Σε στίχους και μουσική του Κ. Μισαηλίδη, πρώτη ερμηνεία από τον Νταλγκά το 1929, δεύτερη και ίσως πιο γνωστή (αν και ακολούθησαν και άλλες) το 1930, με το Γ. Βιδάλη.
Οι στίχοι:
Μες το Γυαλί τον Καφενέ, που γίναμε χαρμάνι,
την Κούλα πρωτογνώρισα και μου 'στειλε φιρμάνι.
Αν θέλω στην καρδούλα της εγώ να είμαι μόνο,
πρέπει να γίνω Ροκαμβόλ, νταής και δολοφόνος.
Άντε ρε Κούλα, για το χατίρι σου ότι θες γίνομαι.
Βρε Κούλα δολοφόνισσα με τα γλυκά σου μάτια,
τράβηξε το μαχαίρι σου και κάνε με κομμάτια.
Αλλά αβάντα μη με χτυπήσεις στην καρδιά.
Τι ήθελα και σε γνώρισα και μʼ έφαγε η μαρμάγκα,
θα με σκοτώσεις τζάνικα, σαν τον σωφέρ το μάγκα
Ωχ ρε μάνα και θα με φάει η Κούλα.
Άκου ρε Κούλα χασικλού, αμʼ δεν θα κάτσω μάκια,
κάτσε κοντά μου γρήγορα και δως μου δυο φιλάκια.
Για τράβα το πιστόλι σου και ρίξε μου δυο σφαίρες
και θάψε με μες στις ροδιές και κόψε μου τις βέρες.
Γεια σας παρέα, γεια σας.
Μαρμάγκα: είδος δηλητηριώδους αράχνης.
Στη φράση: «με τρώει / θα με φάει η μαρμάγκα» σημαίνει «θα πάθω κακό, συμφορά»,»θα καταστραφώ», λέγεται ως απειλή δηλαδή.
[αλβ. Merimangë ή, ίσως,μαρμαγκάνα < μερμηγκάνα (όπως δαγκάνα)< μέρμηγκας ]
«Ροκαμβόλ» ήταν το όνομα ήρωα αστυνομικών μυθιστορημάτων περιπέτειας του Γάλλου συγγραφέα Ponson du Terrail, ήρωες οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς το δεύτερο μισό του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.
“τζάνικα” : χωρίς να το έχω επιβεβαιώσει ετυμολογικά ακόμα, και με κάθε επιφύλαξη, σημαίνει περίπου "“ύπουλα”, “μπαμπέσικα”…
…
Πρόκειται για τη γνωστή δολοφονία του οδηγού Σταμάτη Τσάγκα από τα αδέλφια Ανδρέα και Κούλα Χριστοφιλέα, που έγινε στις 11 Ιούλη 1929.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Πρωία» - 22 Οκτωβρίου 1929,
῾…το βράδυ της 11ης Ιουλίου 1929, ο Ανδρέας, η Κούλα και ο Φώτης Αναγνωστόπουλος, ο οποίος εμφανιζόταν ως εραστής της δεύτερης, επιβιβάστηκαν στο ταξί του Σταμ. Τσάγκα για να τους πάει σε κάποιο παραλιακό κέντρο, στην περιοχή της Βουλας. Όταν έφτασαν στην παραλία, ο Ανδρέας διέταξε τον Σταμ. Τσάγκα να βγει από το αυτοκίνητο και να απομακρυνθεί, αφήνοντας το αυτοκίνητο σε αυτούς. Ο οδηγός αντέδρασε και προσπάθησε να αμυνθεί βγάζοντας ένα μικρό περίστροφο που είχε μαζί του, όμως ο Ανδρέας πρόλαβε να τον πυροβολήσει πρώτος. Μαζί με τον Φώτη έβγαλαν το πτώμα από το αυτοκίνητο και το έσυραν ως τη θάλασσα. Φοβήθηκαν, ωστόσο, ότι θα γίνονταν αντιληπτοί από τους θαμώνες του κέντρου και το άφησαν στην ακροθαλασσιά, αφαιρώντας προηγουμένως το όπλο του θύματος και 17.000 δρχ. Μετά, με το αυτοκίνητο πήραν τον δρόμο προς το Χαρβάτι (σημερινή Παλλήνη), όπου το εγκατέλειψαν, όταν τελείωσε η βενζίνη. Λίγη ώρα αργότερα «ο συνταγματάρχης κ. Ντόζης, ο Διευθυντής της Εταιρείας ‘Ιφανέτ’ κ. Δασκαλάκης και ο σωφέρ Διπλάρης παρέλαβον από το μέρος όπου ευρέθη εγκαταλελειμμένον το αυτοκίνητον του φονευθέντος και μετέφερον μέχρι της Αγίας Παρασκευής με την υπ’ αριθμόν 690 κάντιλλακ του τρεις επιβάτας -δύο κυρίους και μίαν δεσποινίδα- του μοιραίου εκείνου αυτοκινήτου (&) οι οποίοι ασφαλώς είναι οι δράσται του στυγερού εγκλήματος.
