Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Αν και εχω ακουσει και αυτη την ερμηνεια,υπαρχει και η δικη μου.Και αν ενοχλει λιγο η λεξη “οδηγητης”,θα το ελεγα και “οδηγος,καθοδηγητης,guide”.

Για τη λέξη “κολαούζος”.

Σημαίνει απλά “οδηγός” ( τουρκ. Kilavuz )
Όπως προκύπτει και από τη σχετική παροιμία που αναφέρθηκε, το νόημα είναι : “αφού φαίνεται το χωριό, δεν χρειαζόμαστε οδηγό να μας πάει έως εκεί.
" Κολαούζο” επίσης ονόμαζαν παλιότερα το υποζύγιο που βάδιζε μπροστά και οδηγούσε τα άλλα.
Δεν σημαίνει “οδηγητής”
Η λέξη “οδηγητής” έχει πιο σύνθετη έννοια, σημαίνει αυτός που κατευθύνει για την πραγματοποίηση συγκεκριμένου σκοπού, πολιτικού ή άλλου,
ο ινστρούχτορας, ο δάσκαλος, ο γκουρού, ο μέντορας.

( Και μια απορία: τη συναντάμε τη λέξη “κολαούζος” σε κάποιο λαϊκό τραγούδι ; )

Για το “μπουλασιλίκι” :

Σημαίνει στο συγκεκριμένο τραγούδι του Μάρκου,
( οι στίχοι υπάρχουν σε προηγούμενο posting ) “πείσμα, θυμός”.
Δεν νομίζω πως μπορούμε να δώσουμε εκεί κάποια άλλη σημασία.
Μπορεί , όμως, να προστεθεί το λήμμα “μπουλασίκης” , με την ερμηνεία που μας έδωσες, Paris.

Στο παιχνίδι του Αμερικάνου, «όλο το χτένι δούλευε, στη ζούλα κι η σκαλέτα / σκαλέδα (;)». Τι είναι η σκαλέτα; Και το χτένι τι νόημα παίρνει εδώ;

“Χτένι” και “Σκαλέτα”=Ονομασίες και τρόποι κλεψίματος-στησίματος στα χαρτιά.

Το να πας τελικα σε χωριο που δεν φαινεται,με την βοηθεια του,πραγματοποιηση συγκεκριμενου σκοπου ειναι,αλλα τελος παντων.

Σε τραγουδια για σφουγγαραδες συνανταται η λεξη,γιατι “κολαουζερης” λεγεται ο βοηθος τους που παραμενει πανω στο καικι με ολα τα ζωτικης σημασιας συνεργα για την υποστηριξη τους…

Ο κολαουζιέρης των σφουγγαράδων δεν είναι ακριβώς οδηγός. Τη λέξη κολαούζος πάντως, δεν την έχω συναντήσει σε τραγούδια που μας ενδιαφέρουν.

Και κάτι άλλο: μπορεί κάποιος γνώστης της Τουρκικής να μου εξηγήσει πως προφέρεται το “παχύ” i (αυτό χωρίς τελίτσα επάνω του);

Δεν υπάρχει ελληνική λέξη “σκαλέτα”.
Μάλλον είναι “ελληνο-αμερικάνικη”.
Έχω την εντύπωση πως και το “χτένι” και η “σκαλέτα” έχουν τη σημασία του ανακατέματος των χαρτιών, έτσι που να υπάρχει τελικός έλεγχος της σειράς με την οποία θα εμφανίζονται τα χαρτιά, για λόγους προφανείς.

Εγω δεν ειπα οτι ο κολαουζερης ειναι οδηγος,αλλα γιατι μας ενδιαφερει περισσοτερο το πως προφερεται το παχυ Τουρκικο i απο τα τραγουδια αυτα,δεν το καταλαβαινω.

Ο καλεπτσες δε ξεχαστηκε μαλλον.

Paris, έχουμε συμφωνήσει να ζητάμε ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη μιάς λέξης στο γλωσσάρι, να υπάρχει στα τραγούδια που μας ενδιαφέρουν. Η λέξη κολαούζος δεν έχει ως τώρα εντοπιστεί. Η λέξη κολαουζιέρης (που υπάρχει σε κάποια τραγούδια) σημαίνει, όπως και εσύ λές, κάτι διαφορετικό από το κολαούζος.

Η απορία μου για το «παχύ» γιώτα (που δεν ενδιαφέρει περισσότερο από άλλα θέματα) κατατέθηκε με την ευκαιρία που η Ελένη ανέφερε την τουρκική λέξη kilavuz (γράφεται με παχύ γιώτα), που στα ελληνικά πέρασε ως κολαούζος και όχι ως κιλαούζος.

