Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Η αναζήτηση συνεχίζεται…

Λοιπόν, μάγκες, ξέρετε πόσο παίρνει να διαβάσει κανείς με σημειώσεις και παραπομπές και ψιλοψάξιμο τις εξηνταεφτά σελίδες του θέματος;;;

Από τις εννιά το πρωί μέχρι τώρα με τρεις μονόωρες στάσεις!!! Αλλά είχα αποφασίσει να μην κοιμηθώ αν δεν τελειώσω και επίσης να σημειώσω και ότι βρήκα από μέρους μου, μπας και συμβάλλω με τα ολίγα μου και εγώ…

Από το τέλος προς την αρχή: Στο Δανό απάντησε κατάλληλα στην αμέσως επόμενη σελίδα φίλος και είπε ότι δεν είναι “con trampa, με τράμπα”, αλλά contra bando. Εγώ θα σημειώσω ότι οι παλιοί ναυτικοί δίνουν και μια ετοιμολογία άλλη της λέξης από το βούλευμα (;! πώς βγαίνει αυτό;!) που είναι “απέναντι πλευρά”, contra b(ή p)anda: είτε γιατί κάθονταν οι λαθρέμποροι το ένα πλοίο απέναντι στο άλλο και κάνανε σήματα αναγνώρισης πριν κάνουν την ανταλλαγή, είτε γιατί η ανταλλαγή έφερνε λεφτά και εμπόρευμα το ένα στην κόντρα πάντα (=μεριά) από όποια ήταν αρχικά. Δεν θεωρώ αυτούς που μου το μετέφεραν πριν είκοσι χρόνια στα βαπόρια ΤΙΣ αξιόπιστες πηγές, παλιοναυτικάντζες ήταν (με την καλή και την κακή έννοια = αγράμματοι, αλλά και γεμάτοι εμπειρίες) αξίζει να σημειωθεί και να κριθεί ωστόσο.

Για το qift να παραθέσω μόνο την πρόσφατη εμπειρία μου, μια και κάποιος ρώτησε αν το qift προφέρεται τσίφτ ή κίφτ: ο αλβανός με το επώνυμο Koqo δεν είναι άλλος από τον… Κώτσο! Και αντίστοιχα Koqi ο Κώτσης. Το βλέπω σε ελληνοποιήσεις αλβανών πελατών μου στην τράπεζα, από τη μια το παλιό διαβατήριο της Αλβανίας, από την άλλη η νέα ελληνική ταυτότητα (αλλά το ακούω κιόλας, το λένε οι άνθρωποι, Κώτσο ή αντίστοιχα Κώτση με λένε).

Και μη ρωτήσετε πώς από τη θάλασσα πριν είκοσι χρόνια βρέθηκα σήμερα στην τράπεζα… μεγάλη ιστορία και δεν εμπίπτει στο τόπικ αυτό!

Ξέρετε πώς ο τσαμπουκάς βγήκε να σημαίνει καυγάς ή επιζήτηση καυγά; Δεν είδα να το αναφέρει κανείς πιο πάνω, αν και ίσως να είναι κοινή γνώση όσων πέρασαν ποτέ από παραδοσιακούς χορούς: Στη Θράκη το παντελόνι το δένουν με ζωνάρι τυλιχτό γύρω γύρω ΧΩΡΙΣ κόμπο ή πιάστρα, αλλά περαστό μία φορά στο τέλος μέσα από την υπόλοιπη γύρα και τραβηχτό, σφιχτό. Αυτό το ζωνάρι λέγεται τσαμπουκάς και δεν έχει μέτρημα για να έχει το τελείωμά του, το πέρασμα μέσα από τη γύρα, συγκεκριμένο μήκος, γιατί και το ζωνάρι έχει διαφορετικό μήκος, αλλά κι ο άντρας που το φοράει είναι άλλοτε πιο χοντρός, άλλοτε πιο λεπτός… δεν μπορείς να το υπολογίζεις. Έτσι σε κάποιους ο τσαμπουκάς κρέμεται πιο μακρύς. Άντε λοιπόν να κάνεις εκείνη τη φιγούρα του χορού που σκύβουν όλοι και κάνουν κάνα δυο βήματα σχεδόν γονατιστοί και ξανασηκώνονται!.. Κάποιος πατάει τον τσαμπουκά του μπροστινού του (που σημειωτέον κρέμεται στο αριστερό πλάι πάντοτε, όπως πάει κι ο χορός από τα αριστερά στα δεξιά) και νάτος ο μπροστινός με το παντελόνι κατεβασμένο και τα βρακιά φάτσα φόρα! Θεωρείται η μεγαλύτερη προσβολή και αφορμή για καυγά αυτό το πράγμα, με την αιτιολογία “Μου πάτησες τον τσαμπουκά!”

Η Ελένη νομίζω ζητούσε πηγές για ό,τι λέμε, πιο πάνω τις ανέφερα… Δεν ξέρω αν για τον τσαμπουκά πρέπει να πω ονοματεπώνυμο τις δασκάλας μας στους παραδοσιακούς χορούς, πάντως είναι διαθέσιμο και άπό όσο γνωρίζω δίδασκε πολλά χρόνια ήδη τότε (πριν πάω στα καράβια) διδάσκει και σήμερα τα παιδιά μας, νομίζω θεωρείται αξιόπιστη πηγή (σν και σίγουρα όχι αυθεντία) κι αν μπορεί κάποιος ας επιβεβαιώσει (ή όχι) από άλλη πηγή…;

Τώρα για τα μπιλαντέρια, μπορεί κάποιος να μας πει δημιουργό και έτος δημιουργίας του τραγουδιού; Και ξέρει κανείς αν ο δημιουργός είχε θητεύσει και στην Αμερική; Γιατί χωρίς να είμαι γλωσσολόγος, αυτό το μπιλαντέρια μου κάνει και κάτι από… μπιλοζήρια!

(Πολύ μεγάλη και αστεία παρένθεση, χρήσιμη ίσως στο τόπικ γενικά:)

Για όσους δεν ξέρουν, οι ομογενείς στην Αμερική είχαν τα πρώτα χρόνια μετανάστευσης μεγάλη γλωσσοπλαστική ιδιοτροπία και βγάζανε λέξεις στην καθ’ όλα ελληνική τους διάλεκτο προς καθημερνή χρήση, που βάση είχαν τα αμερικάνικα! Άντε να καταλάβεις!.. Έρχεται φίλη λοιπόν οικογενειακή από την Αμερική, Ελληνοαμερικανίδα και φέρνει ένα μπουφάν δώρο λέγοντας: “για τα μπιλοζήρια”! Βρε τι είναι τα μπηλοζήρια, τι είναι τα μπιλοζήρια… Στίβει τα ελληνικά της, δεν βρίσκει τη λέξη “κρύο” η γυναίκα και λέει: “Πώς το λέτε εδώ όταν το θερμόμετρο πέφτει below zero;” Και μας πέφτουν βέβαια τα μαλλιά.

Από την ίδια μάθαμε μεταξύ πολλών άλλων αστείων (αν θυμηθώ κάτι, επιστρέφω) τι σημαίνει και ο γκαντέμης, γιατί το έλεγε με αγγλική προφορά κι είχε πολύ γέλιο: “God damned is (he)”! Ή ότι το μπουφάν που τρέχαμε όλοι μια περίοδο να αγοράσουμε και το λέγανε lupo σήμαινε μαϊμού μάρκα κι έβγαινε η λέξη από τους ίταλοαμερικάνους (lupo=λύκος, άρα από δέρμα λύκου που κάποτε ήταν το φτηνιάρικο δέρμα για πανωφόρια).

