Πέθανε ο Ηλίας Πετρόπουλος

Έφυγε ο συγγραφέας Ηλίας Πετρόπουλος

Πηγή: ΝΕΤ 4/9/2003 12:37:00 μμ

Την τελευταία του πνοή, μετά από πολύμηνη μάχη με την επάρατο νόσο, άφησε χθες στο Παρίσι σε ηλικία 75 ετών ο γνωστός συγγραφέας Ηλίας Πετρόπουλος.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει

Ήταν άρρωστος, 3 χρόνια τώρα. Ίσως νάτανε αυτό που έβαλε σε έξαρση τη γκρίνια του, και μ’ ανάγκασε να πλακωθώ μαζί του πέρσυ στο Παρίσι.

Όμως έξη μήνες πριν, του είχα πάρει μιά συνέντευξη (σε βίντεο) 5 ωρών και εφ’ όλης της ύλης, που είναι ακόμα ανέκδοτη. Και μου τα είπε όλα, με απόλυτη ειλικρίνεια.

Ο Ηλίας ήταν ένας παθιασμένος άνθρωπος. Γι αυτό και τόσο αντιφατικός. Τη μιά μέρα έπαιρνε το αεροπλάνο κι ερχόταν στο Βερολίνο να χαρεί μαζί μου τη βράβευση του “Ρεμπέτικου”. Και την άλλη με σκυλόβριζε στη “Ρεμπετολογία”, γιατί είχα κοστουμαρισμένους τους μάγκες στο πάλκο, ξεχνώντας πως αυτό το είχα συμπεράνει από τη δική του συλλογή φωτογραφιών.

Στη δεκαετία 57-67, έκλεβε τις παλιές φωτογραφίες, ακόμα και από το συρτάρι του κομοδίνου του ετοιμοθάνατου Νούρου, και οι μάγκες τον κυνηγάγανε να τον σκοτώσουν. Όμως καλά έκανε, κι αυτό φάνηκε όταν δώρισε τη συλλογή του στον ʼγγελο Δεληβοριά -και το Μουσείο Μπενάκη.

Ο Ηλίας κι ο Τάσος Σχορέλης ήσαν οι πρωτεργάτες της διαμάχης “Τσιτσανικών” και “Βαμβακαρικών”, που τάραξε τότε τα νερά, και μας ανάγκασε όλους να τρέχομε σαν τρελλοί γιά να υποστηρίξουμε τις δικές μας θέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν να βγει κερδισμένη η ρεμπετολογία.

Κάπου έγραψε η Θέσια: “Αν δεν ήταν αυτοί οι τρελλοί νέοι τότε, φοιτητές και μη, ο Ηλίας, ο Τάσος, ο Παναγιώτης, ο Νέαρχος, ο Στάθης, ο Σπύρος, να τρέχουνε τα πάνω-κάτω γιά ν’ ανακαλύψουν και ν’ αποκαλύψουν τα κρυμένα και αποσιωπημένα από το Σύστημα μυστικά του ρεμπέτικου τραγουδιού, και να καθόμαστε σήμερα εμείς οι νεοφώτιστοι ν’ απολαμβάνομε την πενιά του Δελιά ή την κανταδόρικη τσαλκάντζα του Κατσαρού, αν δεν ήταν οι συλλέκτες και ρεμπετολόγοι της δεκαετίας του 60, τι θάταν άραγε σήμερα η Ελλάδα και ο πολιτισμός της; Μήπως θα της έλειπε το ένα της ποδάρι;”

Δεν είμαι εγώ που θα κρίνω αν ήταν… “καλός” ή “κακός άνθρωπος”, άλλωστε αυτές οι έννοιες δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον γιά μένα. Όμως η προσφορά του στον Ελληνικό Πολιτισμό -παρ’ όλες τις επιπολαιότητες όπως είπαμε όλοι κατά καιρούς- υπήρξε πολύ μεγαλύτερη από τις ίδιες τις δυνάμεις του. Κι αν ήσαν περισσότεροι αυτοί που κάναν το ίδιο, θα είχαμε έναν καλύτερο κόσμο.

Καλό σου ταξίδι, βρε Ηλία, και πάρε μιά τζούρα γιά τα παιδιά που θ’ απαντήσεις εκεί που πας.

Τη συλλογή ο Πετρόπουλος την άφησε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.

Καλό σου ταξίδι Ηλία και να 'ναι ελαφρό το χώμα που σε σκεπάζει.

