Άρη, θα γελάσεις: αυτό ακριβώς είχα σημειώσει και εγώ παραπάνω, αλλά το έσβησα τελικά σκεπτόμενος ότι ναί, λογικό μοιάζει αλλά δεν έχω στοιχεία να το τεκμηριώσω.
Απ’ το σιλάμπ μεταφέρω μερικά σχόλια στο μπαρμπούτι του Τούντα με το Ρούκουνα (1933):
το μπιτιρίνι, άγνωστο τί σημαίνει.
“Βάζω σάνο” το εξηγεί ως “Βάζω τα ρέστα μου”
Στο kithara.vu λέει σαν σχόλιο:
Από: Yiorgos, στις 03-01-2008: Σάνο στο μπαρμπουτι ειναι τα υπόλοιπα χρηματα που εχει μπροστα του ο παικτης
Χθες το βράδυ στο μπαρμπούτι
άιντε μου τη σκάσαν μπαλαμούτι
Όλο μπαρμπουτήδες φίλοι
άιντε στ’ Αργυρού το μπιτιρίνι
Παίζαμε γεμάτο ζάρι
άιντε και δεν έπαιρνα χαμπάρι
και μ’ αφήσανε στον άσο
άιντε κι είμαι αδέλφι μου να σκάσω
-Ώπα, να ζήσουν τα παιδιά του μπιτιρίνι!
Χάνω μ’ άσσοι τρεις διακόσιες
άιντε και με ντόρτια, άλλες τρακόσιες
Το ζακέτο βάζω σάνο
άιντε φέρνω δυάρες και το χάνω
Φέρνω βόλτα και φουμάρω
άιντε ξαναπαίζω και ρεφάρω
Τώρα αδέλφι ντερβισάκι
άιντε μπαγλαμά και χασισάκι
Όχι, το καρτούτσο μπήκε στα μέτρα των υγρών με τη μετατροπή από οκάδες σε κιλά. Επί οκάς υπήρχε η χιλιάρα (συνήθως νταμιτζάνα) που έπαιρνε χίλια δράμια (δυόμισυ οκάδες), η μισή οκά (μπουκάλα) και τα γνωστά από κόκκινο μέταλλο σκεύη της ταβέρνας οκά, μισοκαδιάρικο και κατοστάρι για τα εκατό δράμια. Μου διαφεύγει η ονομασία ενός ακόμα μικρότερου μέτρου (για ούζο), σε μπλέ μέταλλο αυτό. Τα σκεύη της οκάς δεν είχαν γείσο και χρειαζόταν αρκετή τέχνη στο κέρασμα αλλά και τη μεταφορά, αφού πρέπει να γεμίζουν ξέχειλα. Κλασική δικαιολογία του ταβερνιάρη όταν έλειπε κάποια ποσότητα: “πάτησα την ποδιά μου”.
Με τη μετατροπή έχουμε κιλό, μισόκιλο και καρτούτσο (250 γραμμάρια). Τότε προστίθεται και το “γείσο” στην άκρη, που δίνει και καλύτερο κέρασμα αλλά προστέθηκε για να ξεχωρίζουν εύκολα τα νέα από τα παλαιά σκεύη. Η ετυμολογία του καρτούτσου δεν είναι από το quarto (τέταρτο) αλλά από το cartuccia (γαλλικά cartouche), το φυσίγγιο πυροβόλου όπλου, το σώμα του στυλογράφου, ο κάλυκας σφαίρας ή μικρής οβίδας και γενικότερα μικρό σκεύος που προσομοιάζει με αυτά.
Νίκο, πολύ κατατοπιστική η ανάλυση σου! Είσαι σίγουρος γιά το καρτούτσο; Αν είναι έτσι, δεν θάπρεπε να λέγονται όλα τα σκέυη του κρασιού (δηλ. και τα μεγαλύτερα) έτσι; Απ΄όσο γνωρίζω καρτούτσο είναι μόνο το σκεύος των 250 ml!
Αναλυτικότατος!
Σα να 'δα τη κουζίνα με τον ταβερνιάρη όσο το διάβαζα.
Και τα σκεύη κρεμασμένα και τα κρασιά στα βαρέλια.
