Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Το “μπάνισε” στην προστακτική, Ελένη, αυτό εννοούσα, διαφορετικά φυσικά και δεν θα βγει νόημα.
Δεν επιμένω παρακάτω. Επιλέγει ο καθένας τι θέλει. Ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο είναι που έχει δυσκολία. :slight_smile:

Συμφωνώ και εγώ πως το παραψειρίσαμε. Τέλος από μένα.

Η λέξη “κλειδί”, που διαμορφώνει το νόημα στην πρόταση, είναι το “μα” (ειπώθηκε και παραπάνω).
Δηλαδή, ο Αμερικάνος έβγαινε πάντα τέρτσος, ΟΜΩΣ (μα) κάποια στιγμή μπάνισε, γι’ αυτό και άλλαξα παιχνίδι. Αυτό το “μα” αποκλείει κάθε άλλη ερμηνεία, π.χ. την παρενθετική προστακτική φράση “κοίτα μάγκα μου” (μπάνισε) κι όχι το τελικό σίγμα. Αν η φράση έλεγε “Μα το κορόιδο, μπάνισε, …” στη θέση των αποσιωπητικών θα έπρεπε να υπάρχει φράση που θ’ αφορούσε τον Αμερικάνο κι όχι τον κομπιναδόρο, δηλαδή σε τρίτο πρόσωπο κι όχι σε πρώτο.

Υπάρχει περίπτωση με τη φράση “μα το κορόιδο μπάνισε” να αναφέρεται στον εαυτό τού
(δηλαδή να χρησιμοποιεί τρίτο πρόσωπο για τον ίδιο);

Όπως π.χ χρησιμοποιούμε τη φράση “έχουν γνώση οι φύλακες” όταν διαπιστώνουμε κάτι αλλά χρησιμοποιούμε τρίτο πρόσωπο πληθυντικού.

Αυτό ναι! Αυτό συντακτικά θα μπορούσε να στέκει.
Ομως από τη στιγμή που το ρόλο του κορόιδου στο παιχνίδι τον έχει ο Αμερικάνος και ο σκοπός του αφηγητή-τραγουδιστή είναι να παινέψει τον εαυτό του, μάλλον πρέπει να το αποκλείσουμε.
Επίσης δεν μπορεί να σταθεί νοηματικά. Μέχρι τη στιγμή της συγκεκριμένης φράσης, δεν φαίνεται πουθενά ότι ο Αμερικάνος πήρε χαμπάρι, έτσι ώστε ο μάγκας να αυτοσαρκαστεί-αυτοεπαινεθεί (εγώ το κορόιδο μπάνισα, ακριβώς γιατί δεν είμαι κορόιδο).

Αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω θερμά το φίλο Βασίλη [illvas] για την προσοχή (αλλά και για τη λεπτότητα) με την οποία μου υπέδειξε ένα λάθος που είχα κάνει στους στίχους που συνοδεύουν τα λήμματα στο γλωσσάρι.

Συγκεκριμένα, στα λήμματα “κασαδόρος” και “τουφατζής” παρέπεμπα στο τραγούδι “Ο κοχλαράκιας”, ενώ το σωστό, βέβαια, είναι “Ο Νικοκλάκιας”, του Βαγγέλη Παπάζογλου.
Βέβαια, διορθώθηκε.

Επειδή ενδέχεται να υπάρχουν τέτοια λάθη, θα παρακαλούσα θερμά, ό,τι εντοπίσετε να το αναφέρετε, για να μην υπάρχουν λάθη.

Και πάλι ευχαριστώ.

Μετά από επικοινωνία με την Ελένη βάζω στο forum ένα θέμα γιά παραπάνω πληροφορίες.
Στο λεξιλόγιο αναφέρεται η λέξη:
Κασαδόρος: διαρρήκτης χρηματοκιβωτίου. Ακούγεται στο τραγούδι: “Ο κοχλαράκιας” (1935) Στ: Γ. Βιτάλης Μουσ.: Β. Μεσολογγίτης Ερμην.: Β. Μεσολογγίτης «….λένε πως ο Νικοκλάκιας πριν να γίνει κοχλαράκιας ήτανε κι αυτός μαγγιόρος τουφατζής και κασαδόρος…» [ιταλ. cassa].

