Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Συγνώμη που επανέρχομαι αλλά όλο το άρθρο που ανέβασε η Ελένη θα το βρείτε και εδώ: http://eglima.wordpress.com/2007/06/02/hristofilea_2/

Η ΚΟΥΛΑ (ΜΙΣΣΑΗΛΙΔΟΥ) GA 1467:088:
Μες στο Γυαλι τον καφφενε που γιναμε χαρμανι
την Κουλα πρωτογνωρισα και μου 'στειλε φιρμανι.
Aν θελω στην καρδουλα της εγω να ειμαι μονος
πρεπει να γινω ΡΟΚΑΜΒΟΛ νταης και δολοφονος.
(αντε ρε Κουλα,για το χατηρι σου οτι θες γινομαι!)
Ρε Κουλα δολοφονισσα με τα γλυκα σου ματια
τραβηξε το μαχαιρι σου και κανεμε κομματια!
(αλλα βαστα μη με χτηπησεις στην καρδια!!)
Τι’θελα και σε γνωρισα και μ’εφαγ’η μαρμαγκα
θα με σκοτωσεις αδικα σαν το σωφερ τον Τσαγκα.
(αντε ρε μαννα και θα με φαει η Κουλα!!)
Αχου ρε Κουκα χασικλου,ασε τα κατσαμακια
τρεξε κοντα μου γρηγορα και δωσ’μου δυο φιλακια.
Για τραβα το πιστολι σου και ριξε μου δυο σφαιρες
και θαψεμε μες στις δροσιες και κοψε μου τις μερες!!

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 14:42 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 13:14 —

πιστευω πως αυτα ειναι τα σωστα λογια εκτος βεβαια απο το Κουκα αντι Κουλα που ξεφηγε εκ παραδρομης!!!

Ναι, νομίζω και εγώ ότι έχουμε κάποια καλή προσέγγιση, με βάση την ηχογράφηση GA 1467 (Βιδάλης). Τώρα, μικροδιαφορές όπως εγώ να είμαι μόνος ή εγώ να είμαι μόνο, ή Άχου ρε Κούλα / Άκου ρε Κούλα ή άλλες, είναι και πολύ δύσκολο να πιαστούν με το αφτί αλλά και δευτερεύουσας σημασίας. Εγώ ακούω π.χ. που πίναμε χαρμάνι, όχι που γίναμε χαρμάνι.

Εκείνο που με προβληματίζει είναι αυτά τα κατσαμάκια. Δεν έχω ερμηνεία, δεν το έχω ξανακούσει.

Αν λέει “κατσαμάκια” , η λέξη είναι γνωστή.
Σημαίνει “καμώματα”, νάζια", “υπεκφυγές”, “προφάσεις” κ.λπ.
Και προέρχεται από την τούρκικη λέξη: kacamak = υπεκφυγή, νάζι.
[b][u]από το Αγιασώτικο λεξικό της Λέσβου.[/b][/u]

Να προσθέσω και το “Γυαλί Καφενές”, το οποίο ήταν καταγώγιο γνωστό της εποχής…

Kαλησπέρα,

Μήπως έχει κανείς απ΄τα καλά παιδιά το τραγούδι του Παπαϊωάννου “Ότι θέλουν οι γυναίκες”, (που μ΄έχει τρελάνει) και έχει την καλωσύνη να μου το δώσει; Αν ναι, στείλτε μου ένα προσωπικό μήνυμα γιά τα περαιτέρω

Χίλια ευχαριστώ

Από το τραγούδι: “Ο Κουμαρτζής”, Χ. Κρητικού ( 1939)

“…Κι όταν τα ζάρια καλέ
τα κουνώ στα πεντοδάκτυλά μου
ντόρτια και ντούσες έρχονται
τρομάρα μου και χάνω τα λεφτά μου…”

Ντόρτια: το να δείξουν και τα δυο ζάρια τον αριθμό τέσσερα στο τάβλι.
[τουρκ. dört = τέσσερα (από τα περσ.) ]

