Μολις ακουσα με προσοχη το τραγουδι και λεει “μπουζουριερα” οπως αναφερει η Σταυρουλα!
Αν ισχύει αυτή η ερμηνεία, τότε μάλλον το ανάποδο συμβαίνει με το παραπάνω. Επειδή στην μπουζουριέρα κρύβουμε, καταχωνιάζουμε πράγματα, έτσι και στη φυλακή βρίσκονται …καταχωνιασμένοι οι κρατούμενοι.
Οσο για το “μα” ακούγεται ξεκάθαρα και μπορεί να σημαίνει αυτό που λέει ο Νίκος (τσόντα για να ταιριάξει ο στίχος), μπορεί όμως να έχει και την κανονική σημασία. Δηλαδή ο μάγκας στέκεται παραπέρα (μοιάζει να μην είναι στην παρέα μας), όμως κρατάει την μπουζουριέρα. Μ’ άλλα λόγια, ο μάγκας φαίνεται άσχετος, μα κρατάει την μπουζουριέρα.
Το παραψειρίσαμε μου φαίνεται.
Και μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για τον Μπάτη. Τον άνθρωπο που στη μια στροφή λέει “Μου παρήγγειλε τ’ αηδόνι με το πετροχελιδόνι” και στην άλλη “δώστου δώστου δώστου δώστου μαχαιριές κι εγώ γιατρός του”.
Αϊντα, που θα 'λεγε κι ο Στράτος.
Αρη, δε θα δινανε σε “ασχετο” να διαχειριζεται την “καβαντζα” τους!
Απλα μαλλον στιχουργηκα πεσαμε στον “υπηρετη”, αυτος που αμιλητος εχοντας ολα τα κονφορ,
αρα και το “μαυρο”, ετοιμαζε και γεμιζε τους λουλαδες. Προσωπικα ετσι το καταλαβαινω…
Και οι δυό στροφές είναι παραδοσιακές. Η πρώτη από γνωστό Καλαματιανό Πελοποννήσου και η δεύτερη από Κρητική Μαντινάδα.
Δεν μου φαίνεται καθόλου περιέργο, που ο Μπάτης (μαζί με κάποιον άλλο νομίζω) βάζει σ΄ένα τραγούδι αυτές τις δυό στροφές. Άσε που οι “μαχαιριές” είναι ερωτικές για την “φίνα από την Αγια Μαρίνα”, με την οποία τα έχει ψήσει και την θέλει ερωτομαχαιρωμένη για να γίνει ο γιατρός της.
Το αηδόνι είναι “η φίνα” και το “πετροχελιδόνι” κάποιος αγγελειοφόρος, η εντύπωση, η αίσθηση (το πουλί στα δημοτικά τραγούδια) πως τον θέλει … και αξίζει το κυνηγητό και η λαχτάρα από τους Βλάχους.
Έτσι τουλάχιστον καταλαβαίνω εγώ:)
*Το δημοτικό τραγούδι (Μου παρήγγειλε τ΄αηδόνι) ήταν το αγαπημένο μου πριν πάω σχολείο.
Έβαζα τη μάννα μου να μου το τραγουδάει σχεδόν καθημερινά.
Στο τραγούδι “ο πιτσιρίκος” του Δραγάτση.
χαρχαλάς: χωρίς χάρη, ατσούμπαλος, μπουνταλάς, χοντροκομένος στις κινήσης του, αργόστροφος…
Δεν την βρήκα σε λεξικό, αλλά υποψιάζομαι από τις λέξεις χάρη+χαλάω.
Εμείς λέμε χαρχάλας, αλλά ίσως τονίζει στην λήγουσα για να του βγει ο στίχος.
Τα φώτα σας παρακαλώ.
Μπράβο, Δημήτρη.
Αν μπορείς, γράψε και τους στίχους που περιέχουν τη λέξη αυτή.
Προσθέτω κάτι λίγα:
χαρχαλάς: αυτός που κάνει θόρυβο, αρβάλα.
Επίσης αυτός που ψαχουλεύει κάνοντας θόρυβο.
Πιθανόν από το “χάλι” < χαλεύω και χαλώ.
Υπάρχει και ρήμα “χαρχαλεύω” = ανακατεύω, αφρατεύω το χώμα κλπ. Δεν το βρήκα σε λεξικό (δεν έχω, το ξέρετε), αλλά από διήγηση της μακαρίτισσας πεθεράς μου, μικρασιάτισσας, για ωραίο νεανικό γυναικείο νυχτικό με δύο σχισμές στα πλάγια, που το περιεργάζονταν τα (τότε) κορίτσια και η εις την προίκα της οποίας ανήκε εξηγούσε την πιθανή χρήση δύο ακατανότητων για αυτές σχισμών στα πλάγια: “για να βάζει ο (μελλοντικός) άντρας μου το χέρι του να χαρχαλεύει”.
