Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Οφείλω να πω ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ σε ολη την ομάδα για τη συγκέντρωση των ρεμπέτικων όρων.
Γίνεται μια συστηματικη δουλειά που είναι πολυ χρήσιμη για ολους μας.
Μπράβο σας και σας ευγνωμονούμε για το χρόνο που διαθετετε αλλά και για την υπομονη σας…:089:

Αλώπηξ – Λώπηξ – Ώπηξ – Πηξ –Πουξ – ΦΟΥΞ!!!
Γέλασα και εγώ, είναι ακόμα περισσότερο αστείο γιατί οι αρχαίοι Γερμανοί δεν ήθελαν να προσφέρουν το ίνδογερμάνικο όνομα (να μην έρχεται αυτό το ζώο και κλέβει) και είπαν καλύπτωντας το “der Geschwaenzte” (η λέξη έχει σχέση με την ουρά, αλλά πάλι όχι ετυμολογικά).

Μερικές προσθήκες:

τσιράκι : μαθητευόμενος τεχνίτης.
Επίσης, αυτός που έχει προσκολληθεί σε κάποιον ανώτερό του, στον οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του με αντάλλαγμα κάποιο προσωπικό όφελος
[τουρκ. çιrak ]

χαρέμι : (τουρκ. λ. harem = γυναικωνίτης‹ αραβ. λ. haram = το απαγορευμένο, το ιερό) ]

  1. στους μουσουλμανικούς λαούς, το διαμέρισμα των γυναικών, ο γυναικωνίτης
  2. (συνεκδ.) το σύνολο των γυναικών ενός Οθωμανού που κατοικούν σ` αυτό το διαμέρισμα, δεδομένου ότι στη μουσουλμανική θρησκεία και νομοθεσία αναγνωρίζεται η πολυγαμία
  3. (μτφ.) α) οι γυναίκες τις οποίες ένας άντρας έχει ταυτόχρονα ως ερωμένες του, β) πολλές γυναίκες που τυχαίνει να συνοδεύονται μόνο από έναν άντρα.

τσίκα: η καπνοσύριγγα των χασικλήδων.(:wink:

Σπηλιά του Δράκου: βρισκόταν πίσω από τον Κερατόπυργο στο Κερατσίνι, αριστερά όπως εισπλέουμε προς τον όρμο, κάτω από το λεγόμενο “θρόνο του Ξέρξη” - έναν ισόπεδο βράχο.
Στη θέση αυτή υπήρχε κυλινδρικός πύργος, μάλλον ανεμόμυλος, ο λεγόμενος μύλος του Δράκου, από τα ερείπια του οποίου χτίστηκε πυριτιδαποθήκη, που όμως καταστράφηκε από έκρηξη των πυρομαχικών.

Έχει τις δυσκολίες της η παράθεση του ρεμπέτικου λεξιλογίου, αλλά πού να δείτε και κάτι άλλα κείμενα, π.χ. μεσαιωνικά: πώς να τα “αποκωδικοποιήσει” κανείς ;;;
Το χάος…
Δείτε:
“παρτζινέβελος”= συνιδιοκτήτης (βενετ. partcenevole), μερχαμετλής=σπλαχνικός (τουρκ. merhametli), κιασίτης= κατάσκοπος (τουρκ.casit), αρτζουχάλι= αίτηση (τουρκ. arzihal), πρετεντέρω= διεκδικώ (ιταλ. pretendere)… και πάει λέγοντας …(άντε να βρεις τις σημασίες αυτές…)

Για όποιον ενδιαφέρεται για “μπόλικη” έρευνα, θα σύστηνα για μελέτη και το:
Αδαμάντιου Κοραή: "Άτακτα, ήγουν παντοδαπών εις την αρχαίαν και την νέαν Ελληνικήν Γλώσσαν αυτοσχέδιων σημειώσεων και τινών άλλων υπομνημάτων".
Μια σπουδαία συλλογή, λεξικογραφικού κυρίως υλικού, που περιέχει γλωσσικά και ερμηνευτικά στοιχεία που προέρχονται από την αρχαία, μεσαιωνική και νεοελληνική γραμματεία, αλλά και από κείμενα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και βεβαίως απ’ την προφορική παράδοση.