ντούσες: διπλά, δυάρες
[από το deuce]

Από το τραγούδι: “Παίζω πόκα, παίζω πινόκλι” του Ζάππα με τον Κατσαρό, 1929

“…Παίζω πόκα, παίζω πινόκλι
παίζω κοντσίνα, τριόνφο, φαραώ
και αντίς για να ρεφάρω
χάνω και το βιδάνιο…”

βιδάνιο :

  1. τα ποσοστά από τα κέρδη χαρτοπαιξίας που έχει το δικαίωμα να κρατάει η χαρτοπαιχτική λέσχη ή το καφενείο, αλλιώς γκανιότα.
  2. το υπόλειμμα πιοτού στο ποτήρι, το απόπιομα
    [ ‹ ιταλ. quatagno]

τριόμφο, φαραώ, πόκα, πινόκλι: παιχνίδια της τράπουλας.

Κολτσίνα ή κοντσίνα ή κολιτσίνα: από τα πιο απλά και «αθώα» παιγνίδια της τράπουλας, βασιλιάς των ανά την επικράτεια καφενείων! Το παιγνίδι είναι μάλλον Ρώσικης προέλευσης. Παίζεται με όλα τα φύλλα της τράπουλας, συμμετέχουν δυο ή τέσσερεις παίχτες και στην πιο απλή μορφή του οι πόντοι που προσπαθεί να συγκεντρώσει κάθε παίχτης είναι πέντε. Δυο παίρνει όποιος έχει πάνω από είκοσι έξι φύλλα, ένα πόντο όποιος έχει τα περισσότερα σπαθιά, ένα πόντο όποιος έχει το δύο σπαθί και ένα πόντο o κάτοχος του δέκα καρώ.
[από το βενετ. concina].

Έχει ενδιαφέρον η ιστορία της χαρτοπαιξίας.
Απ’ ό,τι φαίνεται, ξεκίνησε από την Αίγυπτο ή την Ινδία ή την Κίνα, κατά άλλους.
Στην Ευρώπη η τράπουλα φαίνεται ότι πρωτοεμφανίστηκε κατά την τελευταία τριακονταετία του 14ου αιώνα. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι στην Ισπανία έγινε γνωστή το 1371, στην Ιταλία το 1376, στη Γαλλία το 1377 και στη Γερμανία το 1384.
Όσο για τη χώρα μας;
Στα Ιόνια νησιά η χαρτοπαιξία συνηθιζόταν ήδη από την περίοδο της Ενετοκρατίας. Άλλη, συγκεκριμένη μαρτυρία δεν έχει διασωθεί.

Αν κάποιος φίλος γνωρίζει περισσότερα στοιχεία για τα παιχνίδια της τράπουλας που αναφέρονται στα τραγούδια, ας προσθέσει.

Τριόμφο

Παίζεται με 2 ή 4 παίχτες και με όλα τα φύλλα πλην των μπαλαντέρ. Μοιράζονται απο 12 φύλλα στον κάθε ένα.Τα έντεκα είναι κρυφά και το 12ο φανερό(λέγεται “φάτσα”).Βγαίνουν και 4 φύλλα κάτω, όπου το χρώμα του τελευταίου φύλλου(καρο,σπαθί,μπαστούνι,κούπα),ορίζει και τα “ατου”.

Πόντοι:
Ασσος=1,Δύο=2,Τρία=3,Τεσσερα=4.
6,7,8,9 δεν κάνουν πόντο
10, Βαλές, Ντάμα απο 1 πόντο.
10 καρό = 5 πόντους, και ονομάζεται “μικρό κουμουδί”.
Βαλές σπαθί = 6 πόντους και ονομάζεται “μεγάλο κουμουδί”.΄
Ρήγας = 10 πόντους και οΡήγας ο “καλός” κάνει 12 πόντους.Σαν “ρήγας καλός” ορίζεται ο Ρήγας που εχει το χρώμα του ατου.