Μπράβο Νίκο, πολύ καλή η εξήγηση σου (φέρνω την εικόνα στο μυαλό μου, μμμ…:107:).
Η λέξη πάντως είναι πολύ διαδεδομένη στο κρητικό ιδίωμα με την έννοια του ανακατεύω, σκαλίζω.
Βρε, πιτσιρίκο φύλαξε
στο παραθύρι κοίταξε
(για να φουμάρουμε κι εμείς
μέσα στο σπίτι της μαμής) χ2
[LEFT]
Μα δεν ανθίζεσαι λοιπόν
ο Νώντας βρίσκεται απόν
να κανονίσει το λουλά
για να φουμάρουν τα παιδιά
Να και ο Νώντας έφτασε
τον αργελέ μας έφτιαξε
(βρε σεις, παιδιά φουμάρετε
το κέφι σας να κάνετε) χ2
Ο πιτσιρίκος τα ‘χασε
τον αργελέ τον έσπασε
εγώ δε δίνω 'να λεπτό
κι ας πα’ να γίνει φονικό
Γιατί να σπάσεις το λουλά
βρε πιτσιρίκο ΧΑΡΧΑΛΑ
(μέσα στα ούλα θα χωθώ
και μες στο αίμα θα βαφώ) χ2
Ο πιτσιρίκος είμαι ‘γω
θαρρείς πως θα σε φοβηθώ
σαν θέλεις αίμα για να πιείς
έβγα για να μ’ εκδικηθείς
Για την έντονη πρόταση δεν παίρνω και όρκο.[/LEFT]
Ωραία η προσπάθεια της Ελένης, να προσθέσει στίχους στα λήμματα. Ας συμβάλλω και εγώ:
στο λήμμα Κουρνάζος παρατίθεται και ο στίχος “βρε κουρνάζε μου τελώνη, τη ζημιά ποιος την πληρώνει”. Νομίζω ότι θα ταίριαζε καλύτερα ο στίχος “να ‘σαι κουρνάζος κι’ έξυπνος, κι όλο με ζοριλίκι” από το πρέπει να ξέρεις μηχανή του Μάρκου. Αποδίδει καλύτερα το νόημα της λέξης.
Χαρχάλω, η πρώτη μου μοτοσυκλέτα μια ΜΖ150 του 1972. :019:
Νοείται η βαβουριάρα, άχαρη, ατσούμπαλη και ζημιάρα μοτοσυκλέτα.
Συνηθισμένο όνομα για τις παλιές μονοκύλινδρες ή δικύλινδρες μοτοσυκλέτες που εγκατέλειψαν στην Ελλάδα μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο οι σύμμαχοι και οι γερμανοί,(κυρίως Norton, BSA, και BMW, αλλά και Zündapp, NSU, και Horex. Σ΄ αυτές οι δαιμόνιοι έλληνες προσάρτησαν καρότσι στο πλάι ή τις έκοψαν στη μέση και κόλλησαν καρότσα με σαζσμάν και διαφορικό! Έγιναν εργαλεία δουλειάς, “εκτελούνται μεταφοραί”, που έδωσαν ψωμάκι στη φτωχολογιά και ανέστησαν φτωχογειτονιές. Οι παλιοί είχαν μια περίεργη σχέση μ’ αυτές, αποστροφής αλλά και αγάπης…
Άλλη μια λέξη που πρέπει να διευκρινιστεί.
"Σαμπαστιά, από τη “Σύρο” (1936) του Μάρκου.
Πρόκειται για την καθολική εκκλησία του Saint Sebastian στην Άνω Σύρα.
Για την ιστορία, να αναφέρουμε πως η Σύρος έγινε σημαντικό κέντρο του καθολικισμού στο Αιγαίο, κατά τα έτη 1644-1699, με τη μεσολάβηση της Γαλλίας και τη στήριξη της Βενετίας.
Λάθος, παρακαλώ να διαγραφεί αφού εγώ δεν ξέρω πώς
Καλό το σύστημα με τα τυχαία λήμματα από το γλωσσάρι, εκτός από διαφήμηση είναι και ένας τρόπος να τα ξαναβλέπουμε και να τα ξαναεπεξεργαζόμαστε, αν χρειάζεται.
Κομισέρης, λοιπόν: κατʼ αρχήν, για την ορθογραφία, με τις σύγχρονες απόψεις με ένα μι και ένα σίγμα πρέπει να γράφεται, αφού και το τρένο δεν γράφεται πλέον τραίνο, δεν τηρείται πια η αρχική ορθογραφία της γλώσσας από την οποία προήλθε η λέξη. Για την ετυμολογία, τώρα, δεν θα συμφωνούσα με την αναγωγή στα λατινικά, ή ίσως θα προέτασσα τη γαλλική λέξη commisssaire (που βεβαίως και αυτή προέρχεται από το λατινικό commito) που χρησιμοποιείται, ακόμα και σήμερα νομίζω, για κάποιους αξιωματούχους της γαλλικής αστυνομίας, δες και «Ο επιθεωρητής Κλουζώ (λάθος, Κλουζό!)». Έχω την εντύπωση, οι γόνοι προσφύγων θα μας το βεβαιώσουν ίσως, ότι το τότε καινούργιο αστυνομικό σώμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας του 20ού αιώνα οργανώθηκε από Γάλλους, αφού και ο αστυνόμος jandarma ονομάζεται (Gensdarmes, Gensdarmerie κλπ.)
