Το λεγένι απαντά και ως λαγήνι, αλλά και λαΐνι (νότια διάλεκτος). Η κασόμπρα, όμως, από πού προκύπτει;
τουμπελέκι τουρκικά: dumbelek (το u με διαλυτικά).
Και το κλασικό ερώτημα: «Το σακάκι» φέρεται ηχογραφημένο από τον Δελιά το 1935. Τείνω να θεωρήσω πως ο Μπέζος άντλησε από τους μάγκες, όχι εκείνοι από τον Μπέζο.
Στην Κρήτη πάντως λαϊνι ή λαήνι λέμε το πήλινο ή μεταλλικό δοχείο που τοποθετούσαν κρασί ή νερό, ή ακόμη και τη μεγάλη μεταλλική κούπα που έπιναν.
Εξ ου και το : «Τρία καράβια φέρανε ξανθό κρασί στ’ Ανάπλι. Καράβια δώστε μου ξανθό κρασί να ξεδιψάσω φέρτε την κούπα τη χρυσή και τ’ αργυρό λαήνι πίνω απ’ την κούπα την χρυσή και μέθυσεν η κούπα. Απ’ το λαήνι ξεδιψώ, μεθά και το λαήνι γνέφω του ήλιου για να πιει κι αυτός να ξεδιψάσει. Πίνει κι ο ήλιος ο καλός, ζαλίζεται και πέφτει. Πάω στο λιβάδι για χορό, χορεύει το λιβάδι κι ένα πουλί, μικρό πουλί γλυκολαλεί και λέει: Στη γης αδειάστε το κρασί και σπάστε το λαήνι, να δροσιστεί κι η κλεφτουριά που ξάπλωσε στα χόρτα χωρίς χεράκια για να πιει, πόδια για να χορέψει»
Για όποιον ενδιαφέρεται, υπάρχει ένα ακόμη καλούδι του Κ. Μπέζου, σε στιλ που μάλλον κανείς δεν το φαντάζεται. Το ημαίηλ μου λειτουργεί και δέχεται και πμ. Η Ελένη, ως πρώτη καταχωρίσασα, δεν χρειάζεται να κάνει καμμίαν ενέργεια.
Από το τραγούδι: “Στου Λινάρδου την ταβέρνα” , 1936, σε στίχους και μουσική του Τούντα που ερμηνεύει ο Στ. Περπινιάδης.
πεχλιβάνης [και μπεχλιβάνης ή πιχλιβάνης]:
αυτός που σε δημόσιες ( συνήθως υπαίθριες) παραστάσεις επιδεικνύει τις σωματικές ικανότητές του για βιοπορισμό.
άνθρωπος δυνατός, παλικαράς.
παλαιστής.
[τουρκ. pehlivan ( = παλαιστής) < από περσ.]
παστουρμάς: κομμάτι παστού κρέατος από καμήλα ή από άλλο μεγάλο ζώο, που το αρωματίζουν με τσιμένι, δηλαδή διάφορα καρυκεύματα, το αποξηραίνουν, και το οποίο αναδίδει βαριά, έντονη μυρωδιά.
[τουρκ. pastιrma ]
[quote=Ελένη; παστουρμάς: κομμάτι παστού κρέατος από καμήλα ή από άλλο μεγάλο ζώο, που το αρωματίζο
υν με διάφορα καρυκεύματα, το αποξηραίνουν, και το οποίο αναδίδει βαριά, έντονη μυρωδιά.
[τουρκ. pastιrma ][/quote]
Παρα πολυ καλως μεζες για μερακληδες κυριως!!Τα βασικα μπαχαρια ειναι το μοσχοσιταρο
το κοκκινο πιπερι,το σκορδο.Πολλοι προσθετουν και μοσχοκαρυδο και τσουσκες πιπεριες για περισσοτερο καψιμο και αρωμα.Ολο αυτο ονομαζεται τσιμενι και η ερωτηση μου ειναι απο που προερχεται και αυτη η λεξουλα και τι σημαινει?
Ελενη??
Ευχαριστω.
Μπράβο, Alex!
Ναι, ακριβώς, “τσιμένι” λέγεται αυτό το μείγμα με το οποίο “σκεπάζουν” τον παστουρμά και σ’ αυτό οφείλει και την ξεχωριστή νοστιμιά του, και εμποδίζει να αναπτυχθούν μύκητες οι οποίοι θα το καταστρέφανε, αλλά και η ποικιλία αυτή (σκόρδο, πιπεριές κ.λπ.) βοηθάει να γίνει ευκολότερη η πέψη.
Το “τσιμένι” , η “τηντιλίδα ή τήλι” μάλλον προέρχεται από τη λέξη: “τήλις” , στα λατινικά: trigonella foenum-graecum, στα αγγλικά: fenugreek.