Από τον Μανιάτη βρίσκω τα παρακάτω:
Ο ΝΙΚΟΚΛΑΚΙΑΣ Στελλάκης Περπινιάδης / Βαγγ. Παπάζογλου 1934 Columbia Ελλάδος DG-494 WG- 829
Οι στίχοι που αναφέρονται είναι σίγουρα απ’ αυτό το τραγούδι,
το τραγούδι “κοχλαράκιας” που αναφέρεται υπάρχει στον Μανιάτη με τα στοιχεία που δίνονται αλλά δεν το έχω ακούσει γιά να ξέρω αν είναι το ίδιο.
Μήπως το έχει ακούσει κάποιος άλλος;

“Ο Νικοκλάκιας” , στίχοι και μουσική: Β. Παπάζογλου (1933), ερμηνεύει ο Αγ. Ιακωβίδης.
Οι στίχοι:
“Μάγκες πέσανε στην πιάτσα,
και έκαναν πολλά στραπάτσα.
Βάρεσαν τον Νικοκλάκια,
το δειλό τον κοχλαράκια.
Αχ, ρε Νικολή, φίλε μερακλή,
που σε βάρεσαν οι μάγκες,
για να κάνουν ματσαράγγες.
Λένε πως ο Νικοκλάκιας,
πριν να γίνει κοχλαράκιας,
ήτανε κι αυτός μαγγιόρος,
τουφατζής και κασαδόρος.
Αχ, ρε Νικολή, φίλε μερακλή,
που σε βάρεσαν οι μάγκες,
για να κάνουν ματσαράγγες”.

Και “Ο κοχλαράκιας” , στ.: Βιτάλης, μουσ.και ερμην.: Μεσολογγίτης (1935).
Οι στίχοι:
" Ρε, πώς έτσι αδερφούλη μου σαν μπαγιάτικος παστουρμάς είσαι να πούμε
-Ανακριτή σʼ έβαλα ρε, ε; αν είμαι παστουρμάς ή αν είμαι σουτζούκι;
-Όχι ρε, από φιλικά σε ρωτάω. Να ξέρεις δηλαδή
-Φίλος δεν υπάρχει σʼ αυτό τον κόσμο. Συμφέρον μοναχά
Ο καλύτερος φίλος του εαυτού σου είναι ο εαυτός σου, για να ξέρεις
-Καλά ντε, συγνώμη, ρε αδερφούλη μου

Τι σας νοιάζει αν έγινα πρεζάκιας
και γυρίζω στους δρόμους κοχλαράκιας
τι σας μέλει που με περιφρονάνε
δεν με ξέρουνε και πια δεν μου μιλάνε
αν γυρίζω στους δρόμους κουρελιάρης
τιποτένιος, τεμπέλης και αλανιάρης
μη ρωτήσεις κοσμάκη την αιτία
το πώς έπεσα κι εγώ στην αλητεία

Αν αγαπάτε μη με ρωτάτε
να σας πω το μυστικό μου
ρε σεις, δεν πάτε, ε; δε με παρατάτε;
Το κρατώ για με γιατί ʽνʼ δικό μου.

Αν τις νύχτες γυρνάω στο λιμάνι
και αν είμαι μαστούρης ή χαρμάνι
αν στην τσέπη μου δεν έχω ούτε γρόσι
δε θα ζητήσω κανείς να μου το δώσει
κι αν δεν έχω στον κόσμο πια κανένα
κι όλα είναι για μένα πεθαμένα
του κοσμάκη του λέω να μη μιλήσει
να σκεφτεί λιγάκι κι ύστερα να βρίζει

Αν αγαπάτε, μη με ρωτάτε…

Γεια σου Βασιλάκη μου, πονεμένε άνθρωπε".

Αυτά είναι τα στοιχεία που έχω εγώ τουλάχιστον.
Και με βάση αυτά έκανα και τις σχετικές αλλαγές.
Βασίλη, και πάλι ευχαριστώ πολύ!

Προσθήκες στο γλωσσάρι:

καβουρμάς:

  1. Το τσιγαρισμένο κρέας που φτιάχνεται με κρεμμύδι και βούτυρο
  2. Κρέας που έχει καβουρντιστεί και φυλάσσεται σε λίπος, μέχρι να χρησιμοποιηθεί.
  3. Σε μερικές περιπτώσεις καβουρμάς λέγεται και το ξεροψημένο, τραγανό, κουλούρι.
    [ τουρκ. kavurma, kavurmak ( ρ. kavurdum, στον αόρ. < καβουρδίζω, στα ελληνικά]

Από το τραγούδι: “Καλαμαριά”, σε στίχους Γ. Καλαμαριώτη, μουσ. Γρ. Σουρμαΐδη.
“…Φωτιές πετάει ο γκασμάς
και στήνει μαχαλάδες
μυρίζει πάλι ο καβουρμάς
να ζήσετε, κυράδες…”

Και …τα φώτα σας, σας παρακαλώ, για την ακριβή έννοια της φράσης: “το πηγαίνει το γράμμα”.
Από μια διασκευή του “Μπουφετζή” του Μπάτη, όπου σχολιάζουν…τραγουδιστά και αναφέρεται και ο Τσιτσάνης.

