Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Kαλησπέρα,

Μήπως έχει κανείς απ΄τα καλά παιδιά το τραγούδι του Παπαϊωάννου “Ότι θέλουν οι γυναίκες”, (που μ΄έχει τρελάνει) και έχει την καλωσύνη να μου το δώσει; Αν ναι, στείλτε μου ένα προσωπικό μήνυμα γιά τα περαιτέρω

Χίλια ευχαριστώ

Από το τραγούδι: “Ο Κουμαρτζής”, Χ. Κρητικού ( 1939)

“…Κι όταν τα ζάρια καλέ
τα κουνώ στα πεντοδάκτυλά μου
ντόρτια και ντούσες έρχονται
τρομάρα μου και χάνω τα λεφτά μου…”

Ντόρτια: το να δείξουν και τα δυο ζάρια τον αριθμό τέσσερα στο τάβλι.
[τουρκ. dört = τέσσερα (από τα περσ.) ]

ντούσες: διπλά, δυάρες
[από το deuce]

Από το τραγούδι: “Παίζω πόκα, παίζω πινόκλι” του Ζάππα με τον Κατσαρό, 1929

“…Παίζω πόκα, παίζω πινόκλι
παίζω κοντσίνα, τριόνφο, φαραώ
και αντίς για να ρεφάρω
χάνω και το βιδάνιο…”

βιδάνιο :

  1. τα ποσοστά από τα κέρδη χαρτοπαιξίας που έχει το δικαίωμα να κρατάει η χαρτοπαιχτική λέσχη ή το καφενείο, αλλιώς γκανιότα.
  2. το υπόλειμμα πιοτού στο ποτήρι, το απόπιομα
    [ ‹ ιταλ. quatagno]

τριόμφο, φαραώ, πόκα, πινόκλι: παιχνίδια της τράπουλας.

Κολτσίνα ή κοντσίνα ή κολιτσίνα: από τα πιο απλά και «αθώα» παιγνίδια της τράπουλας, βασιλιάς των ανά την επικράτεια καφενείων! Το παιγνίδι είναι μάλλον Ρώσικης προέλευσης. Παίζεται με όλα τα φύλλα της τράπουλας, συμμετέχουν δυο ή τέσσερεις παίχτες και στην πιο απλή μορφή του οι πόντοι που προσπαθεί να συγκεντρώσει κάθε παίχτης είναι πέντε. Δυο παίρνει όποιος έχει πάνω από είκοσι έξι φύλλα, ένα πόντο όποιος έχει τα περισσότερα σπαθιά, ένα πόντο όποιος έχει το δύο σπαθί και ένα πόντο o κάτοχος του δέκα καρώ.
[από το βενετ. concina].

Έχει ενδιαφέρον η ιστορία της χαρτοπαιξίας.
Απ’ ό,τι φαίνεται, ξεκίνησε από την Αίγυπτο ή την Ινδία ή την Κίνα, κατά άλλους.
Στην Ευρώπη η τράπουλα φαίνεται ότι πρωτοεμφανίστηκε κατά την τελευταία τριακονταετία του 14ου αιώνα. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι στην Ισπανία έγινε γνωστή το 1371, στην Ιταλία το 1376, στη Γαλλία το 1377 και στη Γερμανία το 1384.
Όσο για τη χώρα μας;
Στα Ιόνια νησιά η χαρτοπαιξία συνηθιζόταν ήδη από την περίοδο της Ενετοκρατίας. Άλλη, συγκεκριμένη μαρτυρία δεν έχει διασωθεί.

Αν κάποιος φίλος γνωρίζει περισσότερα στοιχεία για τα παιχνίδια της τράπουλας που αναφέρονται στα τραγούδια, ας προσθέσει.

Τριόμφο

Παίζεται με 2 ή 4 παίχτες και με όλα τα φύλλα πλην των μπαλαντέρ. Μοιράζονται απο 12 φύλλα στον κάθε ένα.Τα έντεκα είναι κρυφά και το 12ο φανερό(λέγεται “φάτσα”).Βγαίνουν και 4 φύλλα κάτω, όπου το χρώμα του τελευταίου φύλλου(καρο,σπαθί,μπαστούνι,κούπα),ορίζει και τα “ατου”.

