Πιο υποτιμημένος ρεμπέτης/λαϊκός?

Ποιός είναι κατά την γνώμη σας, ο πιο υποτιμημένος ρεμπέτης/λαϊκός, είτε συνθέτης, είτε ερμηνευτής, είτε στιχουργός, είτε όλα τα παραπάνω?

Ας μας δώσεις πρώτα, Κωνσταντίνε μου, τον ακριβή ορισμό του ποιός / -ά είναι και ποιός / -ά δεν είναι ρεμπέτης / - ισσα / λαϊκός /- ιά (προσωπικά δεν θα μπορούσα, χωρίς ένα κείμενο κάμποσων δεκάδων σελίδων), και πώς η ιδιότητα αυτή ορίζεται, και μετά θα σε ρώταγα: Ωραία, τον βρήκαμε. Και τί έγινε;

αυτό που θα έβρισκα ενδιαφέρον είναι να αναφερθεί η συνολική υποτίμηση που έχει υποστεί το ρεμπέτικο τραγούδι αλλά και το λαϊκό, δλδ συνολικά το μπουζούκι και ο πολιτισμός των φτωχών/αδυνάτων/ρεμπετών(μετην έννοια του ανυπότακτου) σε σχέση με τον πολιτισμό των εντός των αστικών/πλουτοκρατικών ορίων συνθετών/δημιουργών.

Τι σημασία έχει να πεις ότι ο Γιοβαν Τσαούς κι ο Β.Παπάζογλου είναι υποτιμημένοι δημιουργοί, ή ο Αντώνης Κατινάρης και ο Ρεπάνης, όταν de facto ο όποιος “λόγιος” σπουδαγμένος δημιουργός της αντίστοιχης εποχής μπορεί και απολαμβάνει τα προνόμια που του δίνει η ένταξη στις κοινωνικές νόρμες και αυτό αρκεί για να καλύψει την όποια πιθανή ασημαντότητά και αταλαντοσύνη του;

υπάρχουν κάποια μετρήσιμα δεδομένα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν κριτήριο ποιότητας κ άρα να πεις ότι πχ η μουσική αξία των 12 συνθέσεων του Γιοβαν Τσαούς τον χρήζουν υποτιμημένο. Ή ότι η αστείρευτη μουσικότητα και έμπνευση του Μανου Λοΐζου δεν έχει αποτελέσει αφορμή να τον εξισώσει με τον Χατζιδάκι ή τον Φοίβο, που είναι καταξιωμένοι.
αλλά ούτως η άλλως, ευτυχώς, όλοι δεν αφορούν όλους, όποτε και το ποιοι είναι υποτιμημένοι γίνεται στην πραγματικότητα αδιάφορο.

2 «Μου αρέσει»

Aν, Μπάμπη, καταλαβαίνω σωστά τη σκέψη σου, θέλεις να πεις ότι κάποιους “λόγιους” (sic) δημιουργούς πιθανά χαρακτηρίζει ασημαντότητα και αταλαντοσύνη. Προσωπικά θα με ενδιέφερε πολύ να μας αναφέρεις ένα ή περισσότερα ονόματα.

1 «Μου αρέσει»

Δεν ξέρω Μπάμπη…

Το μουσικό μέγεθος του Γιοβάν Τσαούση, μιας κι έφερες το παράδειγμά του, αναγνωρίζεται πλήρως από όσους ασχολούνται και ενδιαφέρονται - από όλους, θα έλεγα, όσοι αναρωτήθηκαν για την αξία του. Ανάλογα παραδείγματα, αναγνώρισης εντός περιορισμένου κύκλου ειδικευμένων ακροατών, δεν έχουμε σε κάθε μουσική; Εντάξει, τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη τούς ξέρουν κι οι πέτρες, αλλά αντίστοιχα ξέρουν και τον Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη. Ξέρουν και τα τραγούδια τους, και μάλιστα τα όντως καλύτερα; Όσο και του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη!

Φυσικά το μέινστριμ της εκάστοτε εποχής εξαιρείται, αφού εκεί υπάρχουν ονόματα δυσανάλογα προβεβλημένα. Και εκτός από το εφήμερο μέινστριμ σουξέ, υπάρχει κι ένα ρεύμα πιο μακράς διάρκειας, που αναδεικνύει κάποιους ως κλασικούς και διαχρονικούς, εις βάρος ίσως πολλών άλλων. Μακροπρόθεσμα βέβαια, κι εκεί υπάρχουν ανεβοκατεβάσματα.