Και, ρε παιδάκι μου, σα να μύρισα μπακαλιαράκια στο τηγάνι.
Μάνο, ο προσδιορισμός καρτούτσο χρησιμοποιείται για μικρά αντικείμενα ή σκεύη. Η ιταλίδα φιλόλογος που ρώτησα μου είπε μάλιστα ότι όχι, για κάλυκες από οβίδες (αυτές που τα παλαιότερα σπίτια είχαν στις ψιλόλιγνες ανθοστήλες τους αντί για βάζα) δεν χρησιμοποιείται η λέξη, μόνο για φυσέκια όπλων στρατιωτών ή κυνηγών.
Πέτρο, δεν νομίζω να παρήγγειλα ποτέ καρτούτσο σε ταβέρνα, από διπλανά τραπέζια άκουγα πότε πότε τη λέξη.
Σε πειράζω Νίκο. Είμαι λίγο πειραχτήρι. Κι εγώ θυμάμαι που το άκουγα στη ταβέρνα - γαλακτοπωλείο - ΕΒΓΑ - που είχε η μητέρα ενός φίλου και μέσα εκεί ξημεροβραδιαζόμαστε πιτσιρικάδες και έβλεπα που ερχότανε το σχετικό σκεύος χωρίς όμως να μπορώ να προσδιορίσω και τη χωρητικότητά του. Κατοσταράκι και καρτούτσο άκουγα στις παραγγελιές, και κάνα γαβράκι ξεροτηγανισμένο για μεζέ.
Μπράβο και από εμένα, Νίκο!
Ας προσθέσω κι εγώ τα σκεύη που χρησιμοποιήθηκαν για το κρασί, από την αρχαιότητα.
Η κύλικα: με ανοιχτό κυκλικό σχήμα
ο αμφορέας: πήλινο ή μεταλλικό αγγείο με στενό λαιμό και δυο λαβές εκατέρωθεν του λαιμού
ο κάνθαρος: σαν τα σημερινά φλυτζάνια του τσαγιού, με δυο λαβές
η κοτύλη: το αγγείο για τη μέτρηση του κρασιού στο εμπόριο
η αρύταινα: η κουτάλα για τη μείξη
η οινοχόη: η κανάτα για το σερβίρισμα
η στάμνος και τα πιθάρια για την αποθήκευσή του
η υδρία: σκεύος και για κρασί.
Για την ετυμολογία του “κατρούτσου” ή “καρτούτσου”.
Οι λέξεις “cartuccia” = φυσίγγιο, “cartucciera”= φυσιγγιοθήκη, υπάρχουν πράγματι στα ιταλικά.
Αλλά, θεωρώ πιο πιθανό η λέξη να προήλθε από το quartuccio που και ιταλικά έχει ακριβώς την ίδια σημασία, δηλαδή ενός τετάρτου και χρησιμοποιήθηκε και εκεί ως μέτρο μέτρησης στερεών και υγρών,( προερχόμενη με τη σειρά της από τη λατιν. quarto= τέταρτο ).
Ταιριάζει πιο πολύ να προήλθε από λέξη που αποδίδει ακριβώς το μέτρο παρά από ομοιότητα του σκεύους με τη φυσιγγιοθήκη.
Και στο Μπαμπινιώτη η ετυμολογία είναι από το quartuccio.
[Ανεβάζω σε φωτο την κύλικα του Εξηκία, από το Μουσείο του Μονάχου.
Αγγείο κρασιού που παριστάνει το Διόνυσο ξαπλωμένο σε πλοίο με ανοιχτά πανιά, να περιβάλλεται από κλήματα με σταφύλια και γύρω του να παίζουν δελφίνια].
Μερικές λέξεις ακόμα, πάλι από στίχους του Γ. Καλαμαριώτη.
“…Αυτοί τρανοί κι εμείς πανί
ρε φίλε, τι να θέλω;
Να μπω στην άφρα τη χοντρή
με τʼ αψηλό καπέλο…”
άφρα: τον αφρό της θάλασσας, την κορυφή, πρέπει να εννοεί εδώ.