Ένα είδος τριφυλλιού είναι, από τον καρπό του οποίου προέρχεται το μοσχοσίταρο, γνωστό με την ιδιότητα του αρωματικού - όχι φαγητό - από την αρχαιότητα.
Τσιμένι, βέβαια, στην περίπτωσή μας λέγεται κατ’ επέκταση όχι μόνο το μοσχοσίταρο, αλλά και όλα τα υπόλοιπα μπαχαρικά που δίνουν την ξεχωριστή νοστιμιά στον παστουρμά.
Αφού αρχίσαμε τα περί παστουρμά, να συμπληρώσω και εγώ που τον έφτιαχνα και ο ίδιος.
Η προσθήκη κόκκινου πιπεριού (είναι συνήθως γλυκό, όχι καυτερό) δεν συνηθιζόταν παλαιότερα. Έτσι, το χρώμα του προϊόντος (απʼ έξω) ήταν ανοιχτό κίτρινο, προς κρέμ, αφού περιείχε μόνο τσιμένι, που έδωσε και το όνομα, και σκόρδο. Φυσικά στη νότια Ελλάδα ο παστουρμάς έγινε γνωστός από τους πρόσφυγες, καππαδόκες αλλά και Αρμένιους, γνωστό είναι ακόμα το μαγαζί του Μιράν στην κεντρική αγορά. Για την παρασκευή του χρησιμοποιείται κιλότο από βοδινό, κατά προτίμισην με το λίπος του ή, για την καλύτερη ποιότητα, κόντρα φιλέτο. Στη βόρεια Ελλάδα χρησιμοποιείται πολύ το βουβαλίσιο κρέας και, παλαιότερα και σπανιότερα, κρέας καμήλας.
Νοστιμότατη είναι και η παστουρμαδόπιτα, γνωστή στους πρόσφυγες ως «πίτα Καισαρείας», με γέμιση από παστουρμά, φέτες ντομάτας και τυρί κασέρι (τουρκικά Kayseri = τυρί Καισαρίας), πασπαλισμένη με μπόλικο σουσάμι.
Ο παστουρμάς ήταν το κλασικό προσφάϊ των νομάδων (πολεμιστών ή εμπόρων) της ασιατικής στέπας, φερόμενος πάνω στο άλογο, μεταξύ σέλας και πλάτης του αλόγου. Έτσι πήρε και το πλακουτσό σχήμα του. Οι Ρώσοι τον λένε Pastrami.
Και μία ωραία ιστορία από τα φοιτητικά μου χρόνια: στις (χριστουγεννιάτικες ή πασχαλιάτικες) επισκέψεις μου στην Ελλάδα, ψώνιζα ούζο και παστουρμά, που ενθουσίασε τους υπόλοιπους Αθηναίους φίλους μου της Γερμανίας, που δεν τον ήξεραν. Κάποιος λοιπόν από αυτούς προσπαθούσε να εξηγήσει σε Τούρκο συγκάτοικό του τον ωραιότατο ελληνικό μεζέ: -«κρέας γκαμήλας (έτσι νομίζαμε τότε), παστωμένο με σκόρδο και άλλα μυστηριώδη μπαχαρικά, το οποίο»…. και ατάκα ο Τούρκος: -Eee, pastirma bre!!!
Κοίτα νόστιμη κουβέντα που γίνεται στο φόρουμ.Να καταθέσω λοιπόν και γω για τον παστουρμά όπως τον έφτιαχνε ο παππούς μου εκ ΟΔΕΜΗΣΙΟΥ Μ.ΑΣΙΑΣ γεννημένος, και πρώτος κεμπαπτζής της ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ (τότε ακόμα που η ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ δεν είχε μαγαζιά αλλά μόνο πλανόδιους κεμπαπτζήδες με καροτσάκια.) Πάστωνε το κρέας (μοσχάρι,που έπρεπε να είναι “μαρμαρωμένο” από το λίπος, δηλαδή το λίπος στο κρέας να κάνει σχέδια όπως του μαρμάρου),και το έβαζε ανάμεσα σε δύο πέτρες να φύγουν τα ζουμιά του και να στεγνώσει.Έτσι γινόταν και πλακουτσωτό.Κατόπιν έφτιανε μείγμα μοσχοσίταρο,σκόρδο,πάπρικα γλυκιά.πάπρικα καυτερή,αλάτι.και νερό και το βάπτιζε να ποτίσει καλά.Μετά έφτιαχνε με τα ίδια υλικά συν νισεστέ,ζύμη που άλοιφε σιγά σιγά μέρα την μέρα το κρέας,προσέχοντας να στεγνώνει το ένα στρώμα και μετά επάλοιφε το άλλο,έως ότου έφθανε στο επιθυμητό πάχος.Τελευταία εργασία ήταν το στέγνωμα στο υπόγειο του προσφυγικού μας σπιτιού,μακριά από άλλες μυρωδιές και έντομα.Ένα είδος παστουρμά έφτιαχνε και με παστό μπακαλιάρο.Όποιος θέλει μπορεί να δοκιμάσει εύκολα.Το τσιμένι που περίσευε το τρώγαμε αλλειμένο σε ψωμί μαζί με λίγο λάδι.