Αλλά όλα αυτά συμβαίνουν εξίσου στο λαϊκό τραγούδι όσο και σε κάθε άλλο χώρο, όχι μόνο μουσικό (συγγραφείς π.χ.). Το ίδιο το λαϊκό τραγούδι ως σύνολο δε νομίζω ότι υφίσταται κανέναν αξιοσημείωτο ρατσισμό τώρα που μιλάμε, 2023. Ότι συνέβη κι αυτό (εντονότατα) στο παρελθόν, κανείς βέβαια δεν το αμφισβητεί.

1 «Μου αρέσει»

Θα ήταν ατυχές, άκομψο και μεμπτό να τους αναφέρω ή ονοματίσω δημόσια.
Επιπλέον, όπως καταλήγει το προηγούμενο μήνυμα, δεν θα πρέπει να ενδιαφέρει κανέναν τι θεωρώ εγώ, γτ είναι θέμα υποκειμενικό.
υπάρχουν πάντως περιπτώσεις “λόγιων” που η έλλειψη έμπνευσης και πρωτοτυπίας στη μουσικη τους είναι φανερή

2 «Μου αρέσει»

Εγω θα αναφερω, ο λουκας νταραλας!

1 «Μου αρέσει»

Ο Μπάμπης αναφέρει μία κοινωνική/ταξική άποψη που την βρίσκω ενδιαφέρουσα…δήλαδή ποιοι είναι ακριβώς αυτοί που υποτιμούν ή μιλάνε απαξιωτικά για ορισμένους καλλιτέχνες ή μουσικά είδη; Βρήκα μία εργασία για το περιοδικό ΝΤΕΦΙ και την προσπάθεια των συντακτών του να δίνει μία διαφορετική αξία στην λαϊκή μουσική της δεκαετίας του 80 (τα λεγόμενα “σκυλάδικα” ή “ήχος της Ομόνοιας”), που θίγει το ίδιο θέμα. Ο ερευντητής γράφει μεταξύ άλλων:

Ο Λεωνίδας Οικονόμου αναφέρεται στον τεράστιο στιγματισμό τον οποίο γνώρισε το σκυλάδικο από την εγχώρια λόγια κοινή γνώμη. Τα τραγούδια και ο τρόπος διασκέδασης θεωρήθηκαν εκφράσεις κοινωνικής, πολιτισμικής δυσπλασίας, ακραίου καταναλωτισμού και κραιπάλης. Με αφορμή τον διαχωρισμό των λαϊκών από τη δεκαετία του ’50 σε αφενός σε «αρχοντορεμπέτικα» ή «ελαφρολαϊκά» και αφετέρου σε απορριπτέα «βαριά λαϊκά» επισημαίνει ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στο ρεμπέτικο, στο λαϊκό και στο σκυλάδικο τραγούδι: Και τα τρία είδη λαϊκής μουσικής απορρίπτονταν κατά ένα τους μέρος την εποχή της ακμής τους. Ούτως ή άλλως, η ιστορία των τριών ειδών της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα έχει αρκετά κοινά σημεία, κυρίως ως προς τις αντιδράσεις που αυτά προκάλεσαν. Ένας άλλος πιθανός παραλληλισμός ανάμεσά τους σχετίζεται με τη στάση μιας κατηγορίας διανοούμενων που δεν απέρριψε συλλήβδην το λαϊκό τραγούδι, αλλά- σε κάθε μία από τις τρεις εποχές (ρεμπέτικο, λαϊκό, σκυλάδικο)- φρόντισε να το οριοθετήσει, να το αναλύσει και να περιορίσει τη σημασία του, συγκεκριμενοποιώντας την. Οι συντάκτες του Ντεφιού είδαν με κριτική ματιά και αυτή την διανοουμενίστικη προσέγγιση. Ως επί το πλείστον καλλιεργημένοι αστοί οι ίδιοι, ταυτίστηκαν συνειδητά με το λαϊκό και συμπάθησαν το σκυλάδικο ως μέρος μιας δήλωσης πολιτισμικού αυτοκαθορισμού, ενός διανοητικού τους χόμπυ μέσω του οποίου αναζήτησαν μεταξύ άλλων τρόπους να αμφισβητήσουν ένα άλλο τμήμα της εγχώριας πολιτιστικής και πνευματικής ελίτ.