Εγω νομιζω οτι κολαουζος και κολαουζερης εχουν κοινη ριζα, διοτι ο κολαουζερης καθοδηγει τον βουτηχτη με το γραδο, το μαρκουτσι, τον αερα και αλλα κολπα σφουγγαραδικα.

Πάρη, πολύ σωστά. Κελεπ-τσές

kelepçe (κελεπτσέ)
σφιγκτήρας, μέγγενη, δαγκάνα, περιβραχιόνιο, βραχιόλι, πέδικλο [=πε(ρ)δούκλι, τα δεσμά στα πόδια ζώων]
και
χειροπέδη, δεσμά
Slang (χυδαία-λαϊκά) : “Βραχιολάκια”

Μπουλασίκης-Μπουλασιλίκι

bulaşık = λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός
bulaşıcı = μολυσματικός, μεταδοτικός, φθοροποιός
Συνεπώς: Βρωμιάρης, “λέρας”

bulaşık adam
Ενοχλητικός, ανάρμοστος, άσεμνος, απρεπής, παράνομος, αστόχαστος, ανάρμοστος, ανάγωγος, άναρχος… Έχει τάσεις για καυγά… Πάει γυρεύοντας…
Μεταφορικά : Ισχυρογνώμονας
Συνεπώς: “Κολλημένος”, χοντροκέφαλος

(Επειδή όμως υπάρχει εξήγηση σε σχέση και με την κίνηση αρθρώσεων) :
[b]Θα το απέδιδα και ως “σπαστικός” (λόγω “κολλήματος”)

[/b]
ΥΓ:
(χυδαία-λαϊκά θα μπορούσε να αποδοθεί) : σπασ@ρ@ίδης !!!

Κολαούζος [ kılavuz ]

Κολαούζος=(στρατ.) Πηδαλιούχος οδηγός (τιμονιέρης). Ανιχνευτής. Σκαπανέας (Καθώς και ηγέτης ποιμένων).
Σημασία: Κυβερνήτης, οδηγός, επικεφαλής, πρωτοπόρος (μέχρι και ξεναγός)
Συνεπώς : “μπροστάρης”

Μεταφορικά: Αφοσιωμένος, πολύ κοντινός. Ακόλουθος. Συνοδός. Ταίρι
Slang (χυδαία-λαϊκά): Μίζερος, αξιολύπητος, της προσκολλήσεως
Συνεπώς: Παρασιτικός, “Κολλητήρι” (βδέλλα, όπως σημείωσε και ο Κωνσταντίνος)

ΥΓ:
ΠΕΡΙ ΠΡΟΦΟΡΑΣ
Νίκο, το χωρίς τόνο ı προφέρεται με τεντωμένα χείλη μεταξύ Ε-Ι
Δλδ = Κ-ε-Ι-λαβούζ
Τώρα πώς αποδίδεται στα ελληνικά σαν καθαρό Ο… δεν ξέρω !

Η μόνη σκέψη που μπορώ να κάνω, για την ελληνική απόδοση της λέξης, είναι πως την είχαν συνδυάσει από την ρίζα kol- (αραμαϊκή: αρχή προσευχής με ενωμένα χέρια, που έχει έννοια όρκου, τάματος, αφιέρωσης – Άρα: προσήλωσης) που υπάρχει στην τουρκική σε πολλές παραπλήσιες εννοιολογικά λέξεις.
[βλ: βραχίονας, χέρι, αγκαζέ, επιτήρηση, επαγρύπνηση, επιφυλακή, φρουρά, ασφάλεια, περιπολία, στρατιωτική φάλαγγα, διοικητικός τομέας…]

Θυμήσου και συνδύασε και τη λέξη καρακόλι [επιτηρητής, φρουρός, περίπολος] για τη συναγωγή συμπερασμάτων, πάνω σ’ αυτές τις σκέψεις μου.
Είναι λίγο αυθαίρετη-τραβηγμένη σκέψη και κυρίως μη “δικαιοδοσίας” μας !!!

Για το “κολαούζος”.

Στην ελληνική γλώσσα η λέξη απαντά στην παροιμία που αναφέρθηκε και έχει απλά την έννοια “οδηγός”.
Καμιά άλλη έννοια, απολύτως.
Μάλιστα, στα λεξικά τονίζεται πως είναι λάθος να συγχέεται με το “κολλητήρι” και λοιπές παρεμφερείς λέξεις, μια και η ρίζα της δεν έχει σχέση με το “κολλώ” , όπως κατά λάθος μπορεί να θεωρηθεί, αλλά από την τουρκική kilavuz.