“Το πάει το γράμμα” = τον “παίρνει”
Για αρσενικό σημαίνει “αδερφή”
Αν μιλάμε για γυναίκα σημαίνει και “είναι εύκολη”.
Πάντα βέβαια σεξουαλικό υπονοούμενο.

Αν ρωτάς από πού βγαίνει η φράση… κι εγώ θα 'θελα να μάθω.

Επανέρχομαι στην ερμηνεία της προαναφερόμενης λέξης “ντουμπλέ - ντουμπλέδες”, για να επαληθεύσω την αρχική μου βεβαιότητα για την ερμηνεία που παρέθεσα τότε, και που τόλμησα ο θρασύς να διαφωνήσω με την Ελένη…:026: μα δεν μπορούσα να θυμηθώ σε ποιο τραγούδι το είχα ακούσει με αυτή την έννοια… :091:Ελένη υποκλίνομαι στις γνώσεις σου :109:αλλά επιμένω στην αρχική μου άποψη και μάρτυς μου ο Γιοβάν Τσαούς…:78:
Λοιπόν, εντελώς τυχαία μετά από πολύ καιρό το θυμήθηκα! :112:: Στην πριγκιπέσσα του Γιοβάν αναφέρεται στο στίχο:
“…δεκαοχτώ βαγόνια λίρες, κοκαΐνες και νταμίρες,
κάθε είδους αργιλέ με διαμάντι όλο ντουμπλέ…”:slight_smile:

Υ.Γ.
Εγώ ξεροκέφαλος; σώπα καλέ!:019:

Παρακαλω, θα ηθελα εαν καποιος γνωριζει, την σωστη ερμηνεια της λεξης " ΓΚΑΣΜΑΣ "

Γκασμάς είναι σκαπτικό εργαλείο και ανήκει στην ίδια οικογένεια με το φτυάρι, το τσαπί και το λισγάρι. Είναι αυτό που αν το κρατήσεις ανάποδα, μοιάζει σαν Τ.

Να προσθέσω ότι αναφέρεται και ως “κασμάς”, το εργαλείο χρησιμοποιείται για την εκσκαφή σκληρού-πετρώδους εδάφους, για χαντάκια ή θεμέλια. Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για την εκσκαφή των θεμελίων των κτισμάτων στην εποχή της οικοδόμησης των πόλεων της μεγάλης οικιστικής ανάπτυξης στα τέλη του 18ου αρχές 19ου αιώνα, τότε που δεν υπήρχαν μηχανήματα.
Ιδιαίτερα στα προσφυγικά και τα εργατικά αυθαίρετα στις φτωχογειτονιές δούλεψε πολύ κασμάς, και όχι μηχανήματα για ευνόητους λόγους…
Η εργασία με τον κασμά είναι πολύ επίπονη και βγάζει κάλους στα χέρια…τα αμάθητα φουσκαλιάζουν σε πολύ λίγο χρόνο! (έχω πολλές προσωπικές εμπειρίες…)
Χαρακτηριστικά μεταξύ των χειρονακτών κυκλοφορούσε το εξής: Άμα ο κασμάς και το ξινάρι (αξίνα) ήτανε καλά δεν θα τους βάζανε παλούκι στον kώλο!

Ευχαριστω πολυ και τους δυο σας για τις πληροφοριες!!!

Ντουμπλέ / ντουμπλέδες:

Νομίζω πως η Ελένη ήταν σαφής: και οι δύο έννοιες παίζουν. Στη μεν φράση «τις λουλαδιές ντουμπλάδες» υπονοείται η ταυτόχρονη παραγγελία δύο λουλάδων, ώστε να μη χρειαστεί να διακόψουν οι θεριακλήδες μας την απόλαυσή τους με το σώσιμο του ενός (πρώτου) ναργιλέ. Στη φράση «κάθε είδους αργιλέ, με διαμάντια όλο ντουμπλέ» υπονοείται η πλουσιοπάροχη «επένδυση» του αντικειμένου με διαμάντια, κατά την έννοια του λεξικού της Πρωΐας.