Υπήρξες πρωτοπόρος στο χώρο σου και δεν το ξεχνάμε.

Σ.Π.

Λέγετε (από, παρόντες τότε, εναπομείναντες του χώρου) πως ο Πετρόπουλος μπήκε από το παράθυρο στο δωμάτιο που είχανε στην κάσα τον νεκρό Μπάτη /ή τον Σπαγγαδώρο (μου διαφεύγει) και πήρε… από τον νεκρό τα σκαρπίνια του !!!

Κύριε Φέρρη, λέτε “καλά έκανε”. Επειδή έδωσε (πούλησε) τη συλλογή του στη Γεννάδιο? Προς Θεού!

Sorry! Λάθος ! = Λέγεται (έπρεπε να γραφτεί)

HTAN ANTIKOMFOPMISTIS KAI PISOsPastIkoS

Πράγματι, στη Γεννάδιο έδωσε τη συλλογή των φωτογραφιών, δεν ξέρω πως μου κόλησε, ίσως γιατί ο ʼγγελος Δεληβοριάς ήταν φίλος του, είναι και φίλος μας. Δεν έμαθα ποτέ πως την “πούλησε”, αλλά δεν το θεωρώ απίθανο. Επίσης, αν αρχίσομε ν’ απαρριθμούμε τα στραβά του, δεν τελειώσαμε. Π.χ., η πρώτη έκδοση των “Ρεμπέτικων Τραγουδιών” έγινε με δανεικά από φίλους (όπως της Φανής Πετραλιά π.χ., της δημοσιογράφου, όχι της “Φάνης”) και τα οποία έμειναν… αγύριστα. Όμως, όπως είπα, δε μπορώ να κρίνω τον άνθρωπο, όταν η προσφορά του τον ξεπερνάει κατά πολύ.

Από την άλλη, φυσικά, δε συμφωνώ με την Έλσα, γιατί η εξεζητημένη σκανδαλοθηρία δεν είναι αντικομφορμισμός ούτε ριζοσπαστικότητα. Τι να πω, δηλαδή, γιά τον ισχυρισμό του πως ο Διονύσιος Σολωμός ήταν Εβραίος (Σαλομών), ή πως η Θεσσαλονίκη δεν απελευθερώθηκε από τους Έλληνες αλλά σκλαβώθηκε γιατί ανήκε στους Εβραίους, ή πως οι νταήδες και ρεμπέτες ήσαν όλοι τους κωλομπαράδες (sic), κ.λ. κ.λ. κ.λ…

Ευτυχώς, η Ιστορία με τον χρόνο, ξεσκαρτάρει την ήρα από το σιτάρι, κι αυτό που θα μείνει, και πρέπει να του αναγνωρίσουμε, είναι η δημοσιοποίηση της συλλογής του, και η επισημοποίηση του όρου “ρεμπέτικο” με την αναγωγή του σε τίτλο βιβλίου. Κάτι δηλαδή σαν (τηρουμένων των αναλογιών) το “ανέβασμα” του μπουζουκιού στο πάλκο του Σαραντόπουλου.

ΥΓ. Κάπου άκουσα πως η χούντα τον έκλεισε φυλακή λόγω του βιβλίου του… ΨΕΜΜΑ!

Γιατη μπηκε στη φυλακα τοτες???
ΤΙ ΛΕΝΕ ΓΙΑΥΤΟ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΤΑ ΞΕΡΟΥΝΕ ΟΛΑ???

Κρίμα που χάθηκε ένας εν ενεργεία συγγραφέας, γιατί ο Πετρόπουλος μέχρι και χθες εξέδιδε εργασίες του.
Από εκεί και πέρα, ως προς το πόσο χρήσιμος υπήρξε, η δουλειά του θα κριθεί. Αν δεν έχει ήδη κριθεί.