Μετά την επίθεση αυτή, η φήμη τους μεγάλωσε. Με βάση τις καταθέσεις του Μπουρνιλάκη και κάποιων μαρτύρων στη δολοφονία του Σταμ. Τσάγκα, η Κούλα περιγραφόταν στα ρεπορτάζ των εφημερίδων ως μια «νέα γυναίκα με κόκκινο καπέλο που σκοτώνει», ενώ ταυτόχρονα η δράση της ομάδας παραλληλίστηκε από τον ελληνικό Τύπο (με μια δόση υπερβολής, ασφαλώς) με αυτή των φημισμένων, τότε, Μπόνι Πάρκερ (Bonnie Parker) και Κλάϊντ Μπάροου (Clyde Barrow), που δρούσαν, την ίδια περίοδο, στις Η.Π.Α.
Περίπου τρεις μήνες αργότερα, η ομάδα Χριστοφιλέα πραγματοποίησε το τελευταίο της κτύπημα. Το απόγευμα της 20ης Οκτωβρίου, ο Ανδρέας, ο Θ. Ντούνης και η Κούλα επιβιβάστηκαν σε ένα ταξί επί της οδού Ακαδημίας στην Αθήνα και ζήτησαν από τον οδηγό Κ. Νικηταρά να τους μεταφέρει στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα. Λίγο πριν το αυτοκίνητο φτάσει στον προορισμό του, ο Θ. Ντούνης κτύπησε με ένα λοστό, που έφεραν μαζί τους οι δράστες, τον ανυποψίαστο οδηγό με αποτέλεσμα αυτός να χάσει τις αισθήσεις του, το αυτοκίνητο να παρεκκλίνει της πορείας του και να πέσει σε ένα δέντρο. Από το τράνταγμα ο Κ. Νικηταράς συνήλθε και είδε την Κούλα να τον σημαδεύει με ένα περίστροφο, το οποίο όμως έπαθε αφλογιστία και δεν εκπυρσοκρότησε. Ο Κ. Νικηταράς βρήκε την ευκαιρία να βγει από το αυτοκίνητο και τρέχοντας να απομακρυνθεί. Οι δράστες επιχείρησαν να τον πυροβολήσουν από απόσταση, αλλά ο οδηγός είχε προλάβει να χαθεί στο σκοτάδι. Μετά «ο Νικηταράς κατέφυγεν εις τον Άγιον Ανδρέαν και ανέφερε τα διατρέξαντα στους εκεί ευρισκομένους, οι οποίοι και του επέδεσαν 3 θλαστικά τραύματα τα οποία φέρει ούτος εις το ινιακόν μέρος και εις την βρεγματικήν χώραν. Ακολούθως, ο παθών, συνοδευόμενος υπό δύο φυλάκων, επανήλθεν εις το μέρος που είχεν υποστεί την επίθεσιν και εύρεν το αυτοκίνητό του εγκαταλελειμένον. Τη βοηθεία των φυλάκων το έβγαλε από τον χάνδακα και δι αυτού επέστρεψεν αμέσως εις τας Αθήνας»
Για την ιστορία…
Στη φυλακή, η Κούλα θα αναπτύξει φιλία με τη Φούλα (τη γνωστή από το έγκλημα στου Χαροκόπου και επίσης πρωταγωνίστρια σε τραγούδι της εποχής).
Η Κούλα αν και καταδικάστηκε σε δις ισόβια κάθειρξη, αποφυλακίστηκε στις 13 Αυγούστου 1941, μετά το διάταγμα που είχε εκδώσει στις 30 Μαΐου του ίδιου έτους η πρώτη κατοχική κυβέρνηση του Τσολάκογλου, «περί αποσυμφορήσεως των φυλακών άνευ διαταράξεως του κοινωνικού συμφέροντος»…