Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Εχω εντοπίσει σε μερικά κομάτια την αναφορά στην ταβέρνα (:wink: του τύπου “μπύρα”. Μήπως γνωρίζεται τι είδους ταβέρνα ήταν αυτή η μπύρα;

Θέλοντας να επεκταθώ στις ονομασίες των διάφορων κ διαφορετικών τύπων ταβέρνας καλό θα ήταν αν ξέρει κάποιος να αναλύσει την ομασία τους (ίσως κ ανά χρονικές περιόδους). Π.χ. κλασική ταβέρνα, χασαποταβέρνα, ταβερνάκι, ψαροταβέρνα, τσιπουράδικο, ρακάδικο, καπηλειό, κρασοπουλιό (ή κρασοπουλειό), κουτούκι, τεκές, καφενές κ.α., τόσο ως προς το μέγεθος όσο κ ως προς τις υπηρεσίες που παρείχαν κ παρέχουν (μεζέδες, φαγητό, ψητά, ψάρια, ποτό, ζωντανή η ηχογραφημένη μουσική…, ναρκωτικά- όχι πλέον, εκτός κ αν ξέρει κανείς τίποτα κ μας το κρύβει :):))

Έχω την εντύπωση ότι λέγοντας “πάμε ταβέρνα” είναι ένας γενικός κ μάλλον ισοπεδωτικός, πλέον όρος που χρησιμοποιούμε χάριν ευκολίας, όπως όταν λέμε “πάμε για καφέ” κ μπορεί να ενοούμε μπύρα, ποτό, σοκολάτα, αναψυκτικό, κ.ο.κ. Επιπλέον κ τουλάχιστον σε μένα, αυτό προκαλεί σύγχιση, γιατί π.χ. άλλη η ταβέρνα που θα βρεις στην γειτονιά μου στην Π. Κοκκινιά κ άλλη αυτή που θα βρεις στου Ψυρή η στην Βάρη…

Η «μπύρα» Akis_k, είναι η και «μπυραρία» λεγόμενη, κέντρο όπου κατά προτίμηση σερβίρεται μπίρα «ποτήρι». Τέτοια κέντρα είχαν γίνει της μόδας την εποχή που αναφέρονται και στα τραγούδια. Εκτός από Φίξ, υπήρχε και μπίρα Κλωναρίδη (το εργοστάσιο στην Πατησίων ήθελαν να το γκρεμίσουν πριν λίγα χρόνια), Μάμου (περισσότερο στην Πάτρα), Όλυμπος στη Θεσσαλονίκη και άλλες, μέχρι που ο Φίξ τους εξαγόρασε όλους και έμεινε μόνος του, προπολεμικά ακόμα.

Η χασαποταβέρνα έγινε της μόδας προς το τέλος της δεκαετίας ΄50, εγώ την πρόφτασα ως παιδί. Ένας ιδιοκτήτης χασάπικου βάζει και τραπεζάκια και σερβίρει, σχεδόν αποκλειστικά, ψητά «δικά του». Η «σωστή» χασαποταβέρνα πούλαγε το κρέας με το κιλό, πράγμα που και σήμερα συχνά γίνεται αλλά ήταν άγνωστο πριν. Τα άλλα είδη ταβέρνας που αναφέρεις, είναι λίγο πολύ γνωστά. Εκείνο που σήμερα έχει ξεχαστεί σαν όρος είναι το «Ζυθεστιατόριον», που ήθελε να διαφοροποιηθεί από την «κλασική» ταβέρνα πρώτον σερβίροντας μπίρα και δεύτερον εστιάζοντας κυρίως στην σκέτη εστίαση των θαμώνων, άνευ δηλαδή διασκεδάσεως.

Νεες λεξεις:
τσερκεδες, κομισιερης, ανφαν γκατε.

Στην “Αλεξιαδα” μονο τις ιντριγκες γυρω απο το θρονο του πατερα της περιγραφει η Κομνηνη.

Παντως η λεξη <qift > διασωζεται σε γραπτα κειμενα απο το 14ο αιωνα και με κυριολεκτικη και με μεταφορικη σημασια.

Ανδρέα, μπορεί η Άννα Κομνηνή (έ, ρε λόξυγγας που θα την έχει πιάσει εκεί που βρίσκεται…) περιγράφοντας το χαρακτήρα του Αλεξίου να τον χαρακτηρίζει τσίφτη, ενώ τους άλλους…

Κομισ(σ)έρης: αξίωμα στο (οθωμανικό) αστυνομικό σώμα, εποχή αρχών 20ού. Επιθεωρητής Κλουζό, που λέμε…

Ανφάν γκατέ: κυριολεκτικά, κακομαθημένο παιδί, χαϊδεμένο, μαμμόθρεφτο και κατά (ρεμπέτικη) επέκταση ο καθώς πρέπει (εκλεπτισμένος) άνθρωπος (ή και κυρία).

Λατινικό Kommissar, ο επιθεωρητής της αστυνομίας στα γερμανικά και o εντεταλμένος.
Επίσης ο επίτροπος από το Kommission i[/i]

Μια μικρή συμπλήρωση.
τσερκέδες: μελωδίες που τραγουδούσαν οι Τσερκέδες, Τούρκοι που κατοικούσαν στην περιφέρεια της Σμύρνης.

Μερικές προσθήκες.
κρεπάρω: σκάω, έχοντας ξεπεράσει τα όρια της ψυχικής μου αντοχής,
αισθάνομαι υπερβολική δυσφορία από εσωτερική πίεση, συντρίβομαι.
[<ιταλ. crepare]

τσαχπίνης : αυτός που με χαριτωμένα καμώματα προσελκύει την προσοχή και τη συμπάθεια των άλλων και κυρίως για γυναίκα που προκαλεί το αντρικό ενδιαφέρον
[τουρκ. çapkιn = γυναικάς, με μάτια ηδυπαθή]

μουστερής : ο αγοραστής ή πελάτης, γενικά αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι με σκοπό να το αποκτήσει.
[τουρκ. müşteri]

σβάρνα: γυρίζω με τη σειρά, επισκέπτομαι διαδοχικά, παρασύρω, χτυπώ και σέρνω.
σβαρνίζω και σβαρνώ: ρίχνω κάτω στο έδαφος και σέρνω. Μεταφορικά, τιμωρώ, σκοτώνω.
[< σλαβ. barna]

τα λιμά: εκτός από “τα άχρηστα χαρτιά στην τράπουλα”, “λιμά” είναι και τα μη πειστικά επιχειρήματα, τα άχρηστα λόγια.

Παράλληλα με την "Αλεξιάδα " της Κομνηνής , ένα πολύ κατατοπιστικό βιβλίο με αναφορές στους “περιθωριακούς” του Βυζαντίου
(καλύπτει και ό,τι παρουσιάζει ενδιαφέρον εκτός από τις ίντριγκες γύρω από το θρόνο που περιέχει η “Αλεξιάς”) είναι το:
“Οι περιθωριακοί στο Βυζάντιο” , συλλογικό έργο, (Αθήνα 1993, από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Γουλανδρή-Χορν).

Σβάρνα, σβαρνίζω: η σβάρνα είναι μία πλατειά και βαρειά σανίδα που σερνόταν, δεμένη κατάλληλα με σκοινιά, από το άλογο ή βόδι πάνω στο φρεσκοοργωμένο χώμα, με τον γεωργό να ενισχύει το βάρος της με το δικό του επικαθήμενος αυτής, για να ψιλοτρίψει τους χοντρούς σβώλους. «Έπαιρνε σβάρνα» τα πάντα, περνώντας από παντού, χωρίς να προσέχει τι συνθλίβει. Γιαυτό και το νόμισμα που «το πήρε η σβάρνα» δεν βρισκόταν με τίποτα, μόνο από τους αρχαιολόγους αργότερα. Γιαυτό και όταν «παίρνω σβάρνα τα καπηλειά» δεν αφήνω κανένα χωρίς να το επισκεφτώ. Σβαρνίζω, λοιπόν, αρχικά σημαίνει «περιέρχομαι με σβάρνα το χωράφι, συμπληρώνοντας το έργο της άροσης, ψιλοχωματίζοντας). Όχι σέρνω.

Τα λιμά δεν είναι άχρηστα χαρτιά, όποιος ξέρει καλή πρέφα ξέρει και να κρατάει λιμά, να μην τα ξεφορτώνεται όλα, γιατί θα αποδειχθούν πολύτιμα στο τέλος της παρτίδας (Farbe bekennen, που λένε και οι Γερμανοί). «Χαμηλής αξίας» χαρτιά είναι, με τα οποία δεν μπορείς να «κόψεις» μία μπάζα και να την καρπωθείς, όπως με ένα μεγάλης αξίας χαρτί. Ακριβώς με την έννοια αυτή χρησιμοποιεί τη λέξη και ο Μάρκος.

το σβάρνισμα αποσκοπούσε στην επικάλυψη του σπόρου.
Νίκο, τι μου θύμισες… πιτσιρικάδες στο χωριό τρελαινόμασταν να μας βάζει για βόλτα επάνω στη σβάρνα ο παππούς. το καλλίτερο λουναπαρκ! προσπαθούσαμε να ισορροπήσουμε πιασμένοι από τα τραβηχτάρια( ζυγιά) και κάθε τόσο πέφταμε στο χώμα και διασκεδάζαμε με την ψυχή μας!
μετά ήρθαν τα τρακτερ και η σβάρνα έγινε καυσόξυλα…εμείς μεγαλώσαμε και “διασκεδάζουμε” με τους τρόπους των ενηλίκων…:079:

Νομίζω πως για την επικάλυψη του σπόρου χρειαζόταν δεύτερο σβάρνισμα, εκτός και αν το χώμα ήταν “στο ρώγο του” και δεν είχε πολλούς σβώλους, ώστε να επιτρέπει σπορά αμέσως μετά το όργωμα. Στο σβάρνισμα της επικάλυψης, επειδή το χώμα ήταν λιγότερο ανώμαλο, ο παπούς ευκολότερα έπαιρνε και τους μπόμπιρες στη σβάρνα…

Ποια γραπτά είναι αυτά Ανδρέα; Είναι “απόρρητο” να τα μάθουμε κι εμείς;
Και ποια εννοείς μεταφορική σημασία τής λέξης;
Γίνε πιο σαφής, παρακαλώ !

Καθώς και την τουρκική μετάφραση “άρτιος-ολοκληρωμένος” την είδες κάπου αλλού ή στο ποστ που είχα παραθέσει κάποιες σελίδες πριν ;
Γιατί ειπώθηκε πως στα λεξικά αναφέρεται η μετάφραση της λέξης μόνο σαν “ζεύγος, διπλό” κλπ…
Με ενδιαφέρει και αυτό…

Στο δικό μου πάντως λεξικό (ξαναλέω: Faruk Tuncay – Λεωνίδα Καρατζά, Τουρκοελληνικό λεξικό, έκδοση Κέντρου ανατολικών γλωσσών και πολιτισμού), στο λήμμα çift, έχουμε: 1: ζευγάρι, ζεύγος, δυάδα 2: ζυγός, άρτιος 3: δίδυμος 4: διπλός, δι-, διπλο-. Και σωρεία ολόκληρη εκφράσεων (περίπου 40), η σχεδόν απόλυτη πλειοψηφία των οποίων βασίζεται στην έννοια διπλός κλπ. Μόνο μία (1) βασίζεται στο άρτιος: (çift) – sayi: άρτιος αριθμός. Είναι προφανές ότι κατά το λεξικό μου η έννοια άρτιος δεν σημαίνει και ολοκληρωμένος. Ζυγός σημαίνει, το αντίθετο δηλαδή του περιττού (άρτιοι και περιττοί αριθμοί).

Μαζί με το çiftci, çifte, çiftçilik (γεωργία, αγροτικός), çiftlesme (συνουσία, ζευγάρωμα!) κλπ. φτάνουμε τη μισή σχεδόν σελίδα, χωρίς έννοια «ολοκληρωμένος». Εκτός αν “ολοκλήρωση” θεωρούμε τη συνουσία, που όμως το λεξικό επιμένει στο ζευγάρωμα.

Ελένη, σήμερα διάβασα αυτά που έγραψες για τους Γιουρούκους, έχω αρεκτές απορίες, αλλά ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για τη πηγή σου σχετικά με το όνομα τους. Γράφεις ότι το όνομα τους να έχει σχέση με την ποικιλία των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων (το ότι ήδη οι Βυζαντινοί το είπαν μου φαίνεται αρκετό παράξενο). Κανονικά πιστεύουν οι ερευνήτες ότι΄το όνομά τους είναι ή ένα συνόνημο για “νομάδες” γενικά ή ήταν το όνομα μιας ορισμένης φυλής και μετά έγινε συνόνημο για νομάδες. Ίσως γι’ αυτο οι Έλληνες ονομάστηκαν και οι Βλάχοι “γιουρούκους”, όπως το διάβασα κάποτε. Ευχαριστώ πολύ.

