Πέθανε ο Μιχάλης Κουνάνης (Μπαμπέλης)

Παραθέτω από άρθρο των Λάμπρου Λιάβα και Τάσου Αναστασίου στη σελίδα alatitisgis του facebook.
" ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΧΑΛΗ ΚΟΥΝΑΝΗ (ΜΠΑΜΠΕΛΗ)

Ο Μιχάλης Κουνάνης, ο αγαπημένος σε όλους μας «Μπαμπέλης», υπήρξε ο κορυφαίος εκπρόσωπος της παλιάς καλής γενιάς των λαϊκών οργανοπαικτών που διαφύλαξαν ώς τις μέρες μας και κοινώνησαν στους νεότερους την πανάρχαια μουσική παράδοση του Αιγαίου.

Σπουδαίος οργανοπαίχτης, επιδέξιος κατασκευαστής και βαθύς γνώστης των «μυστικών» της τσαμπούνας, γενναιόδωρος δάσκαλος. Ήταν πάντα παρών και μπροστάρης στη μεγάλη παρέα των Παγκυκλαδικών Μουσικών Συναντήσεων, στις «τσαμπουνοσυνάξεις» που ξεκίνησαν το 2002, οδηγώντας για μια εικοσαετία στην αναγέννηση των λαϊκών πνευστών του Αιγαίου και τη μεταλαμπάδευση τους στις νεότερες γενιές.

Θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένος στη μνήμη και στην καρδιά όλων όσων είχαμε την τιμή και τη χαρά να τον γνωρίσουμε, να γλεντήσουμε μαζί του, να μεταλάβουμε το ήθος του. Δυναμικός και πληθωρικός, ανοικτός και δοτικός, με βιωματική γνώση και βαθύ ένστικτο, με αξιοπρέπεια και περηφάνια!

Στάθηκε όχι απλώς δάσκαλος αλλά κυρίως πρότυπο, έμπνευση και ανεξάντλητη πηγή για τόσους και τόσους νέους που ξεπήδησαν όλα αυτά τα χρόνια, δίνοντας νέα πνοή σ’ ένα όργανο που απειλούνταν με εξαφάνιση. Μουσικές προσωπικότητες όπως ο Μπαμπέλης αποτελούν τα φωτεινά σημεία αναφοράς που κάνουν τους νέους οργανοπαίκτες να νιώθουν περήφανοι όταν κρατάνε στα χέρια τους την τσαμπούνα!

Μοιράστηκε απλόχερα τις γνώσεις του για την κατασκευή και τις τεχνικές παιξίματος με όλους όσους τον πλησίασαν, σεβόμενοι στο πρόσωπό του έναν πολύτιμο θεματοφύλακα της μουσικής παράδοσης όχι μόνο της Μυκόνου αλλά ολάκερου του Αιγαίου. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ικαρία αναγνωρίζουν ότι σ’ αυτόν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η αναβίωση της τσαμπουνοφυλάκας.

Γιατί στις μουσικές παρέες ο Μπαμπέλης δεν λειτούργησε απλώς ως ένας «συνάδελφος», στάθηκε -πάνω απ’ όλα- «αδελφός»! Παίζοντας και τραγουδώντας όχι για να ξεχωρίσει αλλά για να σμίξει τον κόσμο, σε μια μεγάλη γιορτή, σε μια πανάρχαια τελετή που γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν και υπόσχεται ένα πιο ανθρώπινο μέλλον.

Πάντα αχώριστος με το «τακίμι» του, τον Λευτέρη τον Σικινιώτη τον «Καντενάσιο», θα τον συναντήσει στα επουράνια γλέντια, μαζί με τους υπόλοιπους επιφανείς συντρόφους της παλιάς καλής γενιάς που έφυγαν στα χρόνια που μεσολάβησαν: τον Γερασιμάρα, τον Γιακουμάρα, τον Δημήτρη και τόσους άλλους…

Ένας μεγάλος κύκλος κλείνει σήμερα, αλλά ας μη βιαστούμε να μιλήσουμε για «τέλος εποχής». Η γη της Μυκόνου που τον υποδέχεται στα σπλάχνα της, αν και βάναυσα κακοποιημένη και αλλοτριωμένη από έμπορους και μεταπράτες, εξακολουθεί να φυλάει βαθιά στο χώμα της τις «ρίζες», τον απόηχο από τον αυλητή της Κέρου, με τον διπλό αυλό να επιβιώνει μέσα στους αιώνες στην τσαμπούνα του Μπαμπέλη.

Τα κύματα θα κρατήσουν και θα ταξιδεύουν τις μελωδίες που έπαιζε ώρες ατέλειωτες μονάχος μέσα στη βάρκα του. Και στα χοροστάσια που γλέντησε τις παρέες των μερακλήδων θα φυτρώσουν οι σπόροι που έσπειρε. Τίποτα δεν πάει χαμένο και να είστε βέβαιοι: το Αιγαίο που αντιστέκεται κι επιμένει «ανθεί και φέρει κι άλλα»!

Από την παρέα των φίλων και συνοδοιπόρων στις Συναντήσεις Λαϊκών Πνευστών του Αιγαίου

Λάμπρος Λιάβας & Τάσος Αναστασίου

Πηγή: Alatitisgis

6 «Μου αρέσει»

Ο Μπαμπέλης έφυγε από την παλιά αγροτική φτωχή Μύκονο στην Αθήνα, και όταν γύρισε με τη σύνταξη δεν του άρεσαν οι αλλαγές που βρήκε. Ο κόσμος εκεί ήταν παγωμένος από τα πάνω κάτω που είχε φέρει όχι μόνο η νεωτερικότητα αλλά και ο τουρισμός. Και δε γλεντούσαν!