Εδώ κλείνει η παρένθεση και πάμε στα μπιλαντέρια: (μόλις άκουσα τη λέξη, εγώ αμέσως αυτό σκέφτηκα κι αν έχει καμία υπόσταση εσείς θα το κρίνετε με βάση αυτά που ρώτησα για το δημιουργό:) μπιλ(α)ντέρια=builders=χτίστες. Δεν το έχω ακούσει πουθενά, αλλά ρε παιδιά, με το πρώτο πρώτο λήμα που διάβασα και ρωτούσε το παληκάρι γα μπιλαντέρια, εμένα αμέσως εκεί πήγε το μυαλό μου. Δείτε το: στέκει βάσει εποχής και θητείας του δημιουργού με τους αμερικανορεμπέτες μας; Αν όχι, συγνώμη για την παρένθεση, ελπίζω το σχετικό γέλιο να άξιζε την παρεμβολή…

Έτσι και για το σάνο (που στα ιταλικά: sano=υγιείς) εγώ σκέφτηκα στο πρώτο λήμα που διάβασα εδώ αυτό που λέμε άμα χάνουμε τα λεφτά μας όλα στο τζόγο: “άντε, εις υγείαν” ή “και εις άλλα με υγεία”. Και για αυτό δεν ξέρω αν κάποιος μπορεί να μας διαφωτίσει…

Να δώσω πριν σας αφήσω ως την άλλη εβδομάδα κι εγώ ένα λήμα για το Θερμαστή του Μπάτη:

Μηχανικός στη μηχανή
και ναύτης στο τιμόνι
κι ο θερμαστής στο στόκολο
με τις (ή: με έξι) φωτιές μαλώνει

Αγάντα θερμαστάκι μου
και ρίξε τις φτυαριές σου
μέσα στο καζανάκι σου
να γιάνουν οι φωτιές σου

Κάργα ρασκέτα (ωχ) και λωστό
το Μπέη να περάσω
και μες στου Κάρντιφ τα νερά
εκεί να πάω να αράξω

Δώθηκαν εξηγήσεις, είδα, για τη ρασκέτα και το στόκολο. Κανείς δεν είπε όμως για το Μπέη (=Bay of Biscay, Βισκαϊκός Κόλπος) και το Κάρντιφ (=Cardiff, λιμάνι της Ουαλλίας, στα δυτικά του Ηνωμένου Βασιλείου). Την εποχή εκείνη (που τα ατμόπλοια κυριαρχούσαν κι οι θερμαστές ίδρωναν στο στόκολο) ήταν ένα λιμάνι με τρομερή κίνηση από πλοία, ενώ σήμερα έχει ξεπέσει. Κι όταν ρώτησα στην Εμποροπλοιάρχων ποιο Μπέη εννοούμε (έχοντας στο μυαλό μου: και ποιον Αγά ίσως) ο καπετάνιος που μας έκανε ναυτιλία απάντησε το μοναδικό “ένας είναι ο Μπέης” (κι εγώ έμεινα με ανοιχτό το στόμα να κοιτάω σαν χάνος, να προσπαθώ να καταλάβω) γιατί όλοι οι ναυτικοί που τον έχουνε περάσει (κι εγώ δυο χρόνια μετά) βιώνουν το καταπληκτικό φαινόμενο υπερβολικά υψηλών κυμάτων και τρομερής κακοκαιρίας, ομίχλης και δεν συμμαζεύεται, διότι ο κόλπος αυτός ανοιχτά της βόρειας Ισπανίας και της δυτικής Γαλλίας έχει όλα τα κακά της μοίρας του: εκεί καταλήγουν όλοι οι δυνατοί (συνήθως δυτικοί και νοτιοδυτικοί) άνεμοι από τον Ατλαντικό, αλλά εκεί που τελειώνει ο κόλπος αρχίζει και το στενό του Ντόβερ, που έχει μόνιμη ομίχλη και βροχή! Να βλέπεις δηλαδή παλιούς ναυτικούς να κουνάνε το κεφάλι τους, μόλις πιάνει το βαπόρι το ακρωτήρι του Φινιστέρο κι αλλάζει πορεία από τραμουντάνα σε γρέγο, σαν να ξέρουν ότι σε λίγο θα κουνιέται και θα αγκομαχάει και το πλοίο από την επερχόμενη κακοκαιρία!.. Μη σου λάχει, που λένε!..