Νίκο, ήδη αυτά τα έχω περιγράψει κάποιες σελίδες πίσω…
Και έβαλα μάλιστα και θέμα, για σχέση του τσιφτλικιού και του τσιφτλικά με τον κάθε “τσίφτη”… [τον “πρώτο”, τον μεγαλοπρεπή, τον άψογο, το “μάγκα”…τον “μεγάλο”, (τον γ@@ήκουλα… =που τα οργώνει όλα για όλα, γιαυτό παράθεσα και τη “συνουσία”…), τον σε όλα του εντάξει κλπ…].
Τώρα είναι πιο σαφές;

Η ερώτησή μου στον φίλο Ανδρέα ήταν για τις δικές του διευκρινίσεις σε σχέση με την αλβανική ρίζα και τις αναφορές σε κείμενα…

ΥΓ:
Ακόμα αναζητώ κάποια ρεμπέτικα τραγούδια που να περιέχουν τη λέξη (δεν θυμάμαι, και δεν έχω χρόνο να ψάξω τώρα).
Γιαυτό επιμένω και τόνισα από νωρίς, πως η απόδοση των λέξεων πρέπει να είναι σε αντιπαραβολή με τη χρήση της στο κάθε κείμενο-τραγούδι…

:063:Να ένα: “Τέτοιον άντρα θε να πάρω”, Γ. Παπαϊωάννου-Κ. Μάνεσης (1950)
Σωτηρία Μπέλλου & Νίκος Καλλέργης (ζεϊμπέκικο)

Τον άντρα που θα παντρευτώ τον θέλω ντερμπεντέρη,
να’ χει γλεντήσει τη ζωή και όλα να τα ξέρει.

Τέτοιον άντρα θε να πάρω,
τη ζωή μου να γουστάρω.

Να είναι τσίφτης στη μαγκιά να πίνει να χορεύει,
κι όταν με βλέπουνε μαζί ο κόσμος να ζηλεύει.

Τέτοιον άντρα θε να πάρω,
τη ζωή μου να γουστάρω.

Τον θέλω να 'χει τάλιρα να είναι από σόι,
θέλω γλεντζέ τον άντρα μου να ξέρει να τα τρώει.

Τέτοιον άντρα θε’ να πάρω,
τη ζωή μου να γουστάρω.

Και το τραγούδι του Μ. Γενίτσαρη με τίτλο “Η τσίφτισσα” (1950)
Μαρίκα Νίνου, Αθ. Ευγενικός & Μ. Γενίτσαρης.

Απ΄όλες που αγάπησα,
ως τώρα στη ζωή μου,
μόνο μια τσίφτισσα μικρή,
σκλάβωσε την ψυχή μου.

Μ΄έχει η τσίφτισσα τρελάνει,
με τα κόλπα που μου κάνει.

Γιατί μαζί της γνώρισα
αληθινή αγάπη,
ξέρει και βρίσκει τι ζητώ,
ποτέ δεν κάνει λάθη.

Μ΄έχει η τσίφτισσα τρελάνει,
με τα κόλπα που μου κάνει.

Άλλη γυναίκα τώρα πια,
δεν θα ξαναγαπήσω,
μονάχα με την τσίφτισσα,
μποέμικα θα ζήσω.

Μ΄έχει η τσίφτισσα τρελάνει,
με τα κόλπα που μου κάνει.

Εγώ πάλι είχα στ΄αυτιά μου ( γι΄αυτό και δεν έβαλα τους στίχους)το:
“… Ένα βράδυ στην Καστέλα
σε μια όμορφη κοπέλα
που ʼπαιρνε τʼ απεριτίφ της
ρίχτηκε ένας τσίφτης απʼ την Κοκκινιά…”

Απ΄ό,τι φαίνεται η λέξη “τσίφτης” - όπως τη χρησιμοποιούμε - προκύπτει από την αλβανική qift = γεράκι αρχική σημασία και κατ΄επέκταση “μάγκας”, “ξύπνιος” κλπ…
Άλλης ετυμολογίας και ερμηνείας είναι η τουρκική cift , όπως φαίνεται και από τη μετέπειτα σύνδεσή της με λέξεις όπως: τσιφλίκι κλπ.
Στα λεξικά: Τριανταφυλλίδη, Κριαρά και Μπαμπινιώτη ετυμολογία από το αλβαν. qift αναφέρεται.
Νομίζω ότι δεν χρειάζεται αμφισβήτηση ή δεν αξίζει τον κόπο να σταθούμε περισσότερο σ΄αυτό.

