Νίκο, έχεις δίκιο!
Θα επανορθώσω προσεχώς…
Προσθέτω και άλλες λέξεις για επεξεργασία:
Κουσουμάρω= χρησιμοποιώ, γουστάρω
Καμωματού= ναζιάρα, σκερτσόζα, παιχνιδιάρα, αλλά και υποκρίτρια.
Πουλεύω= φεύγω κακήν κακώς (κυριολεκτικά).
«Την πούλεψα»= την πάτησα, την έβαψα
τζούρα: (τουρκική λέξη)= ρουφηξιά ναρκωτικού ή τσιγάρου, γουλιά.
Επίσης, το υπόλειμμα ενός υγρού στο δοχείο που το περιέχει.
Τρακάρω: συναντώ τυχαία. Επίσης, παίρνω κάτι χωρίς να έχω τη διάθεση να το επιστρέψω.
Χάσικος: (τουρκική λέξη) σημαίνει καλής ποιότητας, εκλεκτός, καθαρός, άσπρος.
Τσίλικος: καινούριος, αστραφτερός, φινετσάτος, λεβέντικος, περήφανος.
Χαρμάνης: ο εθισμένος χρήστης ναρκωτικών, που δεν έχει κάνει χρήση για πολύ καιρό, με αποτέλεσμα να υφίσταται το σύνδρομο της στέρησης.
Σερέτης: δύστροπος, ευέξαπτος, εριστικός, βαρύς.
Κοντραμπατζής: λαθρέμπορος.
Κοντραπάντο ή κοντραμπάντο ( λατινικής καταγωγής) σημαίνει λαθραίο εμπόριο, λαθρεμπόριο
(και μεταφορικά: τέχνασμα, απάτη)
[ θα παρακαλούσα τους φίλους που επιμένουν να υπάρχει αναφορά και στους “δρόμους” του ρεμπέτικου, να αναφέρουν και δημοσίως τα επιχειρήματά τους.
Εγώ θα κάνω ό,τι αποφασίσει η ομάδα…]