Αψογη *

Μεταξύ άλλων , το συγκεκριμένο το εχω εντοπίσει σε PDF στο Anemi - Digital Library of Modern Greek Studies - Άτακτα : Ήγουν παντοδαπών εις την Αρχαίαν και την νέαν Ελληνικήν γλώσσαν αυτοσχεδίων σημειώσεων, καί τινων άλλων υπομνημάτων, αυτοσχέδιος συναγωγή. και το κατέβασα σελίδα - σελίδα αλλά σταμάτησα στην 170. Για όποιον γνωρίζει και επιμένει, ευχαρίστως να του στείλω όσες σελίδες έχω για να συνεχίσει – κάπου βόσκουν στα pc μου αλλά θα το βρώ όπως βρήκα και το link…

Να συμπεράνω ότι η παρέκβαση της Ιωάννας έχει εξ όσων αντιλαβάνομαι την εξής διάσταση:
Η προσπάθεια ρεμπετο-λεξικογράφησης – την οποία στηρίζουμε με αγάπη – πρέπει να εμπλουτισθεί από συγγενείς απόπειρες.
Χωρίς να έχω τις σχετικές σπουδές, το υλικό που εντόπισα ως τώρα μοιάζει να ξεπερνά ως προς την αποδελτίωση τις αντοχές μιας ολόκληρης ζωής. Ομως η δεδηλωμένες προθέσεις αναμετρούνται στα ίσια με τις δυσκολίες!

Kαι πάλι μπράβο + καλή δύναμη στους συντελ3στές της λεξικογράφησης.


  • Το έχεις άραγε σε χαρτί;

Τσίκα: μα, κάπου νωρίτερα δεν είχα δή πως είναι η «δόση» για ένα τσιγαρλίκι (βλέπε λέξη); Θυμάμαι μάλιστα ότι «πλάθουν τη μάζα (του χασίς), την πατάνε με το παπούτσι καλά καλά να γίνει πλακέ και, όταν διαμορφωθεί και σκληρύνει, την φυλάνε και κόβουν κάθε φορά, με τα δόντια (!!) ένα κομματάκι ως τσίκα». Μήπως τα μπερδεύω;

Ελένη, διαλεκτικές εκφράσεις έχεις δοκιμάσει να αποδόσεις; Κρητικές; Ο Κηβουλήτης (στα κρητικά Tshivouleetis) τι είναι; Να «βοηθήσω» με ένα παράδειγμα: «-Εεε, σε ʽκειό δα τον τσηβουλήητη θα δόοσω την κόορη μου;

Ο ρουφιάνος, ο προδότης: «ο δε Ιούδας ουκ ηβουλήθη συνιέναι».

(το διηγόταν Κρητικός φιλόλογος στους μαθητές του του Γυμνασίου, στο Ηράκλειο). Ισότιμο, θα έλεγα, με το γνωστό (μη κρητικό) «και κλάσας ο Ιησούς διεμοίρασε τοις μαθηταίς». (σχόλιο της σταυροκοπούμενης γριούλας: -Μόσχος η πορδίτσα σου, Χριστέ μου!).

Ωραία πράγματα…
Διάβαζα μόλις τώρα για το “τάγμα τουμπεκί”, το ανέφερε ο Πικρός.
Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως και η άποψη πως δεν θα πρεπε να λέμε “αργκό”, αλλά “τουμπεκί”.

Τώρα διαβάζω και τα δικά σας!
Πετάει η ομάδα!!!

Μια αποψη κι απο μενα.
Για το ρεμπετολεξιλογιο δεν νομιζω πως θα βοηθουσε βιβλιο του Κοραη.
Ο Κοραης, ενας λογιος εξαλλου, που πεθανε το 1833 στο Παρισι, δεν προλαβε τη ζωη της νεοτερης Ελλαδας, τους μαγκες, κουτσαβακηδες κλπ.
Δεν νομιζω πως μπορουμε να βρουμε στο εργο του απαντησεις για τις λεξεις που ψαχνουμε.

Αγαπητή μου, οι απορίες ειναι αυτές που επιδέχονται απαντήσεως.
Ομως τα ερωτήματα απαιτούν συστηματική έρευνα.
Η οποία έρευνα ενδεχομένως κάποτε να δώσει απαντήσεις.
Και η έρευνα, εκτός προσωπικό ιδρώτα, δηλαδή εκτός απ’ το κοντοπρόθεσμο χαρακτήρα της, προϋποθέτει βιβλιογραφία, ιστορική γνώση και διεπιστημονική προσέγγιση προκειμένου να διασφαλισεί ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρα της (και άρα της χρησιμότητάς της).