Μάρθα,
Ετυμολογίες λέξεων όπως “Γιουρούκος” μόνο κατά προσέγγιση και με αρκετές επιφυλάξεις μπορούμε να διατυπώσουμε.
Πιο πιθανό θεωρώ να προέρχεται η ονομασία τους από το παλαιοτουρκικό ρήμα[-yori- = περπατώ] , μια και απαντά σε 47 σχετικές λέξεις και ταιριάζει και με τις περιπλανήσεις της φυλής αυτής.

Τα χαρακτηριστικά που αποδόθηκαν στη φυλή αυτή, ως “απολίτιστη”, “άξεστη” κλπ. ταιριάζει να προέκυψαν από την άποψη των Τούρκων πως μιλούσαν με βαρβαρισμούς την τούρκικη γλώσσα, άρα ίσως προέκυψε έτσι και η σημερινή - σχετική - απόδοση της έννοιας “Γιουρούκος”= απολίτιστος, άξεστος.
Όλα αυτά, ασφαλώς, με πολλές επιφυλάξεις.

Πηγές, αρκετές:

  • Jean - Paul Roux, "Η ιστορία των Τούρκων "
    Μετάφραση Μαρία Σμυρνιώτη, Επιμέλεια Βασιλική Αναστασοπούλου, Εκδόσεις Γκοβόστη,
  • άρθρα πολλά όπως του Δ.Μανακάτου " Οι μειονότητες στην Τουρκία" ,
  • Ροδάκη, ¨Ο Γόρδιος δεσμός των εθνοτήτων",
  • “Ελληνική Ιστορία”, Εκδοτική Αθηνών τόμος 25 …

Υ.Γ. (Για τη Μάρθα).
Μάρθα, στα τρία πρώτα βιβλία που παραθέτω αναφέρονται οι απόψεις αυτές για τους Γιουρούκους.

Ευχαριστώ Ελένη, ψάχνω μόνο τη πηγή γι’ αυτά που ανέφερες εσύ για τους Γιουρούκους σχετικά με τη θρησκεία (έχει ενδιαφέρον γιατί πρόκειται σχεδόν για το αντίθετο απ’ αυτά που ξέρω εγώ). Δυστυχώς δεν μπορώ να διαβάσω τέτοια ειδικά ελληνικά βιβλία που μου προτίνεις, μήπως είναι δυνατόν να μου πεις απλά που ακριβώς βρήκες τις παρακάτω θέσεις δηλαδή ποιός τις είπε?

  1. “Απ΄ό,τι φαίνεται είναι ιδιότυπη η θρησκεία τους. Αν και παρουσιάζονται σαν μουσουλμάνοι, απαλλάσσονται της στρατιωτικής θητείας, όπως και όλοι οι χριστιανοί. Θεωρούνται από τους Τούρκους κρυπτοχριστιανοί, σύμφωνα με μια μαρτυρία είναι κατάλοιπα των εικονομάχων του βυζαντίου, οι οποίοι μετά την επιβολή της εικονολατρίας διώκονταν και γι΄αυτό περιφέρονταν από τόπο σε τόπο.
    Πέρα από εικονομάχοι ανήκουν και στην αίρεση Απτάλ”.

2 “Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το όνομα «Γιουρούκοι» τους το έδωσαν οι Τούρκοι, μεταφράζοντας στη γλώσσα τους το όνομα «άστατοι» που τους είχαν δώσει οι Βυζαντινοί, λόγω της ποικιλίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων”.

Ευχαριστώ “Στελλάκι” και για το δεύτερο… Μόνο αυτό θυμόμουνα, και μόνο ! (του Παπαϊωάννου, από κλασικό ρεμπέτικο)
Γιατί αυτό που παραθέτει η Ελένη (Αχ βρε παλιομισοφόρια) σαν ρεμπέτικο, είναι των Χατζιδάκι-Σακελλάριου… Άρα, σαφώς και…δια ταύτα…
Ήρθαμε στο προκείμενο, εντέχνως !

