Μπάλος από τη Σκύρο

Τον μπάλλο της Σκύρο δεν τον γνωρίζω, αλλά γενικά ο μπάλλος είναι μια προσαρμογή των Ελλήνων σ’ έναν δυτικό χορό που ήρθε στα νησιά του Αιγαίου την περίδοδο της Φραγκοκρατίας.

Σωστά η Μάρθα παρατηρεί ότι ο (νησιώτικος αλλά και μικρασιάτικος) μπάλος, ως χορός έχει τις ρίζες του στην Ενετοκρατία (όχι ακριβώς η Φραγκοκρατία). Το Κουτρούφι ρωτάει ειδικά για το κομμάτι που θυμίζει Vivaldi (γενικά οι μουσικές του ελληνικού μπάλου δεν θυμίζουν Vivaldi) αν έχει σχέση με την Ενετοκρατία, όσον αφορά τη μουσική.

Αλήθεια, κάποιος να μου εξηγήσει γιατί, εκτός από Βενετοκρατία, λέμε και Ενετοκρατία;

Από όσο γνωρίζω Ενετία ήταν η παλιά ονομασία της Βενετίας. Πήρε το όνομά της από τους Ενετούς, λαός που ανήκε στην ινδοευρωπαϊκή φυλή, εμφανίστηκε από τα προχριστιανικά χρόνια και εγκαταστάθηκε σε διάφορες περιοχές του αρχαίου κόσμου.

Αλήθεια, κάποιος να μου εξηγήσει γιατί, εκτός από Βενετοκρατία, λέμε και Ενετοκρατία

Νίκο, λέγεται ότι οι “Ενετοι” ή οι “Βένετοι” ήταν ιστορικοι λαοι που υπήρχαν σε διαφορετικα μέρη.
Αυτοί που έχουν σημασία για τους Έλληνες στην γλώσσα μου ονομάζονται Venezianer, αυτοί είναι από άλλη εποχή πολύ πολύ αργότερα.
Τώρα με ενδιαφέρει αν οι Έλληνες χρησημοποιούν μόνο μια λέξη?

Ενδιαφέρον αυτό το παλιό θέμα!

Έμοιαζε και στον ρυθμό; Μα αυτό είναι 3/4, θα μπορούσε να είναι αργό βαλς. Μήπως έχεις, Κουτρούφι, κανένα δείγμα του σιφναίικου μπάλου που λες; (Ή και του σκυριανού…)

Γενικότερα:

Ο μπάλος ως χορός είναι ξεκάθαρα ενετικής προέλευσης. Βέβαια ballo σημαίνει απλώς «χορός». Ήδη αυτό μας προειδοποιεί ότι το δάνειο δεν ήρθε όλο μαζί πακέτο, μουσική, χορός, ονομασία, πλαίσιο κλπ., αλλά αντιθέτως με διάφορα σύνθετα ξεδιαλέγματα και συνδυασμούς. Μπορεί ο χορός (ως κίνηση και μόνο) να προήλθε από κάποιον συγκεκριμένο βενετσιάνικο χορό, που φυσικά θα ονμαζόταν αλλιώς, μπορεί όμως και να μην υπάρχει συγκεκριμένο πρότυπο και να είναι ένας χορός ελληνικής εμπνεύσεως βασισμένος στο βενετσιάνικο (και πρωτοφανές για Ελλάδα) μοντέλο των ζευγαριών με ελεύθερη κίνηση στον χώρο.

Η μουσική των μπάλων είναι χονδρικά δυο λογιών: οι μπάλοι της τσαμπούνας, κυρίως στις Κυκλάδες, και οι μπάλοι του βιολιού, σ’ όλο χονδρικά το Αιγαίο συμπεριλ. των ανατολικών παραλίων (και των Κυκλάδων φυσικά). Τελείως διαφορετικές μουσικές, αλλά με κάποια κοινά σημεία στη βαθύτερη λογική τους.

Οι μπάλοι της τσαμπούνας είναι βέβαιον ότι είναι ντόπιες μελωδίες. Αυτό, και πάλι, δείχνει ότι ένας ξένος χορός μπορεί να εισαχθεί χωρίς κατ’ ανάγκην να φέρει μαζί και τη μουσική του.

