Την παραδοξολογία του Μπο-Μποβί, από την οποία μάλλον αφορμάται και ο Ανωγειανάκης, την είχα διαβάσει από χρόνια, και μου είχε μείνει στο μυαλό ακριβώς επειδή είναι παραδοξολογία: τι παναπεί άνισα τέταρτα;
Λοιπόν, χρόνια μετά τείνω να πιστέψω ότι ο άνθρωπος είχε για μια ακόμη φορά δίκιο. Υπάρχουν ρυθμοί όπου πράγματι όλα τα τέταρτα ή όγδοα δεν είναι ίσα, και μάλιστα κάποια παρατείνονται χωρίς άλλα να συντομεύονται ανάλογα. Πρόκειται για ζητήματα που η υπάρχουσα σημειογραφία δεν έχει προβλέψει. Τέτοιους ρυθμούς, αν προσπαθήσει κανείς να τους καταγράψει ακριβώς με νότες, θα χρειαστεί τόσο λεπτές υποδιαιρέσεις του χρόνου (δις και τρις παρεστιγμένα, συζεύξεις μεταξύ 16ων ή 32ων κλπ.) ώστε δε θα διαβάζονται.
Επομένως είναι ρεαλιστικό (αν και τολμηρό) να τους χαρακτηρίσει τελικά ως δυάρια ή τριάρια ή τεσσάρια με άνισους χρόνους. Για παράδειγμα, το 15άρι που αναφέρει ο ίδιος ο Μπο-μποβί είναι η Πουσνίτσα, γνωστή σε όλους σχεδόν τους νεοπαραδοσιακούς ακριβώς λόγω του ασυνήθιστου μέτρου της (4-4-3-4 ή 2-2-2-2-3-2-2). Ιδού μια τυχαία εκτέλεση Πουσνίτσας. Ακόμη κι εδώ, μια μέτρηση σε 4/4 εκ των οποίων το τρίτο είναι πιο σύντομο θα μπορούσε να εφαρμοστεί.
Ωστόσο η Πουσνίτσα δεν είναι το τυπικότερο παράδειγμα. Σε διάφορες μουσικές (τσαμπουνοτούμπακα Κυκλάδων, λύρες-νταχαρέδες Δράμας, βιολί-λαούτο Κύπρου και άλλων νησιών κλπ.) το ρυθμικό όργανο κάνει άνισες υποδιαιρέσεις, με έναν από τους χτύπους να έρχεται μια ιδέα πιο νωρίς ή πιο αργά από ό,τι θα απαιτούσε ο μετρονόμος. Αυτές μπορεί να οφείλονται, εικάζω, είτε στον τρόπο που χορεύεται ο χορός είτε στην κινησιολογία του παιξίματος του ρυθμικού οργάνου. Συνήθως δε, αφήνουν ανεπηρέαστο το μελωδικό όργανο ή τη φωνή. Στην Πάρο, ο ένας και μοναδικός ρυθμός των τσαμπουνοτούμπακων (δίσημος ή τετράσημος -όπως το πάρει κανείς- του μπάλου, του συρτού και του τοπικού Μπουρδάρικου) παίζεται με ένα ελαφρό κούνημα στον ένα από τους χτύπους που, σε ορισμένους παίχτες, εγγίζει τα όρια των 7/8. Κι όμως πρόκειται για τους ίδιους σκοπούς που άλλοι παίχτες στο ίδιο νησί τούς παίζουν ως σχεδόν καθαρά δυάρια ή τεσσάρια. Και δεν πρόκειται για λάθος του τουμπακάρη (το έχω ακούσει σε περιπτώσεις όπου η ανταπόκριση των ντόπιων δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για αποδεκτό παίξιμο). Το ίδιο ισχύει για ίσσους της Καλύμνου που ακούγονται σαν πεντάσημοι ή επτάσημοι στην τσαμπούνα (η οποία εδώ δεν έχει ρυθμική συνοδεία, παίζεται σόλο) αλλά τραγουδιούνται και χορεύονται σαν δίσημοι. Στην Ανάφη ο επίσης ένας και μοναδικός δίσημος ρυθμός παίζεται με 3 χτύπους στο τουμπάκι (1/8 + 1/8 + 1/4), οι οποίοι όμως τείνουν να μοιράζονται εξίσου το χρόνο του ενός μέτρου, καταντώντας έτσι σχεδόν τρίσημος ρυθμός, ο οποίος παρά ταύτα συμφωνεί (δεν ξέρω να εξηγήσω πώς) με τη δίσημη μελωδία.
Ακόμη και τα γρήγορα θρακιώτικα «συγκαθιστά» (9/16) μπορεί να θεωρηθούν ότι ανήκουν εδώ. Σήμερα, που αυτή η μουσική έχει μελετηθεί, αναλυθεί και μεταδοθεί σε σύγχρονους αστούς μουσικούς που κατά βάθος, ό,τι και να λέμε, είναι δυτικής παιδείας, αυτός ο ρυθμός παίζεται πράγματι σαν εννιάσημος, σαν υπερεπιταχυμένος καρσιλαμάς. Οι παλιοί όμως, με τις γκάιντες, ακόμη και με τα νταούλια (σπάνια στη Θράκη), ή με το σκέτο τραγούδι, ποτέ δεν αναλύουν τον τελευταίο χτύπο σε τρεις χρόνους όπως αναλύουν τους υπόλοιπους σε δύο τον καθένα.
Δε σας έπεισα, ε; Το 'ξερα. Και όμως, εγώ έχω πεισθεί. Μου πήρε πολύ καιρό, και πολλές ακροάσεις μουσικών που είναι κατά το δυνατόν καθαροί από δυτικές επιδράσεις. Στην αρχή μού είχε φανεί τόσο απίθανο όσο το να υπάρχουν νότες ανάμεσα στα τάστα (μη φανταστεί κανείς ότι εξαιρώ τον εαυτό μου από την κατά βάθος δυτική παιδεία). Η συνήθεια σε κάνει να αντιδράς. Κι όμως, πλέον το έχουμε χωνέψει ότι υπάρχουν. Ε, φαίνεται ότι κάτι ανάλογο ισχύει και με τις αξίες.