Υπήρξε ένας μοναδικός στο είδος του γραφιάς, σε τέτοιο βαθμό, που κάθε τόσο προσπαθούσε και ο ίδιος να αυτο-προσδιορισθεί. Αν και, απ’ όσο τον παρακολούθησα, δεν είχε λόγο να κουράζεται: Τα “Καλιαρντά” και το “Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη” περισσότερο παρά το “Ρεμπέτικα Τραγούδια” τον προσδιορίζουν σαν «λαογράφο».
Και αυτό, γιατί αν τα “Ρεμπέτικα” είχαν συνεχιστές, και μάλιστα μπόλικους, στα “Καλιαρντά” everybody κώλωσαν! Οχι πως δεν μπορούν να αγγίξουν τα θέματα αυτά.
Οχι.
Απλά δεν το κατάλαβαν ακόμα:

Ο Πετρόπουλος, και έως σήμερα μόνον αυτός, κατάλαβε και κατέδειξε πως υπόκοσμος και λαός είναι κάποιες φορές η ίδια και η αυτή οντότητα. Τουλάχιστον ως προς μια ορισμένη και χαρακτηριστική μερίδα απ’ τις εκφάνσεις τους στην καθημερινή ζωή. Και πως η κουλτούρα τους αλληλοτροφοδοτείται και τελικά συγκλίνει. Και πως οι κοινές συνήθειες (το μουστάκι, ο καφές, η φασουλάδα, το μπεγλέρι, το χασίσι, τα σκαρπίνια, η αρπαχτή και βέβαια το γλωσσικό ιδίωμα και η μουσική τους) έχει ενδιαφέρον να διερευνηθεί και να καταγραφεί πάντα σε σχέση μ’ αυτό το δεδομένο: Τη σύγκλιση των συμπεριφορών.

Αυτή του η προσέγγιση τον καταξιώνει σαν έναν πρωτεργάτη στο είδος του.
Κακώς τον έχουμε ταυτίσει (σ’ αυτό το φόρουμ πάντα) με τα ‘ρεμπέτικα’ (sic). Εκτός από το φωτογραφικό υλικό και τους στίχους με τις πληροφορίες τους, τίποτα το σπουδαίο δεν έκανε. Η ζωή θάταν η ίδια και χωρίς αυτό το βιβλίο.

Σκεφτείτε το.

Αν δεν είχε γίνει όλο αυτό το πατιρντί με τα λαϊκά του μεσοπολέμου το πολύ πολύ

  • οι 78άρηδες να μην κάνανε 50 και 100 χιλιάδες δραχμές,
  • η φιάλη να έκανε 20 ευρώ αντί για 120 στα ρεμπετάδικα (sic)
  • οι επανεκτελέσεις της τετράδας του πειραιά θα ήταν 2 αντί για 2.000.
  • να είχαμε λιγώτερα φαινόμενα χαζοχαρούμενης ρεμπετομαλακίας.

Η ζωή συνεχίζεται.
Αυτό που λείπει είναι αναρχικά σκυλιά σαν τον Ηλία .

Η τοποθέτηση του Κώστα με βρίσκει σύμφωνο, κυρίως ως προς την προσέγγιση του λαού με τον υπόκοσμο. Είναι ακριβώς το σημείο όπου με κάνει έξαλλο η Αριστερά, όποτε, γιά να δικαιολογήσει την λαϊκή αποδοχή του ρεμπέτικου, έχει την ανάγκη αφ’ ενός μεν να περνάει ντούκου τα χασικλίδικα και άλλες παρανομίες, και αφ’ ετέρου να ψαρεύει κάποιες ηλίθιες Μεταξικές “Φάμπρικες” και κλαψούρηδες (λούμπεν) μετανάστες στη Γερμανία.

Ουφ! Τόπα και ξέσπασα!

Όσο γιά τη φυλακή, την πρώτη φορά ήταν γιά κλοπές Βυζαντινών εικόνων από επαρχιακές εκκλησίες. Η άλλη καταδίκη, που τον υποχρέωσε σε μόνιμη εξορία, είναι γιά πολύ βαρύτερο παράπτωμα, γιά το οποίο όσοι ξέρουν δεν κάνουν κουβέντα. Τι θες τώρα, να τα βγάλομε όλα στη φόρα; Η προσφορά ενός ανθρώπου δε μετριέται με τις παρανομίες πούκανε στη ζωή του. Κι ο Βερλαίν πυροβόλησε να σκοτώσει τον Ρεμπώ, αλλά δεν παύει να είναι μέγιστος ποιητής. Και δεν χρειάζεται γι αυτό να τον βγάλομε, ούτε άγιο, ούτε επαναστάτη.

Ο όρος “αναρχικό σκυλί” του Κώστα με καλύπτει απόλυτα.