Τη λέξη “κολαούζος” δεν τη συναντάμε σε λαϊκό τραγούδι, επομένως τη συζητάμε μόνο εδώ, μια και αναφέρθηκε, και δεν καταχωρείται στον πίνακα.

Για τη λέξη “κολαουζέρης”.
Αν απαντά σε λαϊκό τραγούδι, πρέπει να την αναφέρουμε. Έχει την έννοια του “βοηθού” , του “επιτηρητή”.

Για τα “μπελεντέρια” (πάλι).
Τελικά, δεν απαντά η λέξη στις “Κορφιάτικες Ιστορίες” του θεοτόκη, όπως ειπώθηκε από την Άλκηστη.
Ίσως, Άλκηστη, την έχεις εντοπίσει σε κάποιο άλλο κείμενο, οπότε θα περιμένουμε να μας ενημερώσεις σχετικά.

Λάθος μέγα, Ελένη !
Στην ελληνική, η λέξη κολαούζος δεν απαντάται μόνο στην παροιμία!
Είναι σε χρήση με μπόλικες έννοιες…

  1. Κολαούζος - το παρασιτικό ψάρι
  2. Κολαούζος - η μικρή βάρκα (συνοδός-οδηγός)
  3. Κολαούζος - ο ακόλουθος και συνοδός (π.χ. ενός αξιωματικού)
    και κυρίως στην καθημερινότητα :
  4. Κολαούζος - φορτικός, “τσιμπούρι”, “βδέλλα”, “κολλητήρι”
    π.χ.
    "Δε μπορώ να γράψω κάτι…εσύ εκεί ! Κολαούζος μου 'γινες αδελφάκι μου !!! "
    [χαριτωμένα στο λέω… 'Ανευ παρεξήγησης ! ]

ΥΓ:
Κοίτα και πολιτικά κείμενα (π.χ. Ο ταδε…ήταν κολαούζος του παλατιού)
ΥΓ2.— Ποιά λεξικά τονίζουν τη σύγχυση της λέξης !!!
Όπου και να είδα, ελληνικά, αγγλικά, τουρκικά, δεν συνάντησα κάτι τέτοιο…

Παιδιά, επειδή έχω και την τελική ευθύνη για τις λέξεις που καταχωρούνται, προσέχω ιδιαίτερα πριν αναφέρω κάτι και διασταυρώνω πάντα.
Σε κανένα ελληνικό λεξικό δεν αναφέρεται άλλη έννοια, εκτός από το “οδηγός” στη λέξη “κολαούζος”.
Μάλιστα, αν δεν τονίζεται ήδη ότι λανθασμένα της έχει αποδώσει ο λαός μας την έννοια “κολλητήρι” από λάθος εκτίμηση ετυμολογίας, αναφέρεται τουλάχιστον μόνο η έννοια “οδηγός” και υπάρχει παραπομπή στην τουρκική λέξη kilavuz, για να μην υπάρχουν παρανοήσεις.

Για το kilavuz : τονίζεται πως έχουμε τροπή του [ı > i > o] από επίδρ. του [k] και του [l].

Αν κάποιος φίλος έχει εντοπίσει τη λέξη “κολαουζέρης” σε κάποιο τραγούδι, ας μας γράψει τους στίχους.

Για το «παχύ» γιώτα (μα, γιατί το ονομάζει έτσι το λεξικό μου;) να μην ξεχνάμε και ότι κάποιες ξένες λέξεις δυσκολοπρόφερτες μάλλον, η Τουρκική τις δέχεται με ανάλογη ορθογραφία: η Φουρτούνα είναι F ı r t ı n a, άρα μη μπλεκόμαστε με αραμαϊκές προσευχές που, άλλωστε, καμμία σχέση εδώ δεν έχουν: Kol στα τουρκικά σημαίνει χέρι, βραχίονας, μπράτσο, όπως και σύ λές Ιωάννα και κατʼ επέκτασιν χερούλι, χειρολαβή, λεβιές κλπ. Αλλά μέχρι εδώ. Τα επαγρύπνηση, επιφυλακή, στρατιωτική φάλαγγα κλπ. είναι δικές σου προσθήκες.

Όπως λέει και ο Τούντας (Τουρκολιμανιώτισσα)

«απόψε μπρος στην πόρτα σου μη βάλεις κολντεμίρι
κιʼ άφησʼ απόξω το κλειδί, να σε χαρώ, κάνε μου το χατήρι»

(Εδώ: κολντεμίρι (=σιδηρούς βραχίων) είναι η εσωτερική αμπάρα της πόρτας).