Αυτά για όσα διάβασα σήμερα. Περιμένω να διαβάσω κι άλλα λήματα για άγνωστες λέξεις από τα ρεμπέτικα τραγούδια, έχει τρομερό ενδιαφέρον!

Υ.Γ. γιατί ρε παιδιά όταν πατάω το ρημάδι το Link για να πάρω κι εγώ το αρχείο με το λεξιλόγιο με πετάει σε ένα μήνυμα: “δεν έχετε επιλέξει συγκεκριμένη τοποθεσία” και “επικοινωνείστε με τον administrator”; Μήπως τα παλιά Link δεν λειτουργούν πια; Βάζετε αν έχετε την καλοσύνη ένα καινούριο link, να το πάρουμε κι εμείς αυτό το πόνημα;

Ε, καλά. Δεν έχεις ακούσει το άλλο; "πιάσανε τα μπιλοζίρια και φριζώσανε τα λέκια". (α ρε Παπαδόπουλε!)
Άλλα αγαπημένα μου είναι ο ρουφιάνος (ο μάστορας για τις στέγες), τα μπίλια, το τρόκι, τα σέτζια,
τα μασίνια, η χέμπρουγκα, το στέκι (stake), η γκρίλα, η φρίζα, το τσέκι και πάει λέγοντας…

Έξι φωτιές.

Άσχετο: ο κόλπος του Κάρτνιφ πρέπει να έχει τα βρωμερότερα νερά που έχω δει, και δεν μιλώ για ρύπανση. Οι νότιες ακτές του δεν είναι αμμώδεις αλλά… πυλώδεις. Πολύ λασπουριά ρε παιδί μου…

Ckdmt, χαιρόμαστε όλοι που έκανες τον (μεγάλο) κόπο να διαβάσεις όλες αυτές τις σελίδες. Τα σχόλιά μου:

Γενικά, είναι πάρα πολύ δύσκολο να εξηγήσει / ετυμολογήσει κανείς λέξεις και εκφράσεις που δημιουργήθηκαν πριν πολύν καιρό, σε σπάνιες περιπτώσεις και πριν αιώνες, και που παρέμειναν στην προφορική γλωσσική παράδοση αλλάζοντας συνεχώς, καθώς και οι καιροί αλλάζουν. Μερικές φορές πρέπει να παραδεχτούμε ότι για κάποια λέξη / έκφραση, εξήγηση δεν υπάρχει, οπότε τη δεχόμαστε ως έχει.

Κοντραμπάντο: νομίζω πως η εξήγηση contra bannum = αντίθετα προς το διάταγμα είναι απόλυτα ικανοποιητική. Έχει την έννοια «παράνομα, σε παρανομία» και εμένα με καλύπτει.

Τσίφτ: Λαβράκι! Έλυσες την απορία μας, μπάβο. Μένει μόνο κάποια επιβεβαίωση με κατάλληλη αλβανική πηγή αλλά το επιχείρημά σου είναι πειστικότατο.

Ενδιαφέρον και το περί τσαμπουκά, αλλά θέλει ψάξιμο ακόμα. Ας μας θυμίσει κάποιος, που εγώ το έχω ξεχάσει, τι είναι οι τσαμπουκάδες σε χορδόφωνο μουσικό όργανο. Πάντως, ο τρόπος αυτός στερέωσης του παντελονιού δεν είναι αποκλειστικά θρακική πατέντα, ευρύτατα χρησιμοποιήθηκε σχεδόν παντού. Και υπάρχει και η έκφραση «το ζωνάρι του για καυγά» που βασίζεται ακριβώς σε αυτό: αφήνω επίτηδες το ζωνάρι μου να κρέμεται περισσότερο από όσο πρέπει, ώστε κάποιος να βρεθεί να το πατήσει και να βρώ εγώ αφορμή για τσακωμό.