Σκοπός στο τριόμφο είναι να μαζέψεις όσο περισσότερους πόντους.
Στο παιχνίδι αυτό,ιδιαιτέρα στην 4άδα,μπορείς να μιλάς με τον συμπαίχτη σου(π.χ. πάρτα με 4 καρό) και να κάνεις και νοήματα για το τι χαρτί έχεις.Τα νοήματα είναι στάνταρ και δεν πρέπει να σε καταλάβει ο αντίπαλος,γιατί θα ξέρει και εκείνος το χαρτί σου (π.χ. κλείσιμο των ματιών ορίζει τα 4άρια,κούνημα του δεξιού ώμου το μεγάλο κουμουδί, και άλλα πολλά)
Στα τελευταία 6 φύλλα οι παίχτες φανερώνουν τα ατού τους και τα “κομμάτια” τους (τα κουμουδιά και τους ρηγάδες),και συνεχίζουν με τα υπόλοιπα.

Για την πόκα, χρειάζεται ολόκληρο βιβλίο και τα αλλα δυο (φαραώ, πινοκλι),δεν τα γνωρίζω.

Με την έκφραση: “την κάπα μου την κρέμασα” τί εννοούμε;
Παραιτήθηκα από κάτι; Παραιτήθηκα επ’αόριστο μέχρι να συμβεί κάτι που περιμένω;

Ακούγεται στα ομώνυμο του Μητσάκη και στο ‘Ο Νίκος ο Τρελλάκιας’.

(Την κάπα μου την κρέμασα, απ’ τον καιρό που σ’έχασα)


Για το παραπάνω μύνημα που αναφέρεται στην πόκα, εννοούμε όλες τις παραλλαγές του πόκερ;; (Γιατί εκεί αυτός που μοιράζει στην πόκα μπορεί να ορίσει το παιχνίδι όπως του έρθει!!)

Ο Νικος ο τρελλακιας
Την καπα του την κρεμασε
εδω και λιγα χρονια
κι υπογραψε συμβολαιο
για να τραβιεται αιωνια!!!

Την καπα μου την κρεμασα
Την καπα μου την κρεμασα
απ το καιρο που σ εχασα
Θα σε παρω απ τους λελεδες
κι ας μου βαλουν χειριπεδες!!!

Σημαινει οτι εχει σταματησει να ψαχτεται,οτι εχει αραξει φιλε Φωτη!!!
Δεν ψαχνει να βρει κατι αλλο καινουργιο!!!:089:

Η εξήγηση είναι λανθασμένη.
Δίνω το λήμμα κάπα από το Λεξικό του Ρεμπέτικου που περιμένει εναγωνίως να εκδοθεί…

κάπα η, ουσ.[+]( λατ. cappa) πανωφόρι |κρεμάω την κάπα μου : ανεπιβεβαίωτη έκφραση. 1η εκδοχή: Ετοιμάζομαι για μάχη, αδιαφορώ, τα παίζω όλα για όλα ( Ηλ.Πετρ.). O ίδιος υποστηρίζει αλλού, την παρακάτω εξήγηση 2 , κατα- γραμένη και στο χειρόγραφο « Νίκος Μάθεσης. Απομνημονεύματα. (Ιανουάριος 1969)» που ο Πετρόπουλος παρα- θέτει στομεγάλο τόμο «Ρεμπέτικα τραγούδια», σελ. 261. Ο Ν. Μάθεσης γράφει : «… να του κάνη τον υπηρέτη, πιός! αυτός που είχε κρεμάση την κάπα του στην φυλάκη! λέγωντας την κάπα του στήν φυλακή σημένη ότι σε λίγο θα ξαναπήγενε να την βρη και ήταν περιτώ να την πάρη μαζή του. Γι αυτό έλεγαν αυτός έχει κρεμάση την κάπα του και προσεχέτον αν δεν τον ξέρης είναι ο Τάδες» (ακολουθήθηκε πιστά η ορθογραφία του Ν.Μάθεση).
Μ’ όλ’ αυτά εννοεί πως ο άρτι απολυθείς θα έκανε καινούριο φονικό και θα επέστρεφε στη φυλακή. Πιστεύω πως, τουλάχιστο γιά την εξήγηση αυτής της έκφρασης, μπορούμε να τον εμπιστευτούμε τον Ν. Μάθεση. Την άποψη αυτή
την πέρασε με τους στίχους του στο τρ. του Ανέστη Δελιά « Ο Νίκος ο τρελάκιας» (1934) όπου τον αποκαλούνε τρελάκια, γιατί ετοιμάζεται για κάτι, σα να τό’χει βάλει πείσμα να ξαναγυρίσει στη φυλακή : ”Την κάπα του την κρέμασε εδώ και λίγα χρόνια, γι αυτό και τον εβγάλανε ( = του δώσαν το παρατσούκλι) τρελάκια, τα κορόιδα ”. Η ίδια φράση συναντιέται ακόμα μιά φορά στο τρ. του Γ. Μητσάκη « Την κάπα μου την κρέμασα» (1951) με τον συνθέτη, τον Τατασόπουλο και τη Μ. Νίνου : ”την κάπα μου την κρέμασα απ’ τον καιρό που σ’ έχασα ”(προφανώς ταιριάζει η 1η εκδοχή – μπαίνω σε διαδικασία φόνου)

Φιλικά
Κώστας Λαδόπουλος

Εξ’ού και οι χειροπέδες…

Κώστα, από τα στοιχεία που δίνεις, η έννοια της έκφρασης βλέπω να είναι μία και μοναδική: «κρεμώ την κάπα μου» σημαίνει (αρχικά) «αποφασίζω να εγκατασταθώ εκεί που την κρεμάω», την έχω όμως κρεμάσει στη φυλακή. Άρα, πράγματι είναι σίγουρη η πιθανότητα να (ξανα-)κάνω αξιόποινη πράξη, φόνο αν χρειαστεί, και αυτό ταιριάζει και με το στίχο του Μητσάκη: την κρέμασα, απʼ τον καιρό που σʼ έχασα, γιατί θα σε πάρω απʼ τους λελέδες κι ας μου βάλουν χειροπέδες. Και όταν ετοιμάζομαι για μάχη κλπ. (Πετρόπουλος) αντιμετωπίζω και εδώ τη σίγουρη εξέλιξη να βρεθώ και πάλι στη φυλακή, αλλά αδιαφορώ.

κατσαμακι,λεμε στο Πηλιο και ενα ειδος φαγητου που παρασκευαζεται απο καλαμποκαλευρο,και τρωγεται για πρωινο.

http://www.youtube.com/watch?v=jGlEozs3I8c
Αυτο το βίντεο έχει πολλή φάση και είναι σχετικότατο με το θέμα συζήτησης!

Βρήκα μία εκδοχή του λήμματος "ρεμπέτης" από τον Κυριάκο Δ. Κάσση (ποιητή-ιστορικό-ζωγράφο), που περιλαμβάνεται στο κείμενο του “Ένα ποτό που αφαιρεί την θλίψη” ένθετο στο, “πολυσυζητημένο” στο φόρουμ, αξιόλογο συλλογικό βιβλίο "Canavaccio" (σελ. 189,1η υποσημείωση). Την βλέπω μήνες και δεν άντεξα να μην την παραθέσω.

Γράφει λοιπόν:
<< Η λέξη προέρχεται από το “δραπέτης”, με την έννοια “φευγάτος από την κοινωνικά συντεταγμένη κοινωνία”. (πρβλ. ρέμπελος, ρεμπέτ-ασκέρι).
Στη Μάνη μέχρι σήμερα λένε “ρεμπεντεύου”, δηλ. δραπετεύω εκτός ομάδας,ακόμη και για ζώο που φεύγει απ΄το κοπάδι.>>

Τι λένε οι φιλόλογοι(ίνες) μας επ΄αυτού;

Και επειδή βλέπω παραδόξως, εκτός λάθους μου, να απουσιάζει το εν λόγω λήμμα, παραθέτω, δοθείσης της ευκαιρίας, και την ερμηνεία του λεξικού Τριανταφυλλίδη:

<<ρεμπέτης ο [rebétis], θηλ. ρεμπέτισσα [rebétisa] :
1.οργανοπαίκτης και τραγουδιστής που καλλιέργησε, κυρίως στις πόλεις της M. Aσίας, το 19ο και ως τις αρχές του 20ού αιώνα, ένα ιδιαίτερο είδος λαϊκού αστικού τραγουδιού της ταβέρνας: Oι ρεμπέτες της Aνατολής / της Σμύρνης.
2. άνθρωπος που κάνει μια ζωή ανέμελη και μάλλον περιθωριακή, αψηφώντας τις επίσημες ή κοινώς αναγνωρισμένες αξίες και τα ήθη της κοινωνίας· (πρβ. μάγκας).
[ίσως θ. της σλαβ. λ. rebyonok, rebyata· ρεμπέτ(ης) -ισσα].>>

Ρεμπετεύω σημαίνει (αρχικά) περιπλανώμαι. Υπάρχει και παλαιότερο ρήμα Ρέμπομαι με αυτή τη σημασία, απαντάει και στον Ερωτόκριτο. Από αυτό ίσως προήλθε ο ρεμπέτης και, όταν ξεχάστηκε το ρήμα, δημιουργήθηκε καινούργιο με βάση το εναπομείναν επίθετο.

Οχι για να διορθώσω αλλά χαριτολογώντας περισσότερο με την κατάσταση περι καταγωγής της λέξης:
Εκδοχή 1) απο το rebet (τουρκικη λέξη υποτίθεται)αλλα δεν την βρήκα στο λεξικό
2) απο το rebet asker
3)απο το rebenoc
4)απο το ρεμπεντεύου που αναφέρθηκε
5)απο το ρέμπομαι(την θεωρώ και γω πιο πιθανή εκδοχή) μεσαινικό ρήμα,περιφέρομαι άσκοπα,αλητεύω
6)απο την λέξη ρεμπέτ,κυπριακή αλλα σημαίναι δασμός.Άσχετο
7)απο το ρέμπελος που σημαίνει επαναστάτης
8)απο την λέξη ρεμπεσκιές που σημαίνει ανίκανος,αχρηστος,παράσιτο.
Πηγή Π.Σαββόπουλος.Αναφέρει και άλλες αλλά τις θεωρώ αρκετά κουτές για να ανφερθούν.
Άρα γίνεται ο χαμός.Και όποιος βγάλει άκρη.Και άντε βρες το σωστό…

Αν προσθέσουμε και το λήμμα “ρεμπέτης” στο γλωσσάρι με όλες τις αναφερόμενες - φυσικά - ερμηνείες, έχω την εντύπωση πως θα γεμίσουμε τη βάση των δεδομένων του φόρουμ… :019:

Αλήθεια, μήπως ξέρει κανείς τι είδους ποτό (:wink: είναι το “φρουμέλ” που αναφέρεται στο τραγούδι:
“Ουίσκι, τζιν και φρουμέλ” των Κολοκοτρώνη - Καραπατάκη με τον Καζαντζίδη;

Γειά σου Ελένη,

Να και μιά φορά που δε μπορείς ν΄απαντήσεις…

Το φρούμελ ήταν λικέρ με πολύ πλατιά επιτυχία. Είχε χρώμα τριανταφυλλί και το βγάζαν οι Αφοι Παναγιωτάκη που είχαν τη βάση τους στην Ευρυπίδου 30. Το προϊόν αυτό τους κράτησε οικονομικά.

Στην υγειά σας!

Βεβαίως, Φρούμελ Παναγιωτάκη, θυμάμαι ακόμα τα ημιφορτηγά της ποτοποιίας, κιτρινομπέζ, στους παλιούς αθηναϊκούς δρόμους. Οι «καθωσπρέπει» Αθηναίοι το σνομπάρανε, προτιμούσαν βεβαίως τη Venediktine veritable.

Προφανώς θα περιείχε διάφορες εσάνς φρούτων και μέλι.