συνεκδοχή περί σιωπής (ούτε βέβαια περί ομιλίας).

Άρα νομιμοποιούμαστε να θεωρήσουμε ότι, ξεκινώντας από την εικόνα των λεόντων του Σαν Μάρκου, η έκφραση αρχικά σήμαινε κυριολεκτικά το ανοιχτό στόμα, και στη συνέχεια επεκτάθηκε σ’ αυτό που λέμε σήμερα μεταφορικά «έμεινα με το στόμα ανοιχτό» (ή «μου κρεμάστηκε το σαγόνι» κλπ ανάλογα). Άρα, ελαφρώς διαφορετικη σημασία από το «κάνω τουμπεκί / μώκο» όπου επιλέγω ή αναγκάζομαι να μη μιλήσω. Στο σαρμάκο δε μιλώ γιατί δεν έχω τι να πω.

Με τη διαταγή “σαρμάκο” αναγκάζουμε κάποιον να σιωπήσει, να μην εκφραστεί ελεύθερα και αυτός υπακούει από φόβο και όχι επειδή δεν έχει κάτι να πει. Σ’ αυτό το σημείο, συμφωνεί νοηματικά με το “κάνε τουμπεκί” ή απλά “τουμπεκί”.

Η λέξη υπάρχει στον “Παπατζή” του Παπάζογλου. Χωρίς ανάγκη οποιασδήποτε εγκυκλοπαιδικής γνώσης, απλώς από το συμφραζόμενο, προκύπτει αβίαστα ότι εννοούν παραλλαγή του “παπά”, όπου ο παπατζής έχει τρεις δαχτυλήθρες, κρύβει στη μία ένα μπιζέλι ή κάτι παρόμοιο, τις ανακατεύει και άντε να βρεις σε ποιαν από τις τρεις είναι.
Κάποτε μικρός είχα δει να παίζουν αυτό το παιχνίδι (με αδιαφανή ποτηράκια, όχι δαχτυλήθρες), και όταν άκουσα το στίχο η σχετική ανάμνηση ανασύρθηκε και συνδυάστηκε αυτόματα.

Υποθέτω πως αυτά έχουν ήδη καταγραφεί. Η αναζήτηση για τη λ. δαχτυλήθρες δείχνει το παρόν νήμα, απλώς δεν ξέρω σε ποιο σημείο ανάμεσα στα 1500 μηνύματα βρίσκεται.

Ο λόγος που γράφω αυτό εδώ το μήνυμα είναι για να μοιραστώ μαζί σας την πληροφορία ότι πλέον αυτό το παιχνίδι ονομάζεται Τιπ-Τοπ. Διαβάστε εδώ τη σημερινή είδηση για την εξάρθρωση σπείρας παπατζήδων (Έθνος ονλάιν). Η αστυνομία δεν παρέλειψε να κατασχέσει τρία καπάκια μπουκαλιών.

Όπως είναι γνωστό, ο κίνδυνος από τους παπατζήδες δεν είναι να χάσεις στον παπά (κανείς δεν είναι τόσο βλάκας ώστε να μην ξέρει ότι στον παπά δεν κερδίζεις ποτέ) όσο το να σε ξαφρίσουν πορτοφολάδες μέσα στο στριμωξίδι των φιλοπερίεργων. Αυτό έκανε και η εν λόγω σπείρα.

Η είδηση αποτελεί έξοχο δείγμα υπηρεσιακού και δημοσιογραφικού ταυτόχρονα λόγου, που αξίζει να αντιπαραβληθεί με μερικά ρεμπέτικα για να φανεί το καταπληκτικό εύρος δυνατοτήτων που παρέχει η γλώσσα μας (όπως κάθε γλώσσα φυσικά) για να περιγραφούν τα ίδια πράγματα με διαφορετικό τρόπο.

Υπάρχει το γλωσσάρι μας με τις καταχωρημένες λέξεις σε αλφαβητική σειρά, ώστε να μη χρειάζεται να ψάχνουμε ανάμεσα σε 1500 τόσα λήμματα.

Συγκεκριμένα, βλέπουμε:
Δαχτυλήθρες
Παιχνίδι, στο οποίο έπρεπε να ποντάρεις και να βρεις σε ποια από τις τρεις (συνήθως) δαχτυλήθρες [που είχε μπροστά του ο “παπατζής”] μπορεί να βρισκόταν το στραγάλι, η φακή ή το ρεβύθι

Ναι, αυτό το κόλπο το έχω μάθει. Τη συζήτηση δε βρήκα, για να δω π.χ. μήπως το Τιπ-τοπ έχει ήδη αναφερθεί.

Καλησπέρα παιδιά.
Ξέρει κανένας “το πουλασιλίκι σου” που λέει ο Μάρκος στο συνάχη τι σημαίνει;
Έκανα μια αναζήτηση και νομίζω πως δεν έχει συζητηθεί.
θενκσ