Πλάκα έχουν τα μπηλοζήρια, ο γκαντέμης κλπ., αλλά μέχρις εδώ. Όχι και να ετυμολογήσουμε με αυτόν τον τρόπο. Να προσθέσω και εγώ τη «Μονεώρα», που είναι η πληρωμή μέσω τραπέζης (money order). Και άπειρα άλλα.

Γενικά, κάνεις το λάθος που δυστυχώς και «αρμόδιοι» συχνά κάνουν, προσπάθεια ετυμολόγησης με βάση την ηχητική μιάς λέξης και μόνο. birader = αδελφός, γράφουν όλα τα τουρκοελληνικά λεξικά και basta. Ως γνωστόν, γλωσσολογικά το λ και το ρ είναι πολύ συγγενικά (αδελφός > αδερφός, Γρηγόρης > Γληγόρης, «Απʼ το Αρφα (αλφα) θʼ αρχινήσω», εκατοντάδες άλλα).

Για το Biskaya bay το έχουμε ήδη συζητήσει, βάλε αναζήτηση για Βισκαϊκό και θα το βρείς. Το λάθος το είχε κάνει και ο Κουνάδης στη σειρά των σιντιών της ΕΜΙ, θεωρώντας ότι υπάρχει κάποιο ακρωτήριο του Μπέη κάπου στην υδρόγειο.

Πολύ σίγουροι είσαστε όλοι, Πάνο, για τις έξη φωτιές. Πώς θα τις φέρει βόλτα, ένας μόνο άνθρωπος; Και γιατί έξη; φορτηγό είναι, όχι υπερωκεάνειο. Εγώ επιμένω στο με τση φωτιές μαλώνει.

Ζωντανή απόδειξη οι Ανωγειανοί!!

Κι εμένα μου πάει καλύτερα και από εννοιολογική άποψη.

ckdmt,

Για τη λέξη “τσαμπουκάς”.
Δεν έχω βρει να ονομάζεται το ζωνάρι των χορευτών με αυτή την ονομασία.
Ίσως μερικοί στο χορό έβρισκαν την ευκαιρία και "έλυναν το ζωνάρι τους " για να προκαλέσουν καυγά, κατά πως λέει και η γνωστή μας φράση, από τσαμπουκά, από νταηλίκι και έτσι προήλθε σύγχυση στην έννοια.
Η λέξη “τσαμπουκάς” προέρχεται από την τουρκ. “çabuka” που σημαίνει : “αυτός που έχει καταδικαστεί ξανά” και αυτή από την παλιότερη λέξη “sabιka” = “προηγούμενη καταδίκη”.

“Τσαμπουκάς” σημαίνει στην καθομιλούμενη “καβγάς”, “φασαρία”, “μάγκικη συμπεριφορά”, “νταηλίκι”.

Επίσης, “τσαμπουκάδες” ονομάζονται και οι οδηγοί που μπαίνουν στην ταστιέρα των χορδόφωνων οργάνων.

ckdmt,
Επειδή δυσκολεύεσαι να δεις τον πίνακα excel με το λεξιλόγιο, δώσε ένα e-mail για να στον στείλω σε ένα κείμενο word ή και σε excel.
Αν και πολύ σύντομα θα ετοιμάσω και καινούριο πίνακα, με τα νέα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει.

Τη λέξη çabuka δεν τη βρήκα στο λεξικό. Βρίσκω μόνο το çabuk = γρήγορος, γοργός, ταχύς κλπ. και τα σχετικά παράγωγά του. Επίσης βρήκα, στο λήμμα sabika, πράγματι την καταχωρηθείσα καταδίκη, μητρώον κλπ. Αλλά πώς θα συνδυάσουμε το çabuk με το sabika; Αυτό μόνο ένας γνώστης της τουρκικής (ίσως χρειάζεται να είναι και τουρκολόγος) μπορεί να το εξηγήσει.

