Παραδοσιακό τραγούδι

Υπάρχει και το “Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ” που είναι ίδια μελωδία ακριβώς. Είναι τραγούδι του γάμου που μιλάει για τον αποχωρισμό της νύφης από το πατρικό σπίτι.
Δεν το λες μυρολόι αλλά ο όρος “της τάβλας” τού ταιριάζει καλύτερα.
Όσο για τις εκτελέσεις με την σειρά που τα έβαλες.

  1. Συμπαθητικό κλαρίνο αλλά λίγο για τον Πετρολούκα, μετριότατος έως αδιάφορος ο τραγουδιστής.
  2. Ο Μπάσης εξαιρετικός. Μπορεί να υπερβάλει λίγο εδώ αλλά είναι …τηλεόραση. Πέρυσι τον χειμώνα σε ένα live το είπε απίστευτα ωραία.
  3. Τι να πεις για τον Λάλεζα!!!
  4. Μια χαρά η κυρία, μπράβο της.
  5. Ο Νταλάρας ακούγεται ευχάριστα εδώ αλλά δεν βλέπεται…χε!χε! Αν έλειπε και η σάλτσα του …(“αμάν-αμάν”)
  6. Ο Κιτσάκης φωνάρα. Εδώ δεν μού αρέσει και τόσο.
  7. Ο Λεοντίδης θα μού άρεσε στο “Κύριε Ελέησον” μέχρι εκεί όμως.
  8. Το ίδιο και για τον Μητροπάνο.
  9. Μάνος Κόμπος και ξερό ψωμί!!! Ωραίο βάθος…Δεν λέει καλύτερα το Αχ! κουνελάκι…χε!χε
  10. Πατσιάς είπαμε; Δεν πατάει πουθενά η φωνή του όταν κάνει γυρίσματα. Και ήχος από όργανο, άμα λάχει να πούμε!!!
  11. Μια χαρά εκτέλεση.
    12.Ο Καρούνης αξιοπρεπέστατος!!! Και η ορχήστρα ΑΑΑ!!!

Δημήτρη!Σε γενικές γραμμές συμφωνώ μαζί σου.Απλως κάποιος από τους παραπάνω είναι και μέλος του φόρουμ!Οπότε ας είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί στα σχόλια μας…

Και λοιπόν, τι να λέει που είναι συνφορουμίτης; Αποστόλη, ας είναι και ο αδερφός μου εγώ εκπτώσεις δεν κάνω στην άποψή μου. Εξάλλου, ο έχων ώτα ακούει…!!!

Και πάλι θα συμφωνήσω μαζί σου.Κι εγώ έτσι ακριβώς είμαι.Απλώς μπορείς κάτι να το πεις και με άλλο τρόπο.

Δεν το θυμόμουν και το ξαναείδα τώρα:

Το τραγούδι καταγράφεται στην ανθολόγηση του Γιώργου Ιωάννου “Τα δημοτικά μας τραγούδια” ως ακριτικό.
Του έχει δώσει τον τίτλο “ο κατατρεγμένος πολεμιστής”:

Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια
την αυγή ξυπνούν και γλυκοκελαηδούνε…
τώρα οι έμορφες συχνολαλούν και λένε:

-Ξύπν’, αφέντη μου, ξύπνα, γλυκιά μ’ αγάπη,
ξυπν’, αγκάλιασε κορμί σαν κυπαρίσσι,
κάτασπρο λαιμό, βυζιά σαν τα λεμόνια.
-Αφ’ σε, λυγερή, ύπνο να πάρω λίγο…
μεν’ αφέντης μου στη βίγλα μ’ είχε απόψε…
και στον πόλεμο ολόμπροστα με βάνει,
για να σκοτωθώ για σκλάβο να με πάρουν.
Μα μ’ έδωκ’ ο Θιος μιά δύναμη μεγάλη,
και ξεσπάθωσα σε είκοσι τριάντα.
Δυο εσκότωσα και τέσερις στο έβγα,
κι άλλοι μ’ έφευγαν και πέντε λαβωμένοι.
Παίρνω το στρατί, παίρνω το μονοπάτι,
χώρα για να βρω, χωριό για να καθίσω,
και ουδέ χώρ’ έβρηκα κι ουδέ χωράκι.
Αφ’ σε, λυγερή, ύπνο να πάρω λίγο

A. Passow, αρθ. 597

Να σημειώσω ότι η καταγραφή του Passow, είναι όπως προκύπτει από μια αναζήτηση στη μηχανή, έκδοση “Λειψία 1860”