Επισης ειναι γνωστο, οτι η μυρωδια στον ιδρωτα και στα ουρα, οφειλεται αποκλειστικα στο “τσιμενι”, εξ αιτιας των πολλων και διαφορων καρυκευματων,
απο τα οποια γινεται… Αν φας δηλαδη σκετο το κρεας, αφαιρωντας το τσιμενι,
ουδεν προβλημα!!! Λενε ακομη οτι “ο καλυτερος παστουρμας” γινεται απο κρεας καμηλας… δεν ξερω κατα ποσον αληθευει…
Μωρέ, όσο τσιμένι και να αφαιρέσεις, τη μυρωδιά δεν τη γλυτώνεις για μέρες!.. Όσο για την καμήλα ναι, είναι πολύ τραγανό και νόστιμο το κρέας της (έχω δοκιμάσει αιγυπτιακό παστό κρέας καμήλας) αλλά και ο βοδινός παστουρμάς μου κάνει, αν είναι σωστά φτιαγμένος και συντηρημένος αφού, την καμήλα άντε να τη βρής…
Άν αφαιρέσης το τσιμένι και τον ψιλοψήσεις -τον ζεστάνης ουσιαστικά- τότε ναι η μυρωδιά είναι σαφώς μικρότερη.Εξαρτάται βέβαια και η ποσότητα που θα καταναλώσης όπως και η προδιάθεση του σώματός σου στις μυρωδιές.
Νίκο θα συμφωνήσω μαζί σου.
Το 1982, ένας φίλος απο την περιοχή Ζαμάλεκ του Καΐρου, μας έφερε original παστουρμά. Με 2 συγκάτοικους φοιτητές, δεν είχαμε ψυγείο (αν και εκεί που ήμουν δεν χρειαζόταν ψυγείο) και αφού φάγαμε ότι φάγαμε, τον υπόλοιπο παστουρμά τον κρεμάσαμε στην μοναδική πλαστική ντουλάπα που είχαμε.
Το ότι μυρίζαμε για μέρες ήταν γεγονός, αλλα να δείς πλάκα μόλις βγαίναμε στο δρόμο, σκυλιά γατιά, τ ρ έ χ α ν πανω μας για να μυρίσουν τι είδους ζώο ειμαστε.
Πάνος
Πελαγία, δεν έχω εμπειρία απο παστουρμάδες. 2-3 φορές εχω δοκιμάσει, αλλά καλός ήταν.
Αντίθετα είμαι γνώστης γαλακτοκομικών, λόγω καταγωγής (Ήπειρος-ορεινά), και λόγω του ότι μεγαλώσαμε αγκαλιά με γιδοπρόβατα.
Έτσι ξέρω το καλό ξινόγαλο, το γαλοτύρι, το κεφίρ, το αριάνι, και τυριά εν γένει. Στη διάθεσή σου.
Μήπως ξέρει κανείς τι σημαίνει η φράση “cash over” ή μήπως το “κασόμπρα” του φέρνει στο νου καμιά άλλη αγγλική φράση, από την οποία να προήλθε;
Η αναζήτηση ετυμολογίας της φράσης δεν απέδωσε τίποτε μέχρι στιγμής στα ισπανικά, στα γαλλικά και στα τουρκικά.
Υπάρχει περίπτωση να είναι από τα “ελληνοαμερικάνικα” που μιλούσαν οι μετανάστες μας στην Αμερική, όπως το “ρούφος” = ταβάνι, από το roof.
Το cash over σαν όρος δεν σημαίνει τίποτα απ’ όσο ξέρω. Ισως να σήμαινε κάτι κάποτε…
Εμένα πιο πολύ για όνομα ή προσωνύμιο μου μοιάζει.
Που το συνάντησες; Μήπως απ’ τα συμφραζόμενα βγαίνει κάποια άλλη υποψήφια λέξη;
Είναι από το τραγούδι: “Τουμπελέκι, τουμπελέκι” του Κ. Μπέζου.
(Υπάρχει ολόκληρο το τραγούδι σε προγούμενο post).
“…Βρε, ποια κυρία, ποια κουρέλω, βρε ποια κασόμπρα του συρμού,
βρε, έναν κόμη σαν τοιούτο να τον περάσει γι’ αλεπού…”
κασόμπρα: η τιποτένια, η άσχημη, η χαμηλής νοημοσύνης, με κακούς τρόπους και κακοντυμένη γυναίκα.
[ερμηνείες που προκύπτουν από λογοτεχνικά κυρίως κείμενα].