Σε κοινωνικές έρευνες όπως λ.χ. η Ελληνική slang, η βάσανος, δηλ. η δοκιμασία ειπείν του χρόνου, αποτελεί εχέγγυο αξιοπιστίας.

Ενδιαφέρον παράδειγμα: PDF pager

Καθολου δε διαφωνω για την αναγκη συστηματικης ερευνας, μελετης της βιβλιογραφιας κ.λ.π.

Αναρωτιεμαι ομως αν το συγκεκριμενο βιβλιο του Κοραη (του οποίου η αξια ειναι αναμφισβητητη) στη συγκεκριμενη περιπτωση, στη μελετη του λαϊκου τραγουδιου, μπορει να δωσει απαντησεις, να λυσει αποριες λεξιλογικες, κοινωνιολογικες κλπ.
Μηπως πρεπει να προταθουν σ΄αυτη την περιπτωση αλλα βιβλια;

Πολύ σωστά Ειρήνη.

Από μνήμης γιατί στο γραφείο δεν φέραμε τέτοια βιβλία:

α) Το βιβλιαράκι του Π. Πικρού
β) Λεξικό της Πιάτσας του Ζάχου
γ) Τα Καλιαρντά του Πετρόπουλου
(συμπληρώστε και οι υπόλοιποι)
Ειδικά το (γ) το θεωρώ πολύ καλή δουλειά, αν και ο ίδιος ο Πετρόπουλος ισχυριζόταν (απ’ την πρώτη κιόλας έκδοσή του) ότι το ανα χείρας βιβλίο είναι ήδη παρωχημένο δεδομένου ότι τα καλιαρντά αλλάζουν - συμπληρώνονται - τροποποιούνται από άνοιξη σε φθινόπωρο. ΠΑΝΤΩΣ, η εν Ελλάδι gay κοινότητα έχει δανείσει και έχει δανειστεί απ’ τη slang του μεσοπολέμου πολλές λέξεις και (κυρίως) οπτικές γωνίες, γιά όποιον καταλαβαίνει τι θέλω να πω. Στην Ελλάδα, οι gay και οι λαϊκοί συνυπήρχαν στα λιμάνια, στον άλω των αστικών κέντρων και - βεβαίως - στα κελιά των φυλακών.

Ως προς το γλωσσικό ιδίωμα και όχι μόνον, αυτά τα δύο στρώματα βρέθηκαν σε κατάσταση ώσμωσης για πολλές δεκαετίες. Μέχρι και πρόσφατα. Μπορεί να συμβαίνει ακόμα. Θαρρώ ήταν το '77 που πήγαμε με το Νίκο το γιατρό (φοβερό μπουζούκι από 16 χρονών) σε ταβέρνα της Καλλιθέας και οι διπλανοί μας ήταν πουστόμαγκες, πραγματικά θηρία με λυμένο το ζωνάρι για φασαρία, την πέφτανε σε οικογενειάρχες που συνοδεύανε τις χονδρές κυρίες τους, αλωνίζανε στο μαγαζί και άλλα τέτοια ξεκαρδιστικά. Οποιος έχει συναντήσει πουστόμαγκα ξέρει τι θα πει οξυζενέ μαλλί, θηλυπρέπεια αλλά και νταηλίκι ταυτόχρονα.

Εκείνο το βράδυ ακούσαμε καλιαρντά (εμείς νομίζαμε για πολύ καιρό ότι ήταν η πειραιώτικη slang - τρομάρα μας) τα οποία αποδελτιώσαμε λίγα χρόνια αργότερα με τη βοήθεια του υπ. αρ. (γ) σχετικού. Οποιος έχει ακούσει καλιαρντά θα ξέρει ότι το μεδούλι του ιδιώματος δεν είναι οι λέξεις καθεαυτές αλλά ο τρόπος εκφοράς. Λυπάμαι αλλά δεν περιγράφεται, ούτε μπορείς να το μιμηθείς χωρίς να προκαλέσεις το γέλιο. Θυμάμαι επίσης, ότι - με μόνο όργανο έναν τενεκέ από φέτα ως τουμπελέκι - εκείνο το βράδυ ακούσαμε άφωνοι απ’ αυτούς δυο τύπους μερικούς ατέλειωτους αμανέδες τραγουδισμένους λες και βγήκε ο Στράτος απ’ τον τάφο!