Αντί αυτό να τον πικράνει και να τον παγώσει κι αυτόν, τον χτύπησε στο φιλότιμο. Παρέα με τον κολλητό του φίλο τον Καντενάσο (Λευτέρη Σικινιώτη) άρχισαν να παίρνουν σβάρνα τα ξωκλήσια που γιόρταζαν, τα χοιροσφάγια, τις ονομαστικές εορτές και γενικά τις παρέες, παίζοντας τα σαμπουνοτούμπακά τους όπως θυμούνταν να γίνεται πάντα στο νησί.

Αυτό έδωσε θάρρος και στους 8-10 άλλους σαμπουνιέρηδες που είχαν απομείνει στο νησί, αλλά που τα ‘χαν παρατήσει, να τα ξαναπιάσουν. Το ίδιο και σ’ όλους τους μερακλήδες που δεν έπαιζαν όργανο αλλά θα χόρευαν και θα τραγουδούσαν αν βρισκόταν κάποιος να παίζει. Έτσι στη Μύκονο δημιουργήθηκε ένα ρεύμα για την μέχρι πρότινος ξεχασμένη σαμπούνα.

Κάπου γύρω στο 2000 όλο αυτό έδωσε το έναυσμα να ηχογραφηθούν και να κυκλοφορήσουν δύο δίσκοι με μυκονιάτικα, «Σαμπούνες μυκονιάτικες» και «Με σαμπούνες και τουμπάκια». Έπαιζαν έξι-εφτά μουσικοί, μεταξύ των οποίων ο Μπαμπέλης κι ο Καντενάσος. Επειδή και τις δύο παραγωγές τις ανέλαβαν ντόπιοι που ήξεραν καλά περί τίνος πρόκειται (Ούλοφ-Δημήτρης Ρόε και Γιάννης Ζουγανέλης αντίστοιχα [ο γνωστός, όχι ο τουμπίστας, ο Κουφώματα]), απέρριψαν κάθε ασφυκτικό πλαίσιο «για να βγει ωραίο στον κόσμο» (ενορχηστρώσεις, τόσες στροφές - τόσες εισαγωγές κλπ.) και έστησαν από ένα γλεντάκι μέσα στο στούντιο, με τα κρασάκια, τα μεζεδάκια, το κέφι και τον αυτοσχεδιασμό.

Αυτό το πράγμα, δίσκος εξ ολοκλήρου με τσαμπούνες και μάλιστα που να συλλαμβάνει την αυθεντική ατμόσφαιρα του συμμετοχικού γλεντιού, δεν είχε ξαναγίνει. Πόσο μάλλον από τη Μύκονο, το τελευταίο μέρος στη γη που θα περιμέναμε να έχει ζωντανή λαϊκή παράδοση! Ακούστηκε αρκετά στις Κυκλάδες, λίγο και στην Αθήνα, και τόνωσε ακόμη περισσότερο το τραυματισμένο, παλιότερα, ηθικό αυτών των μουσικών (εκτός από τους ίδιους τον Μπαμπέλη και τον Καντενάσο, που ήταν και τρομερά μπριόζοι άνθρωποι από μόνοι τους αλλά είχαν γλιτώσει και τη σφαλιάρα που είχαν φάει όσοι είχαν μείνει στο νησί: για τους μετανάστες, ο χρόνος είχε σταματήσει εκεί που άφησαν το νησί.)

Όταν το 2002 οργανώθηκε η πρώτη Παγκυκλαδική Συνάντηση Λαϊκών Πνευστών, οι περισσότεροι τσαμπουνιέρηδες που μαζεύτηκαν από τα άλλα νησιά ήταν γέροι, είχαν καιρό να παίξουν, είχαν χάσει κάθε πίστη στην παράδοσή τους, τα όργανά τους ήταν ταλαιπωρημένα, τους σκοπούς τους είχαν μισοξεχασμένους. Οι Μυκονιάτες ξεχώρισαν. Αυτοί με τον τσαμπουκά και την αυτοπεποίθησή τους θύμισαν σ’ όλους τους άλλους τα νιάτα τους, την αξία και τη μαγεία του γλεντιού. Αυτοί τούς έριξαν στο φιλότιμο να μερεμετίσουν τα όργανα, να ξεσκονίσουν τους σκοπούς, να ξεσκουριάσουν τα δαχτύλια τους, ώστε την επόμενη χρονιά να γλεντήσουν πιο γερά στο ξαναντάμωμα της παρέας που είχε πια στηθεί. Και να φωνάξουν κι άλλους.

Η Παγκυκλαδική πέρασε τα σαράντα κύματα, αλλά συνεχίζεται ακόμη κάθε χρόνο. Και ξαναγέννησε την τσαμπούνα, ένα όργανο που κλείνει στο ασκί του μια σοφία και μια αλήθεια που, από τα βάθη του χρόνου, έρχεται πάντα ολόφρεσκη.

Δεν ήταν βέβαια μόνο η Παγκυκλαδική. Ούτε μες στην Παγκυκλαδική μόνο οι Μυκονιάτες, ούτε μες στη Μύκονο μόνο ο Μπαμπέλης με τον Καντενάσο. Έφεραν όμως κι αυτοί την ψηφίδα τους να την ξαναβάλουν στο μωσαϊκό που είχε σπάσει.

Αιωνία του η μνήμη.

5 «Μου αρέσει»