μόλις ξαναδιάβασα μια συνεντευξη με τον Πετρόπουλο (2002, μεταφρασμένη στα γερμανικά) που λέει αυτός το εξής>
… για το βιβλίο μπήκα 1968 πέντε πήνες στη φυλακή (…) και για τα “ρεμπέτικα τραγούδια” μπήκα από “πορνογραφία” στη φυλακή. Αυτό ήταν ο τύπος πίσω από τον οποίον κριβόταν η πολιτική κατηγόρια…
Ακουλοθεί μια εξήγηση γιατί η Bourgoisie ήταν τόσο σοκαρισμένη από τα βιβλία του.

Είναι σωστό αύτο που λέει για τη δικαιολογια?

ba… psemata einai.tora gia xasis lene. alla pios 3eri? aytos elege mia zoi ‘de kapnizo’… poy na xeris ali8eia?

Ο Πετρόπουλος ΔΕΝ ΚΑΠΝΙΖΕ. Ρητά και κατηγορηματικά.

Πιστεύω μήπως να μη εκφράστηκα σωστά, ήθελα να ξέρω αν πραγματικά το δικαστήριο πήρε αυτή η πρόφαση σαν δικαιολογία.

Το γιατί μπαινόβγαινε στο Επταπύργιο ο Πετρόπουλος είναι άσχετο. Οπως άσχετο είναι και το τι νούμερο παπούτσια φορούσε. Αν και απ’ ότι ακούω σύντομα θα λυθεί η απορία, για αυτούε που την έχουν τουλάχιστον.

Κατά τα άλλα, νομίζω πως ο ίδιος το έκανε θέμα γράφοντας συχνά “μπήκα φυλακή για τούτο, για τ’ άλλο κλπ” και επικαλούμενος ακριβώς τις φυλακίσεις του για να στηρίξει κάποιου ακατάληπτου είδους ‘ειδικότητα’ στο ρεμπέτικο.

Το έγραψα κι αλλού: Ο Η.Π. κάποιες φορές πνίγηκε στο μελάνι του προτάσσοντας το ρεμπέτικο πάνω από άλλες - πολύ σοβαρότερες - δουλείες του.

Γιά να τελειώνω.

  1. Η προσφορά του Πετρόπουλου στο ρεμπέτικο, ήταν απλά και μόνο (αλλά αυτό δεν είναι και λίγο) η ΩΘΗΣΗ που έδωσε στο ενδιαφέρον γι αυτό το τραγούδι, και το ξύπνημα των ρεμπετολόγων που κατάλαβαν πως έπρεπε επιτέλους να δημοσιοποιήσουν τις δουλειές τους και τις συλλογές τους, κι όχι ν’ αυνανίζονται με “μεταξύ μας” κρυπτο-κοινοποιήσεις και ακροάσεις.

  2. Από την άλλη όμως έχομε ν’ αντιπαραθέσομε τον Τάσο Σχορέλη, που τάραξε τα νερά με πολλή αγάπη στη δεκαετία του 60, οργάνωσε τις πρώτες επίσημες συναυλίες, και ίδρυσε το φιλανθρωπικό Σωματείο αλληλοβοήθειας, γιά τους αναξιοπαθούντες ρεμπέτες. Αυτό θα πρέπει κάποτε να του αναγνωρισθεί.

  3. Ο ίδιος ο Πετρόπουλος ξέκοψε με το ρεμπέτικο, σε σημείο σχεδόν να το αποκηρύσσει.

  4. Πιστεύω πως κάποια από τα βιβλία του (Κλέφτης, Γκαλιαρντά) έχουν μεγάλη φιλολογική αξία, αλλά έκανε και πολλά σκουπίδια γιά την κονόμα και μόνο (συλλογές από καπέλα ή καπότες, γκραβούρες που μάζευε από τα παλιατζίδικα του Σηκουάνα και χαρτοκοπτική κ.ο.κ.).

  5. Φυσικά και δεν ήταν “χουντικός” ο Πετρόπουλος, αλλά ούτε και “αντιστασιακός”, κι ούτε αυτό το θεωρώ εις βάρος του. Όμως να μη λέμε και πως “χτύπησε τη μπουρζουαζία”, γιατί η μπουρζουαζία τον αγκάλιασε (ως άλλοθι, του τύπου “έχουμε κι από τούτα στη δημοκρατία μας”) κι ο ίδιος στη μπουρζουαζία ήταν βουτηγμένος, ως γελωτοποιός της.

Κατά τα άλλα, δεδικαίωται, και κρίμα που μας έφυγε.