Η λεξη Τζαντερμάς: χωροφύλακας,που αναφερει η Ελενη,στη σελ.24,νομιζω οτι προφερεται Τζανταρμας και προερχεται απο την Τουρκικη λεξη jandarma που σημενει χωροφυλακη και προερχεται απο την Γαλλικη λεξη Gendarmerie με το ιδιο νοημα.
Αφου στα 1878 Γαλλοι και Αγγλοι αξιωματικοι,ανελαβαν την δημιουργια της. Gendarme=οπλισμενοι,αρματωμενοι.

Υπαρχει και πανεμορφο ορχηστρικο του Περιστερη με κλαρινο τον Ανεστοπουλο με τον ιδιο τιτλο.

Παιδια θα επανερθω με προηγουμενο ερωτημα μου, το οποιο μαλλον δεν απαντηθηκε επαρκως, και που ελπιζω να ξερει καποιος.
Απο το κοματι του Περιστερη “Μπελεντέρια”,
Ο ιδιος ο τιτλος “Μπελεντέρια” τι σημαινει, όπως και το “μάπα” που αναφέρει.

Επισης,
μιας και αναφερομαι σε αυτο το τραγουδι ήθελα επίσης να ρωτήσω τι σχέση έχει με το “τουτοι οι μπατσοι που’ρθαν τωρα” του Μάρκου (η αλλιως χθες το βραδυ στο σκοταδι) και του Κωστή. Θέλω να πω είναι βασισμένα σε παλιό μουρμούρικο η παραδοσιακό;

Όχι δεν τα μπερδεύεις καθόλου, έτσι είναι.

Στο “τραγούδι” Ο Σταυράκος μες τον τεκέ, λέει στην αρχή,
-Ooxx ρε Σταύρακα, αδερφάκι είσαι "μπλίρι τάξη";; ( η καπος ετσι/ whats that ?),
νταλγαδιασμενω μου σε, γιατί ακούω την διπλοπενιά στην τρίχα.

  • Γιατί ρε Νώντα σου χάλασε την μάπα σου.
  • Τη λε ρε το μηλίγγι σου το κλούβιο ρε, η τσίκα μo αδερφάκι στραβολαίμη είναι ένταξη κτλπ.κτλπ.

Μηλίγγι = Το μηνίγγι
Τσίκα= Η τσίκα είναι ένα “μικροκομενο” κομμάτι μαύρο (βλέπε JPG), επεξεργασμένο χασίς για να τοποθετηθεί στον αργίλε.

Από το CD του Κουνάδι Ελκυστικών ήχων εραστές, το ρεμπέτικο στην δεκαετία του 30

Η Τσίκα στα Κερκυραίικα είναι νομίζω η κορυφή βουνού, υψώματα,
έτσι το έχω ακούσει, δεν είμαι όμως σίγουρος.

Αυτό που εννοείς Ελένη, είναι η λεγομενη
“τσιβάνα”= ένα κομμάτι χαρτί η χαρτονάκι (συχνά από το μέσο μέρος του πακέτου τσιγάρα) που χρησιμοποιείτε σαν επιστόμιο του τρίφυλλου.

αν και δεν είναι το θέμα της δημοσίευσης αυτό, εγώ ποτέ δεν άκουγα κάτι σε “Πλήρη τάξη”. Πάντα άκουγα έψιλον,“εεερι…τάξη”.
Ή στραβός είναι ο γυαλός ή
σ
τ
ρ
α
β
ά
αρμενίζουμε.
Γνωρίζει κανείς τί πραγματικά λέει ?

“Εν πλήρη τάξη”, ακούω εγώ.

Babis, νομίζω στο συγκεκριμένο σημείο λέει: “εν πλήρει τάξει”
(όπως και η Χασκίλ).

Για τα υπόλοιπα σχόλιά σας:
Paris, βεβαίως, «τζανταρμάς» είναι το σωστό, θα διορθωθεί.
Aegeos και Νίκο, θα διορθωθεί και το «τσίκα».