Πάντως, για τους τσαμπουκάδες του μπουζουκιού (τους ξαναθυμήθηκα με την αναφορά της Ελένης) μπορούμε να σκεφτούμε ότι συνδυάζονται με το γοργός κλπ. αφού επιτρέπουν τη γρήγορη αναφορά σε εύκολα διαστήματα τετάρτης, πέμπτης κλπ. στην ταστιέρα.

Μια άλλη εκδοχή της ετυμολογίας της λέξης “τσαμπουκάς”.
Από την τουρκ. sabikali = σεσημασμένος, αυτός που δεν έχει λευκό ποινικό μητρώο.

Είμαι σίγουρος 100% ότι λέει “…με τση φωτιές μαλώνει” ακούγεται πεντακάθαρα, δεν είμαι σίγουρος, όμως, για το “τση”, μήπως γράφεται “τσι”?
“τις φωτιές” πληθυντικός, άρα “τσι”, όχι ότι έχει καμία σημασία δηλαδή…

  1. Η άτυπη ορθογραφία, τουλάχιστον εδώ στην Κρήτη, το θέλει “τις --> τσι”.

  2. Ακούω μια ψηφιακά “καθαρισμένη” έκδοση (όχι από cd του εμπορίου), λέει καθαρά “έξι”.

Θεωρώ ότι έχω την πρώτη εκτέλεση με τον Μπάτη, κι έχοντας την δυνατότητα να τα “καθαρίζω” ψηφιακά, επιμένω στο…“τσι φωτιές”.

Αν αφήσω το αυτί μου και βάλω το μυαλό μου, ποιες έξι φωτιές εννοεί?

Εχει συζητηθελεί κατ’ επανάληψη.

Απ’ την καθαρισμένη έκδοση κι εγώ ακούω σαφέστατα “έξι φωτιές”.
Μάλιστα ακούω έ-κ-σ-ι, το λέει πεντακάθαρα: τονίζει το πρώτο “ε”.

Μένει να μάθουμε αν ισχύει η παρακάτω θεωρία περί τα ατμόπλοια για να το κλείσουμε το θέμα δια παντός:

Ολοι λένε (προσωπικά δεν γνωρίζω) ότι τα ατμόπλοια είχαν έξι (6) εστίες για να βράσει το νερό που παράγει τον ατμό. Οσοι έχουν λίγο χρόνο και σχετικές γνώσεις ας το ψάξουν. Η περίοδος που γράφτηκε το τραγούδι είναι “γνωστή”. Η ιστορία του τραγουδιού είναι επίσης, ας πούμε “γνωστή”. Οτι κάποιος συγγενής του Μπάτη ήταν θερμαστής και απ’ τις διηγήσεις του εμπνέυστηκε.

Ιδού η Ρόδος, ιδού και το jumping.

Η πλάκα είναι ότι συζητάμε για αυτό το “τση” απ’ το '78. Ολοι λέγαμε τότε “μα είναι δυνατόν να κοροϊδεύει τους Κρητικούς ή ξέρω γω τους Ζακυνθινούς;”, Δεν κολλάει. Αφορά τραγούδι για σκληρά εργαζόμενο - για ποιό λόγο να κάνει πλάκα; Η τέλος πάντων, αν δεν είναι πλάκα, για ποιό λόγο να υιοθετήσει αυτή την ειδική προφορά για μια και μόνον λέξη (“τση”) και να μην το κάνει και για άλλες λέξεις;

Με έξι φωτιές μπορεί να εννοεί έξι καζάνια η (boilers) στα αγγλικά. Αυτός είναι πολύ συνηθισμένος αριθμός όχι μόνο στα ατμόπλοια του 20 και 30 αλλά και σε στεριανές ατμομηχανές μέχρι σήμερα. Για σύγκριση ο Τιτανικός είχε 24 διπλά και 5 μονά καζάνια.