Στο τραγούδι αυτό αναφέρεται και ο Αλέξης Πολίτης, στο καινούργιο του βιβλίο “Το δημοτικό τραγούδι”, ΠΕΚ 2010. Το αναφέρει ως παράδειγμα για μία “δεύτερη χρήση” παλαιότερων τραγουδιών, όταν ο αρχικός σκοπός της κατασκευής τους έχει ξεχαστεί. Το τραγούδι, στην αρχική του μορφή περιγράφει μία τακτική διαδεδομένη παντού, αν κρίνει κανείς από την εμφάνιση του θέματος σε πολλά λαϊκά στιχουργήματα απανταχού της Μεσογείου, μέχρι και στον Δαυΐδ: Ο ισχυρός αφέντης μηχανεύεται την πονηριά να στείλει τον νεαρό ερωτικό του αντίζηλο στον πόλεμο, να σκοτωθεί και να λήξει το θέμα. Ο αντίζηλος όμως εμφανίζεται ισχυρότερος και δεν πεθαίνει, η τιμωρία για τον αφέντη είναι πλέον νομοτελειακή.

Εδώ, ο αρχικός σκοπός ξεχάστηκε αλλά το τραγούδι επιβίωσε, τουλάχιστον οι πρώτοι στίχοι. Στην ανάγκη λοιπόν να βρεθεί, σε μεταγενέστερους χρόνους, ένα “τελετουργικό” στιχούργημα για κάποιαν ανάγκη της τελετουργίας του γάμου, επιστρατεύονται οι στίχοι αυτοί με άλλη, πλέον, σημσσία.

Συμφωνώ, έτσι το αντιλαμβάνομαι κι εγώ.

Ναι το ξέρω πολύ γνωστό κι αυτό.

Υ.Γ. Κανένας άλλος για σχόλια κι απόψεις για τις εκτελέσεις του τραγουδιού; Ευχαριστώ τον Δημήτρη Ν. που τοποθετήθηκε και μάλιστα για τον καθένα χωριστά.

Το ερώτημά μου για τα “τυπικά στοιχεία” το έθεσα -εν μέαω της άγνοιας και της ημιμάθειάς μου επί του θέματος- για τον εξής λόγο:

Προ καιρού είχα παρεξηγήσει ορισμένα γραφόμενα για το κλέφτικο τραγούδι, νομίζοντας ότι κλέφτικο είναι οποιοδήποτε τραγούδι αναφέρεται στην κλέφτικη ζωή. Όμως από τη συζήτηση βγήκε ότι το κλέφτικο είναι τραγούδι που προσδιορίζεται από ορισμένα “τυπικά στοιχεία”, στοιχεία μορφής.
Με αυτή την έννοια ρώτησα και για το μυρολόι ή μοιρολόι, αν υπάρχει αντίστοιχη αναλογία, αν προσδιορίζεται σαν τέτοιο μόνο από το θέμα ή και από ειδικά στοιχεία της μορφής του που έχουν καταστεί “τυπικά”.

Εκτός αυτού, το ίδιο το συγκεκριμένο τραγούδι σαν νόημα, είναι καταρχήν πρόσφορο για μια ερμηνευτική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε να απευθύνεται στον αγαπημένο που κοιμάται όχι κυριολεκτικά, αλλά μεταφορικά: Ξύπνα - ξαναζωντάνεψε κι αγκάλιασέ με.
Πράγματι όμως η έμφαση στην ομορφιά της γυναίκας που καλεί τον αγαπημένό της είναι τέτοια που σε ένα μοιρολόι θα προσέδιδε μια αυταρέσκεια μάλλον ανάρμοστη για τις περιστάσεις της στιγμής.

Παρ’ όλα αυτά, προσωπικά και τι δεν θα 'δινα -που λέει ο λόγος- για να με μοιρολογούσαν έτσι!
Δεν αποκλείω το ενδεχόμενο ακόμα και να ξαναζωντάνευα, τουλάχιστον για λίγο :slight_smile:

Στο σημαντικότατο θέμα που θίγεις, Άγη, έχω ορισμένες απόψεις αλλά δεν θα τις εκθέσω τώρα. Θα περιμένω να τελειώσω πρώτα το βιβλίο ενός ειδικού, του Αλέξη Πολίτη, που καταπιάνεται με τα δημοτικά τραγούδια (εκτός άλλων και) από την άποψη της λειτουργίας, του περιεχομένου και της μορφής, ως αλληλένδετης τριάδας.

Ένα μορφολογικό στοιχείο πάντως των μυρολογιών είναι η παντελής και απόλυτη έλλειψη αναφοράς σε τυχόν “νεκρανάσταση”. Αυτό αποφεύγεται σαφέστατα, λες και θα ήταν ιεροσυλία η αναφορά του. Ο θάνατος αντιμετωπίζεται απλά και ίσια ως ένα μη αναστρέψιμο γεγονός.

Όμως σε ένα μοιρολόι, η έκκληση στον νεκρό να “ξυπνήσει” δεν θα συνιστούσε νεκρανάσταση, απλά θα υποδήλωνε μάλλον την μάταιη επιθυμία των αγαπημένων προσώπων του να αντιστρέψουν το αναντίστρεπτο.