Πόντοι:
Ασσος=1,Δύο=2,Τρία=3,Τεσσερα=4.
6,7,8,9 δεν κάνουν πόντο
10, Βαλές, Ντάμα απο 1 πόντο.
10 καρό = 5 πόντους, και ονομάζεται “μικρό κουμουδί”.
Βαλές σπαθί = 6 πόντους και ονομάζεται “μεγάλο κουμουδί”.΄
Ρήγας = 10 πόντους και οΡήγας ο “καλός” κάνει 12 πόντους.Σαν “ρήγας καλός” ορίζεται ο Ρήγας που εχει το χρώμα του ατου.

Σκοπός στο τριόμφο είναι να μαζέψεις όσο περισσότερους πόντους.
Στο παιχνίδι αυτό,ιδιαιτέρα στην 4άδα,μπορείς να μιλάς με τον συμπαίχτη σου(π.χ. πάρτα με 4 καρό) και να κάνεις και νοήματα για το τι χαρτί έχεις.Τα νοήματα είναι στάνταρ και δεν πρέπει να σε καταλάβει ο αντίπαλος,γιατί θα ξέρει και εκείνος το χαρτί σου (π.χ. κλείσιμο των ματιών ορίζει τα 4άρια,κούνημα του δεξιού ώμου το μεγάλο κουμουδί, και άλλα πολλά)
Στα τελευταία 6 φύλλα οι παίχτες φανερώνουν τα ατού τους και τα “κομμάτια” τους (τα κουμουδιά και τους ρηγάδες),και συνεχίζουν με τα υπόλοιπα.

Για την πόκα, χρειάζεται ολόκληρο βιβλίο και τα αλλα δυο (φαραώ, πινοκλι),δεν τα γνωρίζω.

Με την έκφραση: “την κάπα μου την κρέμασα” τί εννοούμε;
Παραιτήθηκα από κάτι; Παραιτήθηκα επ’αόριστο μέχρι να συμβεί κάτι που περιμένω;

Ακούγεται στα ομώνυμο του Μητσάκη και στο ‘Ο Νίκος ο Τρελλάκιας’.

(Την κάπα μου την κρέμασα, απ’ τον καιρό που σ’έχασα)


Για το παραπάνω μύνημα που αναφέρεται στην πόκα, εννοούμε όλες τις παραλλαγές του πόκερ;; (Γιατί εκεί αυτός που μοιράζει στην πόκα μπορεί να ορίσει το παιχνίδι όπως του έρθει!!)

Ο Νικος ο τρελλακιας
Την καπα του την κρεμασε
εδω και λιγα χρονια
κι υπογραψε συμβολαιο
για να τραβιεται αιωνια!!!

Την καπα μου την κρεμασα
Την καπα μου την κρεμασα
απ το καιρο που σ εχασα
Θα σε παρω απ τους λελεδες
κι ας μου βαλουν χειριπεδες!!!

Σημαινει οτι εχει σταματησει να ψαχτεται,οτι εχει αραξει φιλε Φωτη!!!
Δεν ψαχνει να βρει κατι αλλο καινουργιο!!!:089:

Η εξήγηση είναι λανθασμένη.
Δίνω το λήμμα κάπα από το Λεξικό του Ρεμπέτικου που περιμένει εναγωνίως να εκδοθεί…