Αν λοιπόν, από τα κείμενα των τραγουδιών συνεπάγεται η σημειολογία-απόδοση τής λέξης σαν του “μάγκα-ξύπνιου”, τι να πω πια! Εσείς, όπως καταλαβαίνετε…
Ο Σακελλάριος, πάντως, κάνοντας κολλητή παρέα με τον Κίμωνα Καπετανάκη και άλλους “ιδιαίτερους μάγκες” της εποχής, άλλα εννοεί… Και είχε, ως γνωστόν, την ευχέρεια να γράψει κυριολεκτικά ή και με άλλους τρόπους τη λέξη “μάγκας” ή “ξύπνιος”…
Ας γίνει και μια δεύτερη ανάγνωση !
(Νομίζω -τώρα εγώ- πως αξίζει τον κόπο να σταθούμε…)

ΥΓ:
Μάρθα, για τους Γιουρούκους κατανόησα τι λες.
Τη διαδρομή τους και τους εκτοπισμούς (τις εσωτερικές μεταναστεύσεις-μετακινήσεις, επί οθωμανικής αυτοκρατορίας). Ναι, υπάρχουν εξαιρετικά επιστημονικά κείμενα -αγγλόφωνα- που σχετίζονται γενικά με τους Βλάχους. Πρέπει να τα ψάξω πάλι. Μου τα είχε υποδείξει, όταν έκανε τη δικιά του έρευνα, ένας φίλος πανεπιστημιακός “βλάχος” …

Ιωάννα, διαβάζοντας το μήνυμά σου της 15.22 χθές, είπα να μη δόσω συνέχεια αφού και εγώ θεωρώ ότι, αρκετά ειπώθηκαν… ήρθε όμως η συνέχεια και ειδικά το τελευταίο σου μήνυμα (για το θέμα cift / qift δεν συνεχίζω, ήταν όλα σαφή και πριν το μήνυμά σου).

Δεν νομίζω κάποιος να διαφωνήσει με τη θέση που διατυπώνεις, πως

«Γιαυτό επιμένω και τόνισα από νωρίς, πως η απόδοση των λέξεων πρέπει να είναι σε αντιπαραβολή με τη χρήση της (κάθε μιάς) στο κάθε κείμενο – τραγούδι…»

Βέβαια, η τυχόν γνωστή και διαδεδομένη χρήση μιάς έκφρασης γενικότερα, όχι ειδικά σε κάποιο τραγούδι, δεν θα πρέπει να μείνει απέξω: θα αναφερθεί και αυτή. Στο τελευταίο σου μήνυμα, τώρα:

Ειδικά για το δεύτερο τραγούδι (το του Γενίτσαρη), στο οποίο και επιμένεις, εσύ τι ειδικό καταλαβαίνεις και ζητάς και δεύτερη ανάγνωση; Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί το «τσίφτισσα» με την έννοια του «καλή για μένα, εντάξει, στα μέτρα μου» κλπ. Δεν σου αρκεί; Μήπως να δόσουμε στο τσίφτισσα τις ερμηνείες

Γυναίκα που σκλαβώνει ψυχές,
Γυναίκα που τρελλαίνει με τα κόλπα που κάνει,
Γυναίκα κατάλληλη για αληθινή αγάπη,
Γυναίκα που ξέρει και βρίσκει τι ζητά ένας άντρας,
Γυναίκα αλάθητη,
Γυναίκα που αποτρέπει τον άντρα από την επιλογή άλλης,
Γυναίκα που μόνο με αυτήν κανείς ζή μποέμικα;

Η υιοθέτηση της περιγραφής «τσίφτης, τσίφτισσα» όπως δίνεται στην τελευταία ενημέρωση του καταλόγου excel της Ελένης καλύπτει, νομίζω, την περίπτωση πλήρως.

Για τα «παλιομισοφόρια» πάλι, το να δίνεις ερμηνεία σε μίαν έκφραση με βάση τα στοιχεία της προσωπικότητας ενός ανθρώπου που την χρησιμοποίησε σε ένα τραγούδι, έστω και εκείνα ενός «ιδιαίτερου μάγκα» της εποχής, δεν είναι δόκιμος τρόπος καλύψεως μιάς εννοιολόγησης. Γιατί τότε και εγώ (που δεν ευτύχησα να γνωρίσω προσωπικά ούτε τον Σακελλάριο ούτε τον Καπετανάκη) θα μπορούσα να σκεφτώ ότι ο στιχουργός, ψάχνοντας μια λέξη που να περιγράφει τον «πολιορκητή» της κοπέλας, περισσότερο θα στάθηκε στην ομοιοκαταληξία με το απεριτίφ της κοπέλας παρά σε οτιδήποτε άλλο.

Υ. Γ. σαν πολύ δεν ασχοληθήκαμε με το θέμα; Δεν θα δηλώσω όμως ότι για μένα είναι η τελευταία φορά, γιατί αυτό πολύ συχνά εκλαμβάνεται ως πονηρός τρόπος να εκμαιεύσει κανείς την τελευταία λέξη σε μια συζήτηση.