Τα ‘χουμε πει εκατό φορές.
Καταρχήν ακούγεται ξεκάθαρα το “έξι”.
Σημαίνει έξι καζάνια. Είχε δηλαδή να τροφοδοτήσει έξι καζάνια. Ο αριθμός των καζανιών είναι άσχετος με τον αριθμό των εμβόλων. Μπορεί ένα καράβι να έχει π.χ. τρία καζάνια για την παραγωγή ατμού, τα οποία κινούν 4 έμβολα. Η ύπαρξη περισσότερων καζανιών έδινε και περισσότερη ιπποδύναμη.
"Μ’ έξι φωτιές μαλώνει" = παλεύει να ταΐσει έξι καζάνια.

Άρη, μάλλον πειστικός είσαι. Η εμπειρία μου από θάλασσα είναι αυτή που ξέρεις, δεν είναι ατλαντική, συν το ότι πιτσιρικάς δέκα χρονών χάζευα πηγαίνοντας στην Αίγινα τα μηχανοστάσια των καραβιών, που όμως ήταν μικρά και είχαν μόνο ένα καζάνι. Έτσι ο θερμαστής, που τον έβλεπα, πάλευε με μία φωτιά μόνο. Λογικό το βρίσκω, ένα κάπως μεγάλο φορτηγό να έχει έξη καζάνια, και ας έχει μία μόνο προπέλα.

Να εξομολογηθώ την αμαρτία μου, και εγώ έξη ακούω αλλά είμαι δύσπιστος (όχι άπιστος…)

Το κουβέντιαζα το απογευματάκι με δυο γείτονες απέναντι, συνταξιούχους ναυτικούς, οι οποίοι σταμάτησαν να ταξιδεύουν στα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Το τελευταίο καράβι που ήταν μπαρκαρισμένοι ήταν ένα λίμπερτι (αυτά που φτιάχτηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου για ένα πέρασμα του Ατλαντικού κι ύστερα τα πήραν οι εφοπλιστάδες κι έπνιγαν τον κόσμο) που έκανε με το ζόρι 14 κόμβους. Είχε τρία καζάνια και ήταν πολύ αδύνατο. Τα καλά φορτηγά, λένε, είχαν από έξι καζάνια και βάλε.
Τέλος πάντων, ακόμη κι αν είναι λάθος η ερμηνεία που δίνω, το γεγονός είναι ότι ακούω “έξι φωτιές” και τ’ αφτιά μου είναι ακόμη σε καλή κατάσταση.

Το τραγούδι το έχω δύο φορές, το ένα λίγο πιο καθαρό και πιο αργό. Στο ένα ακούγεται έξι ενώ στο άλλο περνιέται και για τσι. http://www.4shared.com/account/dir/5502027/18b3ab3d/sharing.html
Στο φάκελο “Upload here please”, είναι και τα δύο.
Πάντως μετά τις παρατηρήσεις του Άρη, το τραγούδι αποκτά άλλη διάσταση με τον αριθμό έξι.

Ας υιοθετήσουμε τις έξη φωτιές να τελειώνουμε…

Για τον “τσαμπουκά”:
Μου φαίνεται πολύ πιθανή η καταγωγή της λέξης από το “çabuk” που σημαίνει γρήγορος, ταχύς, αλλά παίρνει και την έννοια “βίαιος”.
Αντίθετα μου φαίνεται δύσκολο να συνδεθεί η λέξη με το “sabika”. Τελείως διαφορετικός ήχος.

Στο λεξικό υπάρχουν δέκα λήμματα συγγενικά, κανένα δεν έχει και την έννοια του βίαιου. Όλα με γρηγοράδα ασχολούνται.