[Το ίδιο και ο Ελύτης:
“…Σαν οι κορμοράνοι ,
ντυμένοι την ντροπή της αναζήτησής τους
στ΄ άφρα των θαλασσών …”].
“…Η σέρτικη διπλοπενιά
του μόρτη νταλγκαδάκι,
για το μπαγιόκο ρεμπελιά,
σνομπάρει τώρα τα παλιά
με μαύρο παπιονάκι…”.
ρεμπελιά : εδώ πρέπει να εννοείται η λέξη με την έννοια της απραξίας, αποφυγής κάθε κόπου κι εργασίας.
[βενετ. rebelo= αρχικά αντάρτης, άτακτος πολεμιστής, επαναστάτης.
Εξελίχτηκε σημασιολογικά, προκειμένου να δηλωθεί επίσης η έννοια του τεμπέλη, του ανέμελου και του αργόσχολου ].
Ελένη, υπάρχουν στοιχεία ότι η λέξη quartuccio έχει χρησιμοποιηθεί ως μέτρο μέτρησης; Η ιταλίδα φιλόλογος λέει ότι η λέξη αυτή χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως μουσικός όρος, αλλά δεν ήξερε να με διαφωτίσει για το πώς ακριβώς. Φαντάζομαι μήπως εννοεί το «τέταρτο» ως μουσική αξία. Δεν χρησιμοποιείται πάντως (τουλάχιστον σήμερα) η λέξη ως μέτρο. Και βεβαίως, όταν σημείωνα ότι το καρτούτσο μοιάζει με το φυσίγγιο δεν εννούσα τη φυσιγγιοθήκη.
Ενδιαφέρουσα η συλλογή ονομάτων για τα σκεύη του κρασιού, ξέχασες όμως τον κρατήρα, όπου γινόταν βεβαίως η κράσις με νερό.
Νίκο,
Το ιταλικό λεξικό (Χάρη Πάτση) που έχω, στο λήμμα “quartuccio” δίνει ως ερμηνεία “μέτρο μέτρησης στερεών και υγρών”.
Δεν αναφέρεται άλλη ερμηνεία.
Μπορώ κι εγώ να ρωτήσω μια φίλη που είναι Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης γα πιθανές άλλες χρήσεις της λέξης στα ιταλικά, σε περίπτωση που δεν τις έχει συμπεριλάβει το λεξικό και θα επανέλθω με ό,τι νεότερο μάθω.
Έχω απευθυνθεί και πάλι στην ίδια για τη λέξη “φρατέλλοι” που μας είχε απασχολήσει παλιότερα και με είχε κατατοπίσει σχετικά.
“Είσαι φάντης”
“…Ε, ρε κι εγώ πού διάλεξα εσένα τον μπερμπάντη
και μου ξηγιέσαι πονηρά, σε κόζαρα, ρε φάντη.…
…και πως με εκατήντησες κοπέλα σα νταρντάνα…
…στο σορολόπ μου το 'ριξες, βρε ψευτοπονηράκια…”
φάντης: τραπουλόχαρτο με τη φιγούρα νεαρού άντρα.
Επίσης: απροσδόκητη, ξαφνική και συχνά ανεπιθύμητη εμφάνιση κάποιου.
[< ιταλ. fante, ισπαν. infante , < λατιν. < infans - ntis : στερητ. in + ρήμ. fari (= ομιλώ) =
=παιδί που δε μιλάει ακόμη πλήρως].
Κοζάρω: κοιτάζω κάποιον ή κάτι προσεκτικά, βλέπω, διακρίνω, μπανίζω.
Πιθανόν να σχηματίστηκε από το ουσ. κόζι με την προσθήκη της κατάληξης -άρω.
Κόζι ονομάζεται σε ορισμένα χαρτοπαίγνια το ισχυρό φύλλο που νικάει τα υπόλοιπα ,
αλλά και το προσεκτικό κοίταγμα,
(κυρίως στη φράση κάνω κόζι ή παίρνω κόζι = παρακολουθώ, παίρνω μάτι, μπανίζω).
[τουρκ. koz]
Σορολόπ : (προφ.) έκφραση που δείχνει αδιαφορία, έλλειψη σημασίας για κάτι.
[τουρκ. şorolop]