και να προσθέσω και σχετικούς στίχους, κατά της επιταγές της Ελένης:
Η Έλλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι, γιατί άφησε τον άντρα της και πήρε κομισέρη.
Μια ακόμα λέξη, “κονιόρος”.
Από μια παραλλαγή της “Μόρτισσας χασικλού” του Βαμβακάρη.
“Ποτέ σου δε λογάριασες
νταήδες και μαγκιόρους
ούτε τους μαχαλόμαγκες
που κάνουν τους κονιόρους…”
Η λέξη αυτή εντοπίζεται και σε μεσαιωνικά κείμενα, κυρίως στα Επτάνησα, αλλά και στην Κρήτη με την έννοια του “ξύπνιου” άντρα, του “μάγκα”.
Ιταλικής προέλευσης, από το ρήμα coniare = μηχανεύομαι, επινοώ, εφευρίσκω < λατιν. cognosco = γνωρίζω, ερευνώ, εξετάζω.
Για τη λέξη “ταξίμ” κάποια στοιχεία που βρήκα.
Ταξίμ (taksim) στα αραβικά σημαίνει: διακοπή, πέρασμα, σταυροδρόμι.
Στη μουσική, είναι το οργανικό κομμάτι που κλείνει κάποιο δρόμο, ολοκληρώνει δηλαδή ένα μακάμι και εισάγει σε ένα καινούριο.
Μακάμ (makam) είναι αυτό που βρίσκεται μπροστά, η εξέδρα, το πάλκο, όπου εμφανίζονται οι καλλιτέχνες.
Μεταφορικά, υποδηλώνει τη βάση ενός τραγουδιού, ή του μουσικού αυτοσχεδιασμού, τον αυστηρά συγκεκριμένο δρόμο, την κλίμακα.
Ο οργανοπαίκτης πρέπει να μη βγαίνει έξω από το επιλεγμένο μακάμι, να αυτοσχεδιάζει στα μελωδικά του όρια, όταν κάνει ταξίμ(ι).
Ελένη, η δεύτερη φράση της ρήσης σου είναι σωστή. Αν όμως ίσχυε και η πρώτη, η ανατολική μουσική θα ήταν εκατό φορές πιό φτωχή από ότι είναι. Ακριβώς αυτός είναι ο πλούτος της ανατολικής μουσικής: ξεκινάω από ένα μακάμι, εφαρμόζω τα μελωδικά μου όρια ώς τα άκρα και περνάω έτσι σε άλλο, μετά σε άλλα μακάμια και όσο περισσότερα εναλλάσσονται, τόσο περισσότερη μαγκιά. Και είναι πραγματικά αριστουργηματικός ο τρόπος με τον οποίο ο προικισμένος μουσικός περνάει από το ένα μακάμι στο επόμενο και πάλι πίσω, και μετά σε καινούργιο, πάντα παραμένοντας σε αυστηρά καθορισμένα όρια, όχι όπως η δυτική μουσική που αυθαίρετα, πατώντας απλά δύο (ρυθμικές) μπότες, ανεβάζει τονική και πηγαίνει σε σκάλα ένα τόνο ψηλότερη με το έτσι θέλω. Άμα το είχα καταφέρει εγώ αυτό, θα πήγαινα για ρεσιτάλ στο θέατρο Πέτρας.
Τι σημαινει η λεξη “μπεντενι” ? (χαρακτηρισμος που αναφερεται σε προσωπο - π.χ. ο δεινα υπηρξε στη ζωη του ενα πραγματικο “μπεντενι”). Σας ευχαριστω πολυ!
Μπεντένι (< beden στα τουρκικά) σημαίνει “έπαλξη, πολεμίστρα, φρούριο, προμαχώνας”.
Μπεντένι λέγεται και η μάντρα η φτιαγμένη με πέτρες, ο στέρεος τοίχος, το ντουβάρι το στέρεο.
Υπάρχει και χωριό που κράτησε αυτή την ονομασία λόγω του φρουρίου που είχε.
Όταν λέγεται για άνθρωπο, σημαίνει “μεγαλόσωμος, θηρίο, πολύ δυνατός”.
Ειρωνικά μερικές φορές, πάλι για άνθρωπο όταν λέγεται, σημαίνει περίπου “χοντροκέφαλος”.