κάπα η, ουσ.[+]( λατ. cappa) πανωφόρι |κρεμάω την κάπα μου : ανεπιβεβαίωτη έκφραση. 1η εκδοχή: Ετοιμάζομαι για μάχη, αδιαφορώ, τα παίζω όλα για όλα ( Ηλ.Πετρ.). O ίδιος υποστηρίζει αλλού, την παρακάτω εξήγηση 2 , κατα- γραμένη και στο χειρόγραφο « Νίκος Μάθεσης. Απομνημονεύματα. (Ιανουάριος 1969)» που ο Πετρόπουλος παρα- θέτει στομεγάλο τόμο «Ρεμπέτικα τραγούδια», σελ. 261. Ο Ν. Μάθεσης γράφει : «… να του κάνη τον υπηρέτη, πιός! αυτός που είχε κρεμάση την κάπα του στην φυλάκη! λέγωντας την κάπα του στήν φυλακή σημένη ότι σε λίγο θα ξαναπήγενε να την βρη και ήταν περιτώ να την πάρη μαζή του. Γι αυτό έλεγαν αυτός έχει κρεμάση την κάπα του και προσεχέτον αν δεν τον ξέρης είναι ο Τάδες» (ακολουθήθηκε πιστά η ορθογραφία του Ν.Μάθεση).
Μ’ όλ’ αυτά εννοεί πως ο άρτι απολυθείς θα έκανε καινούριο φονικό και θα επέστρεφε στη φυλακή. Πιστεύω πως, τουλάχιστο γιά την εξήγηση αυτής της έκφρασης, μπορούμε να τον εμπιστευτούμε τον Ν. Μάθεση. Την άποψη αυτή
την πέρασε με τους στίχους του στο τρ. του Ανέστη Δελιά « Ο Νίκος ο τρελάκιας» (1934) όπου τον αποκαλούνε τρελάκια, γιατί ετοιμάζεται για κάτι, σα να τό’χει βάλει πείσμα να ξαναγυρίσει στη φυλακή : ”Την κάπα του την κρέμασε εδώ και λίγα χρόνια, γι αυτό και τον εβγάλανε ( = του δώσαν το παρατσούκλι) τρελάκια, τα κορόιδα ”. Η ίδια φράση συναντιέται ακόμα μιά φορά στο τρ. του Γ. Μητσάκη « Την κάπα μου την κρέμασα» (1951) με τον συνθέτη, τον Τατασόπουλο και τη Μ. Νίνου : ”την κάπα μου την κρέμασα απ’ τον καιρό που σ’ έχασα ”(προφανώς ταιριάζει η 1η εκδοχή – μπαίνω σε διαδικασία φόνου)

Φιλικά
Κώστας Λαδόπουλος

Εξ’ού και οι χειροπέδες…

Κώστα, από τα στοιχεία που δίνεις, η έννοια της έκφρασης βλέπω να είναι μία και μοναδική: «κρεμώ την κάπα μου» σημαίνει (αρχικά) «αποφασίζω να εγκατασταθώ εκεί που την κρεμάω», την έχω όμως κρεμάσει στη φυλακή. Άρα, πράγματι είναι σίγουρη η πιθανότητα να (ξανα-)κάνω αξιόποινη πράξη, φόνο αν χρειαστεί, και αυτό ταιριάζει και με το στίχο του Μητσάκη: την κρέμασα, απʼ τον καιρό που σʼ έχασα, γιατί θα σε πάρω απʼ τους λελέδες κι ας μου βάλουν χειροπέδες. Και όταν ετοιμάζομαι για μάχη κλπ. (Πετρόπουλος) αντιμετωπίζω και εδώ τη σίγουρη εξέλιξη να βρεθώ και πάλι στη φυλακή, αλλά αδιαφορώ.

κατσαμακι,λεμε στο Πηλιο και ενα ειδος φαγητου που παρασκευαζεται απο καλαμποκαλευρο,και τρωγεται για πρωινο.

http://www.youtube.com/watch?v=jGlEozs3I8c
Αυτο το βίντεο έχει πολλή φάση και είναι σχετικότατο με το θέμα συζήτησης!

Βρήκα μία εκδοχή του λήμματος "ρεμπέτης" από τον Κυριάκο Δ. Κάσση (ποιητή-ιστορικό-ζωγράφο), που περιλαμβάνεται στο κείμενο του “Ένα ποτό που αφαιρεί την θλίψη” ένθετο στο, “πολυσυζητημένο” στο φόρουμ, αξιόλογο συλλογικό βιβλίο "Canavaccio" (σελ. 189,1η υποσημείωση). Την βλέπω μήνες και δεν άντεξα να μην την παραθέσω.

Γράφει λοιπόν:
<< Η λέξη προέρχεται από το “δραπέτης”, με την έννοια “φευγάτος από την κοινωνικά συντεταγμένη κοινωνία”. (πρβλ. ρέμπελος, ρεμπέτ-ασκέρι).
Στη Μάνη μέχρι σήμερα λένε “ρεμπεντεύου”, δηλ. δραπετεύω εκτός ομάδας,ακόμη και για ζώο που φεύγει απ΄το κοπάδι.>>

Τι λένε οι φιλόλογοι(ίνες) μας επ΄αυτού;

Και επειδή βλέπω παραδόξως, εκτός λάθους μου, να απουσιάζει το εν λόγω λήμμα, παραθέτω, δοθείσης της ευκαιρίας, και την ερμηνεία του λεξικού Τριανταφυλλίδη:

<<ρεμπέτης ο [rebétis], θηλ. ρεμπέτισσα [rebétisa] :
1.οργανοπαίκτης και τραγουδιστής που καλλιέργησε, κυρίως στις πόλεις της M. Aσίας, το 19ο και ως τις αρχές του 20ού αιώνα, ένα ιδιαίτερο είδος λαϊκού αστικού τραγουδιού της ταβέρνας: Oι ρεμπέτες της Aνατολής / της Σμύρνης.
2. άνθρωπος που κάνει μια ζωή ανέμελη και μάλλον περιθωριακή, αψηφώντας τις επίσημες ή κοινώς αναγνωρισμένες αξίες και τα ήθη της κοινωνίας· (πρβ. μάγκας).
[ίσως θ. της σλαβ. λ. rebyonok, rebyata· ρεμπέτ(ης) -ισσα].>>

Ρεμπετεύω σημαίνει (αρχικά) περιπλανώμαι. Υπάρχει και παλαιότερο ρήμα Ρέμπομαι με αυτή τη σημασία, απαντάει και στον Ερωτόκριτο. Από αυτό ίσως προήλθε ο ρεμπέτης και, όταν ξεχάστηκε το ρήμα, δημιουργήθηκε καινούργιο με βάση το εναπομείναν επίθετο.

Οχι για να διορθώσω αλλά χαριτολογώντας περισσότερο με την κατάσταση περι καταγωγής της λέξης:
Εκδοχή 1) απο το rebet (τουρκικη λέξη υποτίθεται)αλλα δεν την βρήκα στο λεξικό
2) απο το rebet asker
3)απο το rebenoc
4)απο το ρεμπεντεύου που αναφέρθηκε
5)απο το ρέμπομαι(την θεωρώ και γω πιο πιθανή εκδοχή) μεσαινικό ρήμα,περιφέρομαι άσκοπα,αλητεύω
6)απο την λέξη ρεμπέτ,κυπριακή αλλα σημαίναι δασμός.Άσχετο
7)απο το ρέμπελος που σημαίνει επαναστάτης
8)απο την λέξη ρεμπεσκιές που σημαίνει ανίκανος,αχρηστος,παράσιτο.
Πηγή Π.Σαββόπουλος.Αναφέρει και άλλες αλλά τις θεωρώ αρκετά κουτές για να ανφερθούν.
Άρα γίνεται ο χαμός.Και όποιος βγάλει άκρη.Και άντε βρες το σωστό…

Αν προσθέσουμε και το λήμμα “ρεμπέτης” στο γλωσσάρι με όλες τις αναφερόμενες - φυσικά - ερμηνείες, έχω την εντύπωση πως θα γεμίσουμε τη βάση των δεδομένων του φόρουμ… :019:

Αλήθεια, μήπως ξέρει κανείς τι είδους ποτό (:wink: είναι το “φρουμέλ” που αναφέρεται στο τραγούδι:
“Ουίσκι, τζιν και φρουμέλ” των Κολοκοτρώνη - Καραπατάκη με τον Καζαντζίδη;

Γειά σου Ελένη,

Να και μιά φορά που δε μπορείς ν΄απαντήσεις…

Το φρούμελ ήταν λικέρ με πολύ πλατιά επιτυχία. Είχε χρώμα τριανταφυλλί και το βγάζαν οι Αφοι Παναγιωτάκη που είχαν τη βάση τους στην Ευρυπίδου 30. Το προϊόν αυτό τους κράτησε οικονομικά.

Στην υγειά σας!

Βεβαίως, Φρούμελ Παναγιωτάκη, θυμάμαι ακόμα τα ημιφορτηγά της ποτοποιίας, κιτρινομπέζ, στους παλιούς αθηναϊκούς δρόμους. Οι «καθωσπρέπει» Αθηναίοι το σνομπάρανε, προτιμούσαν βεβαίως τη Venediktine veritable.

Προφανώς θα περιείχε διάφορες εσάνς φρούτων και μέλι.

Ειναι νεα και ωραια κ.Λαδοπουλε , γι` αυτο και δεν το ξερει !!!:039:
Αφου κι εγω , που υπαγομαι στις αντικες , δεν το ηξερα !!!:241:

Στα χρονια μου πιναμε Κούβα , Βερμούτ και κονιακ Μεταξά ( πρωτο σταδιο αλκολισμου ) …:092:

Ελένη: :019:

Εγω ειπα , συ γελασες , καπου αναμεσα στα δυό βρισκεται η αληθεια …:089:

Σημειωση = για τον κ. Πολιτη , Φρούμελ = “ηδύποτο” !!! :019::019::019::019::019::019:

( ετσι εγραφαν τα μπουκαλια που περιειχαν λικερ , εκεινα τα χρονια και μαλιστα με “ν” = ηδύποτον ) …

Ας προσθέσουμε στα λήμματα και τον Πίκινο.
Πίκινος Κώστας: ιδιοκτήτης ενός κέντρου με ορχήστρα που βρισκόταν στο Θησείο, στην οδό Ακάμαντος 26.
Ήταν η περίφημη «Μπύρα του Πίκινου», εξαιρετικά δημοφιλής νυκτερινός προορισμός της εποχής με αξιόλογους μουσικούς.
Μέσα σʼ αυτή τη μπυραρία σε ηλικία 37 χρονών δολοφονήθηκε το 1931 ο Πίκινος για ασήμαντη αφορμή.
Από το Ρούκουνα περιγράφεται ως λεβεντάνθρωπος και ακέραιος χαρακτήρας, που δεν ανεχόταν παρεκτροπές μέσα στο κατάστημά του.
Ο Ρούκουνας εξιστόρησε το γεγονός στο ομώνυμο τραγούδι,
«Ο Πίκινος», που ηχογραφήθηκε το 1934 (δίσκος Parlophone Ελλάδος, B-21784)

«Ο Πίκινος»
"…Μες στο Θησείο βρε παιδιά, στου Πίκινου τη Μπύρα
γλέντησε όλος ο ντουνιάς, Περαίας και Αθήνα…»

και σε ένα δεύτερο τραγούδι, την «Μπύρα του Πίκινου» (δίσκος Οdeon Ελλάδος, G.A. 1901), το οποίο υπαρχει σε δυο επανεκτελέσεις, με τον ίδιο τον Ρούκουνα, κατά το ʼ70 και από τον Νταλάρα.

Υπάρχει ένα ακόμα τραγούδι για τον Πίκινο, από τον Κηρομύτη, γύρω στο 1960:

“Ο Πίκινος”
Μες στο Θησείο μια βραδιά με μια μεγάλη μπαμπεσιά
τον Πίκινο σκοτώσανε κι οι μάγκες πελαγώσανε…»

Εκείνη την εποχή, την ορχήστρα του μαγαζιού αυτού αποτελούσαν ο Ρούκουνας με τον Κώστα Τζόβενο στο σαντούρι και το Γιώργο Κερατζόπουλο στο βιολί.

Ο Ρούκουνας εξιστόρησε το φονικό στον Τάσο Σχορέλη και τον Μίμη Οικονομίδη.
Λέει για το γεγονός αυτό:

«…Έτσι πήγαινε το πράμα μέχρι το τέλος του 31, πάνω κάτω, σαν έγινε το μεγάλο κακό στου Πίκινου.
Η κομπανία ήμασταν ο Τζόβενος, εγώ και βιολί ο Γιώργος Κερατζόπουλος. Ο ναύτης είχε φύγει.
Έγινε, θυμάμαι, μια φασαρία με τα όργανα. Ήτονε μια παρέα και τους παίζαμε. Αυτοί θά ʽσαν 5 – 6 νομάτοι, σοβατζήδες. Παίζαμε λοιπόν και τότε ήντουσαν τα τάλιρα και τους είχαμε πάρει μέχρι 135 δραχμές όλο γαζέτα τάλιρα. Πιάσαμε από νωρίς, αλλά του Πίκινου το μαγαζί ήτονε ανοιχτό μέχρι πρωίας. Πολλές φορές 7 και 8 το πρωί και παίζαμε ακόμα. Όχι πάντα, αλλά λάχαινε. Εγώ ήμουνα, τότες, μόνος τραγουδιστής, το οποίον κουραζόμουνα τόσο πολύ. Έλεγα και εκατό μανέδες τη βραδιά, γιατί είχε πιάσει τόσο πολύ το μοτίβο αυτό.Και τότες λοιπόν, που λες, αυτή η παρέα εφόσον παίζαμε τόσες ώρες αυτουνών ζήταγε συνέχεια τραγούδια.
Αλλά κατά τις 11 με 12 άρχιζε ο κόσμος να μαζεύεται και να γεμίζει το μαγαζί.
Ε αρχίσαμε σιγά – σιγά να παίζουμε και για τους άλλους και παραπονιούνταν οι σοβατζήδες. Εκεί όμως ήσαν όλο παραγγελίες.Ο ένας ήθελε το ένα κι ο άλλος το άλλο και λέγαμε με τη σειρά. Αυτοί αρχίσανε τότες να βρίζουν και φωνάζουν το γκαρσόνι και του λένε:
-Ρε τους π…, γιατί δεν μας παίζουν εμάς; Πες του σαντουριέρη να ʽρθει κοντά μας.
Ο Δράκος όμως, το γκαρσόνι, είχε πάρει χαμπάρι έναν απʼ αυτουνούς πού ʽχε βγάλει μια σούστα γερμανική, την είχε ανοίξει και την είχε βγάλει απʼ όξω. Και πιάνει λοιπόν και του λέει του Πίκινου:
-Κώστα, αυτή η παρέα βρίζει πολύ τα όργανα κι έχουνε βγάλει κι ένα σουγιά. Μου φαίνεται πως θα γίνει φασαρία.
Πάει ο συχωρεμένος ο Πίκινος και τους λέει:
-Ε ρε παιδιά, τι συμβαίνει;
-Τίποτα, ρε Κώτσο. Να τα όργανα θέλουμε να μας παίξουνε κάνα κομματάκι γιατί τέλος πάντων είμαστε από νωρίς εδώ χάμου και δεν μπορεί να μας ρίχνουν εμάς και να παίζουν για άλλους.
Τους απαντάει:
-Όση ώρα ήσασταν σεις μόνο έπαιζαν για σας αλλά τώρα άρχισε ο κόσμος να μπουκάρει. Όλους θα κάνουν τα κέφια. Κάντε υπομονή και θα σας παίξουν. Αλλά δε μου λες εσύ, δώσε μου τον σουγιά που ʽχεις στην τσέπη σου. Για πες μου γιατί τον έχεις ανοιχτό;
-Α να κάτι φρούτα κόψαμε και τον έβαλα εκεί, του λέει αυτός.
Πήρε το λοιπόν, ο Πίκινος τον σουγιά, τον έκλεισε και τον έβαλε στο συρτάρι και του λέει του Χ/να, έτσι τον λέγανε, ότι άμα είναι ώρα να φύγει θα του τον έδινε.
Εν τέλει λοιπόν εμείς επαίζαμε. Στο μεταξύ αυτό αυτοί βρίζανε συνέχεια, ένεκα που δεν ήσαν ξηγημένοι και μάγκες.
Και ξαναφωνάζουν τον σαντουριέρη. Και άμα πήγε ο Τζόβενος κοντά τους λέει:
-Τι έγινε ρε παιδιά; Τι αγαπάτε;
Πετάχτηκε ένας και τού ʽπε μια φράση βαριά.
Τότε λοιπόν ο Τζόβενος του ʽρθε προσβλητικό αυτό το πράμα κι όπως ήταν παλικάρι και το έλεγε η καρδούλα του γυρνάει και του δίνει την απάντηση κατά πώς του ʽπρεπε.
Και τότε λοιπόν ο ψηλός από την παρέα παίρνει ένα ποτήρι και του δίνει μια κολλητή εδώ στο μάτι και του σκίζει το μάτι.
Παραπλεύρως η άλλη παρέα ήτονε κάτι χασαπάδες, λεβεντόπαιδα και σπουδαία παιδιά, με τον Παλλιγγίνη τον Κώστα που ήτονε κουμπάρος με τον Τζόβενο και μόλις είδανε τι γίνηκε πλακωθήκανε εκεί κι έγινε της κακομοίρα εκεί μέσα.
Τότε λοιπόν άρχίζει και πέφτει απάνω όλος ο κόσμος για να τους ξεχωρίζει. Βλέπει κι ο Πίκινος ότι πάνε να του χαλάσουν το μαγαζί τρέχει και λέει στους σοβατζήδες:
-Εμπρός πληρώστε το λογαριασμό και δρόμο.
Πληρώνουν το λοιπόν το λογαριασμό και ετοιμαζόντουσαν να φύγουν. Κατακαθήσανε ο κόσμος, ηρέμησαν τα πράματα, τού 'δωσε και τον σουγιά του Χατζίνα και κίνησαν να φύγουνε.
Την ώρα που φεύγανε από το περιβολάκι έρχεται ο ψηλός, να πούμε αυτός πού ʽχε κοπανήσει τον Τζόβενο και μπαίνει μέσα στη σάλα και κει που βάζανε οινόπνευμα και προσπαθούσαν να σταματήσουν το αίμα κάτι ειπώθηκε και σηκώνει ο ψηλός και του δίνει άλλες δυο μπουνιές στα μούτρα. Πετιόμαστε λοιπόν ο μάγειρας, ο Φώτης, κι εγώ τον αρπάμε, πέφτουμε στα βαρέλια, πέσανε και οι πελάτες, τον βγάζουμε στην πόρτα όξω.
Τον στραπατσάρανε για καλά.
Εν τω μεταξύ, είχαν πιάσει και τραβούσαν τους άλλους μέσα για να τους περιποιηθούνε όπως τους άξιζε, τα παλιοτόμαρα.
Τρέχει λοιπόν κι ο Πίκινος και τους λέει:
-Βρε π…, θα μου χαλάσετε το μαγαζί;
Και καθώς πάει νʼ αρπάξει να χτυπήσει έναν από δαύτους, βλέπω λοιπόν τον Πίκινο να μαζεύεται.
Βρε τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει;
-Ρε με μαχαιρώσανε.
Τι είχε γίνει: Τού ʽδωσε την μαχαιριά μέσα στα στομάχια ο Χατζίνας και τό ʽβαλε στα πόδια γιατί ήτονε ένας χαμένος μπαμπέσης και ο Πίκινος και μαχαιρωμένος θα τον έτρωγε. Αρπάζουν τον τον ψηλό, τον οποίον πέσανε οι πελάτες κοντέψανε να τον σκοτώσουν. Τέλος πάντων ήρθε η Αστυνομία, τον πήρανε τον Πίκινο, τον πήγανε στο νοσοκομείο, του κάνανε την εγχείρηση. Στις εννιά μέρες απάνου του κόψαν τα μισά ράμματα και πήγε ο αδελφός του ο Μήτσος ο Κανείς και του πήγε κοτόπουλο όπου ʽχε ποθυμήσει. Μετά όμως ποθύμησε να φουμάρει και λιγάκι. Τού ʽδωσε λοιπόν ο Κανείς ένα τσιγαριλίκι, τόνε πιάνει βήχας, σπάνε τα υπόλοιπα ράμματα, παθαίνει περιτόνιο και στις δώδεκα μέρες ο άνθρωπος πέθανε. Έτσι πήγε το παλικάρι στα 37 του χρόνια.
Σαν τούτο τον Πίκινο ούτε που θα υπάρξει τέτοιος άνθρωπος. Τέτοιο άντρα είναι δύσκολο στα χρόνια μας να βρεις. Κουβαρντάς, μπεσαλής, παλικάρι κι ας τον έφαγε ένας χαμένος. Τό ʽλεγε η ψυχή του. Εκεί να πούμε, περνούσανε οι μεγαλύτεροι νταήδες στην εποχή αυτή, μπροστά του σούζα…»

«Ένας ρεμπέτης - Κώστας Ρούκουνας, Η ζωή μου, το έργο μου», (επιμ. Κ. Χατζηδουλής), εκδ. Νεφέλη

Ο Βαγγέλης της μαμής (Δ.Τσακίρης-Ρ.Αμπατζή)-1935.

<< Είμ’ ο Βαγγέλης της μαμής
που πρέφα μ’ έχουν πάρει,
στις λέσχες σαν με βλέπουνε
τρέμουνε σαν το ψάρι.

Με ξέρουνε πως τα κολλώ
κι εξάρες όλο φέρνω,
οι μάγκες δεν με παίζουνε
γιατί όλο τους τα παίρνω…>>.

πρέφα : παίρνω είδηση, αντιλαμβάνομαι.

τα κολλώ : φέρνω την ζαριά που θέλω (ακούγεται και στον “Τεκετζή” του Σπ. Περιστέρη-1933).

Επίσης η πρέφα είναι και παιχνίδι της τράπουλας.