Για τους μπάλους του βιολιού δε θα έπαιρνα όρκο: δείχνουν κάποια εμπειρία ευρωπαϊκής μουσικής, τουλάχιστον ορισμένοι (οι πιο ματζόρε), αλλά έχουν και στοιχεία ντόπια, και δεν είναι εύκολο να τα μετρήσεις σε ποσοστά και να ξεχωρίσεις ποια είναι τα πιο βασικά. Όταν προστεθεί δε και το ταξίμι και/ή ο μανές, εκεί φαίνεται να στρεφόμαστε έντονα προς την Ανατολή (αν και προσωπικά θεωρώ ότι δεν πρόκειται τόσο για γνήσια ανατολίτικα ταξίμια και μανέδες όσο για επιφανειακή μίμησή τους).

Στα νησιά οι μπάλοι του βιολιού πρέπει να εμφανίστηκαν λίγο-πολύ μαζί με το ίδιο το βιολί. Η πηγή της γνώσης για τέτοια πράγματα ήταν η Σμύρνη και η Πόλη, και επί γενεές οι οργανοπαίχτες εξακολουθούσαν να πηγαίνουν εκεί για να αναβαπτιστούν. Αυτό φυσικά δεν αποκλείει την περίπτωση, όταν πλέον αυτό το στιλ είχε ριζώσει στα νησιά, να άρχισαν να βγαίνουν και ντόπιες καινούργιες μελωδίες.

Το αν, πριν έρθουν οι μπάλοι του βιολιού, προϋπήρχαν μπάλοι της τσαμπούνας στα νησιά, δεν το γνωρίζω. Παίζουν και οι δύο πιθανότητες: (α) να υιοθετήθηκε ο ξένος χορός εξαρχής προσαρμοσμένος σε εντελώς ντόπια μουσική, και πολύ αργότερα, με τα βιολιά, να άρχισαν να έρχονται και άλλες μουσικές που (πιθανόν να) ήταν πιο κοντά στις αυθεντικές, ή (β) να τον πρωτοέφεραν τα βιολιά, αλλά παράλληλα ή λίγο αργότερα να άρχισαν να τον χορεύουν και με τις τελειώς διαφορετικές μουσικές που έπαιζαν οι τσαμπούνες.

Βέβαια είναι γεγονός ότι ούτε η Σίφνος ούτε η Σκύρος είχαν τσαμπούνες. (Υπάρχουν κάτι σκόρπιες αμυδρές ενδείξεις ότι υπήρχαν κι εκεί κάποτε, αλλά πάντως ποτέ στους καλά τεκμηριωμένους χρόνους η τσαμπούνα δεν ήταν βασικό όργανο εκεί.) Η Σίφνος είχε λύρες, που λογικά θα έπαιζαν ανάλογα πράγματα όπως οι τσαμπούνες. Η Σκύρος δεν πολυείχε όργανα ούτως ή άλλως: εκεί κυριαρχούσε το καθιστό γλέντι με σκοπούς χωρίς συνοδεία οργάνων, και για όποτε ήθελαν χορό η εικόνα μου είναι ότι καλούσαν ξένους οργανοπαίχτες (βιολιά και κλαρίνα) και ότι, και όταν ακόμη άρχισαν να βγαίνουν και ντόπιοι, ποτέ δε διαμορφώθηκε κάποια ιδιαίτερη σκυριανή παράδοση ενόργανης μουσικής. Υπήρχαν κάποια ερασιτεχνικά όργανα (φλογέρα, επίσης κι εδώ και η λύρα), και υποθέτω ότι ίσως, άμα μια παρέα στο γλέντι έκανε κέφι και ήθελε χορό, χωρίς όμως να είναι κάποιο μεγάλο πανηγύρι, γάμος η άλλο προκανονισμένο γεγονός ώστε να καλέσουν όργανα, όποιος ήταν καλός μ’ αυτά τα όργανα θα μπορούσε να στηρίξει εκ των ενόντων ένα χορό. Ή και με τραγούδια με το στόμα.

1 «Μου αρέσει»

Με απασχόλησε και μένα το ερώτημα αυτό. Από ότι κατάλαβα, υπήρχε ένας αρχαίος λαός, οι Veneti, την εποχή που στις ιταλικές γλώσσες το V προφερόταν σαν /w/ . Το όνομα αυτό πέρασε στους αρχαίους έλληνες, στη φάση της ελληνικής γλώσσας που δεν πρόφεραν πια το δίγαμμα, και έγινε Ενετοί. Πέρασε όμως και στα λατινικά και απο εκεί στις μεσαιωνικές ιταλικές διαλέκτους όπου το V προφέρεται σαν /v/ (σαν το ελληνικό β) και από εκεί στα μεσαιωνικά ελληνικά όπου εμφανίζεται ο τύπος «Βενέτικοι». Και φυσικά τα νέα ελληνικά σαν συμβιβασμός δημοτικιστών και καθαρολόγων δανείζονται απευθείας από τα αρχαία ενώ ταυτόχρονα διατηρούν και τον τύπο που επιβίωσε και εξελίχθηκε μέσα στην προφορική παράδοση.

1 «Μου αρέσει»

Όταν ανέβασα το σχόλιο αυτό, πριν 12-13 χρόνια, οι πηγές στο yt ήταν λίγες. Τώρα υπάρχουν μπόλικες. Στην πορεία ανακαλύπτονται και άλλα πράγματα. Έτσι, π.χ. αυτός ο ιδιαίτερος ρυθμός, εκτός από τη Σκύρο υπάρχει και στην Κω αλλά και αλλού.
Δείγμα Σιφνέικου μπάλλου με χορό εδώ. Δυστυχώς, η διήγηση (που δεν λέει και τίποτα χρήσιμο, δηλαδή) καλύπτει τον ήχο.
Δείγμα σκυριανού με κλαρίνο εδώ.
Και δείγμα από την Κω εδώ όπου υπάρχει και επεξηγηματική εισαγωγή (φαίνεται και ο Δημήτρης του ΚΕΠΕΜ).
Για το σιφνέικο, τώρα: Συνήθως παίζεται οργανικά. Αλλά όμως στο πρώτο μέρος μπορεί να ειπωθεί και τραγούδι, κάτι σαν αμανές. Αυτό γίνεται και αλλού όπως στην Κίμωλο και στα Θερμιά.
Χορευτικά δείγματα από τις διάφορες περιοχές φαίνονται στα βίντεο. Ιδιαίτερα στο σιφνέικο, στο πρώτο μέρος τα ζεύγη ξεκινούν το ένα πίσω από το άλλο. Σε πραγματικές συνθήκες γλεντιού χορεύουν συνήθως ένα-δυο ζεύγη και δεν υπάρχει όλη αυτή η σκηνοθεσία. Όμως σίγουρα οι δυο χορευτές κινούνται παράλληλα. Οι καλοί χορευτές φαίνονται από τον τρόπο που κουνιούνται. Υπάρχει ο απλός τρόπος, όπου τα βήματα ακολουθούν απλώς το τρίσημο τέμπο και το σώμα μένει άκαμπτο (ξύλο δηλαδή) και ο πιο περίπλοκος που το σώμα κάνει και ταλαντώσεις κάθετα ως προς το έδαφος, μεταξύ των κυρίων σημείων του μέτρου. Αυτός είναι και ο πιο επιδέξιος τρόπος (φτάνει να μην είναι υπερβολικοί και πάνε σα ξεβιδωμένοι). Μετά το πρώτο μέρος, εντελώς απότομα, γυρίζει στον κλασικό μπάλλο. Προς το τέλος επιταχύνεται (ξαπολυτός, μόλα όξω) και η συνήθης κατάληξη είναι το Ρούσικο.
Τώρα η σύνδεση με το συγκεκριμένο κομμάτι του Βιβάλντι ίσως είναι επιφανειακή. Σίγουρα όμως θα το χόρευα όπως στο παράδειγμα του σιφνέικου μπάλου στο πρώτο μέρος. Συσχέτιση μουσικής μπαρόκ με αιγαιοπελαγίτικα ακούσματα έκανε και ο Γ. Ζαρίας.
Χρησιμοποίησα το “Ενετοκρατία/Βενετοκρατία” αλλά πιο δόκιμοι θα ήταν γενικότεροι όροι όπως Λατινοκρατία ή Φραγκοκρατία. Οι Βενετσιάνοι είχαν την Σίφνο στους πρώτους αιώνες (13-14o). Μετά πέρασε σε οίκους (da Corogna και Cozzadini) από άλλες δυτικές πόλεις (Κορούνια και Μπολόνια) μέχρι και το 1617 οπότε και προσαρτήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ολοτελώς. Όμως, η Φραγκοκρατία άφησε ισχυρά αποτυπώματα, όπως σε πολλές περιοχές, ενώ τα πάρε-δώσε δεν σταμάτησαν. Κατά σύμπτωση, ίσως, υπάρχει η όποια ομοιότητα με τη σύνθεση του Βενετσιάνου Βιβάλντι (17-18ος αιώνας).