Ελένη, η υιοθέτηση του κολαούζος π.χ. για τα ψαράκια που συνοδεύουν τον καρχαρία δεν προέρχεται από το κολλητήρι / κόλλα, παρά από την έννοια παρατρεχάμενος, συνοδός που και το kılavuz έχει. Δεν είμαι καρχαριολόγος αλλά στα αγγλικά τα ψαράκια αυτά λέγονται ψάρια – πιλότοι. Κάτι πρέπει να σημαίνει αυτό.

Τον κολαουζιέρη (σε σχέση με σφουγγαράδες) κάπως τον θυμάμαι σε δωδεκανησιακά (Καραμπεσίνη / Σαρρή) και ίσως και στον Μπάτη αλλά δεν έχω καιρό να ψάξω, προέχει να βρεθεί πετρέλαιο…

Και εγώ δεν νομίζω να έχω ακούσει τη λέξη σε τραγούδι. Αλλά έτσι για την ιστορία να αναφέρω άλλες δύο εκδοχές εκ των οποίων η πρώτη συμφωνεί με την ερμηνεία κολαούζος = οδηγός.
Κολαούζο είναι επίσης ένα εργαλείο οδηγός για τη διάνοιξη-χάραξη νέων σπειρωμάτων για βίδες. δείτε: http://www.uniortools.com/cgi-bin/cms.cgi?doc=14776&prod=19672&sid=NvShkxXU52CO

Επίσης σχετικά με τα σφουγγαράδικα που προανέφερε ο Νίκος, συνάντησα στο διαδίκτυο και αυτή την εκδοχή: “Μία μέρα με το σφουγγαράδικο” Μαρτυρία Λάμπρου Λυκούρη "…Στο στήθος του κρεμιέται η απόχη, που θα δεχτεί τα σφουγγάρια, και από τη μέση ο κολαούζος, δηλαδή το σκοινί που τον συνδέει με το καΐκι και που του χρησιμεύει και για τηλέγραφος. Αν χρειαστεί κάτι, τραβάει το σκοινί και ειδοποιεί τους ανθρώπους του καϊκιού, και αυτοί με τον ίδιο τρόπο του δίνουν απάντηση…"
(εδώ: http://lyk-aigin.att.sch.gr/PERIBALO/epagper1.htm)

Η λέξη “κολαούζος” λανθασμένα συνδέεται με το “κολλητός” και άλλα παρόμοια. Αιτίες του λάθους είναι, πρώτον, το ρήμα “κολλάω” που μοιάζει ηχητικά αλλά ουδεμία σχέση έχει και δεύτερον, το ψάρι κολαούζος που μοιάζει να είναι “κολλιτσίδα” του σκυλόψαρου, το οποίο κολυμπάει κάτω από το κεφάλι του, αντιγράφοντας με θαυμαστή ακρίβεια και ταχύτητα όλες του τις αλλαγές κατεύθυνσης, λες κι είναι προέκτασή του. Παλιά πίστευαν ότι οδηγούσε το σκυλόψαρο που ως γνωστόν έχει αδύναμη όραση και γι’ αυτό πήρε το όνομα κολαούζος (η αλήθεια είναι ότι δεν οδηγεί κανέναν, απλά τρέφεται καθαρίζοντας τα δόντια του σκυλόψαρου και τρώγοντας παράσιτά του). Τέλος, η λέξη “κολαούζος” χρησιμοποιείται ως οδηγός και μάλιστα όχι οδηγός κάποιου μέσου (π.χ. οδηγός λεωφορείου), αλλά οδηγός κάποιου άλλου ανθρώπου ή ομάδας ανθρώπων κλπ.

Είμαι εκτός θέματος (που να το γράψω;) αλλά θα το γράψω γιατί το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον.

Η γερμανική λέξη Gauner, σε παλαιότερη μορφή Jauner, σημαίνει απατεώνας, κομπιναδόρος.
Λέξη, που στην γλώσσα του υπόκοσμου τον μεσαίωνα (Joner) σήμαινε χαρτοκλέφτης και γενικά κλέφτης σε τυχερά παιχνίδια!
Η προέλευση της λέξης είναι εβραϊκή (Jawan) και σημαίνειΕλλάδα απο το Ionien - Ιωνία.
Αυτή είναι η εξήγηση που δίνεται στο γερμανικό, ετυμολογικό λεξικό Duden, το οποίο επιπλέον αναφέρει:
Κλέφτης στα τυχερά παιχνίδια σαν τον Έλληνα. Πολύ πιθανόν, εμπειρίες από τους 'Ελληνες πρόσφυγες.