Σας ευχαριστώ πολύ για τη συμμετοχή και τις υποδείξεις σας.
Πιστεύω πως πρέπει να αποκωδικοποιήσουμε την ελληνική Slang, γιατί αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία ως εποικοδόμημα πατά το λαϊκό μας τραγούδι.
Πρόσληψη του λαϊκού μας τραγουδιού, σημαίνει πάνω από όλα κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων της γλώσσας αυτής.

Μια και μιλήσαμε για γενικότερη έρευνα και τεκμηρίωση και για πηγές.
Ας μη μας διαφεύγει πως η γλώσσα του λαϊκού μας τραγουδιού έχει αρκετές ιδιαιτερότητες.
Πρόκειται κυρίως για μια γλώσσα φτιαχτή, συνθηματική, συνωμοτική μερικές φορές, κωδικοποιημένη, με ιστορία λίγων μόλις χρόνων, με πολλά δάνεια από τα Βαλκάνια κυρίως και λιγότερο από τη Δύση, με λέξεις σε πολύ μεγάλη έκταση διαφοροποιημένες νοηματικά από την «επίσημη» γλώσσα, αλλά και μεταξύ τους, μέσα στην ίδια την αργκό.

Αποτέλεσμα είναι να στενεύουν τα όρια αναζήτησης και επέκτασης μιας έρευνας για τεκμηρίωση σε γενικότερες πηγές, ιστορικές, γλωσσολογικές κλπ.

Έτσι κι αλλιώς, ακόμα και τα επίσημα λεξικά καθόλου δεν αποδίδουν τη νοηματική χροιά των λέξεων της ελληνικής αργκό, ίσα ίσα αρκετές φορές σε σύγχυση οδηγούν.
Βοηθούν πολύ τα βιβλία που αναφέραμε (Πικρού, Ζάχου, Δαγκίτση κλπ.), ενώ το καλύτερο λεξικό για ετυμολογία χωρίς λάθη και με αρκετές αναφορές στην ιδιότυπη αυτή γλώσσα θεωρώ πως είναι του Τριανταφυλλίδη.
Σε αρκετές περιπτώσεις βοήθεια σημαντική παρέχει και η λογοτεχνία της εποχής, καθώς καταγράφει παράλληλα την καθημερινότητα των λαϊκών στρωμάτων της εποχής αυτής.
Αλλά και το πώς μεταφέρουμε τις λέξεις αυτές στη σημερινή μας πραγματικότητα θέλει προσοχή.

Έτσι, κάθε φορά που μεταφέρω λέξεις εδώ, έχω στο νου μου την υπόδειξη του Πέτρου Πικρού: “θα ήτανε τουλάχιστον αστείο να αποδίδουμε με τη γλώσσα του σαλονιού το διάλογο και τις συνθηματικές λέξεις των ανθρώπων αυτών”…
…και το άγχος μου μεγαλώνει…

Μπιλαδέρια/μπελεντέρια, “μην ψαρέψεις μπιλαδέρια”, μάλλον σημαίνει “μην γυρεύεις φασαρίες/μπελάδες/καυγάδες”.

Μάπας= ναργιλές

Τη λέξη “μπελεντέρια” δεν την έχω συναντήσει αλλού εκτός από το συγκεκριμένο τραγούδι, άρα δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα για τη σημασία της.
Ούτε για την ετυμολογία της γνωρίζω.
Η Χασκίλ, όμως, νομίζω πως πλησιάζει αρκετά το νόημά της από τα συμφραζόμενα.

Μερικές ακόμα λέξεις.

αντάμης : παλικάρι, άντρας, θαρραλέος.
Το επίθετο «αντάμικος» περισσότερο σε χρήση στο ουδέτερο και πάντα για άψυχα αντικείμενα σημαίνει «αντρίκειο» αλλά και «αυθεντικό».
[τουρκ. Adam= άνθρωπος, άντρας]

λάζο : είδος μαχαιριού που διπλώνει στη λαβή, στιλέτο.

Χρυσή (βγάζω τη…): παθαίνω ίκτερο και κιτρινίζω.
Επίσης, θυμώνω υπερβολικά
[χρυσή=ίκτερος, λαϊκ.)

καρακόλι : χωροφύλακας.
[τουρκ. karakol -ι < βεν. caraguol]

λωλός : αυτός που διανοητικά δε στέκει καλά, τρελός, παλαβός αλλά και ανόητος, απερίσκεπτος
[ λωλός < αρχ. oλωλώς ( όλλυμαι) ]