Επειδή ζούσα στην Ελλάδα τα χρόνια του 80 και ήμουν τακτική αναγνώστρια του περιδικού βρήκα την εργασία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Νομίζω ότι η αρθρογραφία στο ΝΤΕΦΙ δείχνει την πολυμορφία της λαϊκης (popular) μουσικής εκείνης της εποχής. Απ’ ό, τι θυμάμαι, εμείς στην παρέα μου ακούγαμε από όλα…τα λαϊκά σουξέ της εποχής, ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά (ήταν και η εποχή που άνθισαν οι διάφορες κομπανίες που “αναβίωσαν” παλιά τραγούδια), πολλά έντεχνα και βέβαια το νεολαϊκό στο στιλ “Η εκδίκηση της γυφτιάς” και “Τα Δήθεν”, δίσκοι που έκανε θραύση στο φοιτηταριό! Οι πιο πολλοί φίλοι μου ήταν χωριατόπαιδα από την επαρχία (και πρώτης γενιάς φοιτητές) και είχαμε πάντα και δημοτικά στα γλέντια μας. Δηλαδή, προσωπικά δε βίωσα αυτόν τον αυστηρό διαχωρισμό ανάμεσα στο λεγόμενο ποιοτικό και στο μην ποιοτικό τόσο έντονα, ειδικά όσον αφορά τραγουδιστές όπως ο Μητροπάνος, ο Αγγελόπουλος ή ο Διονυσίου, που εκείνα τα χρόνια καταλογίζονταν στον “ήχο της Ομόνοιας” από μερικούς.

3 «Μου αρέσει»

Συγνώμη ρε παιδιά, αλλά όταν μιλάμε για σκυλάδικο την δεκαετία του '80, δεν μιλάμε για Μητροπάνο, Διονυσίου ή Αγγελόπουλο. Άλλο οι μεγάλες πίστες όπως Νεράϊδα ή Δειλινά και άλλο το σκυλάδικο. Το σκυλάδικο είχε “τεταρτοπέμπτης” κατηγορίας “φίρμες” που είχαν το δικό τους κοινό.
Τώρα σχετικά με την ερώτηση για υποτιμημένους λαϊκούς καλλιτέχνες εγώ θα χαρακτήριζα έτσι βάση της ιστορίας τους και της προσφορά τους, τους Μιλάνους.
Άσχετα αν τελικά έγιναν κάποια αφιερώματα σε αυτούς. (Ευτυχώς που έγιναν και αυτά).

4 «Μου αρέσει»

Ο loukasfilm έγραψε:

Συγνώμη ρε παιδιά, αλλά όταν μιλάμε για σκυλάδικο την δεκαετία του '80, δεν μιλάμε για Μητροπάνο, Διονυσίου ή Αγγελόπουλο. Άλλο οι μεγάλες πίστες όπως Νεράϊδα ή Δειλινά και άλλο το σκυλάδικο.

Και εγώ είχα μία τέτοια αντίληψη για το τι εστί “σκυλάδικο”…δηλαδή ένα είδος μαγαζιού κατώτερης κατηγορίας, με ένα ειδικό κοινό και λειτουργία (άνθρωποι της νύχτας, “πεταλούδες” κ.τ.λ). Όμως ο μελετητής (και προφανώς ο Οικονόμου) δίνει μία άλλη σημασία στον όρο σκυλάδικο:

Η παρούσα εργασία με τον όρο «σκυλάδικο τραγούδι» ή, ευρύτερα, «μουσική σκηνή του σκυλάδικου» θα ταυτίζει το είδος του νέου λαϊκού τραγουδιού, τους τρόπους λαϊκής διασκέδασης που το περιέβαλαν και τους συντελεστές που το παρήγαγαν. Το σκυλάδικο τραγούδι θεωρείται από την εργασία ως γνήσια έκφραση του λαϊκού τραγουδιού και της λαϊκής διασκέδασης, όπως αυτή μετασχηματίζεται στη δεκαετία του 1980, και αντιμετωπίζεται ως πεδίο διαπραγματεύσεων στο οποίο εντάσσονται και καταγράφονται ευρύτερες κοινωνικές εξελίξεις. Ακόμη όμως και όσοι θα συμφωνούσαν με τη θέση αυτή, εντάσσοντας πρόθυμα το σκυλάδικο τραγούδι στην κατηγορία του λαϊκού τραγουδιού, είναι πολύ αμφίβολο αν θα ήταν σε θέση να κάνουν κάτι τέτοιο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80. Τότε, η ασάφεια στη σχέση του νέου αυτού είδους με το εγνωσμένης αξίας λαϊκό των προηγούμενων δεκαετιών σφράγιζε, σχεδόν αναγκαστικά, δύο από τους κυριότερους άξονες ερμηνευτικής προσέγγισης του φαινομένου. Ο ένας είναι ο μουσικολογικός. Σύμφωνα με αυτόν, πρέπει να διερευνηθεί η σχέση προγόνου- απογόνου, την οποία έχει το συγκεκριμένο ρεύμα με το κατ΄ εξοχήν λαϊκό τραγούδι και να παρακολουθηθεί η εξέλιξή του από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 έως την επίμαχη δεκαετία. Ο άλλος σχετίζεται περισσότερο με την κοινωνιολογική οπτική. Χρησιμοποιεί προσδιοριστικά τον αρνητικό ορισμό της σκηνής αυτής από όσους τοποθετούσαν τον εαυτό τους σε ανώτερο πολιτισμικό επίπεδο, και τις εικαζόμενες διαφορές του συγκεκριμένου είδους με το «ποιοτικό τραγούδι».

Με την απόσταση του χρόνου, όταν πολλά από τα λεγόμενα εμπορικά λαϊκά τραγούδια της εποχής του 70-80 θεωρούνται πλέον κλασσικά, και γίνονται αφιερώματα στον Μουσαφίρη και στο Σούκα στην κρατική τηλέοραση, ίσως ο όρος φαίνεται άταιρος. Όμως απ’ ό, το θυμάμαι, υπήρχε τότε μία κάπως απαξιωτική στάση απέναντι στο είδος, ειδικά σε σύγκριση με άλλα είδη μουσικής (έντεχνα, Νεο Κύμα, ρεμπέτικα κ.λ.π.) και πέραν των προσωπικών προτιμήσεων του καθενός. Ένα παράδειγμα ήταν το κρατικό ραδιόφωνο και η τηλεόραση, που αφιέρωναν τον πιο πολύ χρόνο σε μουσικά είδη που οι υπεύθυνοι θεωρούσαν “ποιοτικά” και άξια παρά στα λαϊκά της εποχής. Ας πούμε, δεν έπαιζαν το “Ερωτά μου αγιάτρευτε” του Σούκα τόσο πολύ στα κρατικά μουσικά προγράμματα, πάρολο ήταν μία μεγάλη επιτυχία και ακουγόταν παντού. Και να θυμηθούμε ότι μέχρι το 1990 υπήρχε (επίσημα) μόνο η κρατική ραδιοφωνία/τηλεόραση. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η αντίδραση των επίσημων πολιτιστικών φορέων στις συναυλίες του ΝΤΕΦΙ στο Λυκαβηττό (που τις θυμάμαι ακόμα!). Ο ίδιος ο Ελληνιάδης γράφει για αυτήν την περίπτωση πολλά χρόνια μετά:

Όλη η σειρά άρθρων αξίζουν να διαβαστούν, γιατί δίνει το στίγμα της εποχής από κάποιον που ήταν πολύ μέσα στα πράγματα.

Για μένα δεν είναι το ουσιαστικό το πώς ονομάζουμε το είδος. Αυτό που δείχνει η εργασία πολύ καλά νομίζω είναι ότι έννοιες όπως ποιότητα, καλλιτεχνική αξία ή αυθεντικότητα είναι μεταβλητά και σχετικά. Πολλά από το εμπορικά λαϊκά του 70-80 έχουν πλέον μπει στον “κανόνα”, όπως το “Σε μια στίβα καλαμιές”, “Εγώ ο ξένος” ή “Μια μολυβιά” του Αγγελόπουλου. Καταλαβαίνω ότι δεν αρέσουν στους πάντες, αλλά για μένα είναι the soundtrack of my youth που λένε, και ωραία λαϊκά τραγούδια.

3 «Μου αρέσει»

Δεν ξέρω κατά πόσο είναι μεταβλητές οι έννοιες ποιότητα, καλλιτεχνική αξία ή αυθεντικότητα. Προσωπικά ούτε τότε γλένταγα με αυτά τα τραγούδια, ούτε και σήμερα θα γλεντήσω. Όπως π.χ. δεν μπορώ να γλεντήσω και με τραγούδια ρεμπέτικα τραγουδισμένα σε στυλ Νικολαϊδη. Καταλαβαίνω ότι η νοσταλγία της νιότης, φιλτράρει πολλά πράγματα που την εποχή που τα ζούσαμε μας φαινόντουσαν “υποδεέστερα” ή περίεργα ή άσχημα.
Η απόσταση από τα συγκεκριμένα φαινόμενα ίσως λειτουργεί ώστε να δούμε πιο νηφάλια κάποια πράγματα, αλλά αυτό δεν αλλάζει την ποιότητα π.χ.
Εξάλλου, επιμένω ότι όταν μιλάμε για σκυλάδικα δεν μιλάμε για μεγάλες πίστες. Μπορεί η συμπεριφορά των θαμώνων να φαίνεται παρόμοια αλλά δεν ήταν.
Μιλάω για μαγαζιά που έπαιζαν Καφάσης, Καμπουρίδης, Ψιλόπουλος, Βαβάτσικος (στα τελευταία του), Μοναχός. Και για να έρθουμε στο πιο κοντά μας Μπουγάς.
Τα τραγούδια που αναφέρεις Εύα είναι λαϊκά εγώ δεν θα τα χαρακτήριζα σκυλάδικα.

3 «Μου αρέσει»

Και εγώ κάτι άλλο βλέπει μπροστά μου όταν ακούω/διαβάζω “σκυλάδικο”, και συμφωνώ ότι ο όρος είναι λιγάκι ατυχής για τα τραγούδια που ανέφερα. Όσο για την σχετικότητα των κρίσεων, αναφέρθηκα κυρίως στο γεγονός ότι τα τραγούδια και είδη που στην εποχή τους θεωρούνταν “χυδαία”, “ανάξια” ή ακόμα “ξένα προς τον ελληνικό πολιτισμό” (λόγω των ανατολικών επιδράσεων) έστω και από ένα μέρος της λογιοσύνης ή της κοινωνίας, τώρα θεωρούνται σπουδαία εθνική κληρονομιά κ.τ.λ. και μελετούνται στα πανεπιστήμια, όπως λ.χ. τα ρεμπέτικα. Έχουν γίνει αρκετές συζητήσεις γι’ αυτό το θέμα έδω στο φόρουμ, με παραδείγματα από βιβλία του Βλησίδη και άλλων.

1 «Μου αρέσει»

Καταλαβαίνω πως το λες ειδικά όταν έχουμε το παράδειγμα των ρεμπέτικων.
Η διαφορά όμως με τα “σκυλάδικα” είναι ότι τα ρεμπέτικα γνώρισαν αποδοχή και τραγουδήθηκαν από τον λαό. Ξεπέρασαν τα οποιαδήποτε στενά όρια, ορατά ή αόρατα, τους είχαν αποδοθεί και χρονικά και πληθυσμιακά
Δεν έχουμε κάτι αντίστοιχο με την εποχή που αναφερόμαστε και το είδος. Ακόμα και αν κάποια πιο πιασάρικα έγιναν παροδικά σουξέ, έσβησαν μετά από λίγο καιρό.
Όπως και να χει δεν αμφισβητώ την αυθεντικότητα του φαινόμενου αυτού. Αυτό που θα αμφισβητούσα, αν δεν με άφηνε αισθητικά αδιάφορο, είναι η καλλιτεχνική αξία και η ποιότητα.
Εξάλλου απ ότι θυμάμαι, τουλάχιστον από μεγάλες πίστες της εποχής, ήταν ότι τα σουξεδάκια ήταν το πρώτο μέρος του προγράμματος. Το δεύτερο πρόγραμμα που ήταν και το κύριο είχε κατά βάση λαϊκά τραγούδια, γνωστά και τραγουδισμένα από όλο τον κόσμο.

1 «Μου αρέσει»

Εννοείς ότι τα τραγούδια του Μητροπάνου ή του Διονυσίου δεν λέγονται στις μέρες μας, στα κέντρα ή στην τηλεόραση; Δεν μένω στην Ελλάδα, και δεν μπορώ να κρίνω, αλλά στα γλέντια της παροικίας εδώ στη Στοκχόλμη πολλά από τα λαϊκά της δεκαετίας του 70-80 μπαίνουν ακόμα στο πρόγραμμα, μαζί με τα ρεμπέτικα και το κλασσικά λαϊκά. Και αν κρίνω από τα βίντεο στο youtube, από εκπομπές όπως το “Στη γεια μας” και άλλες μουσικές εκπομπές “της παρέας”, δεν έχουν ξεχαστεί, ούτε από τους παραγωγούς ούτε από τον κόσμο. Βέβαια, από τα πολλά “σουξέ”, μόνο μερικά έχουν μένει στην συνείδηση του κόσμου, αλλά νομίζω ότι αυτό γίνεται σε όλα τα είδη…και ίσως είναι και κάτι που εξαρτάται και από στην αίγλη και τη δημοφιλία του τραγουδιστή; Παραδείγματος χάριν, ίσως θα μπορούσε να ιχυριστεί κανείς ότι μερικά από τα πολλά τραγούδια που ηχογράφησε ο Καζαντζίδης όταν ήταν στο φόρτε της καριέρας του δεν θα έμνησκαν στην ιστορία αν τα είχε τραγουδήσει κάποιος άλλος.

1 «Μου αρέσει»

Όχι δεν εννοώ αυτά. Όπως σου είπα και πριν τα τραγούδια των Μητροπάνου, Διονυσίου και άλλων τα θεωρώ λαϊκά τραγούδια.
Εννοώ τραγούδια όπως το μείνε κοντά μου του Καμπουρίδη που είχε κάνει επιτυχία το '89, το Γέλα κυρία μου του Καφάση, και διάφορα άλλα.
Ακόμα μπορώ να φέρω παραδείγματα όπως το Οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες της Σακελλαρίου, (μπορείς να φανταστείς το μπαλέτο με λαμέ φορμάκια να χορεύει γύρω της), ακόμα και το το πε ο παπαγάλος του Πανταζή.

2 «Μου αρέσει»

Τώρα σε κατάλαβα! Ας προσθέσω εγώ το άσμα “Είμαι στα χάι μου” του Αντύπα, εδώ σε ένα πρόσφατο κλιπ με το ωραίο το τουπέ του! :slightly_smiling_face:

3 «Μου αρέσει»

Με συγχωρείτε, αλλά αυτά είναι κωλάδικα. Είναι δια το λίκνισμα των γοφών. Σκυλάδικα είναι αυτού του τύπου. ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩ ΑΝΔΡΕΑΣ ΖΑΚΥΝΘΙΝΑΚΗΣ - YouTube και ακόμα ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ Ελευθερια με φωναζουνε τρελη - YouTube
Το τελευταίο στα χρόνια μας παίζεται συνεχώς στα Ικαριώτικα πανηγύρια, με άλλο όμως ύφος.

Για τον Ζακυνθινάκη είπα να το βάλω αλλά το αναίρεσα.
Ποια είναι η διαφορά Νίκο; Στα σκυλάδικα το κονσομασιόν έδινε και έπαιρνε όπως και στα κοινά κωλάδικα ή κωλόμπαρα. Τα μπαλέτα, (ο θεός να τα κάνει), ήταν απαραίτητα και όχι για τον χορό.
Δηλαδή το έγινα πάλι γκόμενος, δεν είναι σκυλάδικο άσμα;

Γέλα κυρία μου, και Μείνε, κλπ τέτοια άσματα, είχαν και γυναικείο κοινό. Πήγαιναν και γυναίκες. Στα σκυλάδικα πήγαιναν συνήθως αντροπαρέες. Στα Αραπάκια ας πούμε ή στην Λουζιτάνια στη Θηβών, δεν είχα ακούσει για γυναικείο κοινό, χωρίς βεβαίως να είναι αυτό και απόλυτο.Αυτή είναι η διαφορά.

1 «Μου αρέσει»

Σε αυτό δεν έχεις άδικο Νίκο, όντως το κοινό ήταν κατά πολλή μεγάλη πλειοψηφία ανδρικό. Τελικά υπήρχαν επίσης πολλές υποκατηγορίες ακόμα και στο συγκεκριμένο είδος.
Αν και έχω την εντύπωση ότι στο τέλος προς την παρακμή τους έμπαιναν και περισσότερες γυναίκες πιο πολύ ως αξιοπερίεργη εμπειρία.