1 «Μου αρέσει»

Ο ρυθμός, τρίσημος! (τουλάχιστο στην αρχή, αλλά για αρκετό διάστημα). Η μελωδία όμως, καμμία σχέση με Βιβάλντι…

Ο μπάλος είναι δίσημος. Όμως σε αρκετά νησιά έχουν καθιερωθεί διάφορα ειδικά ρυθμικά σχήματα για τη συνοδεία του από το λαούτο, μερικά από τα οποία, με τα παρεστιγμένα τους και τα κουνημένα τους, μοιάζουν αρκετά για τρίσημα ή άλλα μέτρα, συνήθως όμως η μελωδία από πάνω είναι κανονικά δίσημη. Ακούστε για παράδειγμα κυπραίικους μπάλους.

Νομίζω ότι ο τρίσημος μπάλος της Κω είναι απλώς ένα βήμα παραπέρα: από δίσημο που ακούγεται σαν τρίσημο, σε πραγματικό τρίσημο.

Για τους υπόλοιπους επιφυλάσσομαι.

Πιό τριάρι, δεν θα μπορούσα να το ακούσω. Αλλά σταματώ εδώ, κι ας τον λέμε δίσημο.

Δεν έχεις δίκιο. Υπάρχουν πολύ πιο τρίσημα! Εγώ αυτό το ακούω οριακά δίσημο, που αναλύεται σε οχτώ χρόνους 3+3+2. Αλλά έστω κι αν ακούω μάλλον αυτό που προσδοκούσα ν’ ακούσω παρά αυτό που πραγματικά παίζουν, και στην πραγματικότητα είναι τρίσημο, και πάλι δεν το θεωρώ το πιο ξεκάθαρο τριάρι του κόσμου.

Της Σκύρου μοιάζει και σαν εφτάσημο λίγο. Προσωπικά επιμένω ότι όλα αυτά είναι δίσημα, ενδεχομένως λίγο κουνημένα.

Της Κω είναι ξεκάθαρο τρίσημο. Αλλά εξίσου ξεκάθαρο είναι ότι προέρχεται από δίσημο, αφού είναι ο γνωστός Σμυρναίικος ματζόρε μπάλος (και το σόλο του βιολιού, που μοιάζει με ταξίμι, είναι ο Φα ματζόρε μανές, που είτε από Φα είτε όχι τον συνδυάζουν σ’ όλο το Αιγαίο με τον συγκεκριμένο μπάλο).

Επιπλέον έχω και μια (μη αποδείξιμη) επιφύλαξη για το τόσο ξεκάθαρο τρίσημο του κώτικου μπάλου:

Την πληροφορία ότι ανάμεσα σ’ όλους τους μπάλους του Αιγαίου υπάρχει ειδικά ένας που είναι τρίσημος, ο κώτικος, θυμάμαι να την έχω ακούσει τουλάχιστον εδώ και μια εικοσιπενταετία. Κάποιος (μπορεί και πολύ παλιότερα) εντόπισε και ανέδειξε αυτή την πληροφορία, η οποία έκτοτε έγινε σταθερό ρεφρέν, όπως ότι οι κασιώτικοι σκοποί θυμίζουν αναστάσιμα τροπάρια (σπασμένο τηλέφωνο από ένα απόφθεγμα του Σ. Καρά), ότι στην Κάρπαθο μιλούν δωρική διάλεκτο, ότι η Συννεφιασμένη Κυριακή είναι σαν το Τη Υπερμάχω σε ζεΙμπέκικο κλπ. Δε θα απέκλεια λοιπόν η προβολή και διάδοση αυτής της πληροφορίας να οδήγησε τους μουσικούς να παίζουν ακόμη πιο τρίσημα: το φαινόμενο όπου η φολκλορική αναπαράσταση της παράδοσης μπολιάζει την ίδια την παράδοση και οι φυσικοί της φορείς προσπαθούν να μμηθούν τον ιδανικό φολκλορικό τους εαυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Εγώ το ακούω (και το βλέπω!) τρίσημο: τέταρτο – όγδοο – όγδοο - τέταρτο*. Το παίρνει ο βιολάτορας ρυθμό μόνο, ακριβώς όπως το είχε σκεφτεί και ο Βιβάλντι, και μπαίνει το λαούτο. Μόλις ο λαουτιέρης αναλάβει το ρυθμό, αρχίζει το σολιστικό της μελωδίας. Το λαούτο συνεχίζει κανονικότατα το τριάρι: πρώτο τέταρτο θέση, πρώτο – δεύτερο όγδοα άρση – θέση, τρίτο τέταρτο άρση. Βέβαια, είναι πεταχτός χορός (και με τσαχπίνικα εφευρημένα βήματα!), λόγω των ογδόων, δεν είναι «Ένα τρεχαντηράκι».

( * ) εδώ, στην πραγματικότητα είναι όγδοο + παύση ογδόου

Για ποιο απ’ τα τρία λες Νίκο, το σιφναίικο;

Μπορεί, δε θα επιμείνω.

Παρά ταύτα ξέρουμε ξεκάθαρα ότι ο μπάλος είναι δίσημος. Δίσημες είναι οι διάφορες έντεχνες προπολεμικές ηχογραφήσεις (Παπαγκίκα κλπ.). Δίσημο τον παίζουν σε όλα τα νησιά, εκτός από τα τρία που εντοπίσαμε. Δεν ξέρω τι ρυθμό ακούς σ’ αυτόν κι αυτόν τον κυπραίικο μπάλο, αλλά αναμφίβολα πρόκειται για τη μελωδία που γνωρίζουμε από παλιά και από παντού ως δίσημη.

Πιο πιθανό θεωρώ τα τρίσημα να προέκυψαν ως εκτροπή/παραφθορά/διασκευή από δίσημα, παρά από αυθεντικές τρίσημες φράγκικες μελωδίες.

Το σιφναίικο, ναι. Μην προχωρήσουμε περισσότερο, γιατί εγώ τους μπάλους, οπουδήποτε, τους βλέπω τετράσημους, όχι δίσημους. Και τους δύο κυπριώτικους με μανέ που παραθέτεις. Ο πρώτος έχει ωραιότατα ταιριαγμένους παρατονισμούς, στο δεύτερο ο αμανετζής δεν προσέχει πάντα το ρυθμό, που όμως είναι κανονικότατα τετράσημος. Δίσημος για μένα είναι μόνο ο χασάπικος. Το χαρακτηριστικό του τετράσημου είναι ότι ο καλός χορευτής προαισθάνεται, πού θα χτυπήσει η ισχυρή μπότα και εκεί επάνω ξεκινάει μία νέα φιγούρα, ένα λύγισμα μέσης, ένα γύρισμα της ντάμας κλπ.