Παρόμοιες εκκλήσεις υπάρχουν σε μοιρολογια στην ανθολόγηση του Γ. Ιωάννου:

“Ξύπνα, που δεν εχόρτασες του ύπνου τη γλυκάδα…
ν-αυτός ο ύπνος ειν’ βαρύς, σου φέρνει ασχημάδα,
και σου χαλάει τα νιάτα σου, χαλάει την ομορφιά σου.
Τα νιάτα χώμα γίνονται κι η ομορφιά χορτάρι”.

ή το ίσως βέβαια μιάς άλλης διάστασης:

“Για πρόβαλε κι αγνάντεψε, ν-όπως προβάνει ο γ-ήλιος,
όπως προβάνει ο αυγερινός και φέγγει ο κόσμος όλος.
Για πρόβαλε λεβέντη μου, ν-όπως προβάνει ο γ-ήλιος,
όπως χαράζει στα βουνά και φέγγει στα λαγκάδια”.

Επίσης, κάποιοι αποσπασματικοί στίχοι:

“…Εγώ έχω ρούχα έτοιμα στον Άδη να τα στείλω,
να στείλω στα παιδάκια μου τα πολυαγαπημένα,
να έρθουν τα Χριστούγεννα, γιατί τα περιμένω,
να κάτσουν στο τραπέζι μας να φάμε όλοι παρέα…”

“…Σήκω, καλέ μου σύντροφε, καλέ μου νοικοκύρη,
αν είσαι μπρος καρτέρα με, κι αν είσαι πίσω στάσου,
κι αν είσαι σ’ άκρη ποταμού, κάτσε για να περάσω”.

Άγη, σου συνιστώ αν ενδιαφέρεσαι να πάρεις τον πρώτο τόμο του Φωριέλ, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. Και ο Ν. Γ. Πολίτης, καλός είναι.

Για όσους ενδιαφέρονται:

Περιστέρη Σπυρίδωνος Δ. “Δημοτικά τραγούδια Ηπείρου και Μωρηά: σε Βυζαντινή και Ευρωπαϊκή παρασημαντική”, 1994 Κατερίνη
Εκδόσεις: Τέρτιος

Στοιχεία για τον εκδοτικό οίκο (τηλέφωνο κλπ)

http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=303&t=582

Το τραγούδι, όπως το παραθέτει ο Άγης από το βιβλίο του Ιωάννου, είναι «Ο ύπνος του άγουρου και η λυγερή» (τίτλος που αν δεν κάνω λάθος τού έχει αποδοθεί από τον Νικόλαο Πολίτη). Το βρίσκουμε και σε πληρέστερες παραλλαγές, μερικές δε τόσο πλήρεις ώστε δημιουργούν την υπόνοια ότι πρόκειται για συμφυρμούς πλειόνων του ενός τραγουδιών.

Μια από τις πιο γνωστές εκδοχές του ως κανονικού τραγουδιού (εννοώ μαζί με τη μουσική, όχι ως τυπωμένου κειμένου) είναι η καλύμνικη:

Μέρα μέρωσε, τώρα η αυγή χαράζει,
τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια,

κλπ.κλπ., τώρα λαλούν και λένε:
Ξύπνα αφέντη μου,
κλπ.,
ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισένιο…
Άσε λυγερή τον ύπνο να χορτάσω,
γιατί αφέντης μου στη βίγλα μ’ είχε απόψε
για να σκοτωθώ ή σκλάβο να με πάρουν.

(Νίκο Π., ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι ο «αφέντης» του νέου είναι κυριολεκτικά αφέντης. Βέβαια έτσι όπως το θέτεις βγάζει πολύ περισσότερο νόημα. Εγώ έλεγα πως θα 'ταν ο πατέρας του.)
Μα έδωσε ο θεός κι η Παναγιά η παρθένα,
χίλιους έκοψα και χίλιους λαβωμένους,
κι ένας μου ‘φυγε, κι εκείνος λαβωμένος.
Παίρνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι,
βρίσκω ένα δεντρί, βρίσκω ένα κυπαρίσι.
-Δέξου με δεντρί, δέξου με κυπαρίσι.
-Να οι κλώνοι μου, και κρέμα τ’ άρματά σου,
να κι η ρίζα μου, και δέσε τ’ άλογό σου,
να κι ο ίσκιος μου, και πέσε αποκοιμήσου,
και στο μισεμό το νοίκι να πληρώσεις:
τρία σταμνιά νερό 'πό κρουσταλλένια βρύση.

Η περίπτωση αυτού του τραγουδιού μ’ έχει απασχολήσει πολύ. Πρόκειται για ένα αρχικό ενιαίο τραγούδι που αποσπάσματά του αυτονομήθηκαν σε διάφορες τοπικές παραδόσεις, ή, αντιθέτως, για αρχικώς ανεξάρτητα τραγούδια που συμφύρθηκαν;

Το καλύμνικο που σας παρέθεσα έχει μια ενιαία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Θα μπορούσε να είναι δείγμα του ενιαίου αρχικού τραγουδιού. Η ερωμένη ξυπνάει τον ασίκη της, ο οποίος νυστάζει επειδή χτες πέρασε όλες αυτές τις ταλαιπωρίες: ο αφέντης του (με την όποια έννοια -δεν έχω ακόμη πλήρως αποδεχτεί την ερμηνεία του Νίκου Π.) τον έστειλε στον πόλεμο σε μια επιχείρηση αυτοκτονίας, όμως αυτός αντεπεξήλθε με τόσο υπεράνθρωπο ηρωισμό ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός «ακριτικό» (μόνο οι ακρίτες ως ήρωες τραγουδιών τούς σφάζαν χίλιους-χίλιους), στο τέλος περιπλανήθηκε -μάλλον κυνηγώντας τον ένα που του γλίτωσε-, νυχτώθηκε στην ερημιά και κοιμήθηκε κάτω από ένα δέντρο…
Εντάξει, η ιστορία έχει νόημα. Δεν ακολουθεί όμως έναν κεντρικό πυρήνα. Το τελευταίο επεισόδιο με το δέντρο, αν και λογικά δεν είναι τελείως ξεκάρφωτο, σε καμία περίπτωση δεν είναι απαραίτητο για την πλοκή του μύθου.
Επιπλέον το επεισόδιο αυτό υπάρχει και ως ξεχωριστό τραγούδι, το «Σάββατο Βραδύ» της Καρπάθου, προσφάτως σουξέ με τη Μάρθα Φριντζήλα:

Σάββατο βραδύ με διώξαν οι δικοί μου
‘πού το σπίτι μας κι απού τ’ αρχοντικό μας.
Φεύγω κλαίοντας, στον κάμπο κατεβαίνω.
Σπίτι δε θωρώ, διεμονή να μείνω,
μόνο ένα δεντρό, το λέουν κυπαρίσι…

Κλπ. συνεχίζει περίπου όπως το καλύμνικο.
Με διαφορετικό φυσικά σκοπό αλλά βασικά τα ίδια λόγια το «Σαββατόβραδο» υπάρχει και στη βορειοθρακιώτικη παράδοση των Αναστενάρηδων, και σε βιβλίο το έχω δει και ως παλιό σαμιώτικο. Θα μπορούσε να είναι τμήμα του προηγούμενου που αποσπάσθηκε και του προσθέσαν μερικούς εισαγωγικούς στίχους, αλλά θα μπορούσε και να είναι ανεξάρτητο τραγούδι μέρος του οποίου (από το «βρίσκω ένα δεντρί» κ.εξ.) αποσπάστηκε και συμφύρθηκε με τον «Ύπνο του άγουρου» ο οποίος κατά τα άλλα τέλειωνε με τη μάχη. Όποιο από τα δύο κι αν ισχύει, από τη στιγμή που το «Σαββατόβραδο / Σάββατο βραδύ» υπάρχει ως τραγούδι, είναι ξεκάθαρο ότι είναι παραλλαγή του «Μια Παρασκευή» που αναφέρει ο Δημήτρης Ν.:

Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ
μάνα μ’ έδιωχνε από τ’ αρχοντικό μας
κι ο πατέρας μου κι αυτός μού λέει να φύγω.
Φεύγω κλαίγοντας…

Δεν έχω ακούσει να το τραγουδάνε πιο πέρα, αλλά αφού αυτοί οι τρεισήμιση στίχοι δεν είναι παρά εναλλακτική διατύπωση του ίδιου περιεχομένου όπως οι δυόμιση πρώτοι του καρπάθικου/βορειοθρακιώτικου Σαββατόβραδου, προφανώς και η συνέχεια η ίδια θα είναι. Άρα ο αφηγητής είναι άντρας: δεν είναι η κόρη που τη διώχνουν δίνοντάς τη στο γαμπρό, αλλά ο νέος που φεύγει είτε για τον πόλεμο είτε για αδιευκρίνιστους λόγους. Το γεγονός ότι η συνέχεια πέρα από τους στίχους αυτούς ξεχάστηκε έδωσε τη δυνατότητα νέας ερμηνείας, ότι διώχνουν την κόρη, με αποτέλεσμα το τραγούδι να γίνει δευτερογενώς γαμήλιο. (Ίσως μάλιστα γι’ αυτό και να δανείστηκε την έρρυθμη εισαγωγή ενός άλλου γαμήλιου, του «Μάνα μου τα λουλούδια μου».)

Στην Ανατολική Κρήτη υπάρχει ένα άλλο τραγούδι, που κάποιοι στίχοι του είναι κοινοί με τούτα εδώ και άλλοι είναι κοινοί με άλλα τραγούδια, και που τραγουδιέται στο σκοπό της Κανελόριζας (σε τοπική παραλλαγή):

Σαββατόβραδο με διώξαν οι δικοί μου
απ’ το σπίτι μας κι από τα γονικά μου.
Τι ήτον η αφορμή, τι ήτο το καμπαέτι;
Κόρην αγαπώ, ξανθή και μαυρομάτα.
Φεύγω κλαίοντας, στον κάμπο κατεβαίνω,
βρίσκω ένα δεντρί
κλπ. κλπ.

Αν συνέχιζα να παραθέτω όλα τα παραδείγματα που έχω μαζέψει θα καταλήγαμε με μια ομάδα τραγουδιών που όλα έχουν ανταλλάξει μεταξύ τους στοιχεία, χωρίς η φορά του δανεισμού να είναι πάντοτε ανιχνεύσιμη (ποιο έδωσε και ποιο πήρε). Τα τραγούδια αυτά είναι:
-Τα παραπάνω
-Η γνωστή Κανελόριζα (Θράκη, Μικρά Ασία, Κάρπαθος)
-Το Κάτω στο γιαλό (πλένουν Χιώτισσες κλπ. / σε όλο το Αιγαίο)
-Ο Αητός, γνωστός κυρίως ως ριζίτικο Δ. Κρήτης (Σε ψηλό βουνό σε ριζιμιό χαράκι κάθεται αετός βρεγμένος χιονισμένος και παρακαλεί τον ήλιο ν’ ανατείλει…)
-Ένα ακόμη καρπάθικο, στον ίδιο σκοπό με το Σάββατο βραδύ, όπου η κοπέλα τού λέει πάλι «ξύπνα αγκάλιασε κλπ.», αλλά αυτή τη φορά αυτός δε σηκώνεται, γιατί δεν είναι κοιμισμένος αλλά σκοτωμένος.
-Μάνα λούζε με (Κρήτη, Κάρπαθος)
-Ορισμένα αποκριάτικα διάφορων περιοχών, από τα αθώα εύθυμα τραγούδια με ζωάκια που κάνουν γάμους και άλλα κωμικά πράγματα.

Από χρόνια έχω στα υπόψην να κάνω μια σχετική έρευνα. Όμως ακόμη μαζεύω στοιχεία, γιατί κάθε τόσο εμφανίζεται κι άλλο ένα τραγούδι που συνδέεται με κάποιο από όλα αυτά. Ωστόσο, θεωρώ ήδη προκαταβολικά ότι το κλειδί όλης της υπόθεσης είναι το ποιητικό μέτρο:
Όλα αυτά τα τραγούδια είναι 12σύλλαβα ιαμβικά. Κάθε δημοτική μελωδία είναι κατάλληλη για κείμενο ενός συγκεκριμένου ποιητικού μέτρου, με σπάνιες τις εξαιρέσεις όπου στίχοι διαφορετικών μέτρων μπορούν να τραγουδηθούν στην ίδια μελωδία. Εφόσον το 12σύλλαβο ιαμβικό είναι ένα σχετικά σπάνιο μέτρο, είναι πιθανόν κάθε τοπική παράδοση να μην είχε περισσότερο από έναν, άντε δύο σκοπούς γι’ αυτό, ενώ για άλλα μέτρα όπως το κλασικό 15σύλλαβο ιαμβικό υπάρχουν δεκάδες ή εκατοντάδες σκοποί στο ίδιο χωριό (που ωστόσο κατά κανόνα είναι κοινοί για περισσότερα από ένα κείμενα). Οι Βορειοθρακιώτες αναστενάρηδες λένε στον ίδιο σκοπό το τραγικό Σαββατόβραδο και το εύθυμο «Πέντε πονικοί και δεκαοχτώ νυφίτσες», και οι Καρπάθιοι λένε στον ίδιο σκοπό το Σάββατο Βραδύ και το ακόμη τραγικότερο με τον νέο που κοιμάται τον αξύπνητο.
Εφόσον υπάρχει ένα μίνιμουμ νοηματικής συνάφειας, είναι εύκολο να μπερδευτεί κάποιος, να ξεκινήσει από ένα τραγούδι και να καταλήξει σε άλλο, όταν ο σκοπός είναι ο ίδιος. Τέτοια «λάθη» με τη χρήση καθιερώνονται ως πλέον σωστά. Ένα πολύ σαφές παράδειγμα είναι δύο πανελληνίως γνωστά τραγούδια, που αρχίζουν με τον ίδιο στίχο:

α) Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι,
πλέναν Χιώτισσες, πλέναν παπαδοπούλες,
πλέναν κι άπλωναν και με τον άμμο παίζαν.
Φύσηξε βοριάς, μαΐστρος, τραμουντάνα,

…και μιανής της σήκωσε το φουστάνι και φάνηκε το πόδι της κι έλαμψε όλη η πλάση και την είδαν από το πέλαγος οι πειρατές κι ήρθαν και την άρπαξαν και την πήγαν στο σκλαβοπάζαρο κι έζησε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα.

β) Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι
κόρην αγαπώ, ξανθή και μαυρομάτα
δώδεκα χρονών, κι ο ήλιος δεν την είδε,
μόνο η μάνα της Κανέλα τη φωνάζει,
Κανελόριζα και ρίζα της κανέλας,
φούντα της μηλιάς, τα μήλα φορτωμένη .

Στην πρώτη ιστορία ο στίχος «Κάτω στο γιαλό κάτω στο περιγιάλι» έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, γιατί παλιά όντως κατέβαιναν στο γιαλό για να πλύνουν, και γιατί αν δεν ήταν στο γιαλό δε θα έκαναν απόβαση οι πειρατές. Στη δεύτερη ιστορία ο ίδιος στίχος δεν προσθέτει τίποτε: είτε στο γιαλό την αγαπούσε είτε στο βουνό, τα ίδια θα γίνονταν. Άρα στην «Κανελόριζα» ο στίχος αυτός είναι δάνειος από το άλλο τραγούδι. Ο συμφυρμός έγινε λόγω κοινής μελωδίας. Υπάρχει κοινή μελωδία; Ναι, υπάρχει. Στο δίσκο της Σαμίου «Της κυρά Θάλασσας» υπάρχει μία παραλλαγή από το Τρίκερι Βόλου όπου το κείμενο με την αρπαγή από τους πειρατές τραγουδιέται στο σκοπό της Κανελόριζας, ενώ σ’ αυτό το βιντεάκι ακούμε, από την Ανατολική Θράκη, τον ίδιο σκοπό με κείμενο όπου συμφύρονται ο Ύπνος του Άγουρου και οι Χιώτισσες (αρχίζει στο 4’20’’). Αντίστοιχα, ο Αητός του ριζίτικου υπάρχει και σε ανατολικοθρακιώτικο τραγούδι αλλά αντί να κάθεται σε ψηλό βουνό κάθεται κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι, προφανώς για τους ίδιους λόγους.

Συμπερασματικά, όσο κι αν η φορά του δανεισμού μένει ακόμη να προσδιοριστεί για τις περιπτώσεις όπου δεν είναι τόσο προφανής όσο στα τελευταία αυτά παραδείγματα, ο μηχανισμός που την ενεργοποίησε θεωρώ σχεδόν βέβαιο ότι είναι αυτός που περιέγραψα. Από κει και πέρα, με τους συμφυρμούς πολλών τραγουδιών σε ένα, τις διασπάσεις ενός τραγουδιού σε πολλά (απόρροιες αυτού του μηχανισμού) και επιπλέον με τη συντόμευση τραγουδιών που οι στίχοι τους πέρα από τους λίγους πρώτους ξεχάστηκαν, δημιουργούνται κείμενα με πραγματικά ή φαινομενικά νέο περιεχόμενο, τα οποία μπορούν να ταιριάξουν σε νέες περιστάσεις (π.χ. στο γάμο), διαφορετικές από τις αρχικές. (Το βιβλίο του Αλ. Πολίτη δεν το έχω υπόψη μου αλλά και μόνο από το θέμα φαντάζομαι ότι θα το βρω συναρπαστικό.)

Περικλή, μόλις βρεις τον απαραίτητο χρόνο, πάρε να διαβάσεις το “Δημοτικά τραγούδια” του Αλέξη Πολίτη. Θα σου απαντήσει τα περισσότερα, ίσως όλα τα ερωτήματα που θέτεις, στρογγυλεμένα όμως όπως ένας τροχός σημερινός, όχι πολύγωνα όπως ο πρώτος τροχός της ανθρώπινης ιστορίας. Εκεί θα δεις λοιπόν, ότι η ιστορία του αφέντη που στέλνει τον νιούτσικο στον πόλεμο, ή σε κάποια επικίνδυνη αποστολή, απαντάται σε όλη την Ευρώπη και ο πονηρός σκοπός του αφέντη είναι αρχικά η υποκλοπή της νέας και όμορφης γυναίκας του πολεμιστή. Οπότε, ίοως πειστείς.

Η σκέψη ότι ισχυρό κίνητρο για δημιουργία συμφυρμών είναι η μορφή του ποιητικού μέτρου είναι βεβαίως λογικότατη, αλλά τόσο έντονα λογική ώστε περιττεύει κάθε λόγος περεταίρω έρευνας. Πάντως, το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και με χρήση στίχων από δεκαπεντασύλλαβα (ξεχασμένα) τραγούδια. Βεβαίως, πάντα η προϋπόθεση είναι να έχει ξεχαστεί, ως ολοκληρωμένη ενότητα, το προηγούμενο τραγούδι, οπότε οι στίχοι που δεν ξεχάστηκαν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε καινούργιο τραγούδι.

Α, μα είμαι πολύ πρόθυμος να πειστώ! Έλα όμως που σε κάποια τραγούδια αυτής της ομάδας πρόκειται σαφώς για πατέρα! (Μια Παρασκευή κλπ.)

Η διαφορά από τα 15σύλλαβα είναι ότι εδώ έχουμε μια περιορισμένη ομάδα συγκοινωνούντων τραγουδιών. Τα 15σύλλαβα τραγούδια είναι όσα η άμμος της θαλάσσης, αλλά δεν έχουν όλα αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους -αλλιώς θα τρελαινόμασταν! Το θέμα που κατά βάση με απασχολεί είναι αν το επεισόδιο με το δέντρο προέρχεται από τον Ύπνο του Άγουρου ή από ανεξάρτητο τραγούδι. Αυτό άλλωστε θα μας πείσει οριστικά και για την ταυτότητα του αφέντη. Τον τυπά που κοιμάται στο δέντρο τον έδιωξε ο πατέρας του. Αν αυτός δεν είναι ο ίδιος με τον άλλο που ήταν στον πόλεμο, τότε τον άλλο τον έδιωξε ο άρχοντας κύριός του. Αν είναι ο ίδιος (αν δηλαδή το αρχέτυπο τραγούδι είναι ένα για όλα τα επεισόδια), τότε μάλλον οι λέξεις πατέρας, και κατ’ επέκταση μάνα και γονείς, στα τραγούδια με το δέντρο, προέρχονται από παρερμηνεία του αφέντης -την ίδια παρερμηνεία που έκανα κι εγώ- όταν αποσπάστηκε το επεισόδιο και αυτονομήθηκε.

Μα τι λες, σαφώς και έχει ενδιαφέρον! (Αν έχει κανείς την πετριά μου! ) Φιλολογικός ντεντεκτιβισμός…

Θα ανακαλύψεις τροχό, Περικλή μου και αν είσαι μάγκας, ο τροχός σου θα είναι στρογγυλός. Αλλά αξίζει τον κόπο; όλοι οι τροχοί σήμερα, στρογγυλοί είναι.

Όσο για τα υπόλοιπα, μπορεί οι στίχοι για το διώξιμο από το σπίτι να ανήκαν σε αυτοτελές τραγούδι που ξεχάστηκε, άρα δεν μπορούμε να ξέρουμε τι στόρυ είχε. Από τη στιγμή που η ιστορία χάθηκε, οι στίχοι είναι διαθέσιμοι για κάθε χρήση, π.χ. και σε τραγούδια της τελετουργίας του γάμου.

Στην προφορική παράδοση, το μόνο υλικό που διατίθεται για τη μελέτη μας είναι οι υπάρχουσες, σήμερα ακόμα, παραλλαγές με τους συμφυρμούς και τις παρανοήσεις τους. Φυσικά και οι “γνήσιες” καταγραφές τους, κυρίως από τον 19ο αιώνα, αλλά γνήσιες, όχι πειραγμένες από τον καταγραφέα ή την αρχική του πηγή.

Μήπως ξέρει κανείς το παρακάτω τραγούδι αν ανήκει στα ακριτικά, ή στα κοινωνικά - οικογενειακά ή αλλού;

Τρείς χρόνους έχ’ ο Κωσταντής, για νύφη π’ αραδίζει*
να βρεί καλή να βρεί όμορφη, να βρεί γραμματισμένη.

Βρήκε καλή βρήκε όμορφη, βρήκε γραμματισμένη
ο Κωσταντής παντρεύεται, αρχοντοπούλα παίρνει.

Όλο τον κόσμο κάλεσε, στη γης την ξακουσμένη
Τον Γιάννη δεν τον κάλεσε, που ήταν παλιοί συντρόφοι.

Όπου σκοτώνει τους γαμπρούς, και παίρνει τις νυφάδες.

Κι ο Γιάννης πείσμα το 'βαλε, πολύ του κακοφάνει
πάει και τους καρτέρησε, σε τρίχινο γιοφύρι.

Πιάνει της νύφης τ’ άλογο, και του γαμπρού το χέρι

  • γαμπρέ μου τα περατικά*, για να περάσ’ η νύφη

  • πόσα Γιάννη περατικά, να διάβουμε τη νύφη;

  • εννιά χιλιάδες του γαμπρού, και τέσσερις της νύφης.

Η νύφη ήταν φρόνιμη, κι αρχοντομαθημένη
απλώνει στην τσεπούλα της, και βγάν’ εννιά χιλιάδες.

Σχαρκιάδες πάνε κι έρχονται, στης πεθεράς το σπίτι
τα συχαρίκια πεθερά, τα συχαρίκια μάνα.

Η νύφη που σου φέρνουμε, με τ’ άσπρα* ζυγιασμένη
η πεθερά σαν τ’ άκουσε, πολύ της κακοφάνει.

Τσαπί και φτυάρι άρπαξε, σε περιβόλι μπαίνει
να βρει αστρίτη* παρδαλό και οχιά με δυο κεφάλια.

Σαν τα 'βρε τα τηγάνησε, σε αφόρεγο* τηγάνι
κι αυτά σαν ετοιμάστηκαν, στη νύφη τα παένει

  • για πάρε νύφη μ’ μια φορά, για πάρε τρείς και πέντε
  • εμείς αντέτι* το 'χουμε, δεν τρώγουν οι νυφάδες
  • κι εμείς αντέτι το 'χουμε, να τρώγουν οι νυφάδες.

Και παίρνει η νύφη μια φορά, και παίρνει η νύφη δύο

  • νερό μανούλα μ’ κι έσκασα, νεράκι και πεθαίνω

  • εγώ νυφούλα μ’ γέρασα, τη βρύση δεν τη φτάνω

  • νερό πατέρα μ’ κι έσκασα, νεράκι και πεθαίνω

  • εγώ νυφούλα μ’ γέρασα και δεν μπορώ να πάω

  • νερό ταιράκι μ’ κι έσκασα, νεράκι και πεθαίνω.

Το χαλκοστάμι άρπαξε νερό,να πάει να φέρει
ώσπου να πάει κι ώσπου, να 'ρθεί τη βρίσκει πεθαμένη.

Χρυσό μαχαίρι έβγαλε, απ’ ασημένιο φκάρι*
στους ουρανούς το πέταξε και στην καρδιά του βρέθει.

Παήσαν* και τους βάλανε, τους δυο σ’ ένα κιβούρι.*

Στο ‘να φυτρώνει κάλαμος, και στ’ άλλο κυπαρίσσι
σκυφτογυρίζει ο κάλαμος, φιλεί το κυπαρίσσι.

΄Οσοι διαβάτες κι αν περνούν, όλοι θάμα το κάνουν
το βλέπουν και θαμαίνονται*, και με το νου τους λένε.

Για δέστε τα καψόχρονα, τα καψομοιριασμένα
δεν φιληθήκαν ζωντανά, φιλιούνται πεθαμένα.

*ιδιωματικές εκφράσεις:
αραδίζει - πηγαινοέρχεται, περιδιαβαίνει.
περατικά - πληρωμή.
άσπρα - χρήματα.
αστρίτη - δηλητηριώδες φίδι.
αφόρεγο - καινούργιο, αχρησιμοποίητο.
αντέτι - συνήθεια.
φκάρι - θήκη.
παήσαν - πήγανε.
κιβούρι - τάφος.
θαμαίνονται - συλλογίζονται, απορούνε.

Το τραγούδι ανήκει σε εκείνα που ονομάστηκαν “Παραλογές”, δηλαδή διηγήσεις φανταστικών, όχι πραγματικών γεγονότων.

Ξέρουμε από ποιά περιοχή είναι η συγκεκριμμένη παραλλαγή; Συμφύρονται σε αυτήν το λιγότερο τρία τραγούδια.

Τα “περατικά” είναι συγκεκριμένη, όχι γενική πληρωμή, είναι αυτό που σήμερα λέμε διόδια.

Ο Κωνσταντής - ως κεντρικό πρόσωπο - αναφέρεται σε αρκετά ακριτικά τραγούδια, αλλά και σε άλλα, του δημοτικού μας κύκλου.

Ωστόσο, μ’ αυτή τη μορφή δεν υπάρχει (από όσο ξέρω) καταγραφή, χωρίς φυσικά να αποκλείεται να υπήρχε στην προφορική παράδοση των ακριτικών, και απλά να μην έχει καταγραφεί.

Όμως, σώζεται σε παραλλαγές, όπως λέει και ο Νίκος, με κοινωνικό περιεχόμενο, όπου οι στίχοι, παρεμφερείς, προσαρμόζονται ανάλογα και προκύπτει άλλοτε τραγούδι γάμου και άλλοτε τραγούδι θανάτου.

Υπάρχει τραγούδι με τους εξής στίχους, καταγεγραμμένο στην Ήπειρο (από τον Σ. Καρά):
Ο Κωσταντής κι ο Κωσταντάς κι ο Μικροκωνσταντίνος
τρεις χρόνους επερπάταγε να βρεί καλή γυναίκα
να βρει ψηλή, να βρει λιγνή, να βρει της αρεσκειάς του.
Πουλάκι πήγε κι έκατσε στου Κωσταντή το γόνα
(;;;;;;;;;;:wink:
Κωστάκη μην παντρεύεσαι και μην πολλά ξοδιάζεις,
΄τι σήμερα θα παντρευτείς κι αύριο θα πεθάνεις.