Απλά νομίζω ότι και η δεύτερη ερμηνεία θα έπρεπε να προστεθεί στο “γλωσσάρι”…:240:

Πιο πρόσφατη προσθήκη στο Ρεμπέτικο Γλωσσάρι:
Ντουμπλέ: Επένδυση υφάσματος με κεντήματα, μερικές φορές και με πολύτιμες πέτρες. Ακούγεται στο τραγούδι: “Εγώ θέλω πριγκηπέσα” (1936) Στ., μουσ.: Γ. Τσαούς Ερμην.: Καλυβόπουλος “…κάθε είδους αργιλέ με διαμάντια όλο ντουμπλέ…” [γαλ. doubler = διπλασιάζω < λατιν. duplus = διπλός, διπλάσιος].
Το ύφασμα που κολλάει;:091:

Ντουμπλάρω= επικαλύπτω, καλύπτω εσωτερικά κάτι .
Πάντα βέβαια, ένα αντικείμενο που μπορεί να είναι ή ένα ύφασμα (φοδράρω, δηλαδή) ή την επιφάνεια ενός μετάλλου (με άλλο συνήθως ανθεκτικότερο).

Και εδώ, μπήκε το πρώτο αντικείμενο μεν, αλλά εκ παραδρομής ξεχάστηκε το δεύτερο.
Τόσο απλά…

Συμπληρώσεις στο λεξικό μας.

Παραθέτω το τραγούδι: " Τουμπελέκι-τουμπελέκι" του Κ. Μπέζου (1931).

" Η τύχη μου το έριξε να κλέψω ένα σακάκι,
το βάσταγα και τράβαγα για το Μοναστηράκι.
Τούμπα-τούμπα το λεγένι,
βρε, ‘κείνο που ‘παμε θα γένει, βρε,
τουμπελέκι-τουμπελέκι, βρε, που μας κάνεις το λελέκι.
Αλλά διαβόλου σύμπτωση, να και τ’ αφεντικό του,
με τράβαγε και μου ‘λεγε, πως ήτανε δικό του.
Τουμπελέκι-τουμπελέκι, βρε, που μας κάνεις το λελέκι, βρε,
τούμπα-τούμπα το λεγένι, ωχ,
που μας κάνεις το λεβέντη.
Αχ, η ζωή των Γιάννηδων μες στην απελπισία,
πότε στα κρατητήρια και πότε σ’ ευτυχία.
Βρε, ποια κυρία, ποια κουρέλω, βρε ποια κασόμπρα του συρμού,
βρε, έναν κόμη σαν τοιούτο να τον περάσει γι’ αλεπού.
βρε, το κοστούμι που φοράω, βρε σ’ ένα φίλο το χρωστάω,
μα δεν το δίνω, δεν το δίνω, βρε, μα τον Άγιο Κωνσταντίνο".

Λεγένι: η λεκάνη, η λεκάνη του νιπτήρα.
[Τουρκ. legen< περσ. lagan=μπρούτζινη ή χάλκινη λεκάνη για το πλύσιμο των χεριών.]

λελέκι :1. το πουλί πελαργός. 2. (μτφ.) πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος(ονομασία που οφείλεται στην ομοιότητα με το πτηνό).
[τουρκ. leylek ].

συρμός : 1. αμαξοστοιχία, τρένο.
2. μόδα, συνήθως στην έκφραση “είναι του συρμού”= είναι μοντέρνο, είναι της μόδας (με αρνητική φόρτιση).
[ < αρχ. συρμός, κάτι που σέρνεται, που αφήνει ίχνος, σημάδι]

τουμπελέκι ή τουμπερλέκι : κρουστό όργανο με ηχείο αρχικά από πηλό και μεταγενέστερα από μπρούτζο ή αλουμίνιο. Το πίσω μέρος του ηχείου είναι ανοικτό για να ακούγεται ο ήχος, ενώ στο μεγαλύτερο επιστόμιό του εφαρμόζεται δέρμα ή πιο συχνά πλαστικό. Το τουμπελέκι παίζεται και με τα δύο χέρια και κρατιέται κάτω από την αριστερή μασχάλη ή κρέμεται από τον αριστερό ώμο. Το δεξί χέρι χτυπά τους ισχυρούς χρόνους και το αριστερό τους αδύνατους. Το δεξί χτυπά συνήθως στο κέντρο της επιφάνειας, όπου έχουμε πιο βαθύ ήχο ενώ το αριστερό στην άκρη κοντά στο χείλος, όπου ο ήχος είναι πιο οξύς και πιο μικρής διάρκειας.
[τουρκ. tumbelek].

Και…κασόμπρα: η τιποτένια, η άσχημη, η χαμηλής νοημοσύνης, με κακούς τρόπους, η κακοντυμένη γυναίκα.
[Άγνωστης - μέχρι στιγμής - ετυμολογίας η λέξη αυτή…] :112: