Ένας άκρως γοητευτικός συσχετισμός του δημοτικού τραγουδιού με την αρχαιότητα είναι αυτός που βλέπει όχι επιδράσεις, αλλά στοιχεία συνέχειας. Για παράδειγμα, μοτίβα αναγνωρίσεων που φαίνεται να απηχούν ομηρικές ανάλογες.
Ο Οδυσσέας, όταν έφτασε στην Ιθάκη, στην αρχή κυκλοφορούσε ινκόγκνιτο. Σταδιακά αναγνωρίζεται με διάφορα πρόσωπα μέχρι, τελικά, τη γυναίκα του και τέλος τους μνηστήρες που εξολοθρεύει. Ένας από τους πρώτους είναι ο πατέρας του ο Λαέρτης, που έχει αποσυρθεί από τα εγκόσμια και σκάβει το αμπέλι του.
Σ’ ένα δημοτικό τραγούδι ο ήρωας, τρεις μέρες μετά τον γάμο του, πέφτει σε μια περιπέτεια (διαφορετική ανά παραλλαγές) που τον απομακρύνει για πολλά χρόνια από τον τόπο του και τη γυναίκα του. Στο τέλος τον κηρύσσουν άφαντο και παντρολογούν τη γυναίκα του. Ο ήρωας έχει μόλις ξεμπερδέψει από τις περιπέτειές του, έχει επιστρέψει στον τόπο του, και είναι στο τσακ αν θα προλάβει να εμποδίσει τον γάμο. Με μια κούρσα αγωνίας όλο και πλησιάζει στο σημείο του γάμου, και στην πορεία συναντάει διάφορα πρόσωπα. Ένας είναι ο πατέρας του που -μαντέψτε- σκάβει το αμπέλι!
-Πες μου να ζήσεις γέροντα, τίνος είναι τ’ αμπέλι;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του Γιαννάκη
που 'ταν τριώ μερώ γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος.
Σήμερα τη γυναίκα του μ’ άλλον την ευλογούνε.
Πάλι στο μοτίβο της αναγνώρισης, είναι και ο Γυρισμός του Ξενιτεμένου (η ωραιότερη παραλογή, κατά τη γνώμη μου). Αρκετά παρόμοια ιστορία, πάλι ένας ξενιτεμένος γυρίζει μετά από τόσο πολλά χρόνια ώστε ούτε αναγνωρίζει κανέναν ούτε τον αναγνωρίζουν. Συναντά τη γυναίκα του. Εκεί το πράγμα γίνεται ακόμη περισσότερο κατά το αρχαίο πρότυπο, γιατί η αναγνώριση είναι αμοιβαία, πρώτα αυτός αυτήν και μετά αυτή αυτόν:
Πρώτα την αναγνωρίζει αυτός, δε λέει τίποτα μέχρι να τσεκάρει αν του έχει μείνει πιστή, και αφού βεβαιωθεί τής αποκαλύπτει την ταυτότητά του αλλά αυτή δεν τον πιστεύει, και του ζητάει σημάδια της αυλής, δεν πείθεται, σημάδια του σπιτιού (μόνο ο Οδυσσέας ήξερε πώς ακριβώς είναι φτιαγμένο το συζυγικό του κρεβάτι), πάλι δεν πείθεται, και τέλος σημάδια του κορμιού, όπου και τελικά πείθεται.
Το θέμα είναι πιασάρικο (οι αναγνωρίσεις είναι μόνο ένα παράδειγμα), έχει μελετηθεί από φιλολόγους εδώ και γενιές και συνεχίζει. Όμως οι παλιοί φιλόλογοι μελετούσαν κυρίως τα έντυπα κείμενα δημοτικών τραγουδιών. Το καταπληκτικό με την εποχή μας είναι ότι μπορείς και να τα ακούσεις. (Πριν 100 χρόνια βέβαια ένας φιλόλογος μπορούσε πολύ πιο εύκολα να τ’ ακούσει, και απευθείας από την πηγή, αλλά θα ήταν απίθανο να το επιδιώξει. Μόνο τον Μπο-Μποβί και τον Νοτόπουλο ξέρω να το έκαναν, γύρω στα 1930-1950. Πριν 30 χρόνια όμως, ενώ θα μπορούσε κάποιος να ενδιαφέρεται εξίσου για τη φιλολογική πλευρά των τραγουδιών όσο και για το άκουσμά τους, δεν είχε τις ευκαιρίες που υπάρχουν σήμερα.)