Θα μπορούσα και να εμβαθύνω λίγο σ’ αυτό:

Το βασικό κοινό σημείο είναι ότι πρόκειται για μελωδίες παρακτακτικές. Ο μουσικός έχει στη διάθεσή του ένα άλφα πλήθος από μελωδικές φράσεις, και τις βάζει στη σειρά χωρίς να τις έχει απομνημονευμένες σε μια εντελώς σταθερή αλληλουχία. Με τον Μπάλο ματζόρε, που είναι σαφώς ο πιο πολυπαιγμένος, μπορούμε να το διαπιστώσουμε αυτό: σ’ όλες τις εκτελέσεις, μέσα σε φάσμα ενός αιώνα, εφόσον είναι αρκετά μακριές ώστε να έχουν 5-6 φράσεις τουλάχιστον, αναγνωρίζουμε το ίδιο κομμάτι αλλά ποτέ δεν ακούμε ακριβώς την ίδια αλληλουχία φράσεων από εκτέλεση σε εκτέλεση. Το αντίθετο της παρατακτικής μελωδίας είναι η περιοδική, όπου δύο ή τρεις φράσεις σχηματίζουν έναν κύκλο (τύπου ΑΑ ΒΒ ΑΑ ΒΒ ΓΓ ξερωγώ) που επαναλαμβάνεται. Οι παρατακτικές μουσικές γενικά δεν επανέρχονται σε φράσεις που ήδη έπαιξαν.

Αυτή η διάκριση δεν είναι ακαδημαϊκή. Έχω εντοπίσει πάρα πολλές ενδείξεις ότι οι μουσικοί την αντιλαμβάνονται εμπειρικά, και αντιμέτωπίζουν αλλιώς τις παρατακτικές μελωδίες και αλλιώς τις περιοδικές. Μία από τις διακρίσεις είναι ότι οι παρατακτικές συνοδεύονται από συγχορδίες ή βούρτσα, ακόμη και στις παραδόσεις τις αρκετά παλαιινές ώστε συνήθως το λαούτο να παίζει μελωδικά. Δηλαδή, ακούς για παράδειγμα Συρτό Πολίτικο με γύρισμα σε μπάλο, και στον μεν συρτό το λαούτο παίζει τη μελωδία μαζί με το βιολί, στον μπάλο όμως συγχορδίες.

Συγχορδίες, άρα επαναλαμβανόμενα ρυθμικά μοτίβα με την πένα. Λοιπόν, το πόσο απείχε η ρυθμική αντίληψη των παλιών νησιωτών λαουτιέρηδων από τη σημερινή το γνωρίζουμε καλά. Όποιος έχει ακούσει καλύμνικα, σιφναίικα, θερμιώτικα, αμοργιανά, κυπραίικα κλπ., καταλαβαίνει σε τι αναφέρομαι. Η κεντρική ιδέα ότι έχουμε μια βασική χρονική μονάδα, π.χ. το τέταρτο, και την υποδιπλασιάζουμε σχηματίζοντας ομάδες από όγδοα, 16α κλπ. χωρίς να επηρεαστεί η συνολική διάρκεια, εδώ δεν είναι καθόλου κεντρική. Όπως είναι γνωστό, τον μετρονόμο δεν τον εφηύρε νησιώτης λαουτιέρης.

Με τέτοια λοιπόν ρυθμικά μοτίβα, εύκολο είναι ένα δίσημο ελαφρώς κουνημένο να κουνηθεί λιγουλάκι ακόμα και να βγει τρίσημο ή εφτάσημο. Η διαφορά είναι σημαντική για όποιον μετράει με συμβατικές (δυτικές) ρυθμικές αξίες, αλλά εντελώς μηδαμινή για όποιον ακούει και παίζει εμπειρικά.

Σωστά, όλα αυτά. Δεν παύω να βλέπω τους μπάλους ως τετράσημους, όχι ως δίσημους.

το συζητήσαμε στην αρχή της δεκαετίας που τελειώνει :grinning:

Εντάξει, πάω πάσο για το 4σημο. Κι εγώ λέγοντας 2σημο το ίδιο εννοώ. Πάντα χωράει λίγο νερό στο αν δύο συνεχόμενα ίδια δυάρια τα πιάνουμε σαν ένα 4σημο μέτρο ή δύο δίσημα. Για μια σειρά προσωπικών λόγων προτιμώ να τα λέω δίσημα (και εκτός της παρούσας συζήτησης θα συνεχίσω), αλλά και με 4σημα συνεννοούμαι.

1 «Μου αρέσει»

Χα! πράγματι!

Μέτρια πρόοδος γι’ αυτή τη δεκαετία…